Αριθμός 322/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Μαριάνθη Παγουτέλη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Μωυσίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. Π. του Δ., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Σαλάτα, για αναίρεση της υπ’αριθ. 1476/2020 απόφασης του Ζ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 23 Απριλίου 2021 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 23.04.2021, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 3444/2021 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 437/2021.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, με αριθ. πρωτ. 3444/23-4-2021, αίτηση του Α. Π. του Δ., κατοίκου … (οδός …), που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις 23-4-2021 (βλ. επισημείωση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή Χ. Μ.), για αναίρεση της, υπ` αριθ. 1476/14-10-2020, απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, (δικάσαντος κατ’ έφεση της, με αριθ. 4328/2019, πρωτόδικης απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών) η οποία καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο, στις 25-11-2020 και με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του νόμου για επιταγές, από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Β. Ν. (μη διαδίκου στη δίκη αυτή) με το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετάνοιας (άρθ. 12, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 51, 53, 57, 59, 79, 80, 83, 84 παρ. 2δ Π.Κ. και άρθ. 79 παρ. 1 ν. 5960/1933) και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης είκοσι (20) μηνών που ανεστάλη επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 23-4-2021, από άτομο που είχε δικαίωμα και έννομο συμφέρον προς άσκησή της, κατ’ αποφάσεως που υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, (άρθρα 462 παρ. 1 περ. β’, 464, 466, 473 παρ. 2, 3, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ σε συνδυασμό με την αναστολή των προθεσμιών λόγω COVID19 που ίσχυσε με βάση τις εκδοθείσες διαδοχικά Δ1α/ΓΠ.οικ., από 7.11.2020 έως και 5.4.2021).
Συνεπώς η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των προβαλλόμενων μ` αυτή αναιρετικών λόγων, εκδικαζόμενη, κατ’ άρθρο 590 παρ. 1 ΚΠΔ, κατά τις διατάξεις, του ισχύοντος νέου ΚΠΔ, (Ν. 4620/2019, 4637/2019 και 4855/2021).
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Όσον αφορά τον δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ’ αυτή, εκτός αν αξιώνονται από τον νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η, εν γνώσει, ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) όπως στο έγκλημα της απάτης. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ’ είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιό συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ’ επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 ΚΠΔ. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου, χωριστά και η παράλειψη της, μεταξύ τους, αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 1338/2020, ΑΠ 45/2020, ΑΠ 1705/2019, ΑΠ 1380/2017). Περαιτέρω κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ’ αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν: α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στον νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στην οικεία θέση, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας. Κατά συνέπεια, αν κάποιος εκδώσει ακάλυπτη επιταγή ως νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου για λογαριασμό του τελευταίου, δράστης του αδικήματος αυτού είναι ο ενεργών ως όργανο του νομικού προσώπου, ο οποίος με την προγενέστερη άδικη συμπεριφορά του φέρει ο ίδιος την ποινική ευθύνη για την ποινή που προβλέπεται στο άρθρο 79 ν. 5960/1933 και υπέχει νομική υποχρέωση κάλυψης της επιταγής, εφόσον ενήργησε γνωρίζοντας τα στοιχεία του αδικήματος και το ενδεχόμενο να υπάρχει έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του νομικού προσώπου με χρέωση του οποίου είναι πληρωτέα η επιταγή κατά τον χρόνο έκδοσης ή της πληρωμής αυτής, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά τον χρόνο έκδοσης, όσο και κατά τον χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της έκδοσης επιταγής που είναι ακάλυπτη. Ειδικότερα, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διάταξης της παρ. 1 του άνω άρθρου 79, με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής “εν γνώσει” του δράστη (άμεσος δόλος), άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας, για την κατάφαση του εγκλήματος, υπαιτιότητας του εκδότη, τον κοινό (πρόθεση) και ενδεχόμενο δόλο. Με τη νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της, εν γνώσει ορισμένου περιστατικού, τέλεσης της πράξης. Άρα, για να είναι αξιόποινη η πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε από πρόθεση (με δόλο), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Έτσι, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης για το παραπάνω έγκλημα, δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ’ αυτήν και ειδική αναφορά σε “γνώση” του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερθείσα διάταξη, πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Εξάλλου, η επιταγή μπορεί να εκδοθεί και μεταχρονολογημένη, δηλαδή να φέρει ημερομηνία έκδοσης μεταγενέστερη από την πραγματική. Στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 79, 28 και 29 εδάφια α’ και δ’ του ίδιου νόμου 5960/1933, το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από την πρώτη αυτών ως άνω έγκλημα, συντελείται όταν η μεταχρονολογημένη επιταγή εμφανιστεί προς πληρωμή και δεν πληρωθεί, λόγω έλλειψης αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ανάμεσα στην ημέρα της πραγματικής έκδοσης και την ημέρα κατά την οποία παρέρχεται η προθεσμία προς εμφάνιση, δηλαδή, κατ’ άρθρο 56 του ν. 5960/1933, από την επομένη της πραγματικής έκδοσης της επιταγής, μέχρι και την όγδοη ημέρα από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται σε αυτήν ως ημέρα έκδοσης (ΟλΑΠ 123/1981, ΟλΑΠ 46/1980). Αν κατά τον χρόνο αυτό ο εκδότης της μεταχρονολογημένης επιταγής δεν έχει κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα, κατά τον ίδιο χρόνο τελεί το ανωτέρω έγκλημα. Τέλος, το αξιόποινο του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη οποιασδήποτε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, εν όψει της φύσης της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση ή μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής, χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία έκδοσης. Ούτε αίρεται το άδικο της πράξης, αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση δεν είναι αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω της ανύπαρκτης ή της παράνομης αιτίας. Αρκεί ότι η επιταγή, ως αξιόγραφο, έχει τα τυπικά στοιχεία εγκυρότητας (ΑΠ 792/2019). Τέλος η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που όπως προαναφέρθηκε απαιτείται από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ να έχει η καταδικαστική απόφαση, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., τείνουν δε στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Για να έχει όμως το Δικαστήριο υποχρέωση να απαντήσει επί των ανωτέρω ισχυρισμών, πρέπει αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους, η προβολή δε αυτών πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα (άρθρο 141 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ.) ή επιγενόμενη διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Ποιν.Δ. (ΑΠ 127/2022, ΑΠ. 1024/2018). Διαφορετικά το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (ΟλΑΠ. 2/2005, ΑΠ 252/2022).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1476/2020, απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα, Α. Π., για παράβαση του Νόμου “περί επιταγής” (άρθρο 79 Ν. 5960/1933) κατά συναυτουργία με τον Ν. Β., δέχθηκε στο σκεπτικό του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που λεπτομερώς, κατ’ είδος, αναφέρει (μάρτυρας κατηγορίας, έγγραφα), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του τα εξής επί λέξει: “…Ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται, την οποία, άλλωστε, δεν αρνήθηκε, ήτοι ότι στην …, στις 15/1/2013, ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού κατόπιν συναποφάσεως με τον Ν. Β., ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία “…”, και ειδικότερα ως Διευθύνων Σύμβουλος, ο οποίος είχε δικαίωμα από κοινού με τον παραπάνω να ενεργεί και να δεσμεύει την εταιρεία για εταιρικές υποθέσεις αποτιμητές ποσού μεγαλύτερου των 5.000 ευρώ, εξέδωσε με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής. Ειδικότερα, από κοινού με τον παραπάνω υπέγραψε και εξέδωσε την επιταγή με αριθμό … με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 31/12/2013 (μεταχρονολογημένη) για να πληρωθεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για το χρηματικό ποσό των 100.000 €, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία εκπροσωπείται νομίμως και παρέλαβε αυτήν, την 15.1.2013. Κι αφού η εγκαλούσα και νόμιμη κομίστρια την εμφάνισε προς πληρωμή στη πληρώτρια τράπεζα στις 31/12/2013, αυτή δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων και βεβαιώθηκε τούτο επί του σώματος της επιταγής αυθημερόν από την ίδια τράπεζα. Πρέπει, όμως, να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2δ ΠΚ, αφού επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεχείρησε να άρει τις συνέπειες της πράξης του…”. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Α. Π., ένοχο με το ελαφρυντικό του άρθ. 84 παρ. 2δ ΠΚ, για το παρακάτω αδίκημα και ειδικότερα του ότι: “Στην …., στις 15/1/2013, ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού (με τον Ν. Β.), κατόπιν συναποφάσεως, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρείας με την επωνυμία “…”, και ειδικότερα ο πρώτος ως Διευθύνων Σύμβουλος και ο δεύτερος ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, οι οποίοι είχαν δικαίωμα από κοινού να ενεργούν και να δεσμεύουν την εταιρεία για εταιρικές υποθέσεις αποτιμητές ποσού μεγαλύτερου των 5.000 ευρώ, εξέδωσαν με πρόθεση επιταγή που δεν πληρώθηκε στον κομιστή γιατί δεν είχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής. Ειδικότερα, αμφότεροι υπέγραψαν και εξέδωσαν την επιταγή με αριθμό … με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 31/12/2013 (μεταχρονολογημένη) για να πληρωθεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για το χρηματικό ποσό των 100.000 €, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία “…”, η οποία εκπροσωπείται νομίμως και παρέλαβε αυτήν την 15.1.2013. Κι αφού η εγκαλούσα και νόμιμη κομίστρια την εμφάνισε προς πληρωμή στη πληρώτρια τράπεζα στις 31/12/2013, αυτή δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων και βεβαιώθηκε τούτο επί του σώματος της επιταγής αυθημερόν από την ίδια τράπεζα”. Επέβαλε δε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης είκοσι (20) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία.
Με αυτές τις παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση, σε σχέση με τον αναιρεσείοντα Α. Π., περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής από κοινού, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45 του ΠΚ και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972). Ειδικότερα, αναφέρονται στην απόφαση: α) η έκδοση της ένδικης (μεταχρονολογημένης) επιταγής,, δηλαδή η υπογραφή αυτού στη θέση του εκδότη από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ως νόμιμο εκπρόσωπο (Διευθύνων Σύμβουλος) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…”, β) ο χρόνος της πραγματικής έκδοσης της ένδικης επιταγής, γ) η εμπρόθεσμη εμφάνισή της προς πληρωμή, εντός της προθεσμίας των οκτώ ημερών από την αναγραφόμενη στην επιταγή ως ημέρα έκδοσης αυτής και δ) η μη πληρωμή της, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στους οικείους λογαριασμούς της εκπροσωπούμενης απ’ αυτόν εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε στο σώμα της επιταγής από τους αρμόδιους τραπεζικούς υπαλλήλους, ενώ σχετικά με τη γνώση του αναιρεσείοντος, εκδότη των επιταγών, για την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα δεν είναι αναγκαία η ιδιαίτερη αιτιολογία, αφού για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ακάλυπτης επιταγής, υποκειμενικώς, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αρκεί ο απλός δόλος, ο οποίος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών, που απαρτίζουν την αξιόποινη πράξη. Η ειδική αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παρέλειψε να αποφανθεί επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του, περί εξόφλησης της ένδικης επιταγής, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε και προκλήθηκε η διόρθωσή τους, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω στη μείζονα σκέψη, δεν φαίνεται να έχει προβληθεί τέτοιος ισχυρισμός του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και επομένως το δικαστήριο ορθώς δεν αποφάνθηκε και μάλιστα αιτιολογημένα επί ενός τέτοιου ανύπαρκτου ισχυρισμού. Με βάση τα παραπάνω συνεπώς πρέπει ν’ απορριφθεί ο μοναδικός από το άρθ. 510 παρ. 1Δ’ Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή στο σύνολό της ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρο 578 παρ. 1 Νέου ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη, με αριθ. πρωτ. 3444/23-4-2021, αίτηση του Α. Π. του Δ., κατοίκου … (οδός …), που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις 23-4-2021, για αναίρεση της, υπ` αριθ. 1476/14-10-2020, απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον ως άνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ