ΣτΕ Α΄ 363/2024 (επταμελούς)
Πρόεδρος: Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Μ.-Αλ.Τσακάλη, Σύμβουλος της Επικρατείας
Απονομή σύνταξης γήρατος από το ΕΤΑΑ (καθολικό διάδοχο του ΤΣΑΥ) σε ασφαλισμένη με οφειλή από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές. Σε περίπτωση οφειλής η οποία υπερβαίνει το όριο που ορίζεται στο άρ. 6 του π.δ. 258/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 43 ν.3996/2011 (μέχρι το οποίο δύναται κατ’ εξαίρεση να γίνει παρακράτηση ή συμψηφισμός με το ποσό των συντάξεων), το Ταμείο υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον ασφαλισμένο το ύψος τoυ οφειλόμενου ποσού εντός των αποκλειστικών προθεσμιών του αρ. 6 παρ.1 εδ. γ του π.δ. 258/1983. Άλλως, η (οριστική) σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του Ταμείου και ειδικότερα το άρ. 89 του π.δ. της 16/23.3.1934 ( ήτοι την πρώτη του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης), και όχι από την ημερομηνία εξόφλησης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι έχει χωρήσει προηγουμένως εξόφληση εφάπαξ του ως άνω ποσού της οφειλής.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί ΤΣΑΥ (ιδίως του άρ. 26 παρ.2 του ν.δ. 3348/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 982/1979), για την απονομή σύνταξης απαιτείται η προηγούμενη εξόφληση των πάσης φύσεως οφειλών του ασφαλισμένου προς το Ταμείο. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό, ο οποίος στοιχεί προς τη συνταγματικώς επιβαλλόμενη αρχή της μη καταβολής ασφαλιστικής παροχής χωρίς την αντίστοιχη καταβολή της νόμιμης ασφαλιστικής εισφοράς, προβλέπεται μόνον εφόσον το σύνολο της κύριας οφειλής δεν υπερβαίνει ορισμένο ποσό, το οποίο, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, αντιστοιχεί στο σύνολο δώδεκα μηνιαίων εισφορών, και, επομένως, στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή η καταβολή της σύνταξης πριν από την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού, το οποίο συμψηφίζεται με το ποσό των πρώτων συντάξεων. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρ. 6 του π.δ. 258/1983 ρυθμίστηκε η ακολουθητέα διαδικασία, όταν οι κείμενες διατάξεις του εκάστοτε απονέμοντος σύνταξη ασφαλιστικού οργανισμού ορίζουν, όπως εν προκειμένω, ότι για την απονομή της σύνταξης απαιτείται προηγούμενη εξόφληση των οφειλών του ασφαλισμένου. Με τις ίδιες ως άνω διατάξεις καθορίστηκε το ποσό της οφειλής το οποίο δύναται κατ’ εξαίρεση να παρακρατηθεί ή συμψηφιστεί με το ποσό της σύνταξης (προσωρινής ή οριστικής), ενώ με τις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 61 του ν.3863/2010, όπως οι παρ. 2 και 3 αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρ. 43 του ν. 3996/2011 και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, επαναπροσδιορίστηκε το ανωτέρω ποσό κύριας οφειλής, προσαυξημένο με τα πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις, σε 30 μηνιαίες συντάξεις γήρατος κατώτατου ορίου και έως 15.000 ευρώ, τούτο δε προς τη διευκόλυνση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των ασφαλισμένων, οι οποίοι λόγω της οικονομικής κρίσης αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στην τήρηση των ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων (βλ. Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρύθμισης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επί των διατάξεων του άρ. 43 του ν. 3996/2011). Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρ. 6 του π.δ. 258/1983 σχετικά με τη διαδικασία εξόφλησης της οφειλής, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ (βλ. και εγκύκλιο Φ.10035/οικ.18730/714/11.8.2011), και εκείνες του άρ. 43 του ν. 3996/2011, συνδυαστικά ερμηνευόμενες, συνάγεται ότι, όταν το ποσό της οφειλής υπερβαίνει το ως άνω όριο, τα αρμόδια όργανα του Ταμείου είναι υποχρεωμένα να γνωστοποιήσουν εγγράφως, και με απόδειξη παραλαβής, στον ασφαλισμένο που ζητεί τη χορήγηση σύνταξης ποίο είναι το ύψος της οφειλής του το οποίο υπερβαίνει το εν λόγω όριο. Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να γίνει μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση ή σε ένα μήνα από την έκδοση απόφασης για προσωρινή σύνταξη. Από την ως άνω έγκαιρη γνωστοποίηση αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου 6 η προθεσμία για την εξόφληση εφάπαξ του ανωτέρω οφειλόμενου ποσού, μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας καθίσταται ληξιπρόθεσμο το σύνολο της οφειλής, διακόπτεται η τυχόν χορηγηθείσα προσωρινή σύνταξη και αναζητείται ως αχρεώστητο το καταβληθέν ποσό των προσωρινών συντάξεων, ενώ οριστική σύνταξη απονέμεται και αρχίζει να καταβάλλεται από την ημερομηνία εξόφλησης του συνόλου της οφειλής. Άλλως, αν δηλαδή η κατά τα ανωτέρω γνωστοποίηση προς τον ασφαλισμένο γίνει μετά την πάροδο των εν λόγω αποκλειστικών προθεσμιών, δεν επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες και ως προς την έναρξη καταβολής της σύνταξης εφαρμόζονται οι πάγιες διατάξεις κάθε ασφαλιστικού οργανισμού, τούτο όμως υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εξόφλησης (εφάπαξ) του οφειλόμενου ποσού που υπερβαίνει το ως άνω νόμιμο όριο, η οποία τάσσεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Ειδικότερα, όταν απονέμων τη σύνταξη οργανισμός είναι το ΕΤΑΑ (σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του ΤΣΑΥ του οποίου ο κλάδος κύριας σύνταξης εντάχθηκε σ’ αυτό ως Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών, κατ’ άρ. 25, 38 παρ. 1 του ν. 3655/2008), η καταβολή της σύνταξης λόγω γήρατος αρχίζει από την ημερομηνία που ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις του άρ. 89 του π.δ. της 16/23.3.1934, ήτοι από την πρώτη του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, εφόσον όμως έχει χωρήσει προηγουμένως εξόφληση του οφειλόμενου ποσού. Ενόψει τούτων, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία επικυρώθηκε κατ’ ουσίαν η πρωτόδικη απόφαση και κρίθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται να λάβει (οριστική) σύνταξη γήρατος από την πρώτη του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης βάσει των καταστατικών διατάξεων του Ταμείου, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη εξόφληση του οφειλόμενου ποσού που υπερβαίνει το ως άνω νόμιμο όριο, επειδή το Ταμείο δεν γνωστοποίησε σ’ αυτήν την οφειλή της εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρ. 6 παρ.1 εδ. γ΄ του π.δ. 258/1983, δεν αιτιολογείται νομίμως και για τον λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να αναιρεθεί.