ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Ο τραυματισθείς εργαζόμενος σε εργατικό ατύχημα, είτε ασκεί την εκ του Ν. 551/1915 αξίωση, είτε όταν εγείρει αγωγή αποζημίωσης με βάση το κοινό δίκαιο, μπορεί επί πλέον να αξιώσει καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 299 και 932 του ΑΚ, οι οποίες και δεν προσκρούουν στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, το οποίο δεν απαιτείται να είναι το ειδικό πταίσμα της μη τήρησης των όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί και το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 114/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΑΣΚΟΥΣΩΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ: 1) Εταιρείας µε την επωνυµία «…….» που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……. και εκπροσωπείται νόµιµα, µε ΑΦΜ …….., 2) …………, οµόρρυθµου εταίρου της ως άνω εταιρείας και 3) ……………, επίσης οµόρρυθμου εταίρου της ίδιας εταιρείας, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τσάκωνα.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΚΑΘΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Καπάκο (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΩΝ – ΚΑΘΟΥ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ – ΕΝΑΓΩΝ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εναγόμενων (ήδη εκκαλουσών -εφεσίβλητων – ασκουσών τους πρόσθετους λόγους της έφεσης), την από 29-3-2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/2022, αγωγή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄αρ. 741/9-3-2023 οριστική απόφασή του παραπάνω Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν οι εναγόμενες, ήδη εκκαλούσες – εφεσίβλητες – ασκούσες τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, με την κρινόμενη από 5-4-2023, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../5-4-2023 και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ……./5-4-2023, έφεσή τους (υπό στοιχείο Α΄). Επίσης, την ίδια απόφαση πρόσβαλε ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών – καθού οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, με την κρινόμενη από 25-4-2023, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../26-4-2023 και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ……../26-4-2023, έφεσή του (υπό στοιχείο Β΄). Επιπλέον, οι εκκαλούσες – εφεσίβλητες άσκησαν τους από 27-12-2023 πρόσθετους λόγους της ως άνω έφεσής τους (υπό στοιχείο Α΄), που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../29-12-2023.
Η συζήτηση των υπό στοιχ. Α΄ και Β΄ εφέσεων, καθώς και των πρόσθετων λόγων της Α΄ έφεσης, προσδιορίστηκαν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, δικάσιμο (των δύο εφέσεων ύστερα από αναβολή από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 1ης-6-2023) και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 3,5 και 24 αντίστοιχα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση των ως άνω εφέσεων και πρόσθετων λόγων από το πινάκιο, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών- εφεσίβλητων – ασκουσών τους πρόσθετους λόγους της έφεσης παραστάθηκε ως ανωτέρω και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεσή τους, τους πρόσθετους λόγους αυτής και τις προτάσεις τους, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου- εκκαλούντος- καθού οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 5-4-2023 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …./2023 έφεση, Β) η από 25-4-2023 και με Ε.Α.Κ. …./2023 έφεση και Γ) οι από 27-12-2023 και με Ε.Α.Κ. …./2023 πρόσθετοι λόγοι της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης. Οι παραπάνω εφέσεις και πρόσθετοι λόγοι πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 741/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591 614 περ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία. Δεν απαιτείται δε η κατάθεση από τους εκκαλούντες των εφέσεων, του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως η προκείμενη. Εκ του περισσού δε, κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση, το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης της έφεσης αυτής). Ως εκ τούτου και ανεξάρτητα από την κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω έφεσης, θα διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον ως άνω εκκαλούντα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
Επίσης, νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκήθηκαν από τις εκκαλούσες της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, οι προαναφερθέντες πρόσθετοι λόγοι αυτής (άρθρο 591 παρ.1 περ.ζ ΚΠολΔ), δεδομένου ότι αντίγραφό τους επιδόθηκε στον καθού οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης – εφεσίβλητο στις 29-12-2023, ήτοι τουλάχιστον προ 8 ημερών από τη συζήτησή τους, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………
Πρέπει, επομένως, τόσο οι ανωτέρω εφέσεις, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8- 1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 Εισ.Ν.ΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του ως άνω Ν. 551/1915, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 551/1915 αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στην χρηματική ικανοποίηση για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι` αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα και, σε περίπτωση θανάτου αυτού, οι επιζώντες σύζυγος και συγγενικά πρόσωπα τούτου, χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, αντίστοιχα, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του τραυματισθέντος (ή θανατωθέντος), ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915 (Oλ.ΑΠ 18/2008, ΑΠ 61/2023, ΑΠ 1059/2020, ΑΠ 946/2018, ΑΠ 374/2018, ΑΠ 1048/2018, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 2008/2013, ΑΠ 723/2012, ΑΠ 814/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοιο πταίσμα θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του Π.Δ. 22 Δεκ. 1933 “Περί ασφαλείας εργατών και υπαλλήλων εργαζομένων επί φορητών κλιμάκων” (ΦΕΚ 406 τ.Α` της 29-12-1933) και δη του άρθρου 1, σύμφωνα με την διάταξη του οποίου “Οι βιομήχανοι, βιοτέχναι, έμποροι και παντός είδους επιχειρηματίαι και εργοδόται ή διευθυνταί ή διαχειρισταί εταιρικών επιχειρήσεων, ναυπηγείων, χημικών εργαστηρίων, αποθηκών, εργασιών φορτώσεως και εκφορτώσεως, υπαιθρίων εργασιών κατασκευής και επισκευής οιωνδήποτε έργων, θεάτρων και εγκαταστάσεων, παντός είδους δημοσίων θεαμάτων, ιδιωτικών γραφείων, υποχρεούνται όπως έχωσιν εις την διάθεσιν του προσωπικού αυτών κλίμακας κινητάς, εφ` όσον δεν υπάρχουν σταθεραί τοιαύται, δι` ύψη ανώτερα των δύο μέτρων”, καθώς και του άρθρου 5 παρ. 3 και 4 (του ίδιου Π.Δ.), σύμφωνα με τις οποίες διατάξεις “Αι χρησιμοποιούμεναι κλίμακες δι` εργασίαν οροφής δέον να αποτελούνται εκ δύο σκελών, συνδεδεμένων εις το άνω μέρος δι` αρθρώσεως επιτρεπούσης την περί οριζόντιον άξονα στροφήν αυτών. Τα δύο κινητά σκέλη στερεούνται μεταξύ των διά μεσοζευγμάτων (τιραντών). Απαγορεύεται η εναπόθεσις εργαλείων ή υλικών επί γείσων στεγών ή βαθμίδων φορητών κλιμάκων. Οι επί των κλιμάκων εργαζόμενοι εφοδιάζονται διά σακκιδίων εντός των οποίων τοποθετούνται τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία”. Εξάλλου δε, κατά το άρθρο 3 παρ. 1, 2 και 3 του Π.Δ. 395/1994 “Ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για την χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την Οδηγία 89/655/ΕΟΚ”, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας που τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση ή και την εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς τον σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά την χρησιμοποίησή του (παρ. 1). Κατά την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαμβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση ή και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας, καθώς και την έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας (παρ. 2). Οταν δεν είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί πλήρως, κατά τον τρόπο αυτό, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά την χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο (παρ.3). Σύμφωνα δε με το άρθρο 71 του ΑΚ “Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον”. Κατά το άρθρο 65 παρ. 1 ΑΚ “Το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα η περισσότερα πρόσωπα” και κατά το άρθρο 67 ΑΚ “Όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα. Υποκατάσταση απαγορεύεται εφόσον η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά”. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι: α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα διά των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους, β) σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ` αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος και γ) δύναται το μέλος της διοίκησης να επικαλεσθεί με ένσταση (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει) ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο. (ΑΠ 723/2012 ο.π.).
Εξάλλου, η αρχή της αναλογικότητας, που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, έστω και αν τούτο ρητά δεν αναφέρεται σε αυτή. Η εν λόγω αρχή αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος που επίσης καθιερώνει η διάταξη της παρ.3 του ιδίου άρθρου του Συντάγματος, γεγονός που συμβαίνει όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει προφανώς τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα (μέσο) έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του δεν είναι επιτρεπτή. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, ακόμη και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αυτά αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, οπότε και πάλι παραβιάζεται η εν λόγω αρχή. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, που αυτός υπέστη λόγω της αδικοπραξίας, ήτοι για την μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται ο παθών από την προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (ζωής, υγείας, ελευθερίας, τιμής κλπ), η οποία είναι ανεξάρτητη από την κατά τα άρθρα 297 και 298 του ΑΚ ζημία σε περιουσιακά αγαθά αυτού, ώστε αυτός να απολαύσει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, η οποία άλλωστε δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα κριτήρια που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης αυτής. Τέτοια κριτήρια είναι ιδίως το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι όλες ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται στην συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 2029/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της, τα αυτά δε ισχύουν για την ταυτότητα του νομικού λόγου και ως προς την αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να μην επιδικασθεί από το δικαστήριο χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα ή για να μειωθεί το ποσό της απαιτείται συντρέχον πταίσμα αυτού και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος (υπαίτιας πράξης ή παράλειψης) και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 327/2017, ΑΠ 518/2017, ΑΠ 811/2017, ΑΠ 757/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος στην Α΄ έφεση – καθού οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και εκκαλών στη Β΄ έφεση, εξέθετε στην ως άνω από 29-3-2022 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, είχε προσληφθεί από την πρώτη εναγόµενη εταιρεία, που έχει ως αντικείµενο την πώληση ναυτιλιακών ειδών και της οποίας η δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων είναι οµόρρυθµα µέλη και διαχειρίστριες, προκειµένου να απασχοληθεί ως ανειδίκευτος εργάτης στην εταιρεία αυτή, εκτελώντας εργασίες διακίνησης των προϊόντων. Ότι, στις 12-5-2020, κατόπιν εντολής που έλαβε από τον προστηθέντα της πρώτης εναγόμενης ……….., επιχείρησε να κατεβάσει το αναφερόμενο στην αγωγή προϊόν από ράφι ύψους 4 µέτρων από το δάπεδο. Ότι, κατά την εκτέλεση της ως άνω εργασίας του και υπό τις εκτιθέμενες στην αγωγή συνθήκες, υπέστη σοβαρό τραυµατισµό του δεξιού του χεριού, για τον οποίο αποκλειστικά υπαίτιες είναι οι εναγόµενες, οι οποίες, υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους, παρέλειψαν, παράνομα και υπαίτια, να λάβουν τα επιβαλλόµενα ειδικά µέτρα ασφάλειας, όπως αυτά λεπτοµερώς περιγράφονται στην κρινόµενη αγωγή, µε συνέπεια να συµβεί το ένδικο εργατικό ατύχηµα. Ζητούσε δε ακολούθως, ο ενάγων, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν, η κάθε μία εις ολόκληρο, το ποσό των 40.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ένεκα του τραυματισμού του στο εν λόγω εργατικό ατύχηµα, µε τον νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, έως την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 741/2023 οριστική απόφασή του με την οποία, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τις εναγόμενες, την κάθε μία εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 25.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Κήρυξε δε, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 7.000 ευρώ και επέβαλε εις βάρος των εναγόμενων, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 750 ευρώ, ενώ απέρριψε το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης εις βάρος των δεύτερης και τρίτης των εναγόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς η ανωτέρω επιδικασθείσα από αυτό χρηµατική ικανοποίηση καθορίσθηκε σε ποσό κάτω του ορίου των 30.000 ευρώ που προβλέπεται από την παρ.2 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονούνται οι εναγόμενες – εκκαλούσες στην κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν και τους πρόσθετους λόγους της, οι οποίοι επίσης ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή του αντιδίκου τους.
Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης), παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών στην κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η άνω αγωγή του.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι της μάρτυρα απόδειξης ……. και του μάρτυρα ανταπόδειξης ……., που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από αυτούς φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, καθώς και της υπ’ αρ. ………./4-11-2022 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …………., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενες – εκκαλούσες στην Α΄ έφεση και ελήφθη, με επιμέλειά τους, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου τους, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ………./1.11.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ……….. (σημειωτέον δε ότι, η ως άνω ένορκη βεβαίωση δεν είχε ληφθεί υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω εκπρόθεσμης κατά 5 λεπτά της ώρας προσκόμισής της με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις των εναγόμενων, όπως και τα επικαλούμενα με αυτήν προσκομιζόμενα έγγραφα, τα οποία όμως, καθώς και η ως άνω ένορκη βεβαίωση, λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, διότι, σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 529 ΚΠολΔ, στην κατ΄ έφεση δίκη, επιτρέπεται η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, όπως αναφέρουν και οι εκκαλούσες της Α΄ έφεσης στον πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής, δεν κρίνεται δε ότι συντρέχει εν προκειμένω η περίπτωση της παρ.2 του ως άνω άρθρου), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η πρώτη εναγόµενη εταιρεία, της οποίας η δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων είναι ομόρρυθμοι εταίροι με ποσοστό συμμετοχής 50% έκαστη, διαχειρίστριες και νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, έχει ως αντικείµενο τη χονδρική και λιανική πώληση ειδών επαγγελµατικής και ερασιτεχνικής ναυτιλίας. Η ανωτέρω εταιρεία συστήθηκε αρχικά στις 15-3-2006, µεταξύ της δεύτερης και τρίτης των εναγόμενων, με ποσοστό συμμετοχής 40% έκαστη και του πατέρα τους ………., με ποσοστό συμμετοχής 20%. Ο τελευταίος αποχώρησε από την εταιρεία το έτος 2016, και µεταβίβασε το ποσοστό συμμετοχής του ισομερώς στις ανωτέρω θυγατέρες του, εξακολουθεί ωστόσο να απασχολείται ενεργά σε αυτή (εταιρεία), η οποία διατηρεί δύο καταστήµατα στον Πειραιά, ένα επί της οδού ……., όπου είναι και η έδρα της εταιρείας, και ένα απέναντι, επί της οδού ………. Ο ενάγων ήταν εργαζόμενος στην πρώτη εναγόμενη, δυνάμει σύμβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, ήδη από το έτος 2006, ως ανειδίκευτος εργάτης, απασχολούµενος µε τη διακίνηση των προϊόντων της εταιρείας, και ειδικότερα µε την αποθήκευσή τους και την παραλαβή από τους χώρους αποθήκευσης και παράδοσής τους στους πελάτες. Στις 12-5-2020 και ενώ ο ενάγων βρισκόταν µε τον ως άνω ……. στο χώρο του καταστήµατος της πρώτης εναγόμενης επί της οδού ……., προσήλθε πελάτης ο οποίος ήθελε να προµηθευτεί έναν ιµάντα κίνησης, προϊόν που ήταν αποθηκευµένο στο απέναντι κατάστηµα επί της οδού ……… Ο ενάγων, ο οποίος την στιγμή εκείνη ήταν ο µοναδικός εργαζόµενος για την εξυπηρέτηση του ως άνω πελάτη, μετέβη στο τελευταίο αυτό κατάστημα, προκειµένου να µεταφέρει από εκεί το εν λόγω προϊόν, αφού προηγουµένως απευθύνθηκε στον ανωτέρω ………, που του έδιδε τις σχετικές εντολές, και έλαβε τη σύµφωνη γνώµη του, όπως ο ίδιος (ο ………), ως µάρτυρας ανταπόδειξης, κατέθεσε στο ακροατήριο. Το ως άνω εμπόρευμα (ιμάντας) ήταν τοποθετηµένο σε ράφι µεταλλικής ραφιέρας (έμπροσθεν της οποίας υπήρχε προστατευτικό τζάμι – βιτρίνα), που βρισκόταν πλησίον της εισόδου – εξόδου του καταστήµατος (επί της οδού …….), αριστερά κατά την είσοδο, και σε ύψος περίπου τεσσάρων (4) µέτρων από το δάπεδο. Για την εκτέλεση της εργασίας αυτής, ο ενάγων χρησιµοποίησε φορητή µεταλλική κλίµακα δέκα (10) βαθµίδων (σκαλοπατιών) και ύψους περίπου τριών (3) µέτρων, την οποία, µε ανοικτή την θύρα εισόδου του καταστήµατος, την στήριξε στο πλευρικό της τµήµα, ανέβηκε σε αυτή και, καθώς έπιασε τον ιµάντα και προσπαθούσε να τον κατεβάσει, η κλίµακα µετακινήθηκε, µε αποτέλεσµα την ολίσθηση των ποδιών της και την πλάγια εκτροπή της µε ταυτόχρονη πτώση του ενάγοντος, ο οποίος από ύψος τριών (3) µέτρων περίπου επέπεσε στο δάπεδο µε τη δεξιά πλευρά του σώµατός του, και τραυµατίστηκε στο δεξί του χέρι, όπως το είδος και η έκταση του τραυματισμού αυτού θα αναφερθεί αναλυτικότερα παρακάτω. Υπαιτιότητα (αμέλεια), ως προς την επέλευση του εν λόγω ατυχήματος, το οποίο είναι εργατικό, υπό την έννοια του Ν. 551/1915 (δεδοµένου ότι ο τραυµατισµός του παθόντος ενάγοντος ήταν αποκλειστική συνέπεια της πτώσης του από την ως άνω σκάλα, κατά την εκτέλεση της εξαρτηµένης εργασίας του, χωρίς να αποδειχθεί άλλη οργανική ή παθολογική προδιάθεση αυτού, το δε ατύχηµα δεν θα λάµβανε χώρα, χωρίς την παροχή της εργασίας του και την εκτέλεσή της, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες), βαρύνει τις εναγόμενες, ήτοι την εργοδότρια του ενάγοντος – πρώτη εναγόμενη εταιρεία, η οποία διά των νομίμων οργάνων που την εκπροσωπούν ήτοι τις δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων και τον προστηθέντα αυτής ως άνω ………., δεν επέδειξαν την επιμέλεια που όφειλαν και μπορούσαν υπό τις περιστάσεις να επιδείξουν και συγκεκριμένα δεν έλαβαν τα κατάλληλα µέτρα ασφαλείας ώστε να εξασφαλίζεται η υγεία και την σωµατική ακεραιότητα του ενάγοντος – εργαζομένου τους, όπως υποχρεούνται από το άρθρο 42 του Ν. 3850/2010. Ειδικότερα, δεν µερίµνησαν προκειμένου να παρέχουν στον ενάγοντα κατά την εργασία του σταθερή κλίµακα (που να έχει προστατευτικά – ορθοστάτες στη βάση της) µε την οποία να µπορεί να έχει πρόσβαση στα ράφια του καταστήµατος, που βρίσκονταν σε µεγάλο ύψος από το δάπεδο, έτσι ώστε να εµποδίζεται η ολίσθηση των ποδιών της στο σηµείο στήριξής της στο δάπεδο και η προς τα πλάγια εκτροπή της. Επίσης, δεν μερίμνησαν, κατά την χρήση της κλίµακας από τον ενάγοντα, να βρίσκεται ένας υπάλληλος στη βάση της, που να την συγκρατεί, ώστε να µην υπάρχει κίνδυνος ολίσθησής της όσο χρόνο ο ενάγων βρισκόταν επ’ αυτής. Το έργο, εξάλλου, αυτό, θα µπορούσε να είχε αναλάβει ο ως άνω πατέρας των δεύτερης και τρίτης των εναγόμενων (………), χωρίς να απαιτείτο προς τούτο σχετικό αίτηµα του ενάγοντος, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόµενα από τις εναγόµενες. Τα παραπάνω προκύπτουν και από την από 13-7-2020 έκθεση έρευνας εργατικού ατυχήµατος του Επιθεωρητή Εργασίας του Σώµατος Επιθεώρησης Εργασίας, . …., στην οποία αναφέρεται ότι: ‘’Το ατύχηµα θα αποφευγόταν εάν εξασφαλιζόταν η σταθερότητα της κλίμακας έτσι ώστε να εμποδίζεται η ολίσθηση των ποδιών της στο σημείο στήριξής της στο δάπεδο και η προς τα πλάγια εκτροπή της, όπως προβλέπεται από τις παραγράφους 4.2.1 & 4.2.2. του παραρτήματος ιι του άρθρου 9 του Π.Δ. 395/1994 (Φ.Ε.Κ. 2201 Α/19-12-1994) όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και με το Π.Δ.155/2004 (Φ.Ε.Κ. 1211 ΑI05-07-2004), ή εάν υπήρχε στη βάση κλίμακας (στα πόδια της) συνεχώς άλλος εργαζόμενος, στον οποίο να είχε ανατεθεί, από τον εργοδότη, η συγκράτησή της, έτσι ώστε να εξασφαλιζόταν η σταθερότητά της, κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 4 του Π.Δ. 22/12/1933 (Φ.Ε.Κ. 406/Α/29-12-1933), όπως συμπληρώθηκε με το Π.Δ. 17/1978 (Φ.Ε.Κ. 20IA/17-02-1978)’’, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη σχετική μείζονα σκέψη. Οι προαναφερθείσες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των εναγόμενων, συνδέονται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, καθώς, εάν είχαν τηρηθεί τα ανωτέρω μέτρα ασφαλείας, κατά τα αναφερόμενα και στην ως άνω έκθεση έρευνας εργατικού ατυχήματος, θα είχε αποφευχθεί ο τραυματισμός του ενάγοντος. Στην ίδια έκθεση σημειώνεται ότι, οι εναγόμενες δεν ανήγγειλαν το ατύχημα εντός διαστήματος 24 ωρών, όπως προβλέπεται από το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του, Ν. 3850/2010, αλλά στις 22-5-2020. Όσον αφορά στον ισχυρισμό των εναγόμενων – εκκαλούντων στην Α΄ έφεση, ότι ο ενάγων επέλεξε να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη σκάλα, ενώ υπήρχαν ακόμη τρεις στο κατάστημα (παρότι ο ενάγων υποστηρίζει, γεγονός που καταθέτει η μάρτυρας απόδειξης – συζυγός του, ότι τη συγκεκριμένη ημέρα υπήρχε μόνο η επίμαχη), λεκτέα είναι τα εξής: Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι οι κλίμακες, πέραν της επίμαχης, που απεικονίζονται στις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τις εναγόμενες φωτογραφίες, υπήρχαν εντός του ως άνω καταστήματος κατά την ημέρα και ώρα του ατυχήματος, αυτές, αφενός μεν ήταν χαμηλότερου ύψους από την χρησιμοποιηθείσα, οπότε δεν ήταν ενδεδειγμένες για την τέλεση της συγκεκριμένης εργασίας, αφετέρου δε, όπως προκύπτει από τις ίδιες φωτογραφίες, αλλά και από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης στο ακροατήριο, ήταν ίδιων προδιαγραφών ασφαλείας, µε την κλίµακα που χρησιµοποιήθηκε από τον ενάγοντα, ήτοι κι αυτές δεν έφεραν ορθοστάτες, που να παρέχουν σταθερότητα. Εξάλλου, ως προς τον έτερο ισχυρισμό των εναγόμενων, τον οποίο επαναλαμβάνουν στον τρίτο λόγο της ως άνω έφεσής τους, ότι δηλαδή ο ενάγων μπορούσε και όφειλε να ενεργήσει την ανωτέρω εργασία, χωρίς την χρήση κλίμακας, αλλά μόνο με τη χρήση ειδικού αγκίστρου που υπάρχει στο κατάστημα για αντικείμενα που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος, δεν αποδείχθηκε ότι με τη χρήση του ανωτέρω αγκίστρου, για το οποίο ας σημειωθεί ότι δεν γίνεται μνεία στην ανωτέρω έκθεση έρευνας εργατικού ατυχήματος, αλλά ούτε και στις από 17-6-2021 έγγραφες εξηγήσεις των δεύτερης και τρίτης των εναγόμενων ενώπιον της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, ο ενάγων μπορούσε πράγματι να εντοπίσει και να κατεβάσει από το τελευταίο ράφι της βιτρίνας στην οποία βρίσκονταν το ανωτέρω εμπόρευμα – ιμάντας. Αντίθετα, για εργασίες τέτοιου είδους, δεδομένου και του άνω των δύο μέτρων ύψους που βρισκόταν το εν λόγω εμπόρευμα, ο ενάγων, όπως συνομολογείται και από τις εναγόμενες με τις προτάσεις τους, χρησιμοποιούσε κλίμακα. Οι εναγόμενες στην έφεσή τους αναφέρουν ότι η παραδοχή τους αυτή δεν συνδέεται με το γεγονός ότι εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια του ενάγοντος ο τρόπος με τον οποίο θα κατεβάσει το αντικείμενο από το ράφι. Έστω, όμως, κι αν ο ισχυρισμός αυτός υποτεθεί αληθής, σε κάθε περίπτωση δεν αναιρεί την ευθύνη των εναγόμενων, οι οποίες έπρεπε να φροντίσουν να υπάρχει κατάλληλη κλίμακα, που να τηρεί τα μέτρα ασφαλείας, στην περίπτωση που ο ενάγων επιλέξει τον εν λόγω τρόπο. Άλλωστε, δεν προέκυψε ότι οι εναγόμενες είχαν φροντίσει να ενημερώσουν τον ενάγοντα για τους κινδύνους που ενέχει η χρήση της κλίμακας και του είχαν δώσει εντολή να χρησιμοποιεί το άγκιστρο. Τέλος, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, ο ισχυρισμός της τρίτης εναγόμενης – τρίτης εκκαλούσας στην Α΄ έφεση, ότι η συμμετοχή της στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία ήταν τυπική.
Ωστόσο, πέραν από την προεκτεθείσα υπαιτιότητα των εναγόμενων στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, όπως προκύπτει από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, υφίσταται συνυπαιτιότητα (αμέλεια) και του παθόντος – ενάγοντος, ο οποίος, δεν επέδειξε την επιμέλεια του μέσου συνετού εργαζόμενου, που όφειλε και μπορούσε, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, λόγω και της εμπειρίας του, να επιδείξει. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει και από τις συνηµµένες στην ως άνω από 13-7-2020 έκθεση έρευνας εργατικού ατυχήµατος φωτογραφίες, ο ενάγων στήριξε την κλίµακα σε έναν τοίχο αριστερά της ραφιέρας (στην οποία βρισκόταν το ως άνω εμπόρευμα) και παράλληλα µε αυτή, το πλάτος του οποίου τοίχου δεν επαρκούσε για να εφάπτονται σε αυτόν όλες οι πλευρές της κλίµακας, µε αποτέλεσµα το αριστερό άνω άκρο της κλίµακας να µην στηρίζεται στον τοίχο, ήτοι σε σταθερό σηµείο, αλλά να εξέχει αυτού. Η τοποθέτηση, όµως, της κλίµακας µε τον παραπάνω τρόπο, συνετέλεσε στην έλλειψη σταθερότητάς της και την πτώση του ενάγοντος, που επέφερε τον τραυματισμό του. Ο δε ισχυρισμός που διατυπώνει στον πρώτο λόγο της ένδικης (υπό στοιχείο Β΄) έφεσής του, ο ενάγων, ότι δηλ. αν είχε τοποθετήσει τη σκάλα στην πρόσοψη της ραφιέρας (και όχι στον τοίχο), θα υπήρχε κίνδυνος να σπάσει το τζάμι της βιτρίνας, δεν ευσταθεί, διότι η κλίμακα θα τοποθετείτο αφού είχε ανοίξει το συρόμενο τζάμι της βιτρίνας, στηριζόμενη απευθείας στα ξύλινα ράφια (βλ. σχετική φωτογραφία). Επίσης, ο ενάγων θα μπορούσε να ζητήσει από τον ως άνω ……., που βρισκόταν στο κατάστημα επί της οδού …………, ανεξάρτητα αν ο τελευταίος θα έπρεπε και μόνος του να το πράξει ή να δώσει τέτοια εντολή σε άλλον εργαζόμενο, να μεταβεί μαζί του στο απέναντι κατάστημα, ώστε να κρατάει την κλίμακα, όσο αυτός βρισκόταν πάνω σε αυτήν. Η υποχρέωση του ενάγοντος να λαμβάνει τις αναγκαίες για την προσωπική του ασφάλεια προφυλάξεις, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, ούτε η δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων, δια του παρόντος στο συµβάν προστηθέντος πατέρα τους, προέβησαν σε σχετική υπόµνηση προς τον ενάγοντα για τοποθέτηση της κλίµακας µε άλλον τρόπο που να εξασφαλίζει τη στήριξη όλων των άκρων της σε σταθερό σηµείο, όπως σημειώνεται και στην εκκαλουμένη απόφαση. Οι ως άνω παραδοχές, δεν είναι αντιφατικές, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενες στον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσής τους, διότι η κακή τοποθέτηση της κλίμακας από τον ενάγοντα, που συνέτεινε στην επέλευση του επίδικου ατυχήματος, δεν αναιρεί στο ότι στην πρόκληση αυτού υπάρχει συνυπαιτιότητα των εναγόμενων, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ήτοι αν η κλίμακα έφερε προστατευτικούς ορθοστάτες, ως όφειλαν να είχαν μεριμνήσει οι εναγόμενες, θα είχε μεγαλύτερη σταθερότητα, παρά την εσφαλμένη τοποθέτησή της από τον ενάγοντα.
Βάσει των παραπάνω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητας των εναγόμενων ως προς την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και του συνεπεία αυτού τραυματισμό του ενάγοντος, ανέρχεται σε ποσοστό 70%, ενώ το ποσοστό συνυπαιτιότητας του ίδιου του ενάγοντος ως προς αυτό, ανέρχεται σε 30% (και όχι σε ποσοστό 80% και 20%, αντίστοιχα, που κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), γενομένης εν μέρει δεκτής, ως προς το ποσοστό αυτό, της σχετικής ένστασης της εναγόμενης (300 ΑΚ) και ως ουσιαστικά βάσιμης, καθώς και εν μέρει δεκτού ως βάσιμου του σχετικού τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, επίσης ως προς το ως άνω ποσοστό (30%). Αντίθετα, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει, κατά τα προεκτεθέντα, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων – εκκαλών ισχυρίζεται ότι αποκλειστικά υπαίτιες του επίδικου ατυχήματος, άλλως συνυπαίτιες σε μεγαλύτερο του ανωτέρω ποσοστού είναι οι εναγόμενες – εφεσίβλητες.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, αµέσως µετά το ατύχηµα, ο ενάγων διακοµίσθηκε µε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, στο Γενικό Νοσοκοµείο Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ», όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη συντριπτικό κάταγµα (δε) άνω τριτηµορίου ωλένης και µικρό κάταγµα κεφαλής κερκίδας (δε) µε πάρεση ωλένιου νεύρου. Για την αντιµετώπιση των ως άνω τραυµάτων του απαιτήθηκε να υποβληθεί σε ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση της ωλένης και παρέµεινε νοσηλευόµενος µέχρι τις 21-5-2020, που πήρε εξιτήριο µε οδηγίες, φαρµακευτική αγωγή και σύσταση για αναρρωτική άδεια ενός µήνα και επανέλεγχο στα Τ.Ε.Ι. Ακολούθως, στις 9-6-2020 εισήλθε εκ νέου στην ορθοπεδική κλινική του ανωτέρω νοσοκοµείου και υποβλήθηκε σε δεύτερη χειρουργική επέµβαση αφαίρεσης υλικών οστεοσύνθεσης κεφαλής κερκίδος υπό νάρκωση και παρέµεινε νοσηλευόµενος µέχρι τις 18-6-2020, οπότε εξήλθε µε οδηγίες, φαρµακευτική αγωγή, σύσταση για δέκα φυσικοθεραπείες και αναρρωτική άδεια ενός µηνός (βλ. σχετικά με τα παραπάνω, τις από 14-5-2020, 21-5-2020 και 18-6-2020 ιατρικές βεβαιώσεις – γνωματεύσεις της ορθοπεδικής κλινικής του ως άνω νοσοκομείου, καθώς και τα από 21-5-2020 και 18-6-2020 εξιτήρια). Στη συνέχεια, στις 3-7-2020, ο ενάγων εισήλθε στην ιδιωτική κλινική ‘’Ιατρικό Παλαιού Φαλήρου’’, όπου διαπιστώθηκε ότι φέρει ακόµη υλικά οστεοσύνθεσης ωλεκράνου και πάσχει από µεγάλο περιορισµό κίνησης αγκώνος, και υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέµβαση, κατά την οποία αφαιρέθηκε µία βελόνη Kirschner, η κεφαλή της κερκίδος, ελεύθερα οστικά τεµάχια και έγινε πλήρης συµφυσιόλυση, εξήλθε δε από την ως άνω κλινική στις 4-7-2020, µε οδηγίες µετεγχειρητικά αλλαγής τραύµατος και αφαίρεσης ραμµάτων κατόπιν συνεννόησης, φαρµακευτική αγωγή και αναρρωτική άδεια, αρχικά για τριάντα ηµέρες και επανεκτίµηση, ενώ η αναρρωτική άδειά του εξακολούθησε διαδοχικά µέχρι τις 2-1-2021. Ακόμη, ο ενάγων ακολούθησε µακροχρόνιο πρόγραµµα φυσικοθεραπειών αποκατάστασης και παρακολουθείτο τακτικά στην ως άνω ιδιωτική κλινική, ενώ στην τελευταία εξέτασή του σε αυτήν, τον Φεβρουάριο του 2022, παρουσίασε σηµαντική βελτίωση της κινητικότητας του αγκώνος µε κάµψη 120° (μοίρες), έλλειμμα έκτασης 30°, πρηνισµό 70° και υπτιασµό 10° (βλ. από 28-3-2022 ιατρική γνωµάτευση Ιατρικού Π. Φαλήρου). Σύμφωνα δε με την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα γνωμάτευση του ιατρού ορθοπεδικού χειρουργού …………. (η οποία δεν φέρει ημερομηνία, αλλά πάντως αναφέρεται σε αυτή ότι ο παθών – ενάγων υπεβλήθη σε πλήρη ορθοπεδική εξέταση την 22-5-2023, ήτοι μετά την έκδοση της εκκαλουμένης), η κλινική πορεία της κάκωσης, που υπέστη ο ενάγων ένεκα του επίδικου ατυχήματος, έχει ολοκληρωθεί με την παραμονή μόνιμης βλάβης και βαθμού αναπηρίας 10% (καθώς αυτός παρουσιάζει δυσκαμψία αγκώνος και συγκεκριμένα έλλειμμα κάμψης 60ο, έλλειμμα έκτασης 30ο και υπτιασμό έως 10ο), που έχει ως συνέπεια την αδυναμία του άρσης βάρους, έντονης χειρονακτικής εργασίας και εργασίας που απαιτεί πλήρες εύρος κίνησης του χεριού, καθώς και αθλητικών δραστηριοτήτων. Το γεγονός, εξάλλου, που αναφέρει ο μάρτυρας ……… (κουνιάδος του ενάγοντος), στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του, που προσκομίζουν οι εναγόμενες, ότι η εργοδότριά του (δια του ……..), συνέχισε να του καταβάλλει τις αποδοχές του για δύο μήνες μετά το ατύχημα, ενόσω αυτός αδυνατούσε να εργαστεί, πράγμα που κι αυτός δεν αρνείται, δεν παραγνωρίζεται μεν από το Δικαστήριο, αλλά πάντως αποτελεί νόμιμη υποχρέωση (του εργοδότη). Ο ως άνω ενόρκως βεβαιών επίσης αναφέρει, ότι μετά το παραπάνω διάστημα των δύο μηνών, κατόπιν δικής του παράκλησης, η πρώτη εναγόμενη προέβη στην απόλυσή του, καταβάλλοντάς του τη νόμιμη αποζημίωση.
Από τα παραπάνω δε πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπραξία των εναγόμενων. Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το εν λόγω ατύχημα, την ηλικία του ενάγοντος κατά το χρόνο αυτού (52 ετών), τη βαρύτητα και το είδος του τραυματισμού του, την ταλαιπωρία και τη στεναχώρια που δοκίμασε ένεκα αυτού, το βαθμό του πταίσματος των ως άνω εναγόμενων (δεύτερης και τρίτης), αλλά και του ίδιου του ενάγοντος, όπως παραπάνω προσδιορίστηκαν, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 18.000 ευρώ. Το ποσό αυτό κρίνεται εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ όπως εξειδικεύεται με το άρθρο 932 ΑΚ, κατά τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη). Αντίθετα, το ποσό των 25.000 ευρώ που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κρίνεται υπερβολικό σε σχέση με τα ανωτέρω περιστατικά, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου του σχετικού δεύτερου και τελευταίου πρόσθετου λόγου της Α΄ έφεσης κι απορριπτομένου ως αβάσιμου του δεύτερου και τελευταίου λόγου της Β΄ έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μεγαλύτερου του επιδικασθέντος ποσού και συγκεκριμένα του αιτούμενου με την αγωγή ποσού των 40.000 ευρώ.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τον βάσιμο περί τούτου ως άνω λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσία η υπό στοιχείο Β΄ έφεση του ενάγοντος και να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο Α΄ έφεση των εναγόμενων και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής κι ως ουσιαστικά βάσιμοι, αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η κάθε μία εξ αυτών εις ολόκληρο, να καταβάλει, στον ενάγοντα, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 18.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητων στη Β΄ έφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος της έφεσης αυτής, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσίβλητου στην Α΄ έφεση θα επιβληθούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενων- εκκαλουσών στην ως άνω έφεση, λόγω της εν μέρει ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως επίσης ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 5-4-2023 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) …./2023 έφεση, Β) την από 25-4-2023 και με Ε.Α.Κ. …./2023 έφεση και Γ) τους από 27-12-2023 και με Ε.Α.Κ. …../2023 πρόσθετους λόγους της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου (ήτοι του e- παραβόλου με αρ. …………/2023, ποσού 100 ευρώ), στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης.
Δέχεται τυπικά τις ως άνω εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους.
Απορρίπτει την από 25-4-2023 (υπό στοιχείο Β΄) έφεση κατ΄ ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην έφεση αυτή, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Δέχεται εν μέρει την από 5-4-2023 (υπό στοιχείο Α΄) έφεση και τους από 27-12-2023 πρόσθετους λόγους αυτής και κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αρ. 741/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Κρατεί την αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες, την κάθε μία εξ αυτών εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων (18.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των εναγόμενων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 11 Μαρτίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ