ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 159/ 2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση οι εφέσεις με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ), ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου . Α) …. και Β) ….., οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ) .
Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 2619/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις της ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, όπως εν προκειμένω (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1 ως προς την πρώτη έφεση και 518 παρ.2, ΚΠολΔ, ως προς τη δεύτερη έφεση). Ειδικότερα, όσον αφορά στην πρώτη έφεση, η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη στις 29-6-2017 και η έφεση ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 24-7-2017, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης, ενώ όσον αφορά στη δεύτερη έφεση, οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση αυτής και δεν έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευσή της. Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, κατ΄άρθρο 495 παρ.3α ΚΠολΔ, τα παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από την σχετική σημείωση της Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων αυτών, αντίστοιχα. Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 480 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 481 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, κατά την οποία το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, συνάγεται ότι η κρίση περί αδύνατου ή ασύμφορου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής είναι κρίση πραγματικών γεγονότων και γι’ αυτό είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 211/2006 ΕΔνη 47, 777). Επομένως, αν η παραπάνω διαίρεση του διανεμητέου είναι ανέφικτη, δηλαδή αν το κοινό αντικείμενο δεν μπορεί να διαιρεθεί με βάση τον προορισμό που έχει από τη φύση του, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, δεν διατάσσεται η αυτούσια διανομή του. Επίσης η διανομή, εκτός του ότι πρέπει να είναι δυνατή, δεν πρέπει να είναι ασύμφορη, δηλαδή δεν πρέπει να επέρχεται με αυτή μείωση της αξίας των μεριδίων, των οποίων το άθροισμα κατ’ αξία να μην αντιστοιχεί στην αξία του διανεμομένου πράγματος και να μην μπορεί να γίνει εξίσωση των μερίδων με την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού από τον κοινωνό ή τους κοινωνούς στους άλλους κοινωνούς ή τη σύσταση δουλείας πάνω σε ορισμένα μέρη υπέρ των άλλων κοινωνών (ΑΠ 1843/1999 ΕλλΔνη 41, 989, Εφ. Δωδ.(Μον) 145/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α΄ του ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των συζύγων, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ίδιων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Με αυτή θεσπίζεται ενδοτικού δικαίου ρύθμιση που στηρίζεται στην αρχή της επιείκειας και αποκλίνει από τις γενικές διατάξεις του ενοχικού και εμπράγματου δικαίου. Η παραχώρηση της χρήσης του ακινήτου στον ένα σύζυγο, ενώ τούτο ανήκει αποκλειστικά ή κατά ποσοστό στον άλλο σύζυγο, δημιουργεί μια ιδιόρρυθμη σχέση, η οποία δεν μπορεί να υπαχθεί στις ειδικότερες ρυθμίσεις κατεστρωμένων στον Αστικό Κώδικα έννομων σχέσεων, σε σχέση με τη χρήση ακινήτου, διότι αυτές έχουν μορφή συμβάσεως και στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361). Η σχέση αυτή δεν στερεί από τον άλλο σύζυγο την εξουσία διάθεσης του ακινήτου, το οποίο μπορεί και να εκποιήσει σε τρίτο, με τον κίνδυνο μόνο ενδεχόμενης ευθύνης του έναντι του δικαιούχου της χρήσεως συζύγου σε αποζημίωση, εφόσον συντρέχουν οι κατά νόμο σχετικές προϋποθέσεις των άρθρων 919, 914 ΑΚ (ΑΠ 219/1999 ΕλλΔνη 1999, 629, Εφ.Θεσ. 159/2008 Αρμ. 2009, 545, Εφ.Αθ. 4585/2002 ΕλλΔνη 2003, 228).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη «χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου». Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ`αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ`ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός των ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 8/2001, 1/1997, 62/1990, ΑΠ 207/2014, όλες δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ αναφέρεται αδιάκριτα σε όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από το ουσιαστικό δίκαιο και συνεπώς καταλαμβάνει και το, κατ΄άρθρα 1113 και 795 του ΑΚ, δικαίωμα του συγκυρίου να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας. Το δικαίωμα προς λύση της κοινωνίας υπόκειται έτσι σε δικαστικό έλεγχο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής όταν διαπιστωθεί η καταχρηστική άσκησή της. Για την απόκρουση όμως της αγωγής διανομής ως καταχρηστικής, με βάση τη διάταξη αυτή, απαιτείται η συνδρομή περιστατικών βάσει των οποίων θα κριθεί η συμπεριφορά του ενάγοντος που προηγήθηκε της άσκησης της αγωγής και η πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, η οποία δεν δικαιολογεί την άσκηση του προς λύση της κοινωνίας δικαιώματος, διότι υπερβαίνει τα όρια που τάσσει η εν λόγω διάταξη, περίπτωση η οποία υπάρχει όταν προκαλείται, λόγω της συμπεριφοράς και της κατάστασης αυτής, η έντονη εντύπωση αδικίας, συγκριτικά με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος προς λύση της κοινωνίας (ΑΠ 1099/2014, ΑΠ 619/2012, ΑΠ 1427/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 473/2001 ΝοΒ 2002,517, ΑΠ 1361/1996 ΕλλΔνη 38, 1793, Λ. Πίψου Η δικαστική διανομή σελ. 134-141 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία, Π.Αλικάκος Κατάχρηση Εμπράγματου Δικαιώματος σελ. 151 – 159). Πότε συντρέχει προφανής υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, θα κριθεί από τις συγκεκριμένες κατά περίπτωση περιστάσεις, ενώ τέτοια δεν συντρέχει όταν η λύση της κοινωνίας δεν εξυπηρετεί έναν από τους κοινωνούς, ή προσκρούει στα συμφέροντα του (ΑΠ 1034/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1361/1996 ό.π.), ή, όταν προκειμένου περί κοινωνών πρώην συζύγων ή τελούντων σε διάσταση, η λύση της κοινωνίας θα έχει ως επακόλουθο ο ένας να μείνει χωρίς στέγη όπως και τα ανήλικα κοινά τους τέκνα ή τούτο χρησιμεύει για κατοικία των κοινών τέκνων τους που έτσι θα παραμείνουν άστεγα (ΑΠ 219/1999, ΑΠ 404/1993, Εφ. Πειρ. 812/2014, Εφ.Αθ. 6546/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 298/1990, Εφ.Αθ. 1232/1990 ΕλλΔνη 31.578, 579 αντίστοιχα).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 777/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 54/2006, ΕλλΔνη 2006,456). Το άρθρο 193 του ΚΠολΔ ,απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης για την ουσία της υπόθεσης, αλλά ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα (Εφ.Πατρ. 85/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ο ενάγων – ήδη πρώτος εφεσίβλητος στις ένδικες εφέσεις, …….. εξέθετε στην από 12-6-2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……. αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι αυτός και η εναγόμενη- ήδη εκκαλούσα στην Α΄έφεση και δεύτερη εφεσίβλητη στη Β΄ έφεση, ………., είναι συγκύριοι, σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, των περιγραφόμενων στην αγωγή οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμερίσματος και αποθήκης), πολυκατοικίας, που βρίσκεται στον Κορυδαλλό, επί της οδού ……., συνολικής αξίας 120.000 ευρώ, την συγκυριότητα των οποίων απέκτησαν με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα με αγορά, δυνάµει του υπ’ αρ. …….. συµβολαίου της συµβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ζητούσε δε ακολούθως, να διαταχθεί η λύση της, µεταξύ τους υφισταµένης, σχέσης κοινωνίας, στην οποία δε συµφωνεί η εναγοµένη, µε την πώληση των επίκοινων ακινήτων σε δηµόσιο πλειστηριασµό, ώστε καθένας τους να λάβει από το πλειστηρίασµα που θα επιτευχθεί, ποσό ανάλογο της ιδανικής του µερίδας, αφού η αυτούσια διανοµή των ακινήτων αυτών είναι προδήλως ανέφικτη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, καθώς επίσης να διορισθεί ως επί του πλειστηριασµού υπάλληλος και να επιβληθεί η δικαστική του δαπάνη σε βάρος της διανεµητέας περιουσίας.
Επίσης, ο ενάγων άσκησε την ως άνω από 13-7-2016 και με αριθμό κατάθεσης …….. ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση προς αναγκαστική παρέμβαση της δεύτερης εφεσίβλητης στην Α΄ έφεση και εκκαλούσας στην Β΄ έφεση ………, και η τελευταία άσκησε την από 3-10-2016 και με αριθμό κατάθεσης ……. κύρια παρέμβασή της κατά των λοιπών ως άνω διαδίκων, με την οποία ζητούσε, ως δανείστρια αυτών, που έχει εγγράψει, στις 9-3-2012, προσημείωση υποθήκης, εις βάρος των επίδικων ακινήτων, στα οικεία βιβλία υποθηκών του Κτηµατολογικού Γραφείου Νίκαιας µε α.α. …., (δυνάµει της υπ’ αρ. 1245/2012 απόφασης του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ, για απαίτησή της ύψους 124.000 ευρώ, σε περίπτωση διανομής με πλειστηριασμό, να διαταχθεί ο υπάλληλος αυτού, να παρακρατήσει από το πλειστηρίασμα το ως άνω ποσό και να της το καταβάλει, άλλως να προβεί σε δημόσια κατάθεσή του.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, αφού συνεκδίκασε την ως άνω αγωγή με τις ως άνω προσεπίκληση και κυρία παρέμβαση, ερήμην της καθ΄ής η προσεπίκληση, καθώς αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις εντός 100 ημερών από την κατάθεση της προσεπίκλησης, αντιπροσωπευόμενη, όμως, από τους λοιπούς διαδίκους, λόγω της αναγκαστικής ομοδικίας της με αυτούς και απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως απαράδεκτη, επειδή δεν προέκυψε ότι αυτή είχε εγγραφεί εντός 30 ημερών από την κατάθεσή της στα οικεία κτηματολογικά φύλλα των ακινήτων των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου της περιφέρειας (των ακινήτων). Ακολούθως, αφού έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή και την προσεπίκληση, πλην του αγωγικού αιτήµατος περί διορισµού από το Δικαστήριο συµβολαιογράφου ως επί του πλειστηριασµού υπαλλήλου, το οποίο απέρριψε ως µη νόµιµο (διότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 2, 927 και 954 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, ο συγκύριος που επισπεύδει τον πλειστηριασμό ορίζει και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, δεδομένου ότι στον ΚΠολΔ δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1092 παρ. 2 της παλαιάς ΠολΔ, κατά την οποία το Δικαστήριο που διέτασσε την πώληση του κοινού πράγματος διόριζε και τον αρμόδιο Συμβολαιογράφο και συνεπώς εν προκειμένω εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις) κι ως προς το σημείο αυτό δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη, στη συνέχεια έκανε δεκτές αυτές (αγωγή και προσεπίκληση) κι ως ουσιαστικά βάσιμες, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την, προβληθείσα από την εναγόμενη, ένσταση καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη με την υπό κρίση Α΄ έφεσή της και ζητεί, για τους αναφερομένους σ` αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου της.
Ακόμη, κατά της ίδιας απόφασης, παραπονείται και η κυρίως παρεμβαίνουσα με την υπό κρίση Β΄ έφεσή της, για το λόγο που αναφέρει σε αυτήν, κι ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς το μέρος που απέρριψε την κύρια παρέμβασή της ως απαράδεκτη, ούτως ώστε να γίνει δεκτή αυτή.
Όσον αφορά στη Β΄έφεση, εφόσον πρόκειται για κύρια παρέμβαση σε αγωγή διανομής, που είναι μικτή και απαιτείται η εγγραφή της στα βιβλία διεκδικήσεων κατ’αρθρο 220 ΚΠολΔ, υπόκειται κι αυτή (κύρια παρέμβαση), στην εγγραφή στα ως άνω βιβλία, και δεν έχει ενοχικό χαρακτήρα, όπως αβασίμως υποστηρίζει η κυρίως παρεμβαίνουσα με το μοναδικό λόγο της παραπάνω έφεσής της (βλ. σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ. ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 220, αρ. 1,6). Οπότε, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως απαράδεκτη λόγω μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων, όπως προαναφέρθηκε, και συνεπώς η υπό στοιχείο Β΄έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσία. Σε κάθε περίπτωση η εκκαλούσα δεν έχει έννομο συμφέρον άσκησης της έφεσης αυτής, καθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, διέταξε την παρακράτηση, από το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί από τη διαταχθείσα πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό των επίδικων ακινήτων, ποσού 124.000 ευρώ, προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση της καθ΄ής η προσεπίκληση (κυρίως παρεμβαίνουσας και ήδη εκκαλούσας στην Β΄έφεση), για την οποία έχει εγγράψει προσημείωση υποθήκης εις βάρος των ακινήτων κι ακολούθως τη διανομή του εναπομείναντος πλειστηριάσματος στους συγκυρίους αυτών (ενάγοντα και εναγόμενη), πράγμα δηλ. που αποτελούσε και το αίτημα της παρέμβασής της.
Από την εκτίμηση της υπ΄αρ. ……. ένορκης βεβαίωσης της ……., που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων και η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. υπ΄αρ. ……. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……..), καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο ενάγων και η εναγόμενη τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο το Χαιδάρι Αττικής στις 23-10-2005, από τον οποίο απέκτησαν ένα ανήλικο τέκνο, το Θωμά, που γεννήθηκε στις 30-7-2007. Ο γάμος αυτός έχει λυθεί αμετάκλητα, δυνάμει της υπ΄αρ. 145/2013 απόφασης συναινετικού διαζυγίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκουσία δικαιοδοσία). Ενόσω διαρκούσε ο ως άνω γάμος τους, απέκτησαν την συγκυριότητα, σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, των κάτωθι αναφερομένων οριζόντιων ιδιοκτησιών και συγκεκριμένα α) του υπό στοιχεία Δ-Ι διαµερίσµατος του τετάρτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, µε ΚΑΕΚ …, επιφανείας 71,58 τ.µ., µε ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαίρετου επί του οικοπέδου 99,18/1000, µε την ανήκουσα σ’αυτό ως παρακολούθηµα και κατ’ αποκλειστική χρήση υπό στοιχεία Ρ-5 ανοικτή θέση στάθµευσης αυτοκινήτου, που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, επιφάνειας 10,12 τµ., και β) της υπό στοιχεία Υ-2 αποθήκης του υπογείου, µε ΚΑΕΚ …., επιφανείας 4,58 τ.µ., µε ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαίρετου επί του οικοπέδου 2,92/1000, πολυκατοικίας, που βρίσκεται σε οικόπεδο στον Κορυδαλλό, επί της οδού ……, το οποίο έχει έκταση 413,70 τµ, και συνορεύει ανατολικά σε πρόσωπο ΑΒ 21 µέτρων µε την οδό ….., δυτικά σε πλευρά ΔΓ 21 µέτρων µε ιδιοκτησίες αγνώστων, βόρεια σε πλευρά ΓΒ 19,70 µέτρων µε διώροφη οικοδοµή ιδιοκτησίας αγνώστου και νότια σε πλευρά ΑΔ 19,70 µέτρων µε διώροφη οικοδοµή ιδιοκτησίας αγνώστου. Η συγκυριότητα των ως άνω ακινήτων (οριζόντιων ιδιοκτησιών) περιήλθε στους παραπάνω διαδίκους, κατά το ως άνω ποσοστό στον καθένα, με αγορά από τους προηγούµενους συγκύριους …….., δυνάµει του υπ’ αρ. ….. συµβολαίου της συµβολαιογράφου Αθηνών ……, νοµίµως καταχωρηθέντος στα οικεία βιβλία του Κτηµατολογίου Νικαίας στις 21-2-2012 µε αρ. καταχώρισης …. και επανακαταχωρηθέντος στις 16-2-2016 µε αρ. καταχώρισης ….. Για την αγορά των οριζόντιων αυτών ιδιοκτησιών, ο ενάγων έλαβε δάνειο από την καθ΄ής η προσεπίκληση – κυρίως παρεμβαίνουσα (ήδη 2η εφεσίβλητη στην πρώτη έφεση και εκκαλούσα στη δεύτερη) – εργοδότρια του ενάγοντος και ήδη πρώτου εφεσίβλητου στις ένδικες εφέσεις, ……, ποσού 150.000 €, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 14-2-2012 έγγραφη σύμβαση, στην οποία συμβλήθηκε ως πρωτοφειλέτης ο ενάγων και ως εγγυήτρια η εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα στην πρώτη έφεση και 2η εφεσίβλητη στη δεύτερη έφεση, εξοφλητέο σε 300 µηνιαίες δόσεις, ποσού 500 € εκάστη. Οι δε δόσεις συμφωνήθηκε, να παρακρατούνται μηνιαίως από το μισθό του ενάγοντος εκ μέρους της ως άνω δανείστριας – εργοδότριάς του, γεγονός που λαμβάνει χώρα μέχρι και σήμερα, ενώ μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης συμφωνήθηκε η τελευταία να του καταβάλει το ήμισυ της παραπάνω δόσης του δανείου ήτοι 250 ευρώ. Το υπολειπόµενο συνολικό οφειλόµενο ποσό του δανείου αυτού, κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται η ως άνω δανείστρια, αλλά δέχθηκε και η εκκαλουμένη, ανήρχετο σε 124.000 ευρώ. Η δανείστρια δε -κυρίως παρεμβαίνουσα, έχει εγγράψει, προς εξασφάλιση της ως άνω απαίτησής της προσηµείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ, επί των εν λόγω οριζοντίων ιδιοκτησιών, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω.
Ακόμη, στο από 1-11-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης, ενόψει της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, το οποίο επικυρώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση που έλυσε το γάμο αυτό, ρυθμίστηκε η επιμέλεια του επίσης προαναφερθέντος ανηλίκου τέκνου τους, η οποία ανατέθηκε στην εναγόμενη – μητέρα του, (καθώς και η επικοινωνία αυτού με το ενάγοντα –πατέρα του) µε τόπο κατοικίας αυτής και του τέκνου, το επίδικο µε στοιχεία Δ1 διαµέρισµα. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι η κατά τα ως άνω παραχώρηση χρήσης στα πλαίσια κάλυψης των στεγαστικών αναγκών του ανηλίκου, συνιστούσε παροχή διατροφής του ενάγοντος – ήδη πρώτου εφεσίβλητου προς αυτό σε είδος, και τέλος, καθορίστηκε το ύψος της, σε χρήµα, συνεισφοράς του ενάγοντος στις διατροφικές ανάγκες του ως άνω ανηλίκου, στο ποσό των 340 ευρώ µηνιαίως.
Περαιτέρω, προέκυψε ότι η λύση της, µεταξύ των διαδίκων, κοινωνίας, (την οποία επιδιώκει ο ενάγων µε την αγωγή του και στην οποία δε συµφωνεί η εναγόμενη), µε αυτούσια διανοµή των επιδίκων οριζοντίων ιδιοκτησιών, σε δύο ίσης επιφανείας και αξίας µέρη, χωρίς να επέλθει µείωση της αξίας τους, είναι προδήλως ανέφικτη και αδύνατη. Κι αυτό διότι, δεδοµένου του είδους τους (πρόκειται για αστικά ακίνητα και ειδικότερα για οριζόντιες ιδιοκτησίες πολυκατοικίας) και της επιφάνειάς τους, σε συνδυασµό µε τις ιδανικές µερίδες των συγκυρίων επ’ αυτών (1/2 έκαστος) και βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, δεν είναι δυνατή φυσική διαίρεσή τους σε δύο τµήµατα, ανάλογα των προαναφεροµένων µερίδων των διαδίκων, τα οποία θα εξασφαλίζουν λειτουργική αυτονοµία στους συγκυρίους, ώστε το καθένα από αυτά να µπορεί να χρησιµοποιηθεί κατά τη φύση και τον προορισµό του ως κατοικία ή επαγγελµατικός χώρος, εφόσον, εκ των πραγµάτων, δε θα διέθετε ιδιαίτερη, ανεξάρτητη είσοδο και λοιπούς βοηθητικούς χώρους. Εποµένως δε θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ενοίκων του λόγω της έλλειψης των απαραίτητων υποδοµών για την εξασφάλιση σ’αυτούς στοιχειώδους ανεξαρτησίας διαµονής ή χρήσης, ενώ η τυχόν δηµιουργία δύο χωριστών διαµερισµάτων θα συνεπάγετο σηµαντική µείωση της αξίας των ιδανικών µερίδων των διαδίκων επί του ενιαίου ακινήτου και αντιβαίνει στο συµφέρον τους. Τα παραπάνω, τα οποία δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, περί αδυναμίας αυτούσιας διανομής, δεν αρνείται και η εναγόμενη, αλλά αυτή πρόβαλε, ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, ένσταση καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος του ενάγοντος, να ζητήσει τη διανομή των επίκοινων ως άνω ακινήτων- οριζόντιων ιδιοκτησιών, την οποία επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της ένδικης υπό στοιχείο Α΄ έφεσής της. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, το διαμέρισμα και η αποθήκη, είχαν αγορασθεί από κοινού με τον αντίδικό της με δάνειο που είχε ληφθεί από τον τελευταίο, με εγγυήτρια την ίδια, όπως προεκτέθηκε, από την προαναφερθείσα εργοδότριά του -προσεπικληθείσα και χρησίμευε ως κοινή οικογενειακή στέγη. Μετά δε τη διάστασή τους και την οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος απ’ αυτή, παραχωρήθηκε, με βάση το μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό στα πλαίσια έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, που επικυρώθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η χρήση του δικού του ποσοστού συγκυριότητας (1/2 εξ αδιαιρέτου) επί της οικίας, προκειμένου να διαμένει σ’ αυτή η ίδια με το ανήλικο τέκνο τους, και ότι η παραχώρηση αυτή θα συνυπολογίζεται στην υποχρέωσή του προς παροχή διατροφής του τέκνου, κατά τα επίσης ανωτέρω εκτεθέντα. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά το ένδικο δικαίωμά του διότι, με την πώληση δια πλειστηριασμού του εν λόγω διαμερίσματος και της αποθήκης. α) θα απωλέσουν το μοναδικό τους περιουσιακό στοιχείο, το οποίο, μετά την εξισορρόπηση της αγοράς, που στην παρούσα χρονική περίοδο βρίσκεται σε κρίση, θα ανακτούσε την αξία του και θα περιέρχονταν, όπως είχαν συμφωνήσει, στο τέκνο τους, β) αυτή και το ανήλικο τέκνο τους θα στερηθούν την οικογενειακή τους στέγη και θα αναγκαστεί να μισθώσει άλλο ακίνητο, πράγμα δυσβάσταχτο οικονομικά για την ίδια (εναγόμενη), καθώς είναι, το τελευταίο διάστημα, άνεργη, γ) ο ενάγων δεν θα αποκομίσει όφελος από τη διανομή, διότι ενόψει ότι το τίμημα που θα επιτευχθεί με την πώληση των ακινήτων, δεν θα επαρκέσει για την εξόφληση του δανείου, θα αναγκαστεί να συνεχίσει να καταβάλει τόσο αυτός όσο και η ίδια, 250 ευρώ μηνιαίως έκαστος στη δανείστρια, χωρίς πλέον να έχει στη συγκυριότητά του αυτά, κι ενώ το τέκνο τους θα έχει μείνει χωρίς στέγη. Ο ως άνω, όμως, ισχυρισμός – ένσταση της εναγόμενης, σύμφωνα και με τα όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη, διότι, τα παραπάνω επικαλούμενα περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν την ένσταση που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, περί καταχρηστικότητας της άσκησης του δικαιώματος και συγκεκριμένα, η οικειοθελής αποχώρηση από τη συζυγική οικία δεν αποτελεί και έκφραση βούλησης του ενάγοντος να μην κάνει χρήση του δικαιώματός του για διάθεση του ακινήτου, ούτε προκύπτει, από την εν λόγω διάταξη, ότι ο ενάγων σύζυγος στερείται της εξουσίας διάθεσης του ακινήτου, το οποίο μπορεί και να εκποιήσει σε τρίτο. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραχώρηση συνιστά μερική εξόφληση της υποχρέωσης του ενάγοντος για διατροφή και ότι μετά τη διανομή του ακινήτου θα παύσει να υφίσταται η οικογενειακή στέγη, συνιστά λόγο για άσκηση αγωγής μεταρρυθμιστικής της επιδικασθείσας μηνιαίας διατροφής (βλ. ad hoc ΑΠ 219/1999, ο.π και ΕλλΔνη 1999, καθώς και Λ.Πίψου, ο.π, σελ. 133). Ακόμη, το επικαλούμενο από την εναγόμενη οικονομικό αδιέξοδο και τα προβλήματα επιβίωσης, λόγω επιβάρυνσής της (σε περίπτωση διανομής) με καταβολή μισθωμάτων για μίσθωση κατοικίας, αποτελούν, επίσης, λόγο για άσκηση αγωγής μεταρρυθμιστικής της καταβαλλόμενης μηνιαίας διατροφής και δεν καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος καταχρηστική (ΑΠ 219/1999, ο.π, Εφ.Θεσ. 6546/2008, ο.π,). Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι η εναγόμενη, εκτός από το ως άνω ανήλικο τέκνο της, διαμένει στο εν λόγω διαμέρισμα μαζί με το νέο σύζυγό της και το έτερο τέκνο της, το οποίο έχει αποκτήσει με τον τελευταίο, που κι αυτός θα πρέπει να συνεισφέρει στη δαπάνη για τη μίσθωση οικίας. Άλλωστε, το γεγονός ότι τα πλειστηριαζόμενα ακίνητα πωλούνται σε τιμή κατώτερη της πραγματικής τους αξίας, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη, αποτελεί πλέον τον κανόνα, λόγω της οικονομικής κρίσης, στις υποθέσεις διανομής ακινήτων με πλειστηριασμό και δεν συνιστά περίπτωση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Τέλος, ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο ενάγων δεν θα ωφεληθεί από τη διανομή, εφόσον μέρος ή και ολόκληρο το τίμημα από την εκποίηση του επίκοινου ακινήτου θα περιέλθει στη δανείστρια, που τους χορήγησε το δάνειο για την αγορά του, δεν ευσταθεί, αφού το μέρος του δανείου που έχει μέχρι τώρα καταβληθεί δεν θα απωλεσθεί, αλλά θα μειώσει αντιστοίχως το μέρος του τιμήματος από την εκποίηση του ακινήτου, πέραν του ότι θα πάψει πλέον η υποχρέωσή τους για μηνιαία καταβολή των αντίστοιχων δόσεων εξόφλησης αυτού, (βλ. και Λ. Πίψου, ο.π, σελ. 135 περ. β΄, όπου αναφέρεται ότι δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αγωγής διανομής το γεγονός ότι αυτή ασκείται σε ακατάλληλο χρόνο και είναι οικονομικά ασύμφορη για τους κοινωνούς). Δεν προέκυψε δε, ότι ο ενάγων αδράνησε επί μακρόν, μετά τη σύνταξη του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού (1-11-2012), να ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του, πολύ δε περισσότερο ότι δημιούργησε την εύλογη εντύπωση στην εναγόμενη ότι δεν θα το πράξει. Όπως και η ίδια η εναγόμενη αναφέρει, αυτός άσκησε εναντίον της, την υπ΄ αρ. καταθ…… αγωγή του, με την οποία ζητούσε τη μείωση της καταβαλλόμενης σε αυτήν διατροφής σε χρήμα του ποσού των 340 ευρώ μηνιαίως για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, η οποία απορρίφθηκε με την υπ΄αρ.2913/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ είχε ασκήσει και την υπ΄αρ. καταθ. ….. αγωγή του, επίσης κατά της εναγόμενης, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, για την καταβολή σε αυτόν, εκ μέρους της, αποζημίωσης χρήσης για το μερίδιό του στο επίμαχο διαμέρισμα, του οποίου η τελευταία κάνει αποκλειστική χρήση, που κι αυτή απορρίφθηκε με την υπ΄αρ.103/2018 απόφαση του ως άνω Ειρηνοδικείου. Πριν, άλλωστε, την άσκηση της ένδικης αγωγής ο ενάγων πρότεινε στην εναγόμενη να αγοράσει το μερίδιό του στα ακίνητα, ενέργειες που δεικνύουν ότι δεν αδράνησε για μεγάλο χρονικό διάστημα ούτε της δημιούργησε την εντύπωση ότι δεν προτίθεται να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν από τη συγκυριότητά του στα επίκοινα ακίνητα.
Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, κι ενόψει ότι η αυτούσια διανοµή των επίδικων ακινήτων είναι, όπως προαναφέρθηκε, προδήλως ανέφικτη, πρέπει, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να διαταχθεί η λύση της µεταξύ των διαδίκων κοινωνίας επί των ακινήτων αυτών, µε την πώλησή τους διά πλειστηριασμού, έτσι ώστε, κάθε συγκύριος, να λάβει από το πλειστηρίασµα που θα επιτευχθεί ποσό ανάλογο της ιδανικής του µερίδας (1/2), αφού πρώτα παρακρατηθεί από αυτό (πλειστηρίασμα) ποσό 124.000 ευρώ, προκειµένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση της καθ’ ης η προσεπίκληση, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, έχει εγγράψει προσηµείωση υποθήκης σε βάρος των ως άνω ακινήτων, γενομένης δεκτής της αγωγής (και της προσεπίκλησης) κι ως ουσιαστικά βάσιμης κι απορριπτομένης της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της εναγόμενης ως ουσιαστικά αβάσιμης, σύμφωνα με τα αναλυτικώς προαναφερθέντα.
Όσον αφορά, όμως, την εμπορική αξία των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών, των οποίων η αντικειμενική αξία, είναι σήμερα συνολικά 69.945,59 ευρώ, (όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σχετικά φύλλα υπολογισμού), κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβανομένων υπόψη του εμβαδού τους, της παλαιότητάς τους (η πολυκατοικία στην οποία βρίσκονται ανεγέρθηκε το έτος 2001), τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες στην αγορά ακινήτων, λόγω και της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα, ανέρχεται σε 100.000 ευρώ και όχι σε 120.000 ευρώ, όπως εκτίμησε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο τον σχετικό ισχυρισμό του ενάγοντος, ζήτημα κρίσιμο για τον προσδιορισμό της δικαστικής δαπάνης, που βαρύνει τη διανεμητέα περιουσία και τον καταμερισμό αυτής μεταξύ των συγκυρίων – διαδίκων. Στην επίδικη περίπτωση τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, με βάση το ως άνω αντικείμενο της δίκης, (100.000 ευρώ), το δικαστικό ένσημο που κατέβαλε, και τις διαδικαστικές του ενέργειες, ανέρχονται σε 3.000 ευρώ και της εναγόμενης σε 2.000 ευρώ, δηλαδή δαπανήθηκε συνολικά από τους διαδίκους το ποσό των 5.000 ευρώ, από το οποίο ο ενάγων βαρύνεται με βάση το ποσοστό συγκυριότητας του (1/2) με 2.500 ευρώ και η εναγόμενη με βάση το δικό της ποσοστό (1/2), επίσης με 2.500 ευρώ. ΄Ετσι με τον συμψηφισμό και από τα δύο διάδικα μέρη των αντίθετων απαιτήσεων κατά το μέρος που καλύπτονται, απομένει να οφείλεται από την εναγόμενη στον ενάγοντα, για τα δικαστικά έξοδα που έγιναν για την επίδικη υπόθεση, ποσό 500 ευρώ (και όχι 1.400 ευρώ που υπολόγισε η εκκαλουμένη).
Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι μόνο ως προς τον προσδιορισμό του ύψους των δικαστικών εξόδων της αγωγής (με βάση την εκτίμηση της αξίας των διανεμητέων ακινήτων) και του καταμερισμού τους μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις.
Πρέπει, συνεπώς, κατά τα προεκτεθέντα, να απορριφθεί η υπό στοιχείο Β΄ έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο Α΄ έφεση, κατά το βάσιμο περί τούτου (δεύτερο) λόγο της, κι ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, μόνο ως προς το ως άνω σημείο της που αφορά στη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης και να απορριφθεί ως κατ΄ουσία αβάσιμη η έφεση αυτή, κατά τα λοιπά. Ακολούθως, αφού η υπόθεση κρατηθεί και εκδικασθεί κατ΄ουσία, από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ), ως προς το μέρος της αυτό, πρέπει να προσδιορισθεί η δικαστική δαπάνη για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, ως ανωτέρω και να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να καταβάλει, στον ενάγοντα το ποσό των 500 ευρώ προς εξίσωση της δικαστικής δαπάνης που αντιστοιχεί στο ποσοστό συγκυριότητας του καθενός από τους διαδίκους. Τα δε δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, (τόσο της Α’ όσο και της Β’ έφεσης), λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ( άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 εδ ε΄ ΚΠολΔ, θα διαταχθεί η απόδοση, στην εκκαλούσα της Α΄ έφεσης, των κατατεθέντων από αυτήν παραβόλων, ενώ, όσον αφορά στη Β΄ έφεση, (θα διαταχθεί) η εισαγωγή των καταταθέντων, από την εκκαλούσα αυτής, παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις με ειδικό αριθμό κατάθεσης. Α) … και Β) ….. εφέσεις, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις αυτές.
Απορρίπτει την υπό στοιχείο Β΄ (υπ΄ αρ. καταθ. ….) έφεση κατ΄ ουσία.
Δέχεται την υπό στοιχείο Α΄ (υπ΄αρ. καταθ. ….) έφεση, ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας, κατ’ ουσία. Απορρίπτει αυτήν (Α΄έφεση), κατ’ ουσία, ως προς τα λοιπά.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2619/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, μόνο ως προς τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα, που αφορούν στην αγωγή.
Επιβάλλει εις βάρος της εναγόμενης, τμήμα της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των διαδίκων και για τις δύο εφέσεις για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας .
Διατάσσει την απόδοση στην καταθέσασα – εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, των παραβόλων του Δημοσίου.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των κατατεθέντων από την εκκαλούσα της Β΄ έφεσης παραβόλων του Δημοσίου.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις ……
26 Mαρτίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ