ΑΠΟΦΑΣΗ
Jella κ.α. κατά Αλβανίας της 05.03.2024 (αρ. προσφ. 7564/07)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παραβίαση του δικαιώματος των προσφευγόντων στην ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας τους σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης λόγω της μη εφαρμογής των εγχώριων αποφάσεων που ήταν υπέρ τους.
Τα οικόπεδά τους κρατικοποιήθηκαν από το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς, μετά την πτώση του οποίου οι προσφεύγοντες ζήτησαν την επιστροφή της ιδιοκτησίας τους. Λίγο αργότερα, ο τίτλος ιδιοκτησίας τους επί των οικοπέδων αναγνωρίστηκε και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής τους, ωστόσο ακόμα η έκταση δεν έχει περιέλθει στην κατοχή τους. Μετά από αιτήσεις και αγωγές τους, η υπόθεση παρέμεινε εκκρεμής στο στάδιο της αναίρεσης και η νέα αίτησή τους για εγγραφή της ιδιοκτησίας τους στο Κτηματολόγιο απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι το σχέδιο ιδιοκτησίας δεν καθόριζε σαφώς τα όρια του οικοπέδου τους. Μερικά χρόνια αργότερα αναγνωρίστηκαν δικαιώματα ιδιοκτησίας υπέρ άλλων ιδιωτών επί του οικοπέδου των προσφευγόντων, οι οποίοι τα αμφισβήτησαν.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες, μη συνεργαζόμενοι με το κτηματολόγιο και μη τηρώντας τις σχετικές νομικές διαδικασίες, παρεμπόδισαν την εφαρμογή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους. Το Δικαστήριο δεν βρήκε πειστικό το επιχείρημα αυτό, λαμβανομένου υπόψη ότι η κύρια αιτία της μη εκτέλεσης ήταν η απουσία οριοθέτησης του περιουσιακού στοιχείου στην αρχική απόφαση της Επιτροπής Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Περιουσίας. Oι προσφεύγοντες κίνησαν διάφορες διαδικασίες κατά τρίτων ή δημόσιων αρχών για την προστασία και την επιβολή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους. Παρά τις προσπάθειες αυτές, η απόφαση δεν είχε εκτελεστεί μέχρι την έκδοση της απόφασης του ΕΔΔΑ.
Δεδομένου ότι οι εθνικές αρχές άφησαν τους προσφεύγοντες σε κατάσταση αβεβαιότητας για πολλά χρόνια, αυτοί υπέστησαν δυσανάλογη και υπερβολική επιβάρυνση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 ΠΠΠ) και επιδίκασε στους προσφεύγοντες 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η γη των προγόνων των προσφευγόντων κρατικοποιήθηκε σε απροσδιόριστη ημερομηνία από το πρώην κομμουνιστικό καθεστώς. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, σε απροσδιόριστη ημερομηνία, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση στην Επιτροπή Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Περιουσίας (στο εξής: Επιτροπή), ζητώντας την επιστροφή του εν λόγω οικοπέδου.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1994, η Επιτροπή αναγνώρισε τον τίτλο ιδιοκτησίας τους σε οικόπεδο εμβαδού 43.100 τ.μ., εκ των οποίων τα 25.540 τ.μ. ήταν κατειλημμένα. Αποφάσισε ότι 13.310 τ.μ. που βρίσκονται εντός του ακατοίκητου οικοπέδου εμβαδού 17.560 τ.μ. έπρεπε να επιστραφούν στους προσφεύγοντες. Αυτοί έπρεπε να επιλέξουν την τοποθεσία αυτών των 13.310 τ.μ. Η απόφαση αυτή ουδέποτε προσβλήθηκε ενώπιον δικαστηρίου και εξακολουθεί να ισχύει. Μέχρι σήμερα, αυτό το οικόπεδο δεν έχει περιέλθει στην κατοχή τους, ούτε έχει καταχωρηθεί στο όνομά τους.
Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης να αποκαταστήσει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των προσφευγόντων επί οικίας μαζί με όμορο οικόπεδο εμβαδού 430 τ.μ. και άλλο οικόπεδο εμβαδού 400 τ.μ., εντός οικοπέδου συνολικού εμβαδού 43.100 τ.μ. Η κυριότητα των προσφευγόντων επί των οικοπέδων αυτών καταχωρήθηκε στο κτηματολόγιο.
Σε απροσδιόριστη ημερομηνία, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή κατά της Επιτροπής, ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με την απόφασή της που αφορούσε την αναγνώριση του τίτλου ιδιοκτησίας, καθώς και την επιστροφή και/ή την αποζημίωσή του. Μεταξύ άλλων, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι ένα οικόπεδο εμβαδού 290.700 τ.μ. θα έπρεπε να τους είχε επιστραφεί. Στις 17 Μαΐου 2005, το Περιφερειακό Δικαστήριο των Τιράνων απέρριψε την αίτηση, αποδεχόμενο τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι επρόκειτο για ζήτημα διοικητικής δικαιοδοσίας.
Το 2005 και το 2007 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αιτήσεις στον διάδοχο της Επιτροπής, τον Οργανισμό Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Περιουσίας («Οργανισμός»), ζητώντας την οριοθέτηση του οικοπέδου εμβαδού 13.310 τ.μ. και ζητώντας την επιστροφή της υπόλοιπης μη κατειλημμένης γης. Στις 26 Ιουνίου 2007, ο Οργανισμός έδωσε εντολή στους προσφεύγοντες να υποβάλουν νέα αίτηση στο τοπικό γραφείο του.
Η ένσταση των προσφευγόντων κατά του εγγράφου αυτού απορρίφθηκε από τον διευθυντή του Οργανισμού. Στις 24 Δεκεμβρίου 2009, το Περιφερειακό Δικαστήριο των Τιράνων αποφάνθηκε υπέρ των προσφευγόντων, δηλώνοντας ότι ο Οργανισμός είχε καθήκον να εκδώσει απόφαση.
Στις 25 Οκτωβρίου 2011, ο Οργανισμός απέρριψε το αίτημα των προσφευγόντων για εκτέλεση της απόφασης του περιφερειακού δικαστηρίου της 24 Δεκεμβρίου 2009, με την αιτιολογία ότι εναπόκειτο στους προσφεύγοντες να επιλέξουν την ακριβή τοποθεσία του οικοπέδου. Ο Οργανισμός υποστήριξε επίσης ότι δεν ήταν αρμόδιος να επανεξετάσει απόφαση της Επιτροπής και ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε να ασκήσουν αγωγή.
Το 2015, η αγωγή των προσφευγόντων απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο των Τιράνων, το οποίο δεν βρήκε πειστικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους στο οικόπεδο έκτασης 13.310 τ.μ. Το 2017 το Εφετείο των Τιράνων ακύρωσε την απόφαση αυτή και ανέπεμψε την υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η ανάλυση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων ήταν ελλιπής και ότι ο Οργανισμός δεν είχε αμφισβητήσει την ιδιοκτησία των προσφευγόντων επί του οικοπέδου έκτασης 13.310 τ.μ. Το 2023 η υπόθεση παρέμεινε εκκρεμής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά από αναίρεση που κατέθεσε ο Οργανισμός.
Στις 11 Ιουλίου 2018 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν νέα αίτηση στο Κτηματολόγιο για την εγγραφή της ιδιοκτησίας τους στο οικόπεδο εμβαδού 13.310 τ.μ. Απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι το σχέδιο ιδιοκτησίας δεν καθόριζε σαφώς τα όρια του οικοπέδου αυτού.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1996, η Επιτροπή αναγνώρισε δικαιώματα ιδιοκτησίας υπέρ ιδιώτη, της οικογένειας S., επί οικοπέδου. Σε απροσδιόριστη ημερομηνία, οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν την απόφαση της Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι το οικόπεδο της οικογένειας S. αλληλεπικαλύπτεται με το δικό τους.
Στις 19 Μαΐου 2004, το περιφερειακό δικαστήριο των Τιράνων ακύρωσε εν μέρει την απόφαση της Επιτροπής της 6 Σεπτεμβρίου 1996, καθόσον το οικόπεδο εμβαδού 5.500 τ.μ. αλληλεπικαλυπτόταν με την ιδιοκτησία των προσφευγόντων. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη στις 27 Δεκεμβρίου 2006, κατόπιν της απόρριψης της αίτησης αναίρεσης της αναιρεσίβλητης από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Στις 17 Οκτωβρίου 2011, το Περιφερειακό Δικαστήριο απέρριψε αγωγή που άσκησαν οι προσφεύγουσες κατά πλειόνων ιδιωτών σχετικά με άλλη αλληλοεπικάλυψη με το οικόπεδο εμβαδού 13.310 τ.μ., διαπιστώνοντας ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής το 1994, το επίμαχο οικόπεδο είχε καταληφθεί εν μέρει από κάποιον Z.B.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η Κυβέρνηση αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσφυγής για δύο λόγους.
Πρώτον, ισχυρίστηκαν ότι η καταγγελία των προσφευγόντων δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, διότι δεν είχαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη να αποκτήσουν την κατοχή του οικοπέδου εμβαδού 290.700 τ.μ., εφόσον δεν είχαν αναγνωριστεί δικαιώματα επί του οικοπέδου αυτού με αμετάκλητη απόφαση.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ένας προσφεύγων μπορεί να ισχυριστεί παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου μόνο στο βαθμό που οι προσβαλλόμενες αποφάσεις σχετίζονται με τα «υπάρχοντά» του κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης (βλ. μεταξύ άλλων, Manushaqe Puto κ.α. κατά Αλβανίας της 31.07.2012, αρ. προσφ. 604/07, 43628/07, 46684/07 και 34770/09, § 92, και Luli κ.α. κατά Αλβανίας της 01.04.2014, αριθ. προσφ. 64480/09 κλπ, § 104). Για το οικόπεδο εμβαδού 290.700 τ.μ. δεν έχει εκδοθεί ακόμη εκτελεστή απόφαση. Οι διαδικασίες σχετικά με την αναγνώριση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των προσφευγόντων στο εν λόγω οικόπεδο εξακολουθούν να εκκρεμούν ενώπιον των εθνικών αρχών.
Επομένως, η καταγγελία αυτή κρίθηκε ασυμβίβαστη ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 και απορρίφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 35 § 4 της Σύμβασης.
Όσον αφορά το οικόπεδο εμβαδού 13.310 τ.μ., το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το δικαίωμα επιστροφής των προσφευγόντων αναγνωρίστηκε με την απόφαση της Επιτροπής του 1994, η οποία είναι απρόσβλητη. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η αξίωση των προσφευγόντων επί του εν λόγω οικοπέδου είναι επαρκώς τεκμηριωμένη στο εσωτερικό δίκαιο ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως εκτελεστό «περιουσιακό στοιχείο» σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (βλ. Ramadhi κ.α. κατά Αλβανίας της 13.11.2007, αριθ. προσφ. 38222/02 § 71).
Επιπλέον, η Κυβέρνηση κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή με την αιτιολογία ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα, διότι θα έπρεπε να είχαν αντιμετωπίσει το ζήτημα με το κτηματολόγιο. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες έχουν κινήσει αρκετές διαδικασίες, μεταξύ άλλων ενώπιον του Κτηματολογίου, διαμαρτυρόμενοι για την αποτυχία των αρχών να εκτελέσουν την απόφαση της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, και με την επιφύλαξη του ζητήματος της αποτελεσματικότητας των ζητούμενων ένδικων μέσων, η ένσταση της Κυβέρνησης όσον αφορά την απαίτηση εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων απορρίφθηκε.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφυγή αυτή δεν είναι απαράδεκτη για κανέναν άλλο λόγο και, ως εκ τούτου, κρίθηκε παραδεκτή.
Το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει παρόμοιες παραβιάσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου σε άλλες υποθέσεις που αφορούν καθυστερήσεις στην εκτέλεση οριστικών διοικητικών αποφάσεων ιδιοκτησίας σε σχέση με το εναγόμενο κράτος (βλ. Ramadhi κ.α, ό.π., §§ 45-53 και 75-84, Hamzaraj κατά Αλβανίας (αρ. 1) της 03.02.2009, αρ. 45264/04, §§ 24-27 και 38-43 και Nuri κατά Αλβανίας της 03.02.2009, αρ. 12306/04, §§ 26-29 και 35-40). Ως εκ τούτου, εξέτασε αν η Κυβέρνηση υπέβαλε νέους και λυσιτελείς ισχυρισμούς στην υπό κρίση υπόθεση.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες, μη συνεργαζόμενοι με το κτηματολόγιο και μη τηρώντας τις σχετικές νομικές διαδικασίες, παρεμπόδισαν την εφαρμογή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους. Το Δικαστήριο δεν βρήκε πειστικό το επιχείρημα αυτό, λαμβανομένου υπόψη ότι η κύρια αιτία της μη εκτέλεσης ήταν η απουσία οριοθέτησης του περιουσιακού στοιχείου στην αρχική απόφαση της Επιτροπής.
Ο κίνδυνος οποιουδήποτε σφάλματος κρατικής αρχής πρέπει να βαρύνει το κράτος και τα σφάλματα δεν πρέπει να διορθώνονται σε βάρος του ενδιαφερόμενου (βλ. Lelas κατά Κροατίας της 20.05.2010, αρ. 55555/08, § 74). Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες κίνησαν διάφορες διαδικασίες κατά τρίτων ή δημόσιων αρχών για την προστασία και επιβολή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους. Παρά τις προσπάθειες αυτές, η απόφαση δεν έχει εκτελεστεί μέχρι την έκδοση της απόφασης του ΕΔΔΑ. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει αποτελεσματικά στους προσφεύγοντες το δικαίωμά τους στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών τους στοιχείων, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 1 του ΠΠΠ, απαιτούσε από τις εθνικές αρχές να λάβουν πρακτικά μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η δική τους απόφαση σχετικά με την επιστροφή της κυριότητας ήταν εκτελεστή. Δεν φαίνεται να έχουν ληφθεί τέτοια μέτρα, παρά τις προσπάθειες των προσφευγόντων.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές, μη συμμορφούμενες με τις αποφάσεις της Επιτροπής του 1994, χωρίς επιτακτικούς λόγους, άφησαν τους προσφεύγοντες σε κατάσταση αβεβαιότητας για 29 χρόνια, όσον αφορά την πραγμάτωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκε ότι οι προσφεύγοντες δεν έλαβαν μέτρα βάσει του νόμου αριθ. 133/2015 (νόμος περί ιδιοκτησίας) (συγκρίνετε Beshiri κ.α. κατά Αλβανίας της 17.03.2020 αρ. 29026/06 και 11 άλλες, §§ 216-18).
Έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες υπέστησαν δυσανάλογη και υπερβολική επιβάρυνση και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στους προσφεύγοντες από κοινού 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για έξοδα
echrcaselaw.com