ΑΠΟΦΑΣΗ
Ungur κατά Ρουμανίας της 12.03.2024 (αρ. προσφ. 2156/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Παράλειψη των εθνικών δικαστηρίων να προστατεύσουν τη φήμη του προσφεύγοντος από επιθέσεις στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης.
Ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν γνωστός επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος στην πόλη του, υπέβαλε μήνυση κατά του C.A., διευθυντή της Bistrițeanul.ro (ηλεκτρονικής ιστοσελίδας), κατηγορώντας τον για εκβιασμό. Λίγο αργότερα, η Bistrițeanul.ro δημοσίευσε κύριο άρθρο του C.A. Το άρθρο εξηγούσε το γεγονός ότι ο προσφεύγων, ο οποίος φιλοδοξούσε να θέσει υποψηφιότητα για τη θέση του δημάρχου της Bistrița, διέδιδε φήμες ότι η Bistrițeanul.ro ήταν το μόνο έντυπο που του παρείχε αρνητική κάλυψη από τον Τύπο, δεδομένου ότι δεν είχε προμηθευτεί διαφημιστικό χώρο από αυτό. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι η γλώσσα που χρησιμοποίησαν οι εναγόμενοι δεν υπερέβαινε τα όρια της υπερβολής και της πρόκλησης που επιτρέπονται από το άρθρο 10 της Σύμβασης και ότι ο προσφεύγων δεν είχε αποδείξει ότι το επίμαχο κύριο άρθρο του είχε προκαλέσει οποιαδήποτε ζημία.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου συμφώνησε με την εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων ότι το επίμαχο κύριο άρθρο αφορούσε ζήτημα δημόσιου συμφέροντος, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τη δηλωθείσα υποψηφιότητα του προσφεύγοντος στις επικείμενες τοπικές εκλογές.
Ωστόσο, έκρινε ότι το κύριο άρθρο της 27ης Ιανουαρίου 2012, διατυπώνοντας τόσο σοβαρές κατηγορίες που στερούνταν πραγματικής βάσης, δηλαδή ότι ο προσφεύγων είχε προσπαθήσει να δωροδοκήσει τις αρχές και ότι είχε ιδιοποιηθεί παράνομα αγαθά που προορίζονταν για τους πλημμυροπαθείς, υπερέβη τα αποδεκτά όρια κριτικής στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας επί ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στις 24 Ιανουαρίου 2012 ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν γνωστός επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος στην πόλη του, υπέβαλε μήνυση κατά του C.A., διευθυντή της Bistrițeanul.ro (ηλεκτρονικής ιστοσελίδας), κατηγορώντας τον για εκβιασμό. Ισχυρίστηκε ότι ένα ίδρυμα με επικεφαλής τον ίδιο είχε προμηθευτεί διαφημιστικό χώρο από τη δημοσίευση του C.A. στο παρελθόν. Μετά την παύση της αγοράς αυτής, ο C.A. είχε καταφύγει σε εκβιασμό για να τον εξαναγκάσει να συνεχίσει να αγοράζει διαφημίσεις ή να αντιμετωπίσει την προοπτική δημοσίευσης δυσμενών άρθρων στο δημοσίευμα. Κατά τον προσφεύγοντα, η εισαγγελική αρχή που εποπτεύει την έρευνα τον πληροφόρησε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του ισχυρισμού ήταν ανεπαρκή. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να συναντηθεί με τον C.A. και να κάνει μια ηχογράφηση της συνομιλίας τους για να συγκεντρώσει αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη της καταγγελίας του. Εντούτοις, κατά τον προσφεύγοντα, ο C.A. φέρεται να εξέλαβε την πρότασή του ως τέχνασμα και έστειλε στη συνάντηση δημοσιογράφο ο οποίος κατέγραψε την συναλλαγή μαζί του.
Στις 27 Ιανουαρίου 2012, η Bistrițeanul.ro δημοσίευσε κύριο άρθρο του C.A., υπό τον τίτλο “The Hungarian Bulan [Μια διφορούμενη αναφορά στο επώνυμο του προσφεύγοντος] θέλει να εξαγοράσει τη σιωπή μας”. Το κύριο άρθρο εξηγούσε το γεγονός ότι ο προσφεύγων, ο οποίος φιλοδοξούσε να θέσει υποψηφιότητα για τη θέση του δημάρχου της Bistrița, διέδιδε φήμες ότι το Bistrițeanul.ro ήταν το μόνο έντυπο που του παρείχε αρνητική κάλυψη από τον Τύπο, δεδομένου ότι δεν είχε προμηθευτεί διαφημιστικό χώρο από αυτό. Ο προσφεύγων είχε αποφασίσει να επιλύσει αυτό το ζήτημα προσεγγίζοντας έναν δημοσιογράφο από το έντυπο και προτείνοντας χρήματα έναντι σιωπής. Δεν ήξερε ότι η συνομιλία καταγραφόταν από τον δημοσιογράφο. Το κύριο άρθρο συνέχισε υπονοώντας ότι ο προσφεύγων ήταν ένα ηθικά στερημένο άτομο που εμπλέκεται σε επιλήψιμη συμπεριφορά που πίστευε ότι όλα και όλοι ήταν προς πώληση.
Σε απροσδιόριστη ημερομηνία, ο προσφεύγων έκανε καταγγελία για δυσφήμιση κατά του C.A. και της δημοσίευσης, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι προαναφερθείσες τρεις φράσεις τον δυσφήμισαν, καθώς περιείχαν ψευδείς ισχυρισμούς ότι είχε διαπράξει δύο ποινικά αδικήματα, δωροδοκία και κλοπή. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ενεργήσει κακόπιστα και είχαν ξεκινήσει εκστρατεία δυσφήμισης εναντίον του. Ο προσφεύγων ανέφερε ως παράδειγμα της κακής πίστης τους το γεγονός ότι η δημοσίευση είχε διαγράψει όλα τα θετικά σχόλια για αυτόν από το άρθρο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της και είχε μπλοκάρει τις διευθύνσεις IP των χρηστών που είχαν δημοσιεύσει τέτοια σχόλια, διατηρώντας μόνο ουδέτερα ή αρνητικά σχόλια, συμπεριλαμβανομένων σχολίων που ζητούσαν τη δολοφονία του.
Με απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2014, το περιφερειακό δικαστήριο της Bistrița δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι το άρθρο ήταν δυσφημιστικό γι’ αυτόν.
Την 1η Απριλίου 2015, το εφετείο εξαφάνισε την ανωτέρω απόφαση και απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος.
Όσον αφορά την πρώτη επίδικη φράση, το δικαστήριο έκρινε ότι είχε γραφτεί σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: την προηγούμενη ημέρα, ο προσφεύγων είχε προσπαθήσει να πληρώσει την εφημερίδα για να αποφύγει την αρνητική κάλυψη από τον Τύπο και ο Τύπος είχε προηγουμένως αναφερθεί στο κτίριό του χωρίς κατάλληλες άδειες. Το δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε παραδεχτεί ότι είχε υποστεί κυρώσεις για οικοδόμηση χωρίς άδεια σε μία περίπτωση.
Όσον αφορά τη δεύτερη επίδικη φράση, το δικαστήριο βασίστηκε στη δήλωση των εναγομένων, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ο προσφεύγων είχε δηλώσει στον Τύπο το 2010 ότι ο δήμαρχος και ο επικεφαλής αρχιτέκτονας του είχαν αφαιρέσει ένα οικόπεδο 700 τετραγωνικών μέτρων αξίας 175.000 ευρώ πριν του χορηγήσουν έγγραφο. Ο προσφεύγων είχε προβεί σε αυτή τη δήλωση στο πλαίσιο της ανακοίνωσης ότι είχε υποβάλει μήνυση κατά του Δημάρχου και του επικεφαλής αρχιτέκτονα, ισχυριζόμενος εκβιασμό. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε παραδεχτεί ότι είχε παραιτηθεί από το οικόπεδο, αν και απρόθυμα, με αντάλλαγμα ένα έγγραφο. Όσον αφορά τον όρο «δωροδοκίες» που χρησιμοποίησε ο συντάκτης του άρθρου, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για «καλλιτεχνική» υπερβολή του κατηγορούμενου δημοσιογράφου και όχι για δυσφημιστική δήλωση. Το δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια υπερβολική έκφραση ήταν αποδεκτή στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής ελευθερίας.
Τέλος, όσον αφορά την τρίτη επίδικη φράση, το δικαστήριο στηρίχθηκε σε καταθέσεις μάρτυρα ο οποίος ήταν υπάλληλος του εναγόμενου εκδοτικού οίκου και υφιστάμενος του C.A. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της πλημμύρας του 2008, τα εμπορεύματα που συλλέχθηκαν για την κάλυψη των αναγκών των θυμάτων είχαν αποθηκευτεί σε διαμέρισμα που ανήκε στον προσφεύγοντα. Υπήρχαν φήμες εκείνη την εποχή ότι ορισμένα από αυτά τα αγαθά δεν έφτασαν ποτέ στους πλημμυροπαθείς.
Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ως δημόσιο πρόσωπο που σκόπευε να θέσει υποψηφιότητα για τη θέση του δημάρχου, ο προσφεύγων δεχόταν ευρύτερο φάσμα αποδεκτών επικρίσεων. Από την άλλη, το δικαστήριο σημείωσε ότι οι κατηγορούμενοι ήταν μέλη του Τύπου και ότι έκαναν ρεπορτάζ για ένα θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος. Επιπλέον, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι όλες οι επίμαχες φράσεις περιείχαν πραγματικές δηλώσεις και ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ενεργήσει καλή τη πίστει και είχαν εύλογη πραγματική βάση για τις δηλώσεις τους. Το δικαστήριο έκρινε ότι η γλώσσα που χρησιμοποίησαν οι εναγόμενοι δεν υπερέβαινε τα όρια της υπερβολής και της πρόκλησης που επιτρέπονται από το άρθρο 10 της Σύμβασης και ότι ο προσφεύγων δεν είχε αποδείξει ότι το επίμαχο κύριο άρθρο του είχε προκαλέσει οποιαδήποτε ζημία.
Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της ανωτέρω απόφασης και υποστήριξε ότι το περιφερειακό δικαστήριο αντιμετώπισε τις επίμαχες δηλώσεις ως αξιολογικές κρίσεις και όχι ως δηλώσεις πραγματικών περιστατικών. Υποστήριξε ότι ο σκοπός που επιδίωκε ο C.A. δεν ήταν η μετάδοση πληροφοριών δημοσίου συμφέροντος, αλλά η αποδυνάμωσή του και ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν αποδείξει την αλήθεια των κατηγοριών που περιλαμβάνονταν στις επίμαχες φράσεις.
Στις 26 Ιουνίου 2015, το εφετείο του Cluj απέρριψε την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος και επικύρωσε την απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Οι γενικές αρχές σχετικά με την προστασία που παρέχει το άρθρο 8 στο δικαίωμα στη φήμη ως μέρος του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής συνοψίζονται στην απόφαση Von Hannover κατά Γερμανίας (αριθ. 2) [GC], αριθ. προσφ. 40660/08 και 60641/08, §§ 95-99, ΕΔΔΑ 2012, Axel Springer AG κατά Γερμανίας της 07.02.2012 [GC], αρ. 39954/08, §§ 82-84, και Pfeifer κατά Αυστρίας της 15.11.2007, αρ. προσφ. 12556/03, § 35). Σε υποθέσεις που αφορούσαν ισχυρισμούς εγκληματικής συμπεριφοράς, το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης, τα άτομα έχουν το δικαίωμα να τεκμαίρονται αθώα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους (βλέπε, μεταξύ άλλων, Worm κατά Αυστρίας της 29.08.1997, § 50, Recueil des arrêts et décisions 1997-V· και Du Roy και Malaurie κατά Γαλλίας, αριθ. 34000/96, § 34, ΕΔΔΑ 2000-Χ).
Πρέπει να γίνει προσεκτική διάκριση μεταξύ, αφενός, των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, των αξιολογικών κρίσεων. Ενώ η ύπαρξη πραγματικών περιστατικών μπορεί να αποδειχθεί, η αλήθεια των αξιολογικών κρίσεων δεν επιδέχεται απόδειξη (βλ. Lingens κατά Αυστρίας της 08.07.1986, § 46, σειρά A αριθ. 103· Erla Hlynsdόttir κατά Ισλανδίας (αρ. 2) της 21.10.2014, αρ. προσφ. 54125/10, § 66).
Μολονότι αναγνωρίζει τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει ο Τύπος κατά την επιλογή των μεθόδων δημοσιογραφικής ανταπόκρισης, κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας μιας παρέμβασης, το Δικαστήριο εξέτασε τον αντικειμενικό και ισορροπημένο χαρακτήρα της επίμαχης ειδησεογραφίας, συμπεριλαμβανομένου του αν δόθηκε στον στόχο της κριτικής η δυνατότητα να σχολιάσει ή να απαντήσει (βλ. Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας [GC], αρ. προσφ. 21980/93, ΕΔΔΑ 1999-III· Bergens Tidende κ.λπ. κατά Νορβηγίας, αρ. 26132/95, ΕΔΔΑ 2000-IV· Selistö κατά Φινλανδίας της 16.11.2004, αρ. 56767/00).
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εναγόμενοι στην εγχώρια διαδικασία δήλωσαν ρητά στην πρώτη και τη δεύτερη επίδικη φράση ότι ο προσφεύγων είχε προσπαθήσει να δωροδοκήσει τις αρχές για να εξασφαλίσει οικοδομικές άδειες. Στην τρίτη επίδικη φράση, ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για παράνομη ιδιοποίηση αγαθών που ανήκαν σε άλλους. Η συμπεριφορά αυτή που καταλογίζεται στον προσφεύγοντα αντιστοιχεί στα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 290 και 228 του ποινικού κώδικα. Ως εκ τούτου, οι κατηγορίες εναντίον του ήταν αρκετά σοβαρές ώστε να έχουν επηρεάσει αρνητικά τη φήμη του και να τον έχουν εκθέσει σε δημόσια περιφρόνηση.
Το Δικαστήριο συμφώνησε με την εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων ότι το επίμαχο κύριο άρθρο αφορούσε ζήτημα δημόσιου συμφέροντος, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τη δηλωθείσα υποψηφιότητα του προσφεύγοντος στις επικείμενες τοπικές εκλογές. Συμφώνησε επίσης με τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με την ειδική προστασία που απολαμβάνουν οι κατηγορούμενοι που εκπροσωπούσαν τα μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, η ελευθερία της έκφρασης συνεπάγεται «καθήκοντα και ευθύνες» που ισχύουν και για τα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και σε σχέση με θέματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος (Erla Hlynsdόttir, ό.π., § 62). Αυτά τα «καθήκοντα και ευθύνες» είναι σημαντικά όταν τίθεται ζήτημα προσβολής της φήμης ενός κατονομαζόμενου ατόμου και παραβίασης των «δικαιωμάτων των άλλων». Επομένως, απαιτούνται ειδικοί λόγοι προτού τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απαλλαγούν από τη συνήθη υποχρέωσή τους να επαληθεύουν πραγματικές δηλώσεις που είναι δυσφημιστικές για ιδιώτες. Η ύπαρξη τέτοιων λόγων εξαρτάται ιδίως από τη φύση και την έκταση της επίμαχης δυσφήμισης και από τον βαθμό στον οποίο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν εύλογα να θεωρήσουν τις πηγές τους αξιόπιστες σε σχέση με τους ισχυρισμούς (βλ., μεταξύ άλλων αρχών, Björk Eiðsdóttir κατά Ισλανδίας της 10.07.2012, αρ. 46443/09, § 70· McVicar κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 46311/99, § 84, ΕΔΔΑ 2002-III· Bladet Tromso και Stensaas, ό.π., § 66· και Pedersen και Baadsgaard κατά Denmark [GC], αριθ. 49017/99, § 78, ΕΔΔΑ 2004-XI.
Τα εθνικά δικαστήρια ταξινόμησαν τις επίμαχες δηλώσεις ως δηλώσεις πραγματικών περιστατικών και διαπίστωσαν ότι βασίζονταν σε αληθινά γεγονότα. Το Δικαστήριο συμφώνησε με τον χαρακτηρισμό των εθνικών δικαστηρίων και υπενθυμίζει την προηγούμενη νομολογία του σύμφωνα με την οποία, κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων του, το καθήκον του Δικαστηρίου δεν είναι να υποκαθιστά τα εθνικά δικαστήρια, αλλά μάλλον να εξετάζει, υπό το πρίσμα της υπόθεσης στο σύνολό της, εάν οι αποφάσεις που έχουν λάβει σύμφωνα με την εξουσία εκτίμησής τους είναι συμβατές με τις διατάξεις της Σύμβασης στις οποίες βασίζεται. Όταν η στάθμιση έχει αναληφθεί από τις εθνικές αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο θα απαιτούσε ισχυρούς λόγους για να αντικαταστήσει την άποψή του με εκείνη των εθνικών δικαστηρίων (βλ. Perinçek, ό.π., § 198· και Von Hannover (αριθ. 2), ό.π., § 107).
Το Δικαστήριο σημείωσε, πρώτον, ότι το περιφερειακό δικαστήριο θεώρησε ως απόδειξη της απόπειρας δωροδοκίας του προσφεύγοντος το επιχείρημα των εναγομένων ότι είχε προηγουμένως τιμωρηθεί για την κατασκευή χωρίς άδεια, σε συνδυασμό με τις εικασίες των εναγομένων ότι, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε προσπαθήσει να προσφέρει χρήματα στην εναγομένη για θετική κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης, Μπορεί να έπραξε το ίδιο με τις αρχές για την εξασφάλιση οικοδομικών αδειών. Το Περιφερειακό Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ως απόδειξη της ίδιας συμπεριφοράς τον ισχυρισμό των εναγομένων περί εκβιασμού στον οποίο ενεπλάκη ο προσφεύγων και έκρινε ότι ο όρος «δωροδοκίες», που χρησιμοποίησε ο εναγόμενος δημοσιογράφος, ήταν καλλιτεχνική υπερβολή αποδεκτή στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής ελευθερίας. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει ότι κανένα από τα παραπάνω επιχειρήματα και εικασίες δεν αποδεικνύει με ουσιαστικό τρόπο τον ισχυρισμό ότι ο προσφεύγων προσπάθησε να δωροδοκήσει τις αρχές. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ δεν βρήκε πειστικό το σκεπτικό του Περιφερειακού Δικαστηρίου ότι ο όρος «δωροδοκίες» που χρησιμοποιήθηκε στην επίμαχη δήλωση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια αποδεκτή καλλιτεχνική υπερβολή. Σημείωσε ότι καμία ποινική καταδίκη ή έστω ποινική κατηγορία δεν ήρθε να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς των αντιδίκων και, ελλείψει σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτοί δεν τεκμηρίωσαν την αλήθεια των ισχυρισμών τους ότι ο προσφεύγων είχε προσπαθήσει να δωροδοκήσει τις αρχές προκειμένου να εξασφαλίσει οικοδομικές άδειες.
Δεύτερον, όσον αφορά την κατηγορία ότι ο προσφεύγων απέκτησε παρανόμως στην κατοχή του εμπορεύματα που προορίζονταν για πλημμυροπαθείς, το εγχώριο δικαστήριο έκρινε ότι η απόδειξη των εναγομένων βασιζόταν σε μαρτυρία που εξιστορούσε φήμες ότι δεν είχαν φθάσει στους παραλήπτες όλα τα εμπορεύματα που συλλέχθηκαν για τους πλημμυροπαθείς και αποθηκεύτηκαν σε διαμέρισμα που ανήκε στον προσφεύγοντα. Το Δικαστήριο παρατήρησε πρώτον ότι ο εν λόγω μάρτυρας απασχολούνταν από τους κατηγορούμενους. Επιπλέον, περιορίστηκε να αναφερθεί σε φήμες τις οποίες τα εθνικά δικαστήρια απέτυχαν να επαληθεύσουν και δεν παρουσιάστηκαν άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τέτοιες φήμες. Ο δημοσιογράφος αναπαρήγαγε έτσι το περιεχόμενο μιας μη επαληθευμένης φήμης και το παρουσίασε ως αντικειμενική αλήθεια. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν πείστηκαν ότι οι κατηγορούμενοι απέδειξαν την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού.
Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι εναγόμενοι ούτε παρείχαν στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του ούτε του παρείχαν δικαίωμα απάντησης. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να παραβλέψει το ιστορικό διαφωνίας που υπήρχε μεταξύ του προσφεύγοντος και του C.A., ειδικά αφού ο προσφεύγων είχε υποβάλει μήνυση εναντίον του. Η χρονική στιγμή και το ύφος του επίμαχου άρθρου είναι παράγοντες που δεν μπορούν να αγνοηθούν για να καθοριστεί εάν υπήρχε σχέση μεταξύ της μήνυσης που υπέβαλε ο προσφεύγων κατά του C.A. αρκετές ημέρες νωρίτερα και της δημοσίευσης του κύριου άρθρου. Δυστυχώς, τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη ένα τόσο κρίσιμο στοιχείο κατά την εξέταση της υπόθεσης.
Συμπερασματικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κύριο άρθρο της 27ης Ιανουαρίου 2012, διατυπώνοντας τόσο σοβαρές κατηγορίες που στερούνταν πραγματικής βάσης, δηλαδή ότι ο προσφεύγων είχε προσπαθήσει να δωροδοκήσει τις αρχές και ότι είχε ιδιοποιηθεί παράνομα αγαθά που προορίζονταν για τους πλημμυροπαθείς, υπερέβη τα αποδεκτά όρια κριτικής στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας επί ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος. Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι οι λόγοι που επικαλέστηκαν τα εθνικά δικαστήρια για την προστασία του δικαιώματος των εναγομένων στην ελευθερία της έκφρασης ήταν ανεπαρκείς για να αντισταθμίσουν το δικαίωμα του προσφεύγοντος στο σεβασμό της φήμης του. Συνεπώς, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης (επιμέλεια: echrcaselaw.com).