Αριθμός 700/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλτάνα Κοκκοβού – Εισηγήτρια, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Χ. συζύγου Χ. Μ., το γένος Σ. Ρ., κατοίκου …, 2) Σ. χήρας Φ. Α. Ο., το γένος Ρ. Ο., κατοίκου …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Χατζηχρήστο και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Σ. Ο. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μυρώνη και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/1998 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 156/2015 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 26/10/2017 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 26-10-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η κατ’ αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 156/2015 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία, αφού δέχθηκε την από 25-2-2014 έφεση του ήδη αναιρεσίβλητου κατά της υπ’ αριθ. 5/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, εξαφάνισε την τελευταία απόφαση και ακολούθως δέχθηκε εν μέρει την από 10-12-1998 αγωγή των αναιρεσειουσών περί μέμψης αστόργου δωρεάς κατά του αναιρεσίβλητου και μεταξύ άλλων, χορήγησε στον τελευταίο προθεσμία τριών μηνών από την επίδοση της απόφασης, προς αποφυγή ανατροπής της δωρεάς, να καταβάλει σε κάθε μία από τις αναιρεσείουσες το ποσό των 22.245,17 ευρώ για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας αυτών ατόκως. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1836 ΑΚ την αγωγή (μέμψης άστοργης δωρεάς) ασκούν ο μεριδούχος ή οι διάδοχοί του μόνο κατά του δωρεοδόχου ή των κληρονόμων του, για να ανατραπεί η δωρεά κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα. Ο δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει την ανατροπή, καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει. Με το εδάφιο β της προκειμένης διάταξης παρέχεται διαζευκτική ευχέρεια στον δωρεοδόχο εναγόμενο με αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς να αντιτάξει στον ενάγοντα μεριδούχο στην περί τούτου δίκη το δικαίωμα καταβολής ή προσφοράς της αξίας του μέρους της νόμιμης μοίρας που λείπει, προκειμένου να αποφύγει την ανατροπή της δωρεάς. Η τυχόν άσκηση αυτού του δικαιώματος από τον δωρεοδόχο εναγόμενο υποχρεώνει το δικαστήριο να δεχθεί το εν λόγω αίτημα και να εκδώσει απόφαση (διαπλαστική) με διαζευκτική καταδίκη, εφόσον γίνει δεκτή η μέμψη, ήτοι να υποχρεώσει τον δωρεοδόχο εναγόμενο να καταβάλει στον μεριδούχο ενάγοντα το ισάξιο του μέρους της νόμιμης μοίρας που λείπει, κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρ. 1835 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή δεν οφείλονται τόκοι επί του ισαξίου του ελλείποντος μέρους της νόμιμης μοίρας. Και τούτο διότι οι τόκοι επί του ισαξίου του ελλείποντος μέρους της νόμιμης μοίρας αποκλείονται από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1836 ΑΚ, αλλά και αυτή του άρθρου 1837 ΑΚ αφού, κατά το τελευταίο αυτό άρθρο προϋπόθεση της ενοχής και για τους καρπούς του πράγματος, από του θανάτου του κληρονομουμένου, στους οποίους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 961 ΑΚ, περιλαμβάνεται και ο τόκος, είναι η ανατροπή της δωρεάς, η οποία αναγκαίως δεν επέρχεται, αν ο δωρεοδόχος ασκήσει το ως άνω δικαίωμα, προκειμένου να αποφύγει την ανατροπή, καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει, όπως ορίζει το εδάφιο β του άρθρου 1836 ΑΚ. Δηλαδή, στην περίπτωση της μέμψης άστοργης δωρεάς ο νόμος (άρθρ. 1837 ΑΚ) εξαρτά την επιδίκαση των καρπών του ελλείποντος της νόμιμης μοίρας από την ανατροπή της δωρεάς, άλλως δεν επιδικάζονται. Σύμφωνα, επομένως, με το άρθρο 1837 ΑΚ, ο δωρεοδόχος εναγόμενος εξομοιούται με τον κακής πίστης νομέα (άρθρ. 1098 ΑΚ) και ενέχεται και για τους συλλεγέντας και συλλεκτέους καρπούς, όπως η έννοια των καρπών και των ωφελημάτων ορίζεται στα άρθρα 961 και 962 ΑΚ, μόνο του αυτουσίως, λόγω μέμψης, μεταβιβαζομένου κατά κυριότητα και νομή στον μεριδούχο ενάγοντα, κληρονομιαίου πράγματος, όχι δε και για τους τόκους του ισαξίου σε χρήμα αυτού, που προσφέρεται να καταβάλλει ο δωρεοδόχος, για να αποφύγει την ανατροπή της δωρεάς. Επομένως, στην τελευταία περίπτωση, ο ενάγων δεν δικαιούται τόκων υπερημερίας επί του άνω ποσού από το θάνατο του κληρονομουμένου (ΑΠ 510/2000, ΑΠ 837/1989). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς των αναιρεσειουσών, ως και το κατά το άρθρο 1836 παρ.1 εδ. β ΑΚ αίτημα του αναιρεσιβλήτου, για καταβολή του ισαξίου σε χρήμα εκείνου που λείπει και χορήγησε στον αναιρεσίβλητο προθεσμία, προκειμένου να καταβάλει στην καθεμία από τις αναιρεσείουσες το ποσό των 22.245,17 ευρώ, ατόκως, άλλως, ήτοι σε περίπτωση μη καταβολής, κήρυξε τη δωρεά, που αναφέρει στο διατακτικό, ανατρεπόμενη, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας που έλλειπε των 41,89% εξ αδιαιρέτου για την καθεμία από τις αναιρεσείουσες και καταδίκασε τον αναιρεσίβλητο σε δήλωση βουλήσεως, προκειμένου να μεταβιβάσει σε καθεμία από αυτές κατά κυριότητα και νομή και κατά το ως άνω ποσοστό το αναφερόμενο σ’ αυτήν ακίνητο. Το Εφετείο, με το να δεχθεί το κατά το άρθρο 1836 παρ.1 εδ. β ΑΚ αίτημα του αναιρεσιβλήτου και να υποχρεώσει αυτόν να καταβάλει στην καθεμία από τις αναιρεσείουσες για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας αυτών το ποσό των 22.245,17 ευρώ, χωρίς τόκο, δεν παραβίασε τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, για την εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 αιτίαση και συγκεκριμένα, διότι δεν επεδίκασε στις αναιρεσείουσες και τόκους υπερημερίας επί του ως άνω ποσού των 22.245,17 ευρώ από του θανάτου του κληρονομουμένου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και ο λόγος της αίτησης αναίρεσης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται “πράγματα”, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι’ αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 360/2016, ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 273/1011, ΑΠ 1700/2009, ΑΠ 259/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, σε σχέση με την πραγματική αξία της πλασματικής κληρονομικής ομάδας, εκτιμώντας αυτή στο συνολικό ποσό των 64.640.330 δραχμών και εντεύθεν το απαιτούμενο ποσό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας καθεμίας των αναιρεσειουσών στο ποσό των 22.245,17 ευρώ, αφού έλαβε υπόψη “τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίοι εξετάστηκαν ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή, που ορίστηκε με την υπ’ αριθ. 17/2001 προδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στην υπ’ αριθ. 1/2013 εισηγητική έκθεση αυτού…, το σύνολο των εκατέρωθεν νομίμως προσκομισθέντων μετ’ επικλήσεως εγγράφων…,τις ομολογίες, που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής…”, χωρίς να είναι αναγκαία η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η ιδιαίτερη αναφορά αυτών, που λήφθηκαν υπόψη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν κατέληξε στην αποδεικτική της κρίση σε σχέση με τα άνω ουσιώδη πράγματα, χωρίς απόδειξη και ο αντίθετος δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος του, από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Για να είναι ορισμένος ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, πρέπει μεταξύ άλλων, να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) ότι ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόμισε το αποδεικτικό αυτό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, γ) ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου αυτό προσκομίστηκε και το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί, αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξή την ανταπόδειξή του, δ) το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου και ε) ο νόμιμος τρόπος που αυτό προσκομίστηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 333/2009, ΑΠ 1731/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης και κατά το οικείο μέρος του, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ, διότι δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν καθώς και τις μαρτυρικές καταθέσεις για την απόδειξη της πραγματικής αξίας της πλασματικής κληρονομικής ομάδας. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, διότι στο αναιρετήριο δεν προσδιορίζεται ποια είναι τα έγγραφα που δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας και ποιό είναι το περιεχόμενό τους, καθώς και ποιό είναι το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων, για να κριθεί εάν αυτά τα αποδεικτικά μέσα ήταν κρίσιμα για την απόδειξη του άνω ισχυρισμού τους. Κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, 26/2004, ΑΠ 2267/2013). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 19 λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό, γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα και δ) οι παραδοχές του δικαστηρίου, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 130/2009, ΑΠ 1438/2009). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης και κατά το οικείο μέρος του μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι το αποδεικτικό της πόρισμα ως προς την πραγματική αξία της πλασματικής κληρονομικής ομάδας δεν έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, διότι έχει αντιφάσεις και δεν καλύπτεται με πληρότητα και σαφήνεια. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρονται α) οι παραδοχές του δικαστηρίου σε σχέση με την πλασματική κληρονομική ομάδα και την αξία της, β) ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ούτε που εντοπίζεται η αντίφαση και γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τις αναιρεσείουσες παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα, που προκάλεσε η άσκηση και η εκδίκαση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, που απορρίφθηκε, δεν επιδικάζονται υπέρ του αναιρεσίβλητου, που νίκησε, κατ’ άρθρο 183 ΚΠολΔ, καθόσον αυτός δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού ούτε προτάσεις κατέθεσε, αλλ’ ούτε υπέβαλε αίτημα στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-10-2017 αίτηση των αναιρεσειουσών 1) Χ. συζ. Χ. Μ. και 2) Σ. χας Φ. Α. Ο. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 156/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία, o αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 700 / 2022 Αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΠοινή φυλάκισης χωρίς αναστολή σε άνδρα που απείλησε τον αδελφό του