ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………… για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Των εκκαλούντων : 1) ομόρρυθμης εταιρείας ……………. 2) …………… 3) ……………….. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Θεόδωρου Σαρρή.
Των εφεσιβλήτων : 1) ………………. 2) ……………3) ………………..4) ………….. ……………… 5) ………… ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους …………. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Γεωργίου Κοντοσέα, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, 6) …………….. ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Μαρίας Αντωνιάδου, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, 7) …………….. ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Ιωάννη Τσάκωνα, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Αντεκκαλούντων : 1) ……………….. 2) …………….3) …………… 4) ……….. 5) ………… ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους ………….. οι οποίοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω.
Αντεφεσιβλήτων : 1) της ομόρρυθμης εταιρείας …………. 2) ………….. 3) ………….., οι οποίοι παραστάθηκαν, όπως παραπάνω.
Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27-2-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../27-2-2018) αγωγή τους, η οποία ζήτησαν να γίνει δεκτή.
Οι εναγόμενοι άσκησαν την από 24-4-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../25-4-2018) ανταγωγή τους, ενωμένη με ανακοίνωση δίκης, προσεπίκληση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία ζήτησαν να γίνει δεκτή.
Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 455/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και απορρίφθηκε η ανταγωγή και η προσεπίκληση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή.
Οι εναγόμενοι, με την από 6-3-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/10-3-2020) έφεσή τους και οι ενάγοντες με την από 13-1-2021 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……/8-13-1-2021) αντέφεσή τους προσέβαλαν την παραπάνω απόφαση. Οι εφέσεις προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν αρχικά κατά τη δικάσιμο της 4-2-2021 και μετ’αναβολήν την 4-3-2021, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 42/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη, οι προκείμενες υποθέσεις επανεισήχθησαν προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων-αντεφεσιβλήτων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) η από 6-3-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/10-3-2020) έφεση των εναγομένων, ως εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 455/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, κατά το μέρος που έκανε εν μέρει δεκτή την από 27-2-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/27-2-2018) κατ’αυτών αγωγή περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία και απέρριψε την από 24-4-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./25-4-2018) ανταγωγή και προσεπίκλησή τους, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Επίσης, νομοτύπως ασκήθηκε η από 13-1-2021 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ……./8-13-1-2021) αντέφεση των εναγόντων, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο της ψυχικής οδύνης, που προσβάλλεται με έφεση, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε, κατ’άρθρο 591 παρ.1 περ. ζ) του ΚΠολΔ, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (4-2-2021) και επιδόθηκε στους αντεφεσιβλήτους (σχετ. η υπ’αριθμ ……. Δ΄/14-1-2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………..). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να συνεκδικαστεί με την έφεση, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της [ΕφΚρ (Μον) 70/2021, ΕφΑθ (Μον) 6050/2020, ΕφΑθ (Μον) 673/2020, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], αφού προϋποθέτει την άσκηση αυτής (εφέσεως) και αναφέρεται στα κεφάλαια που προσβάλλονται με αυτήν (άρθρο 523 του ΚΠολΔ), και της προφανούς συνάφειάς τους (άρθρο 246 σε συνδυασμό με 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι, ο …………., σύζυγος της πρώτης, πατέρας του δεύτερου και της τρίτης, πεθερός του τέταρτου και παππούς του πέμπτου από αυτούς, υπέστη θανάσιμο τραυματισμό στις 23-3-2016, κατά τη διάρκεια της εργασίας του, από υπαιτιότητα των εναγομένων, οι οποίοι ως εργοδότες του παρέλειψαν, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, να λάβουν τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ακολούθως επικαλούμενοι τον στενότατο συγγενικό δεσμό, που τους συνέδεε με τον αποβιώσαντα, με τον οποίο η πρώτη και ο δεύτερος συμβίωναν αρμονικά, ζητούσαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική τους οδύνη, το ποσό των 200.000 ευρώ, σε καθέναν από τους πρώτη, δεύτερο και τρίτη από αυτούς, και των 100.000 ευρώ, σε καθέναν από τους τέταρτη και πέμπτο, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, επιφυλασσόμενοι για το επιπλέον ποσό των 40 ευρώ ο καθένας, προκειμένου να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά τους έξοδα. Επιπλέον, οι εναγόμενοι, με την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή τους, επικαλούμενοι σχετικό έννομο συμφέρον τους και μετά από επιτρεπτή τροπή του αιτήματός της από καταψηφιστικό εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, ζητούσαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση των τρίτης, τέταρτου, πέμπτης, έκτου και έβδομου των παρεμπιπτόντως εναγομένων (εναγόντων), να τους επιστρέψουν το ποσό των 18.343,16 ευρώ, που τους κατέβαλαν για τα έξοδα νοσηλείας και κηδείας του θανόντος συγγενή τους, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους, καθώς επίσης και η υποχρέωση του πρώτου και δεύτερου των παρεμπιπτόντως εναγομένων να τους καταβάλουν όποιο ποσό υποχρεώνονταν τυχόν και εκείνοι να καταβάλουν στους αρχικούς ενάγοντες, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής τους, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά τους έξοδα.
Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν η κύρια αγωγή και επιβλήθηκε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος των εναγομένων, ενώ απορρίφθηκε στο σύνολό της η προσεπίκληση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, ως μη νόμιμη.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι-παρεμπιπτόντως ενάγοντες με την έφεσή τους και οι ενάγοντες με την αντέφεσή τους, με τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, αναγομένες, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν-οι εκκαλούντες κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της εφέσεώς τους- μετά την τυπική παραδοχή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και, οι μεν εκκαλούντες, να απορριφθεί η αγωγή, και, επικουρικώς, να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή, και οι αντεκκαλούντες να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.
Kατά το άρθρο 1 του ν.551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α’ του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (“εργατικό ατύχημα”), θεωρείται κάθε βλάβη η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ’ αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής (ΑΠ 1188/2018, ΑΠ 959/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων του προαναφερθέντος άρθρου ως και των άρθρων 16 του ως άνω νόμου, 34§2, 60§3 α.ν.1846/1951, 299, 330, 914, 922, 926 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη (ή ψυχική οδύνη) οφείλεται σε κάθε περίπτωση και επί εργατικού ατυχήματος (δηλ. και όταν ο εργοδότης και οι προστηθέντες του απαλλάσσονται από την υποχρέωση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία), εφόσον συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων απ’ αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλ. αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16§1 ν.551/1915, όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται για τις οικοδομικές γενικά εργασίες από τις διατάξεις των πδ 778/1980 (ΑΠ 1188/2018, όπ, ΑΠ 517/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), πδ 1073/1981 και του ν.1396/1983 (ΑΠ 1188/2018 ό.π) ενώ το πταίσμα τους μπορεί να θεμελιωθεί γενικότερα και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών που επιβάλλουν τους όρους ασφαλείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 662 του ΑΚ (ΑΠ 1188/2018, ΑΠ 412/2018, ΑΠ 374/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και στην με αυτήν καθιερούμενη γενική υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη (ΑΠ 374/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») η αξίωση δε αυτή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης), για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ως άνω κ.ν 551/1915, κρίνεται πάντοτε κατά τις γενικές διατάξεις (άρθρα 914, 922, 932 του ΑΚ (ΑΠ 327/2017, ΑΠ 675/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Επομένως, με βάση όσα προεκτέθηκαν, οι ενάγοντες εξειδίκευσαν στο δικόγραφο της αγωγής τους, με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνταν και αρκούσαν κατά τον νόμο για τη θεμελίωση της ένδικης αξίωσής τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, ιδίως δε την ιδιότητα του θανόντος συγγενή τους, ως εργαζομένου της πρώτης εκκαλούσας, ώστε να θεωρείται ο θάνατός του ως εργατικό ατύχημα και να θεμελιώνεται ευθύνη της τελευταίας, ως εργοδότριάς του, για την επέλευσή του, λόγω της παράλειψής της να λάβει, δια των νομίμων εκπροσώπων της, δεύτερου και τρίτου εκκαλούντος, τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας, για την τήρηση των οποίων είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, με βάση τις επικαλούμενες διατάξεις. Το Πρωτοβάθμιο, συνεπώς, Δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο οι εκκαλούντες αποδίδουν στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, για τον λόγο ότι δεν μνημονεύεται στο δικόγραφό της, αν καταρτίστηκε μεταξύ αυτών και του θανόντος έγκυρη ή άκυρη σύμβαση εργασίας, αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ο τρόπος και χρόνος σύναψης αυτής και ο συμφωνημένος μισθός του, να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι τα στοιχεία αυτά δεν ανάγονταν στο αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής. Εξάλλου, ακόμη και αν, όπως υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες με τον τρίτο, επικουρικά προταθέντα σε σχέση με τον δεύτερο, λόγο της έφεσής τους, οι ενάγοντες με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών τους, αποδίδουν ευθύνη για τον θανάσιμο τραυματισμό του συγγενή τους, και στους πρώτο και δεύτερο παρεμπιπτόντως εναγομένους, το στοιχείο αυτό δεν αναιρεί την ευθύνη των ιδίων, ως εις ολόκληρον υπευθύνων για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης τους, ώστε να καθίσταται η αγωγή αόριστη, λόγω της αντιφατικότητάς της, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, ενώ δεν επιβάλλεται από καμία διάταξη νόμου υποχρέωσή τους να στρέψουν την αγωγή κατά όλων των συνυπευθύνων για την πρόκληση του αποτελέσματος αυτού, γι’αυτό άλλωστε παρέχεται η δυνατότητα, όταν ο ζημιωθείς δεν ενάγει όλους τους συνυπόχρεους αλλά μόνον έναν ή μερικούς, οι τελευταίοι να προσεπικαλέσουν στην ανοιγείσα δίκη και τους λοιπούς, ενώνοντας με την προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή περί αναγωγής (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΑΤ’ΑΡΘΡΟ ΕΡΜΗΝΕΙΑ», τόμος IV, σελ. 786, αρ.28).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 88 του ΚΠολΔ, βάση της κατά το άρθρο αυτό ασκούμενης από τον εναγόμενο προσεπικλήσεως και της ενωμένης σ` αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής κατά του προσεπικαλουμένου τρίτου- ως δικονομικού εγγυητή- περί καταβολής στον προσεπικαλούντα κάθε ποσού, το οποίο σε περίπτωση ευδοκιμήσεως κατ` αυτού της κύριας αγωγής, ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η τυχόν συνδέουσα τον προσεπικαλούντα και τον προσεπικαλούμενο έννομη ειδική σχέση, από την οποία απορρέει υποχρέωση του δευτέρου να καταβάλει στον πρώτο την αποζημίωση που αξιώνει από αυτόν (προσεπικαλούντα) ο κυρίως ενάγων (ΑΠ 54/2020, ΕφΑθ 5316/2015 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2302/2011, ΕλλΔνη 2012.251). Η προϋφιστάμενη αυτή έννομη σχέση, μπορεί να απορρέει από σύμβαση ή από τον νόμο (ΕφΑθ 5316/2015, ΕφΑθ 2302/2011 ό.π), τέτοια δε περίπτωση ειδικής έννομης σχέσης αποτελεί και η συνυπαιτιότητα περισσοτέρων στην πρόκληση ζημίας, από την οποία απορρέει το δικαίωμα αναγωγής (άρθρο 927 του ΑΚ) του εναχθέντος για καταβολή αποζημιώσεως, κατά των λοιπών συνυπαιτίων [ΕφΑθ 6645/2011, ΕλλΔνη 2012.1079, ΕφΔωδ (Μον) 84/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], προς καταβολή σε αυτόν, από τον καθέναν από αυτούς του αναλογούντος μέρους του ποσού, το οποίο θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα. Ως εκ τούτου στοιχείο απαραίτητο του νόμω βάσιμου της προσεπικλήσεως και της ενωμένης σ’ αυτή παρεμπίπτουσας αγωγής είναι η ύπαρξη της άνω ειδικής σχέσεως μεταξύ προσεπικαλούντος και προσεπικαλουμένου, ενώ, σε περίπτωση που η ιστορική βάση αυτής (προσεπικλήσεως) περιέχει μόνο τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος υπήρξε ο προσεπικαλούμενος τρίτος, τότε η προσεπίκληση (με την παρεμπίπτουσα αγωγή) είναι νόμω αβάσιμη, αφού η αλήθεια αυτού του αρνητικού της κύριας αγωγής ισχυρισμού του συνεπάγεται την απόρριψή της και αίρει ταυτόχρονα και τον νομικό λόγο της κατά το άρθρο 88 του ΚΠολΔ προσεπικλήσεως και της ενωμένης σ` αυτή παρεμπίπτουσας αγωγής, ο οποίος είναι η ικανοποίηση του ηττηθέντος κυρίου διαδίκου σε μια και την αυτή δίκη, προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης (ΑΠ 54/2020, ΕφΑθ 6645/2011, ΕφΔωδ (Μον) 84/2020 όπ).
Στην κρινόμενη περίπτωση, με την από 24-4-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../25-4-2018), προσεπίκληση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή, οι εναγόμενοι της κύριας αγωγής ιστορούσαν ότι ασκήθηκε εναντίον τους η πιο πάνω αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παρέθεσαν αυτούσιο, εκθέτοντας περαιτέρω ότι αποκλειστικά υπαίτιος του θανάσιμου τραυματισμού του είναι ο ίδιος ο θανών Brahim Shehu, τον οποίο δεν γνώριζαν και πολύ περισσότερο δεν είχαν προέλθει σε ουδεμία συμφωνία μαζί του ούτε του ανέθεσαν οποιαδήποτε εργασία, στο ακίνητο που εκμίσθωσαν, έχοντας αναθέσει στους παρεμπιπτόντως εναγομένους, και δη στον πρώτο ως αρχιτέκτονα μηχανικό και στον δεύτερο ως πολιτικό μηχανικό, με υποδείξεις του οποίου ο θανών άρχισε να εκτελεί εργασίες καθαρισμού του χώρου στις 21-3-2016, την εκπόνηση μελετών για τη λήψη άδειας λειτουργίας συνεργείου αυτοκινήτων, εκ μέρους της πρώτης από αυτούς, στο μίσθιο και τη λήψη όλων των εκ του νόμου προβλεπόμενων αδειών για τη διαμόρφωσή του.
Με βάση το ιστορικό αυτό, ανακοίνωσαν τη δίκη στους παρεμπιπτόντως εναγομένους και τους προσεπικάλεσαν στην ανοιγείσα δίκη μεταξύ αυτών και των εναγόντων, ζητώντας με την παρεμπίπτουσα αγωγή τους να υποχρεωθούν αυτοί να τους καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό υποχρεώνονταν τυχόν και οι ίδιοι να καταβάλουν στους ενάγοντες, κατά παραδοχή της κύριας αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η προσεπίκληση και η ενωμένη στο δικόγραφο αυτής παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, την οποία σαφώς και αναμφίβολα στρέφουν κατά των παρεμπιπτόντως εναγομένων, παρά τα όσα εσφαλμένως διαλαμβάνουν στον δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες, ότι δηλαδή η παρεμπίπτουσα αγωγή δεν στρέφεται κατ’αυτών αλλά μόνον κατά των αρχικώς εναγόντων, είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθένα στη μείζονα πρόταση αυτού του συλλογισμού, νόμω αβάσιμη, καθόσον οι προσεπικαλούντες ισχυρίζονται ότι αποκλειστικά υπαίτιος για το θανάσιμο τραυματισμό του είναι ο ίδιος ο θανών και ότι οι ίδιοι δεν φέρουν καμία ευθύνη γι’αυτόν, μη δεχόμενοι επομένως, συνυπαιτιότητά τους, ενώ και πέραν της ανάθεσης των ανωτέρω εργασιών στους παρεμπιπτόντως εναγομένους δεν επικαλούνται υπαιτιότητά τους στην πρόκληση του συγκεκριμένου ατυχήματος ούτε εκθέτουν περιστατικά υπαιτιότητάς τους. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την προσεπίκληση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή ως μη νόμιμη, ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης και εν τέλει η έφεση στο σύνολό της, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των προσεπικαλούμενων-παρεμπιπτόντως εναγομένων, αφού αυτός αποτελεί τον μοναδικό λόγο, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη ως προς τη συγκεκριμένη διάταξή της, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Συμπληρωματικά προς όσα ήδη εκτέθηκαν, αναφορικά με την υποχρέωση των εργοδοτών προς λήψη μέτρων ασφαλείας για τις οικοδομικές εργασίες, με τη διάταξη του άρθρου 2 αριθ. 1, 2, 6 και 7 του Ν. 1396/1983 “Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας σε οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα” και υπό τον παράτιτλο “εννοιολογικοί προσδιορισμοί” ορίζεται ότι τεχνικό έργο είναι κάθε οικοδομή ή άλλη εργοταξιακή κατασκευή χρονικής διαρκείας, όπως ανέγερση, προσθήκη, επισκευή, καθαίρεση και ηλεκτρομηχανολογική εγκαστάσταση (αρ.1), μέτρα ασφαλείας είναι όλα τα μέτρα που αφορούν σε τεχνικά έργα και προβλέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν εκάστοτε για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας (αρ.2), κύριος του έργου είναι ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος του ακινήτου, στο οποίο εκτελείται, ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του, τεχνικό έργο (αρ.3), μελετητής είναι το πρόσωπο που με σύμβαση με τον κύριο του έργου έχει εκπονήσει τη μελέτη του τεχνικού έργου, η οποία έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή (αρ. 6), ενώ επιβλέπων είναι το πρόσωπο που με σύμβαση με τον κύριο του έργου και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης τεχνικού έργου ή τμήματός του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης (αρ.7). Με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου περιγράφονται οι υποχρεώσεις του κυρίου του έργου, ο οποίος, σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ`έναν εργολάβο, είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι, ενώ στη διάταξη του άρθρου 7 περιγράφονται οι υποχρεώσεις του επιβλέποντος. Επίσης με το άρθρο 1 του πδ/τος 1073/1981 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού” (ΦΕΚ Α 260) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου 6 του από 25.8/5.9.1920 Β. Δ/τος ορίζεται ότι: “Επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, τηρούνται υπό των κατά νόμον υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του πδ 778/1980 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών”, και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων”, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες των άρθρων 18, 19, 20, 21, 22, 31, οι οποίες ορίζουν ότι : «Προ της ενάρξεως των εργασιών της κατεδαφίσεως ενός έργου, πρέπει να λαμβάνονται υπ` όψιν η αντοχή και η ευστάθεια εκάστου τμήματος αυτού και ιδιαιτέρως των δαπέδων, προκειμένου να γίνουν αι αναγκαίαι αντιστηρίξεις και υποστηρίξεις» (άρθρο 18), «Ο εργαζόμενος επιφορτίζεται με εργασίαν κατεδαφίσεως όταν είναι κατάλληλος δια την εργασίαν ταύτην και έχει επαρκή γνώσιν και εμπειρίαν» (άρθρο 19), «Προ των κυρίων εργασιών κατεδαφίσεως, αφαιρούνται υλικά και τμήματα δυνάμενα να θρυμματισθούν και να εκτοξευθούν, όπως π.χ. υαλοπίνακες, κιγκλιδώματα και άλλα παρόμοια» (άρθρο 20), «Αι κατεδαφίσεις εκτελούνται είτε δια της χρήσεως, υπό των εργαζομένων, ικριωμάτων αντοχής αναλόγου προς τον σκοπόν της χρήσεώς των και εργαλείων χειρός είτε δια μηχανικών μέσων ή και αμφοτέρων» (άρθρο 21), «Η κατεδάφισις εκτελείται εκ των άνω προς τα κάτω και εξ ύψους ουχί πλέον του ενός ημίσεος (1.50) μέτρου άνωθεν του εκάστοτε δαπέδου εργασίας, και προκειμένου περί δαπέδου ικριώματος μέχρις ύψους πεντήκοντα εκατοστών (0,50) του μέτρου» (άρθρο 22), «Δια κατεδαφίσεις δι` εργαλείων χειρός κατακορύφων στοιχείων ύψους άνω των τεσσάρων (4,00) μέτρων απαιτείται χρήσις σταθερού μεταλλικού ικριώματος, το οποίον θα φέρη τα υπό του άρθρου 13 του Π. Δ/τος 778/1980 οριζόμενα μέτρα ασφαλείας έναντι πτώσεως. Δια κατεδαφίσεις κατακορύφων στοιχείων ελευθέρου ύψους πανταχόθεν κάτω των τεσσάρων (4,00) μέτρων δεν επιβάλλεται κατασκευή σταθερού ικριώματος, υπό την προϋπόθεσιν ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν ως δάπεδα εργασίας κατεδαφιστέα στοιχεία πλάτους μικροτέρου των τριάκοντα πέντε εκατοστών (0,35) του μέτρου. Δια κατεδαφίσεις εσωτερικών τοίχων επιβάλλεται κατασκευή ικριώματος πλην των περιπτώσεων εσωτερικών τοίχων συνήθους ύψους και μικρού πάχους» (άρθρο 31). Επιπλέον, κατά το άρθρο 111 του ίδιου πδ/τος «Διά την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος ως και του πδ/τος 778/1980 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών” εις τας οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίσταται, ανελλιπώς καθ` όλην την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων. Το προσωπικόν εκάστου συνεργείου πρέπει να επιθεωρήται τουλάχιστον άπαξ της ημέρας υπό του επικεφαλής του υπεργολάβου, άπαξ δε της εβδομάδος, υπό του εργολάβου, εφ όσον έχει ειδικάς γνώσεις, ή υπό καταλλήλου εκπροσώπου του. Οι υπεργολάβοι και εργολάβοι, οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους περί των, κατά φάσιν εργασίας, απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας», και κατά το άρθρο 112, «Οι απασχολούμενοι, ειδικώς δε οι νεοπροσλαμβανόμενοι, πρέπει να διαφωτίζωνται μερίμνη των αμέσως προϊσταμένων των σχετικώς με τους κινδύνους τους συνυφασμένους με την εργασίαν των και γενικώτερον να ενημερώνονται επί των διατάξεων του παρόντος». Τέλος, το πδ 778/1980 «περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών» ορίζει στο άρθρο 1 ότι «επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμήσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των εις αυτάς εκτελουμένων πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών, τηρούνται υπό τών κατά Νόμον υπευθύνων τού έργου και αι ειδικαί διατάξεις τών επομένων άρθρων». Μεταξύ αυτών η διάταξη του άρθρου 3 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι στις εξωτερικές εργασίες (αποκλειομένων των εξωστών) και εσωτερικές εργασίες κάτω των 3,5 μέτρων δύνανται να χρησιμοποιούνται κινητά ικριώματα (παρ.1 περ.β), ενώ σε ελαφρές ή περιορισμένη εκτάσεως εργασίες μπορούν να χρησιμοποιούνται φορητές κλίμακες υπό τις προϋποθέσεις του πδ/τος της 22/29-12-1933, όπως αυτό συμπληρώθηκε από πδ 17/1978 «περί ασφαλείας εργατών και υπαλλήλων εργαζομένων επί φορητών κλιμάκων» και εφόσον υπό τον υπεύθυνο των εργασιακών κρίνεται ότι αυτές μπορούν να εκτελεστούν ακίνδυνα (παρ.1 περ. δ). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του πδ/τος 778/1980, του ν.1396/1983 και του πδ/τος 1073/1981, συνάγεται ότι ο πολιτικός μηχανικός, που επιβλέπει την κατασκευή οικοδομικού έργου έχει νομική υποχρέωση να δίνει οδηγίες στον ιδιοκτήτη ή στον εργολάβο (και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο) για τη λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος κατά τη διενέργεια εργασιών κατεδάφισης (ΑΠ 1188/2018, ΑΠ 517/2017 ο.π). Οι προαναφερθείσες υποχρεώσεις του πολιτικού μηχανικού, μάλιστα, υφίστανται ανεξαρτήτως της κατάρτισης σχετικής σύμβασης έργου μεταξύ του κυρίου του έργου και του πολιτικού μηχανικού, με αντικείμενο την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και την εκτέλεση τεχνικού έργου, που προσδίδει στον τελευταίο την ιδιότητα του επιβλέποντος, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 1396/1983, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που πολιτικός μηχανικός εν τοις πράγμασι επιβλέπει κάποιο οικοδομικό έργο, έστω και εάν η επίβλεψη αυτή έλαβε χώρα ευκαιριακά. Και στην περίπτωση δηλαδή αυτή, ο πολιτικός μηχανικός έχει τις ίδιες υποχρεώσεις προς λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη πρόληψη εργατικού ατυχήματος, κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 330 και 914 του ΑΚ (ΑΠ 517/2017 ό.π).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα και υπαίτια (ΑΠ 47/2020, ΑΠ 542/2015, ΑΠ 604/2015 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») κατά την υπηρεσία του, ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών, οι οποίες δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση, εφ’ όσον, μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας, η οποία ανατέθηκε σ’ αυτόν, υπάρχει εσωτερική συνάφεια (ΑΠ 2258/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), υπό την έννοια, ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, που κατέστη δυνατή (η τέλεση), εξαιτίας, ακριβώς της σχέσης, των μέσων και των ευκαιριών που ανέθεσε ο αντιπρόσωπος, στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης προς τον αντιπροσωπευόμενο, με τη χρησιμοποίησή τους για άλλο σκοπό από εκείνο για τον οποίο του ανατέθηκαν (ΑΠ 604/2015 ό.π), δηλαδή διαπράττοντας αδικοπραξία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής προστηθείς είναι το πρόσωπο το οποίο με τη βούληση κάποιου άλλου που χαρακτηρίζεται ως προστήσας, παρέχει σ’ αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών του ή προώθησης των οποιονδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχό του ή έστω υπό την επίβλεψή του, χωρίς να είναι αναγκαία η διαρκής επίβλεψή του (ΑΠ 218/2018, ΑΠ 585/2017, ΑΠ 910/2015 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης (ΑΠ 47/2020 αδημ). Η σχέση πρόστησης δεν είναι αναγκαίο να είναι εμφανής στους τρίτους και ούτε απαιτείται η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος από τον ίδιο τον προστήσαντα ή από τρίτο για λογαριασμό του (ΑΠ 585/2017 ό.π, ΑΠ 196/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς(ΑΠ 585/2017ό.π, ΑΠ 196/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, ………………, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των εναγομένων, ο πρώτος, του πρώτου παρεμπιπτόντως εναγομένου ο δεύτερος και του τρίτου παρεμπιπτόντως εναγομένου, η τρίτη, και την ανωμοτί εξέταση του τέταρτου ενάγοντος, …………., ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι -44 συνολικά- φωτογραφίες, που προσκομίζουν όλοι οι διάδικοι και απεικονίζουν την οικοδομή εξωτερικά και εσωτερικά, συμπεριλαμβανομένου και του χώρου των τουαλετών του α΄ορόφου, όπου έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, τα υπ’αριθμ. ΒΤ-1913/2018 πρακτικά και απόφαση του Β΄Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και η από 19-9-2016 έκθεση αυτοψίας που συνέταξε ο επιθεωρητής εργασίας της Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιώς, ………….., πολιτικός μηχανικός, στην οποία επισυνάπτονται και πέντε (5) συνολικά φωτογραφίες, καθώς και τις υπ’αριθμ. …. και …../24-10-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……………, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, τις υπ’αριθμ. … και …../24-10-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που ελήφθησαν, οι δύο πρώτες με επιμέλεια των εναγόντων και οι τελευταίες, των εναγομένων-προσεπικαλούντων-παρεμπιπτόντως εναγόντων, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον ημερών, κατ’άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου πρώτου του ν.4335/2015- κλήτευση των εναγομένων οι πρώτες, και των εναγόντων και των παρεμπιπτόντως εναγομένων, οι λοιπές, αντίστοιχα (σχετ. οι υπ’αριθμ. ….΄και …. ./18-10-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………, όσον αφορά τις δύο πρώτες και οι υπ’αριθμ. …΄, …… . και …. .΄/19-10-2018 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., όσον αφορά τις λοιπές δύο), καθώς και τις υπ’αριθμ. … και ……../30-10-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …….. και ………., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθησαν με επιμέλεια του παρεμπιπτόντως εναγομένου, ……….., ομοίως μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατά τα άνω, κλήτευση όλων των λοιπών διαδίκων, δια σχετικής δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά [ΑΠ 509/2011, Νοβ 2011.1863, ΕφΠειρ (Μον) 475/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»] και παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη, κατ΄άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως του ότι υποβλήθηκαν απαραδέκτως πρωτοδίκως, διότι δεν κατέτειναν σε απόκρουση ισχυρισμού, που προτάθηκε κατά τη συζήτηση (άρθρο 591 παρ.1 περ. στ) του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015) [ΕφΔωδ(Μον) 29/2021, ΕφΑθ (Μον) 81/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], εφόσον η εντός της προθεσμίας-αντίκρουσης δοθείσα ένορκη βεβαίωση (ανεξάρτητα του αν και με ποιές προϋποθέσεις λαμβάνεται υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) επιτρεπτώς προσκομίζεται στο εφετείο και μάλιστα κατά μείζονα λόγο αφού ενώπιον αυτού επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης [ΑΠ 692/2017, ΕφΑθ 2201/2019, ΕφΛαρ (Μον) 245/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη εναγομένη αποτελεί ομόρρυθμη εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας, μεταξύ άλλων, το λιανικό και χονδρικό εμπόριο και την εισαγωγή μεταχειρισμένων οχημάτων, ανταλλακτικών και αξεσουάρ αυτών, και την ίδρυση και λειτουργία συνεργείου συντήρησης και επισκευής και φανοποιείου αυτοκινήτων, ενώ ο δεύτερος και τρίτος εναγόμενος τυγχάνουν ομόρρυθμα μέλη και διαχειριστές της. Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της και ενόψει της μίσθωσης ενός ακινήτου (οικοπέδου μετά διώροφου κτίσματος, αποτελούμενο από ισόγειο και πρώτο όροφο) κειμένου στη θέση «….. ή ….» στα ……. Αττικής, στο οποίο προτίθετο να λειτουργήσει συνεργείο-φανοποιείο αυτοκινήτων, και προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες διαρρυθμίσεις, ώστε να καταστεί το μίσθιο κατάλληλο για τον σκοπό που προοριζόταν, ανέθεσε την αποτύπωση του χώρου στον αρχιτέκτονα μηχανικό ……, με τον οποίο διατηρούσε συνεργασία από ετών και τον …….., πολιτικό μηχανικό. Οι τελευταίοι προέβησαν περί τα τέλη Ιανουαρίου του έτους 2016 σε καταμέτρηση και αποτύπωση του χώρου που ήταν αναγκαίες κατ’αρχήν για την κατάρτιση της μίσθωσης, που συνήφθη στις 25-2-2016, μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της ιδιοκτήτριας εταιρείας, με την επωνυμία «……….», αλλά και υποτυπώδη έλεγχο καταλληλότητάς του για τη χρήση που προοριζόταν, και στη συνέχεια οι ίδιοι άρχισαν να εργάζονται για την εκπόνηση των απαιτούμενων μελετών και την έκδοση αδείας αλλαγής του χώρου από αποθήκη σε συνεργείο, χωρίς να έχει προηγηθεί έγγραφη συμφωνία ανάθεσης, με συγκεκριμένους οικονομικούς όρους, ως προς την αμοιβή τους, γεγονός που δικαιολογείται από τη συνεργασία της εταιρείας με τον ……… και άλλες φορές στο παρελθόν. Χαρακτηριστικό είναι το περιεχόμενο ηλεκτρονικού μηνύματος που απέστειλε ο τελευταίος προς τον δεύτερο εκκαλούντα, …….. στις 24-2-2016, στο οποίο παρατίθεται οι αναγκαίες αδειοδοτήσεις και εκτίμηση του κόστους για τις στατικές και μηχανολογικές μελέτες και έτερο τέτοιο μήνυμα με ημερομηνία 22-3-2016, της ………., φερόμενη ως εκπρόσωπο της εκμισθώτριας, προς τον δεύτερο εκκαλούντα, στο οποίο συνυποβάλλει κάποια δικαιολογητικά, ζητώντας διευκρινίσεις για τις εργασίας που η μισθώτρια επρόκειτο να προβεί και αφορούσαν την άδεια δόμησης του μισθίου, ώστε να εξετασθούν από την τεχνική της υπηρεσία. Πριν ακόμη ετοιμαστεί και υποβληθεί ο σχετικός φάκελος στην Πολεοδομία, για να εκδοθεί η απαιτούμενη οικοδομική άδεια, ο δεύτερος και τρίτος των εναγομένων ζήτησαν από τον ………., την ανεύρεση προσώπου, για τον καθαρισμό του χώρου και την εκτέλεση εργασιών μικρής έκτασης κατεδαφίσεων και συγκεκριμένα του χώρου των τουαλετών στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο και καθαίρεσης διαχωριστικών στοιχείων από νοβοπάν, ενώ η απομάκρυνσή τους θα γινόταν από τρίτα πρόσωπα. Ο ……… απευθύνθηκε στον …………, με τον οποίο συνεργαζόταν, και εκείνος με τη σειρά του στον …….., με τον οποίο είχε συνεργαστεί στο παρελθόν. Αυτός, επειδή αδυνατούσε, του συνέστησε τον πεθερό του, ……….., ανειδίκευτο εργάτη, που ασχολείτο με οικοδομικές εργασίες. Επακολούθησε συνάντησή τους στο μίσθιο, την Κυριακή 20-3-2016, όπου ο ………., ενεργώντας κατ’εντολήν των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης και ειδικότερα του …….. ., προσέλαβε για λογαριασμό της τον τελευταίο, στον οποίο και ανέθεσε, παρουσία και του …………., που τον συνόδευε, τις παραπάνω εργασίες, δίνοντάς του και σχετικές οδηγίες. Ειδική μνεία έγινε στην κατεδάφιση των τουαλετών του πρώτου ορόφου και παραδόθηκαν στον εργαζόμενο τα κλειδιά για την είσοδό του στον χώρο του μισθίου. Επομένως, και ανεξαρτήτως τελικώς αν η όλη διαμόρφωση του χώρου, η μέριμνα για τις αναγκαίες αδειοδοτήσεις και η επίβλεψη των σχετικών εργασιών είχαν πράγματι ανατεθεί στον προαναφερθέντα αρχιτέκτονα και πολιτικό μηχανικό, γεγονός είναι ότι ο ………., ανέλαβε ως επιβλέπων, έστω και προφορικά, τις εργασίες κατεδάφισης των κτισμάτων των τουαλετών που υπήρχαν στο μίσθιο, χωρίς να επιδρά η μη έκδοση σχετικής οικοδομικής αδείας. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο θανών ξεκίνησε την εργασία του, σύμφωνα με τις εντολές που του δόθηκαν, την επομένη, 21-3-2016, έχοντας φέρει μαζί του ένα καλέμι, ένα σκεπάρνι και μία μικρή βαριοπούλα. Εργάστηκε και την επόμενη ημέρα και τη μεθεπόμενη, 23-3-2016, επιχείρησε να κατεδαφίσει το κτίσμα των τουαλετών του α΄ορόφου, ύψους 2,2 μέτρων, που ήταν κατασκευασμένο από τσιμεντόλιθους σε επαφή με τον εκεί ευρισκόμενο περιμετρικό, πετρόκτιστο τοίχο, και είχε ως οροφή, ένα λεπτό φύλλο αμιαντοσανίδας, απ’όπου, όπως ενδείκνυται, θα ξεκινούσε την κατεδάφιση. Για να ανέβει εκεί χρησιμοποίησε μία καρέκλα, που βρισκόταν στον χώρο, την οποία τοποθέτησε σε επαφή με έναν από τους περιμετρικούς τοίχους του κτίσματος. Ενόσω βρισκόταν στην οροφή και χωρίς να μπορεί να διαπιστωθεί αν είχε ήδη ξεκινήσει την αφαίρεσή της, αυτή έσπασε, αφού λόγω του λεπτού πάχους της και του υλικού της δεν ήταν ικανή να αντέξει το βάρος του, με αποτέλεσμα να πέσει εντός της δημιουργηθείσας οπής, στο εσωτερικό δάπεδο της τουαλέτας, χτυπώντας το κεφάλι του σε έναν από τους νιπτήρες. Παρέμεινε πεσμένος εκεί για αδιευκρίνιστο χρόνο, αφού δεν μπορούσε να καλέσει σε βοήθεια ούτε βρισκόταν στον χώρο άλλος εργαζόμενος, ο επιβλέπων μηχανικός ή εκπρόσωπος της εταιρείας. Τελικά, τον εντόπισε αιμόφυρτο και έχοντας χάσει τις αισθήσεις του, ο …………. όταν, διερχόμενος από την περιοχή, προσήλθε στον χώρο περί ώρα 12.00 για να ελέγξει την πρόοδο των εργασιών. Άμεσα κάλεσε ασθενοφόρο και ειδοποίησε τον τέταρτο ενάγοντα, ο οποίος προσήλθε στο σημείο λίγο αργότερα, και τον δεύτερο εναγόμενο, ……….., ο οποίος, λόγω της καθυστέρησης προσέλευσης σταθμού του ΕΚΑΒ, έδωσε εντολή και κλήθηκε ασθενοφόρο του ιδιωτικού θεραπευτηρίου «Ιατρικό» του Π.Φαλήρου, όπου και μεταφέρθηκε ο παθών. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί βαρειά κρανιοεγκεφαλική κάκωση και βαρειά κάκωση θώρακα και πνευμόνων (από 23-3-2016 αξονικές τομογραφίες εγκεφάλου και θώρακος), συνεπεία των οποίων απεβίωσε στις 3-4-2016 (σχετ. η υπ’αριθμ. …………/2016 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Παλαιού Φαλήρου).
Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών, ο θάνατος του ανωτέρω εργαζομένου αποτελεί εργατικό ατύχημα, αφού υπήρξε βίαιο συμβάν, που έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της ανωτέρω εργασίας, που του είχε ανατεθεί από την πρώτη εναγομένη εταιρία. Οφείλεται δε σε αμελή συμπεριφορά της, ως κυρίας και δη κατόχου του έργου αλλά και ως εργοδότριας του θανόντος, και δη των ομορρύθμων εταίρων και εκπροσώπων της, δεύτερου και τρίτου εναγομένου, και μάλιστα αυτοτελώς, ανεξαρτήτως δηλαδή της τυχόν παράλληλης ευθύνης του …………. και του ………., καθώς αυτοί δεν συνδέονταν με την πρώτη εναγομένη με σχέση προστήσεως, αφού δεν τελούσαν σε εξάρτηση από αυτήν, έστω και χαλαρή, υποχρεούμενοι να ακολουθούν τις εντολές και οδηγίες της, ώστε να θεωρούνται προστηθέντες της και να μπορεί να θεμελιωθεί αντικειμενική ευθύνη της για τις τυχόν υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις τους, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Αυτοί, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν και μπορούσαν να επιδείξουν, δεν έλαβαν τα επιβαλλόμενα, από όλες τις προαναφερθείσες διατάξεις, μέτρα ασφαλείας κατά την εργασία της κατεδάφισης, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, ως εκπρόσωποι της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, αν και γνώριζαν ότι ο εργαζόμενος επρόκειτο να προβεί σε τέτοια εργασία κτίσματος (τουαλετών), το ύψος του, το υλικό και το πάχος της οροφής του, δεν μερίμνησαν, είτε οι ίδιοι είτε δια του πολιτικού μηχανικού, ……….., για την προηγούμενη τοποθέτηση ικριώματος ή έστω σταθερής κλίμακας, για την άνοδό του στα υψηλότερα σημεία του κτίσματος και την οροφή, και για τη διαφώτισή του, ως νεοπροσληφθέντος, για τους κινδύνους τους συνυφασμένους με αυτήν και τέλος, αν και ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στο παραπάνω έργο καθ’όλο το χρονικό διάστημα της εκτέλεσής του και να καθοδηγούν διαρκώς τον παθόντα σχετικά με τα απαιτούμενα στη συγκεκριμένη φάση των εργασιών μέτρα ασφαλείας, δεν το έπραξαν. Οι παραλείψεις τους δε αυτές, βρίσκονται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα, εφόσον ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή την υποχώρηση της οροφής του κτίσματος των τουαλετών, την πτώση του θανόντος από ύψος 2,2 μέτρων και τον βαρύτατο τραυματισμό αλλά και τον θάνατό του (ΑΠ 1154/2018, ΑΠ 412/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Άλλωστε, την ύπαρξη των σημαντικών αυτών ελλείψεων και παραλείψεων ως προς την λήψη μέτρων ασφαλείας και την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας της κατεδάφισης στην οικοδομή διαπίστωσε και ο πολιτικός μηχανικός …………, επιθεωρητής εργασίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Πειραιώς, όπως αυτές αποτυπώνονται στην από 19-9-2016 έκθεσή του. Η ευθύνη τους, επομένως, δεν αναιρείται από τυχόν συνυπαιτιότητα του θανόντος, η οποία άλλωστε δεν αποδείχθηκε, αφού ο θανών προσελήφθη για να εκτελέσει, μεταξύ άλλων, και τη συγκριμένη εργασία, χωρίς να μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεσή της ή να διαμαρτυρηθεί για την επικινδυνότητά της, καθώς είχε παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα άνεργος, διότι, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οι εναγόμενοι δεν πρότειναν παραδεκτά τη σχετική ένσταση, ήτοι και με τις προτάσεις τους, παρά μόνον με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, απορριπτομένου, επομένως, του τέταρτου λόγου της έφεσης, περί παραδεκτής προβολής της, ως αβάσιμου. Παράλληλα, η προβολή του είναι απαράδεκτη για πρώτη φορά στο παρόν στάδιο, εφόσον προτείνεται από τους εκκαλούντες και δεν συντρέχουν οι οριζόμενες στο άρθρο 527 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, προϋποθέσεις, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί δεν γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ούτε γίνεται επίκληση ότι η μη έγκαιρη προβολή τους οφείλεται σε δικαιολογημένη αιτία, ενώ δεν αποδεικνύονται με έγγραφο ή με δικαστική ομολογία των αντιδίκων τους [άρθρο 527 περ. 6) του ΚΠολΔ]. Ειδικότερα, η προσκόμιση αντιγράφου του βιβλιαρίου του θανόντος, όπου καταγράφονται φάρμακα που αυτός ελάμβανε, αφορούν κατ’αρχήν χρόνους που απέχουν σημαντικά από τον χρόνο του ατυχήματος (2008 και 2012), και η προσκόμιση των ιδιοτήτων και των παρενεργειών τους από την ιστοσελίδα «Γαληνός οδηγός φαρμάκων», δεν αποδεικνύουν άμεσα όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον νέο αυτό ισχυρισμό, κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 198/2021, ΑΠ 1099/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και συγκεκριμένα δεν αποδεικνύουν άμεσα ότι αυτός έπασχε από συγκεκριμένες χρόνιες παθήσεις-και ο υιός του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έκανε λόγο για «λίγη πίεση»- λαμβάνοντας σε μόνιμη βάση φαρμακευτική αγωγή και ότι οι παθήσεις αυτές και τα φάρμακα που ελάμβανε επηρέαζαν την εργασιακή του απόδοση. Επομένως, πρέπει και ο πέμπτος, επικουρικά προταθείς προς τον τέταρτο, λόγος έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες διατείνονται ότι απεδείχθησαν τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, δια των εγγράφων που προσκόμισαν και πρωτοδίκως, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο θανών δεν είχε προσληφθεί από την πρώτη εκκαλούσα, και ότι σε κάθε περίπτωση ότι δεν του είχαν ανατεθεί εργασίες κατεδάφισης-χωρίς να αρνούνται μάλιστα ότι η κατεδάφιση του κτίσματος των τουαλετών συμπεριλαμβανόταν στις εργασίες που επρόκειτο να εκτελεστούν. Η ίδια άλλωστε η πρώτη εκκαλούσα προέβη σε αναγγελία του ατυχήματος προς το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας Ν.Αττικής, αποδεχόμενη έτσι την ιδιότητά του ως εργαζομένου της, με σύμβαση εργασίας (σχετ. η από 29-3-2016 έγγραφη αναγγελία της) ενώ κάλυψε τα έξοδα νοσηλείας και κηδείας του. Εξάλλου, αντίκειται στη λογική η ανάληψη τέτοιας πρωτοβουλίας από τον θανόντα εργαζόμενο, αν του είχαν ανατεθεί, κατά τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων, μόνον εργασίες καθαρισμού, ενώ ανατρέπεται από τη σαφή και κατηγορηματική δήλωση του τέταρτου ενάγοντος, ο οποίος ήταν παρών στη συνάντηση με τον ………., οπότε επεξηγήθηκαν στον θανόντα οι εργασίες που θα εκτελούσε και του δόθηκαν οδηγίες. Παράλληλα, το μίσθιο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των φωτογραφιών που απεικονίζουν το εσωτερικό του, δεν ήταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να απαιτείται τέτοιας χρονικής διάρκειας εργασία για τον καθαρισμό του ούτε δικαιολογείται η ύπαρξη εργαλείων, που η χρήση τους δεν συνάδει με εργασίες καθαρισμού και καθαίρεσης των στοιχείων από νοβοπάν στο ισόγειο τμήμα του. Το γεγονός ότι δεν ήρθαν οι ίδιοι οι δεύτερος και τρίτος εκκαλών σε επαφή ή οποιαδήποτε συνεννόηση με τον θανόντα δεν αναιρεί την ευθύνη τους, καθώς η πρόσληψή του, όπως και η εργασία της κατεδάφισης έγινε εν γνώσει τους, μέσω του πολιτικού μηχανικού, …. ., στον οποίο δόθηκαν τα κλειδιά του μισθίου από τον εξ αυτών, ………. για να τα παραδώσει στον θανόντα. Παρ’ότι δηλαδή η εργασία της κατεδάφισης υποδείχθηκε από τον τελευταίο, δεν θα ήταν δυνατόν να μην έχουν ενημερωθεί προηγουμένως γι’αυτήν ο δεύτερος και τρίτος των εκκαλούντων, ώστε να την επιτρέψουν. Ούτε άλλωστε, με ρητό όρο του μισθωτηρίου, για οποιαδήποτε εργασία στο μίσθιο, επομένως, και για την κατεδάφιση του συγκεκριμένου κτίσματος, απαιτείτο προηγούμενη συναίνεση της εκμισθώτριας, αφού με τον όρο 7 αυτού, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, δεν απαγορεύονταν διαρρυθμίσεις στο μίσθιο εκ μέρους της μισθώτριας, ούτε υπήρχε υποχρέωση περί προηγούμενης έγκρισης εκ μέρους της εκμισθώτριας για οποιαδήποτε σχετική εργασία, με μόνη πρόβλεψη ότι η μισθώτρια θα ευθύνετο για βλάβες και φθορές του μισθίου και ότι οι επισκευές διορθώσεις ή βελτιώσεις θα παρέμεναν προς όφελος του μισθίου και η εκμισθώτρια θα μπορούσε να ζητήσει την επαναφορά του μισθίου στην προτέρα κατάσταση. Αντίθετο δε συμπέρασμα, δεν μπορεί να εξαχθεί από το προαναφερθέν από 22-3-2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ………… προς τον δεύτερο εκκαλούντα, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, στο οποίο δεν γίνεται καμία αναφορά σε έγκριση εργασιών από την πλευρά της εκμισθώτριας, παρά μόνον για εξέταση ζητημάτων που αφορούσαν την άδεια δόμησης, τα οποία μάλιστα δεν διευκρινίζεται σε τί συνίστανται, αφού δεν προσκομίζεται το σχετικό αίτημα που υποβλήθηκε προς την εκμισθώτρια. Επιπλέον, δεν υπήρχε στην οικοδομή νερό και ηλεκτρικό ώστε να υπάρχει κίνδυνος ζημίας ή ατυχήματος από τη φθορά στα σχετικά δίκτυα, κατά τη διάρκεια της κατεδάφισης, ενώ εκτιμάται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η κατεδάφιση των τοιχίων του κτίσματος των τουαλετών, με τα εργαλεία που διέθετε ο θανών (σκεπάρνι, καλέμι, μικρή βαριοπούλα), ειδικά στο σημείο της ένωσής τους με τον παρακείμενο πετρόχτιστο τοίχο της οικοδομής, με τον οποίο αυτό εφάπτετο, δεν θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στη στατικότητά του ή φθορές τέτοιες, ώστε να αποκλείεται εξ ορισμού η ανάθεση της εργασίας αυτής στον ίδιο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας σε όμοια κρίση, ως προς την ιδιότητα της πρώτης εναγομένης, ως εργοδότριας του θανόντος και την αμέλεια του δεύτερου και τρίτου των εναγόντων ως προς την επέλευση του θανάτου του εργαζομένου, παρ’ότι δέχεται, πέραν της αυτοτελούς ευθύνης τους και αντικειμενική ευθύνη της πρώτης εναγομένης για το πταίσμα του πολιτικού μηχανικού, ………, που δεν έχει την ιδιότητα του εναγομένου, ορθά κατ’αποτέλεσμα εκτίμησε τις αποδείξεις, και πρέπει, αντικαθιστάμενης της αιτιολογίας της από την αιτιολογία της παρούσας, να απορριφθούν ο πρώτος λόγος, κατά το οικείο σκέλος του, καθώς και ο έκτος και ο όγδοος λόγος, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ως αβάσιμοι.
Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο θανών είχε γεννηθεί την 1-2-1960 και κατά τον χρόνο του ατυχήματος διήνυε το 56ο έτος της ηλικίας του. Διέμενε με την οικογένειά του στην Ελλάδα από πολλών ετών και εργαζόταν ως ανειδίκευτος εργάτης περιστασιακά σε οικοδομές, έχοντας παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα άνεργος (από το 2010). Κατοικούσε με τη σύζυγό του, πρώτη ενάγουσα, και τον δεύτερο ενάγοντα, που εργάζεται σε ζαχαροπλαστείο, ηλικίας τότε 52 και 30 ετών, αντίστοιχα. Είχε ακόμη μία θυγατέρα, την τρίτη εναγομένη, ηλικίας 27 ετών, που είναι νυμφευμένη με τον τέταρτο εναγόμενο, που εργάζεται σε οικοδομικές εργασίες, ηλικίας τότε 34 ετών, οι οποίοι από τον γάμο τους είχαν αποκτήσει ένα τέκνο, με το όνομα Ορέστης, ηλικίας τότε 8 ετών. Όλα τα παραπάνω πρόσωπα, δηλαδή η σύζυγος, τα τέκνα, ο γαμβρός και ο εγγονός του θανόντος, περιλαμβάνονται στην κατ’άρθρο 932 εδ.γ΄του ΑΚ οικογένεια του θανόντος, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 69/2017, ΑΠ 602/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ανεξαρτήτως του εάν το αλβανικό δίκαιο, δηλαδή το δίκαιο της ιθαγένειας του θανόντος αλλά και των εναγόντων περιέχει διαφορετική ρύθμιση (ΟλΑΠ 10/2011, ΕλλΔνη 2011.710), και συνδέονταν με αυτόν με στενούς δεσμούς στοργής και αγάπης. Ο αιφνίδιος θάνατός του τους προκάλεσε θλίψη και στενοχωρία, προς απάμβλυνση της οποίας δικαιούνται, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 80.040 ευρώ καθένας από τους σύζυγο, υιό και θυγατέρα του, των 20.040 ευρώ ο γαμβρός του και των 40.040 ευρώ ο εγγονός του, και τελικώς, λόγω της γενόμενης εκ μέρους τους επιφύλαξης, των 80.000, των 20.000 και των 40.000 ευρώ, αντίστοιχα, που κρίνεται εύλογο και δίκαιο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, το είδος της υπαιτιότητας (αμέλεια) του δεύτερου και τρίτου των εκκαλούντων, τον βαθμό αυτής, τον στενό συγγενικό δεσμό του θανόντος με τους ενάγοντες και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, όπως αυτή προεκτέθηκε. Για την καταβολή των ποσών αυτών ευθύνονται εις ολόκληρον οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, κατ’άρθρο 926 του ΑΚ, αλλά και η πρώτη εναγομένη, κατ’άρθρο 71 του ΑΚ, η οποία φέρει την ευθύνη για τις πράξεις και παραλείψεις τους. Συνεπώς, καταλήγοντας το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην ίδια κρίση, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο έβδομος λόγος της έφεσης και η αντέφεση να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Εξάλλου, λόγος αναστολής της διαδικασίας, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της εκκρεμούσας ποινικής υπόθεσης, για την οποία οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενος, ο ………. και ο ……….., έχουν ήδη καταδικαστεί πρωτοδίκως με την υπ’αριθμ. ΒΤ-1913/2018 απόφαση του Β΄Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά το σχετικό αίτημα των εκκαλούντων, που διατυπώθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους με δήλωσή του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και στις προτάσεις τους, κρίνεται ότι δεν συντρέχει, κατ’αρχήν διότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αξιολογήθηκαν ήταν επαρκή για τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης. Εξάλλου, η αναστολή αυτή δεν είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, και ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, λαμβάνοντας υπόψη και την παρέλκυση που θα προκαλέσει η τυχόν αναστολή. Άλλωστε, η αμετάκλητη ποινική απόφαση δεν θα δεσμεύει με δύναμη δεδικασμένου την παρούσα δίκη, πέραν του ότι δεν είναι εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της άνω ποινικής δίκης, καθώς είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τους άνω εναγομένους, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδρομών χρόνος της αναστολής θα καθίσταται εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Επιπλέον, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις. Έτσι, η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος, και συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής. Το τεκμήριο αθωότητας σημαίνει ότι το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για την αθώωση του κατηγορουμένου, ούτε επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει την αθωωτική απόφαση για να αντλήσει από αυτήν επιχειρήματα για την ενοχή του (κατηγορουμένου). Από την άλλη, το πολιτικό δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος. Τελικώς, η παραβίαση του ως άνω τεκμηρίου θα πρέπει να κρίνεται πάντα in concreto, εν όψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως και του τρόπου διατυπώσεως των αιτιολογιών, που θέτουν ενδεχομένως σε αμφιβολία το διατακτικό της αθωωτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου και υφίσταται, εντεύθεν, θέμα παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 4/2020, ΕφΠειρ (Μον) 375/2021, ΕφΠατρ (Μον) 221/2020, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως και αντεφέσεως, πρέπει αυτές να απορριφθούν. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων-παρεμπιπτόντως εναγόμενων και των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 1 iβ), 68 § 1, 69 § § 1,2, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013), ενώ δεν θα γίνει λόγος για δικαστικά έξοδα των αντεφεσιβλήτων, διότι αυτοί δεν υποβλήθηκαν σε ιδιαίτερα έξοδα-σε σχέση με την έφεση-προς απόκρουση της αντέφεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 6-3-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/10-3-2020) έφεση των εναγομένων και την από 13-1-2021 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………/8-13-1-2021) αντέφεση των εναγόντων, κατά της υπ’αριθμ. 455/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και τις απορρίπτει κατ’ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων-παρεμπιπτόντως εναγομένων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ συνολικά.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των λοιπών εφεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων (4.700) ευρώ συνολικά.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 6-12-2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ