Ο πλήρης οδηγός για τις παγίδες των φορολογικών δηλώσεων – Οι συνήθεις περιπτώσεις και οι λύσεις
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΡΑΛΟΓΛΟΥ
Στην «τσιμπίδα» της εφορίας κινδυνεύουν να πιαστούν εξαρτώμενα μέλη μια οικογενείας ακόμα και με… 1 ευρώ εισόδημα. Ο λόγος…. τα περίφημα τεκμήρια! Οι παγίδες της φορολογικής νομοθεσίας και ειδικά των τεκμηρίων είναι πολλές και μπορεί εύκολα να εγκλωβίσουν τους ανυποψίαστους φορολογούμενους.
Οδεύοντας προς την έναρξη της φετινής διαδικασίας των φορολογικών δηλώσεων, τα ερωτήματα «καίνε» πολλά νοικοκυριά και ειδικά τους νόσους έχουν προστατευόμενα τέκνα, που μόλις συμπλήρωσαν τα 18 τους το 2023.
Καταρχήν, όσοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και έχουν πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα υποχρεούνται να υποβάλουν φέτος φορολογική δήλωση. Ακόμη και τα ενήλικα εξαρτώμενα τέκνα οφείλουν να υποβάλουν δήλωση, εφόσον απέκτησαν έστω και 1 ευρώ εισόδημα ή εφόσον βαρύνονται με τεκμήριο διαβίωσης για κατοικία ή ΙΧ.
Αυτό όμως σημαίνει ότι ισχύσει και το αντίθετο: Το ότι δεν είναι υποχρεωτική υποβολή φορολογικής δήλωσης από εξαρτώμενο ενήλικο τέκνο που δεν αποκτά ούτε πραγματικό ούτε τεκμαρτό εισόδημα.
Εάν παρόλα αυτά υποβάλει φορολογική δήλωση με μηδενικό πραγματικό είτε τεκμαρτό εισόδημα, δεν υπολογίζεται η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη των 3.000 ευρώ, αφού αυτή υπολογίζεται μόνο εφόσον δηλώνεται πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα. Συμβαίνει αυτό στην περίπτωση κατοχής ενός αυτοκινήτου από εξαρτώμενα μέλη; Οχι κατά ανάγκη καθώς το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, δηλαδή μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο τρόπος είναι απλός.
Εφόσον αποδεικνύεται ότι συγκατοικεί με συγγενείς πρώτου βαθμού που συμβάλλουν στις δαπάνες διαβίωσής του ή εφόσον υπηρετεί τις στρατιωτική θητεία του ή εφόσον είναι άνεργο και δικαιούται βοήθημα ανεργίας. Μια άλλη περίπτωση αφορά το εξαρτώμενο ενήλικο τέκνο που δεν ζει με τους γονείς του, αλλά σπουδάζει σε διαφορετικό τόπο από αυτόν που βρίσκεται η κύρια κατοικία της οικογένειάς του.
Εάν εργάζεται και έχει δικό του εισόδημα, οπότε υποβάλει κανονικά τη δική του φορολογική δήλωση. Αν, όμως, δεν έχει πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα που το καθιστά υπόχρεο σε υποβολή δήλωσης, τότε η κατοικία στην οποία διαμένει εκεί που σπουδάζει, δηλώνεται ως δευτερεύουσα από τον γονέα, που είναι υπόχρεος να περιλάβει τα εισοδήματα του εξαρτώμενου μέλους του στη δική του δήλωση. Προσοχή όμως: αυτό ακριβώς θα πρέπει να γίνει ακόμη και στην περίπτωση που το μισθωτήριο της κατοικίας συντάσσεται στο όνομα του παιδιού.
Σε κάθε περίπτωση οι φορολογούμενοι πρέπει να έχουν κατά νου το γενικό κανόνα: Όσοι έκλεισαν τα 18 έτη ηλικίας πέρυσι και έχουν να δηλώσουν οποιουδήποτε ύψους πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα, θα «χωρίσουν» φορολογικά από τους γονείς τους.
Συγκεκριμένα, υπόχρεοι φορολογικής δήλωσης είναι οι «18άρηδες» που:
• Δεν συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι με τους γονείς τους, αλλά διαμένουν σε κτίσμα στο οποίο κατέχει έστω κι ένα μικρό ποσοστό πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή σε κτίσμα το οποίο τους παραχωρήθηκε δωρεάν από τους γονείς τους ή από κάποιον φίλο τους
• Έχουν στο όνομά τους οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη ως τεκμήριο διαβίωσης (ΙΧ αυτοκίνητο, σκάφος κ.λπ.)
• Απέκτησαν οποιασδήποτε άλλης μορφής εισόδημα (π.χ. από μισθούς, επιδόματα, ενοίκια, περιστασιακή απασχόληση, αγροτικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες, υπεραξίες από μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ.)
• Ίδρυσαν οποιαδήποτε επιχείρηση στο όνομά του
• Προχώρησαν σε έναρξη ελεύθερου επαγγέλματος
• Είναι έγγαμοι τη στιγμή της υποβολής της φορολογικής δήλωσης
Από τη συγκεκριμένη υποχρέωση εξαιρούνται οι νέοι, οι οποίοι ναι μεν συμπλήρωσαν τα 18 έτη, όμως το προηγούμενο έτος δεν είχαν καθόλου εισοδήματα, ούτε περιουσιακά στοιχεία που να αποτελούν τεκμήρια (κατοικία, αυτοκίνητο κτλ), υπό την προϋπόθεση ότι φιλοξενήθηκαν σε σπίτια γονέων, άλλων συγγενών ή φίλων, ή είναι φοιτητές και λόγω σπουδών διαμένουν με ενοίκιο σε άλλη πόλη από αυτήν, στην οποία ζουν οι γονείς τους.
Τα ανήλικα ή ενήλικα τέκνα θεωρούνται «εξαρτώμενα» εφόσον συνοικούν με τον φορολογούμενο και το ετήσιο πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημά τους δεν υπερέβη εντός τις 3.000 ευρώ, ή τις 6.000 ευρώ αν παρουσιάζουν αναπηρία 67% και άνω.