Νέα δεδομένα για τα πρόστιμα και τις προθεσμίες. Κλείνει και το παράθυρο των «αιώνιων» ελέγχων, με ρητή ρύθμιση από το υπουργείο Οικονομικών. Νομοσχέδιο προωθεί ο Χ. Θεοχάρης στη Βουλή.
Η προθεσμία της παραγραφής έχει παρέλθει. Η κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης στον φορολογούμενο έπεται, αλλά η ημερομηνία έκδοσής της είναι προγενέστερη της ημερομηνίας παραγραφής. Δεν είναι η καθημερινότητα, καθώς έχουν δοθεί σχετικές οδηγίες, αλλά συμβαίνει, κόντρα στις αποφάσεις του ΣτΕ .
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣτΕ, η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλλει φόρους και πρόστιμα δεν διακόπτεται με την έκδοση των σχετικών καταλογιστικών πράξεων, αλλά από την κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης.
Για να μην υπάρχει η παραμικρή γκρίζα ζώνη, στο νομοσχέδιο για τις αλλαγές στον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών το οποίο επιμελήθηκε ο υφυπουργός Χάρης Θεοχάρης και οδεύει προς τη Βουλή, η διάταξη θα είναι ρητή. Η παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων θα διακόπτεται μόνο με την κοινοποίηση της πράξης προσδιορισμού του φόρου στον φορολογούμενο και όχι με την έκδοσή της. Με άλλη διάταξη, θα ορίζεται επίσης ρητά πως ένας φορολογικός έλεγχος δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν του ενός έτους, ώστε να περιοριστεί το στοκ των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και να εξαλειφθούν περιπτώσεις ελέγχων που «σέρνονται».
Στα χρονικά περιθώρια παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων δεν προβλέπονται αλλαγές. Ο βασικός χρόνος παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων είναι η πενταετία, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στη 15ετία.
Προβλέπεται, για παράδειγμα, πως η κανονική πενταετής προθεσμία παραγραφής παρατείνεται κατά ένα ακόμη έτος, εάν εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας παραγραφής υποβάλλεται αρχική ή τροποποιητική δήλωση, ή περιέρχονται σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία σε υπόθεση που έχει διενεργηθεί πλήρης έλεγχος, ή σε κάθε άλλη περίπτωση περιέρχονται σε γνώση της Φορολογικής Διοίκησης πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή εκτός Φορολογικής Διοίκησης, από τις οποίες προκύπτει φορολογική οφειλή. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται για φορολογικά έτη, περιόδους, υποθέσεις από την 1.1.2019 και μετά.
Παράλληλα:* Για φορολογικά έτη, περιόδους, υποθέσεις από 1.1.2014 έως 31.12.2018 η πενταετία παρατείνεται κατά 1 έτος, εάν ο φορολογούμενος υποβάλει αρχική ή τροποποιητική δήλωση εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας παραγραφής.
* Για φορολογικά έτη, περιόδους, υποθέσεις από 1.1.2018 και μετά πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μπορεί να εκδοθεί εντός 10 ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης ή της τελευταίας δήλωσης σε περίπτωση που προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων, εφόσον:
- O φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση, ή
- Mετά την πενταετία περιέλθουν σε γνώση οποιασδήποτε Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης νέα στοιχεία ή πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να είναι σε γνώση αυτής εντός της πενταετίας και προκύπτει ότι η φορολογική οφειλή υπερβαίνει αυτήν που είχε προσδιορισθεί βάσει προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και μόνο για το ζήτημα στο οποίο αφορούν. Τα συμπληρωματικά στοιχεία μπορούν να προέρχονται, για παράδειγμα, από τράπεζες του εξωτερικού, στις οποίες η φορολογική διοίκηση δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση. Η Ολομέλεια του ΣτΕ έχει κρίνει ότι τα στοιχεία για τα υπόλοιπα και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή, ανεξαρτήτως αν αυτά στοιχειοθετούν την απόκτηση εισοδήματος, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», δηλαδή δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παράταση της πενταετούς παραγραφής σε δεκαετή, δεδομένου ότι ο ελεγκτικός μηχανισμός έχει πρόσβαση στα στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών.
- * Για τις χρήσεις 2012 και 2013 και τα φορολογικά έτη 2014-2017, πράξεις προσδιορισμού φόρου μπορούν να εκδοθούν εντός 10 ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης, για περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Για πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση οποιασδήποτε Υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης και αφορούν σε φοροδιαφυγή, πράξεις προσδιορισμού φόρου εκδίδονται μόνο εφόσον πρόκειται για ποσά φόρων που υπερβαίνουν τα όρια που έχουν τεθεί για τη φοροδιαφυγή.