ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και της πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά δικάσθηκε, ερήμην, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της. (ΑΠ 1015/2005 Ελ.Δ.46.110, ΑΠ 884/2007, Εφ.Αθ. 2142/2011, Εφ.Αθ. 933/2011, Εφ.Αθ.337/2009, Εφ.Θεσ.431/2009, Εφ.Δωδ.136/2009, Εφ.Πατρ.150/2009, δημοσιευμένες, όλες, στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος – εναγόμενου, κατά της υπ΄αρ. 3462/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί αγωγής της ενάγοντος – ήδη εφεσίβλητου, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγόμενου – ήδη εκκαλούντος, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 20-9-2017, (βλ. σχετική σημείωση, στο σώμα της, του δικαστικού επιμελητή …………) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 18-10-2017, όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, έκθεση κατάθεσης. Έχει καταβληθεί, δε, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο εκ μέρους του εκκαλούντος, (είδος παραβόλου e-παράβολο με αρ. ../.., ποσού 100 ευρώ), κατά τα αναφερόμενα στην έκθεση της γραμματέα κάτωθεν του δικογράφου της έφεσης. Δεδομένου δε ότι, ο εκκαλών – εναγόμενος, αρνείται συνολικά τους αγωγικούς ισχυρισμούς για τους λόγους που αναφέρει στην έφεσή του, ζητεί, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, κατά το μέρος που αυτή έκανε δεκτή την αγωγή του αντιδίκου του ως ουσιαστικά βάσιμη, (θεωρώντας ομολογημένα τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, λόγω της ερημοδικίας του), η κρινόμενη έφεση σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να γίνει τυπικά αλλά και κατ΄ουσία δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, ακολούθως δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ανασυζητηθεί η αγωγή κατά την τακτική διαδικασία (όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, όπως η ένδικη).
Το γεγονός δε ότι ο εκκαλών, αναφέρει στο διατακτικό του δικογράφου της έφεσής του ότι ‘’ζητεί να απορριφθεί η εκκαλουμένη απόφαση’’, αντί του δόκιμου ΄΄να εξαφανιστεί΄΄, δεν καθιστά αυτήν απαράδεκτη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος με τις προτάσεις του, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, διότι, από την επιτρεπτή εκτίμηση όλου δικογράφου της (έφεσης) από το δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και αυτού καθαυτού του διατακτικού της, συνάγεται σαφώς ότι το αίτημά της είναι η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και η απόρριψη της αγωγής του αντιδίκου του, αίτημα το οποίο, δεν είναι ανάγκη να διατυπώνεται στο διατακτικό του δικογράφου της έφεσης, αλλά αρκεί να προκύπτει, έστω χωρίς πανηγυρικό τρόπο, από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου, όπως από το ιστορικό ή την αντιβολή αυτού προς το διατακτικό του (βλ. σχ. και Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμ.ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 520, παρ.28).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, “Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι για τη σύναψη της σύμβασης του δανείου απαιτείται να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση, κατά τους όρους των άρθρων 185-195 ΑΚ και μεταβίβαση της κυριότητας του δανειζομένου πράγματος από το δανειστή στον οφειλέτη. (ΑΠ 878/2011, ΑΠ 1484/2004, ΑΠ 1598/2003). Κατά δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 Α.Κ. και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί αποδόσεώς του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητος χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητος και ποσότητος. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής απόδοσης του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012, ΑΠ 992/2010, ΑΠ 847/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι, όμως, δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και ευθύνη από αδικοπραξία και συνακόλουθα και αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εκ της αδικοπραξίας αυτής. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία ή και αν ακόμα πιο γενικά όταν η ενέργεια χωρίς να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του ή στις επιταγές της έννομης τάξης, εφόσον ενέχει παράβαση των γενικών υποχρεώσεων, που επιβάλλουν να μην προσβάλει κανείς το πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά ή ηθικά αγαθά του άλλου (Ολ.ΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 47/1996 Ελλ.Δνη 37.1316, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 37.1361). Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή νομίμων βάσεων, μεταξύ συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση, είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 347/2010, Α.Π. 555/1999, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά το άρθρο 904 ΑΚ, ηξ αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Δε συγχωρείται δηλαδή η εν λόγω αγωγή, έστω και επικουρικώς ασκουμένη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, με αυτά που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής από σύμβαση ή από αδικοπραξία. Έτσι, εάν αυτή (αγωγή) στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, γιατί, αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Ολ.ΑΠ. 22/2002 ΧρΙΔ 4,177,ΑΠ 222/2003, ΑΠ 104/2003, ΑΠ 1322/1996, Εφ.Δωδ.125/2014, Εφ.Πειρ.589/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος, εξέθετε στην από 6-9-2016 (με ειδικό αριθμό κατάθεσης ………) αγωγή του, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ότι κατά το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 2005 έως τα τέλη του 2009 και από τον Απρίλιο του 2013 έως το Νοέμβριο του 2014, στη Σαλαμίνα, κατήρτισε με τον εναγόμενο, με τον οποίο διατηρούσε στενή φιλική σχέση, τις αναφερόμενες στην αγωγή συμβάσεις άτοκου δανείου, σύμφωνα με τις οποίες, όπως οι επιμέρους ημερομηνίες σύναψής τους και τα ποσά αυτών εξεδικεύονται στο αγωγικό δικόγραφο, του δάνεισε το συνολικό ποσό των 3.360 ευρώ, χωρίς ο χρόνος απόδοσης να έχει οριστεί συμβατικά, ούτε να συνάγεται από τις περιστάσεις. Ότι ο εναγόμενος, παρά τις υποσχέσεις του προς τούτο, και τις επανειλημμένες οχλήσεις του (ενάγοντος), αρνείται να αποδώσει το ως άνω ποσό. Ότι την 1η-12-2014 προέβη σε προφορική καταγγελία των επίδικων δανειακών συμβάσεων. Ζητούσε δε, ακολούθως, ο ενάγων, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με τις πρωτόδικες προτάσεις του (223 εδ. β, 294, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ, όπως οι ανωτέρω διατάξεις τροποποιήθηκαν με το Ν. 4335/2015), να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το εν λόγω ποσό των 3.360 ευρώ, εκ της ως άνω αιτίας (σύμβασης δανείου), με το νόμιμο τόκο από 1-1-2015 (ένα μήνα μετά την καταγγελία της σύμβασης), άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, επικουρικά, δε, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ζητούσε, ακόμη, να αναγνωριστεi ότι ο εναγόµενος οφεiλει να του καταβάλει το ποσό των 18.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του τελευταίου, ο οποίος τον εξαπάτησε παριστάνοντας ψευδώς αφενός μεν ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, αφετέρου δε ότι θα του επιστρέψει το επίδικο ποσό, που του δάνεισε, ενώ ουδεµία πρόθεση είχε να του το αποδώσει, γεγονός που του προξένησε δυσχέρεια να ανταπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις και ψυχική ταλαιπωρία, καθώς βιοπορίζεται μόνο από τη σύνταξή του και είχε ανάγκη τα χρήματα που δάνεισε στον εναγόμενο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, καθώς επίσης (ζητούσε) να επιβληθεί εις βάρος του τελευταίου η δικαστική του δαπάνη.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας, μετά τη μετατροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 806, 807 επ., 341, 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 218,176 ΚΠολΔ, πλην της επικουρικής βάσης της, που επιχειρείται να στηριχθεί στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, καθώς ερείζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά της κύριας βάσης της. Το δε αίτημά της αγωγής, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, καθίσταται άνευ αντικειμένου, μετά την μετατροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, αφού συνάδει με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του εναγόμενου – εφεσίβλητου ……… και της ανωμοτί εξέτασης του ενάγοντος – εφεσίβλητου, ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά αυτού, της υπ΄αρ. …… ένορκης βεβαίωσης της ……….., που πρσοκομίζει ο ενάγων και ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών ……., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς .. ……., καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά. Ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, ότι κατά το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 2005 έως τα τέλη του 2009 και από τον Απρίλιο του 2013 έως το Νοέμβριο του 2014, στη Σαλαμίνα, ο εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος την φιλική τους σχέση κι επικαλούμενος την κακή οικονομική του κατάσταση, (που έφτανε κάποιες φορές στο σημείο να μην μπορεί, όπως ανέφερε στον ενάγοντα, να καλύψει ούτε τις ανάγκες διατροφής του), απέσπασε από αυτόν τα αναφερόμενα στην αγωγή επιμέρους χρηματικά ποσά, κατά τις αναφερόμενες επίσης στην αγωγή ακριβείς ημερομηνίες, ως δάνειο, τα οποία του μεταβίβαζε ο ενάγων είτε σε χρήματα είτε σε αναλώσιμα πράγματα (τρόφιμα, περιοδικά κλπ), όπως ειδικότερα αναφέρονται επίσης στην αγωγή, με την συμφωνία ότι ο εναγόμενος θα του τα απέδιδε. Ότι, το συνολικό ποσό που κατέβαλε στον εναγόμενο βάσει των ως άνω μερικότερων συμβάσεων δανείου, ανέρχεται σε 3.360 ευρώ, το οποίο, όμως ο τελευταίος δεν του απέδωσε, όπως είχε υποσχεθεί, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του.
Όμως, δεν αποδείχθηκε, ότι καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου οι επίμαχες συμβάσεις δανείου, το βάρος της απόδειξης για τη σύναψη των οποίων φέρει ο ενάγων. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το δικαστήριο από τα εξής αποδειχθέντα γεγονότα. Ο ενάγων, ο οποίος εργάζεται ως φυσιοθεραπευτής – οστεοπαθητικός (και δεν προέκυψε ότι πάσχει από οστεοπάθεια, όπως αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του), κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2004 έως 10-7-2008, απασχολούνταν, με διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου, από το Δήμο Κορυδαλλού για την παροχή φυσιοθεραπευτικής αγωγής-οστεοπαθητικής στα μέλη του ‘……..Κορυδαλλού’’ (βλ. προσκομιζόμενες υπ΄αρ. ………. σχετικές συμβάσεις). Συνεπώς, δεν αντιμετώπιζε βιοποριστικό πρόβλημα, σε σημείο μάλιστα που να έχει ανάγκη και να ζητεί από τον ενάγοντα να του δανείζει συνεχώς μικροποσά, αλλά και να του αγοράζει τρόφιμα (όπως γαρίδες, λουκάνικα, κονσέρβες καβούρια κλπ), κατά τα υποστηριζόμενα από τον τελευταίο στην αγωγή. Περαιτέρω, και μετά τη λήξη των ως άνω συμβάσεων με τον προαναφερθέντα Δήμο, ο ενάγων συνέχισε να εργάζεται και συνεχίζει μέχρι και σήμερα, ως ιδιώτης φυσιοθεραπευτής – οστεοπαθολόγος, με σημαντική πελατεία, αποκομίζοντας επαρκή εισοδήματα, όπως, μετά λόγου γνώσης, καταθέτει η ως άνω μάρτυράς του, η οποία, χαρακτηριστικά αναφέρει ότι τον αναζήτησε, επειδή αντιμετώπιζε το παιδί της πρόβλημα σκολίωσης και δυσκολευόταν να βρει ώρες να της κλείσει ραντεβού (λόγω του φορτωμένου προγράμματός του). Εξάλλου, κατά τη χρονική περίοδο από 15-6-2011 έως 15-7-2013, ο εναγόμενος δεν βρισκόταν στην Ελλάδα, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, διότι παρακολουθούσε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στον τομέα της ΄΄βοτανικής ιατρικής΄΄ στο Πανεπιστήμιο του Άνστεντ, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από αυτόν, σε νόμιμη μετάφραση, έγγραφο (αντίγραφο μητρώου του), του ως άνω Πανεπιστημίου. Σύμφωνα, δε, με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν είναι λογικό, ο ενάγων, να συνεχίζει να δανείζει χρηματικά ποσά στον εναγόμενο, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς κάποια έγγραφη απόδειξη. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι κάτι τέτοιο δικαιολογείται, λόγω της επικαλούμενης από τον ενάγοντα φιλίας τους, (ενώ ο εναγόμενος δέχεται ότι απλά γνωρίζονταν), κατά την πρώτη περίοδο (2005-2009), που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δάνειζε τον εναγόμενο κατά τακτά χρονικά διαστήματα, δεν αντέχει στους κανόνες της κοινής λογικής, όταν επανήλθε ο εναγόμενος το έτος 2013, (μετά τη διακοπή δηλ. των σχέσεών τους για περ. 4 χρόνια), κατά τους ισχυρισμούς πάντα του ενάγοντος, ζητώντας του εκ νέου να τον δανείσει, ο τελευταίος να προβεί ξανά σε αλλεπάλληλους δανεισμούς αυτού, χωρίς ο εναγόμενος να του έχει επιστρέψει κανένα από τα παλαιότερα ποσά, ενώ τον οχλούσε, όπως υποστηρίζει, και σε κάθε περίπτωση, χωρίς να καταρτίσουν μεταξύ τους, έστω ένα ανεπίσημο έγγραφο, όπου θα απεικονίζονται οι οφειλές του εναγόμενου προς αυτόν. Ο ενάγων, στην ανωμοτί κατάθεσή του, ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος δικαστηρίου, απαντά σε σχετική ερώτηση αυτού, ότι σημείωνε τα επιμέρους ποσά, αλλά και την αξία των αναλώσιμων πραγμάτων που παρέδιδε στον εναγόμενο, σε ένα τετράδιο, το οποίο, εντούτοις, δεν προσκομίζει, καθώς επικαλείται απώλειά του. Μόνη δε η ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ……., που προσκομίζει ο ενάγων και στην οποία αυτή επιβεβαιώνει τα αναφερόμενα στην αγωγή περί δανεισμού εκ μέρους του τού εναγόμενου -χωρίς ωστόσο να αναφέρει αν ήταν παρούσα σε κάποια από τις επίμαχες συμβάσεις δανείου, ή σε κάποια σχετική με αυτές, μεταξύ των διαδίκων, συζήτηση- δεν αρκεί για να ανατρέψει τα παραπάνω αποδειχθέντα από τα λοιπά, ως άνω αναφερθέντα, αποδεικτικά στοιχεία. Ενόψει δε ότι, κατά τα όσα δέχεται το δικαστήριο, δεν προέκυψε, ότι ο ενάγων δάνεισε οποιοδήποτε ποσό ή άλλα αντικαταστατά πράγματα στον εναγόμενο, δεν υφίσταται συνακόλουθα και αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου, συνιστάμενη στα απατηλά μέσα που μετήλθε, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, για να πείσει τον ενάγοντα να του καταβάλει τα εν λόγω ποσά, αφού αυτά δεν αποδείχθηκε, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, ότι καταβλήθηκαν. Με την υπ΄αρ. 1468/24-4-2018, δε, απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που προσκομίζεται, σε απόσπασμα, από τον εναγόμενο, ο τελευταίος αθωώθηκε για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ΄εξοκολούθηση, για την οποία είχε ασκηθεί δίωξη εναντίον του, κατόπιν μήνυσης του ενάγοντος, σχετικά με τα ίδια, σε γενικές γραμμές, περιστατικά που αναφέρονται και στην ένδικη αγωγή.
Κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δε δικαστικά έξοδα του εναγόμενου – εκκαλούντος, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας (καθώς, κατά τον πρώτο βαθμό ήταν απών και δεν υποβλήθηκε σε έξοδα), να επιβληθούν εις βάρος του ενάγοντος – εφεσίβλητου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, πρέπει κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ, να διαταχθεί η απόδοση του αναφερόμενου παραπάνω παραβόλου στον, καταθέσαντα αυτό, εκκαλούντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 3462/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 6-9-2016 (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ …….) αγωγή.
Απορρίπτει αυτήν.
Επιβάλλει εις βάρος του ενάγοντος – εφεσίβλητου, τα δικαστικά έξοδα τους εναγόμενου – εκκαλούντος, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση του αναφερόμενου στο σκεπτικό παράβολου στον, καταθέσαντα αυτό, εκκαλούντα .
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Ιανουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ