ΣτΕ Δ´ 316/2024
Πρόεδρος: Ευ. Αντωνόπουλος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Η. Μάζος, Σύμβουλος της Επικρατείας
Δεν αντίκειται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ η υποχρέωση παραμονής στην χώρα για την χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους.
Eνόψει του επιδιωκόμενου με το άρθρο 19 του ν. 4251/2014 (άρθρο 8 παρ. 23 ν. 4332/2015) σκοπού, που συνίσταται στην τακτοποίηση των στερουμένων νομίμου τίτλου διαμονής αλλοδαπών, οι οποίοι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της χωρίς νόμιμο τίτλο παραμονής τους στην Ελλάδα διατηρούσαν και εξακολουθούν να διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την χώρα, και όχι στην ενθάρρυνση των αλλοδαπών, που έχουν διακόψει τους δεσμούς τους με την Ελλάδα, να επανέλθουν στην χώρα για να επιτύχουν την νομιμοποίηση της παραμονής τους βάσει της ως άνω διάταξης του άρθρου 19, χωρίς να πληρούν τις τασσόμενες από τον νόμο προϋποθέσεις για την χορήγηση άλλης κατηγορίας άδειας διαμονής, προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ανωτέρω εξαιρετικό καθεστώς του άρθρου 19 του ν. 4251/2014, ειδικώς στην περίπτωση που ο αλλοδαπός κατείχε άδεια διαμονής στην Ελλάδα για πέντε τουλάχιστον έτη κατά την τελευταία δεκαετία πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης, είναι η συνέχιση της παραμονής του στην χώρα μετά την λήξη της ισχύος του τίτλου διαμονής, από την οποία προκύπτει η πρόθεση του αλλοδαπού να διατηρήσει τους δεσμούς του με την Ελλάδα. Συνεπώς, νομίμως απορρίπτεται αίτημα αλλοδαπού για την χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους κατά το άρθρο 19 του ν. 4251/2014 λόγω απουσίας του από την χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την λήξη της ισχύος του τελευταίου τίτλου διαμονής του, από την οποία απουσία συνάγεται ασφαλώς η πρόθεση απεγκατάστασής του από την Ελλάδα και μετεγκατάστασής του στην χώρα καταγωγής του ή σε άλλη τρίτη χώρα. Αντιθέτως, η απουσία του αλλοδαπού για μικρά χρονικά διαστήματα δεν κωλύει άνευ ετέρου την χορήγηση άδειας διαμονής του άρθρου 19 του ν. 4251/2014.
Διάταξη νόμου, η οποία εξαρτά την χορήγηση τίτλου παραμονής σε αλλοδαπό από την προηγούμενη διαμονή του στην Ελλάδα για ορισμένο χρονικό διάστημα, κείται εντός του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη κατά την χάραξη της μεταναστευτικής τους πολιτικής και δεν αντίκειται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας, εφόσον παραφυλάσσεται η εξουσία των αρμοδίων εθνικών αρχών να προβαίνουν στις αναγκαίες εξατομικευμένες σταθμίσεις μεταξύ, αφενός, του μέτρου της άρνησης χορήγησης άδειας διαμονής που συνιστά παρέμβαση στην ιδιωτική ή την οικογενειακή ζωή του αλλοδαπού και, αφετέρου, των λόγων που δικαιολογούν την παρέμβαση αυτή κατά την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 8 (για την επιβαλλομένη από το άρθρο 8 στάθμιση ακόμη και σε περιπτώσεις που ο εθνικός νόμος δεν καταλείπει διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές, βλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -ΕΔΔΑ-, απόφαση της 8.12.2020, M.M. κατά Ελβετίας, αριθμός προσφυγής 59006/18, σκέψη 54). Στους λόγους αυτούς συγκαταλέγεται και η συμμόρφωση των κρατικών οργάνων προς τις επιταγές και τις προβλέψεις της μεταναστευτικής νομοθεσίας ως άσκηση της κυριαρχικής εξουσίας της Πολιτείας (ΣτΕ 5422/2012· για την «θετική υποχρέωση» της χορήγησης άδειας διαμονής σε αλλοδαπό και την άρνηση χορήγησης ως παρέμβαση στην ιδιωτική του ζωή υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 28.7.2020, Pormes κατά Ολλανδίας, αριθμός προσφυγής 25402/14, σκέψεις 51 επομ.). Περαιτέρω, κατά τα παγίως κριθέντα, σε αντίθεση με τους «εγκατεστημένους μετανάστες», προκειμένου περί αλλοδαπών, οι οποίοι έχουν εισέλθει ή διαμένουν παράνομα στο έδαφος ενός κράτους, καταρχήν μόνο σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί η άρνηση χορήγησης άδειας διαμονής να αντίκειται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (βλ. την ανωτέρω απόφαση Pormes του ΕΔΔΑ, σκέψη 57, ΕΔΔΑ, Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, απόφαση της 3.10.2014, Jeunesse κατά Ολλανδίας, αριθμός προσφυγής 12738/10, σκέψεις 100 – 109, ΣτΕ 715/2012 με παραπομπές στην παλαιότερη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ).