Τα χρονικά όρια εργασίας αποτελούν έναν από τους ουσιώδεις όρους στην ατομική σύμβαση εργασίας ενός εργαζόμενου.
Ο επιτρεπόμενος χρόνος εργασίας είναι ένα θέμα που καθορίζεται από κανόνες δημοσίου δικαίου και αυτό γιατί πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα, αν λάβει κανείς υπόψη και τη διαφορά δυναμικής των δύο πλευρών (εργοδότη και εργαζόμενου) σε μια σύμβαση εργασίας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αφεθεί στα όρια που θέτει η ιδιωτική βούληση. Για τους εργοδότες που παραβιάζουν τα όρια αυτά προβλέπονται ποινικές κυρώσεις. Σημαντικό νομοθέτημα για το χρόνο εργασίας και ειδικότερα για την ανάπαυση και τα διαλείμματα των εργαζομένων αποτελεί το Π.Δ. 88/1999 με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εθνική νομοθεσία οι Οδηγίες 93/104, 2000/34 και 2003/88.
Το ωράριο εργασίας διακρίνεται σε συμβατικό και σε νόμιμο ωράριο. Νόμιμο ωράριο εργασίας είναι εκείνο που καθορίζεται από διάταξη τυπικού νόμου ή από κανονιστική διοικητική πράξη και οριοθετεί την ανώτατη χρονική διάρκεια εργασίας σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση. Η υπέρβαση των ορίων αυτών χαρακτηρίζεται ως υπερωρία. Ειδικότερα, υπερωρία είναι κάθε ώρα απασχόλησης των εργαζομένων πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως και των 8 ημερησίως (για όσους εργάζονται σε σύστημα εξαήμερης εργασίας) και περισσότερο από 45 ώρες εβδομαδιαίως και 9 ημερησίως (για όσους εργάζονται σε σύστημα πενταήμερης εργασίας). Γενικά, η υπερωρία απαγορεύεται να συμβαίνει και σε περίπτωση συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, αυτή είναι άκυρη. Ωστόσο, ο νόμος κατ’ εξαίρεσίν επιτρέπει την υπερωρία υπό τον όρο ότι τηρούνται οι ακόλουθες ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις:
- Ύπαρξη ορισμένου λόγου που τη δικαιολογεί
- Μη υπέρβαση ενός ανώτατου ορίου ωρών που καθορίζεται σε ημερήσια και σε ετήσια βάση (σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 58 Ν. 4808/2021, 3 ώρες ημερησίως και 150 ώρες ετησίως)
- Αναγγελία της υπερωρίας, μέσω του Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ (ΈΝΤΥΠΟ Ε8), στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας πριν ή κατά την πραγματοποίησή της (άρθρο 80, Ν. 4144/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 78 του Ν. 4808/2021).
Σε περίπτωση νόμιμης υπερωρίας, το ωρομίσθιο του εργαζόμενου προσαυξάνεται κατά 40%.
Συμβατικό ωράριο είναι εκείνο που καθορίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, κανονισμό εργασίας ή επιχειρησιακή συνήθεια. Με την ΕΓΣΣΕ από 14/02/1984, το εβδομαδιαίο συμβατικό ωράριο ορίστηκε σε 40 ώρες. Με την ίδια ΕΓΣΣΕ, εφαρμόστηκε και το πενθήμερο σύστημα εργασίας, χωρίς όμως να καταργηθεί το εξαήμερο σύστημα εργασίας. Το εβδομαδιαίο συμβατικό ωράριο επιβεβαιώθηκε και από το άρθρο 55 του Ν. 4808/2021. Με βάση τα παραπάνω, στο σύστημα της εξαήμερης απασχόλησης το πλήρες συμβατικό ωράριο είναι 6 ώρες και 40 λεπτά σε ημερήσια βάση και σε 40 ώρες σε εβδομαδιαία, ενώ στο σύστημα πενθήμερης εργασίας 8 ώρες ημερησίως και 40 εβδομαδιαίως. Υπερεργασία είναι η απασχόληση του εργαζόμενου για περισσότερο χρόνο από αυτόν που ορίζει το συμβατικό ωράριο εργασίας, δηλαδή πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως( ή 45 ωρών για όσους απασχολούνται με σύστημα πενθήμερης εργασίας), δηλαδή τη συμπλήρωση του νόμιμου ωραρίου εργασίας. Όπως επισημαίνει ο Νόμος 3863/2010, κάθε ώρα υπερεργασίας αμείβεται με προσαύξηση 20% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.
Ο επιτρεπόμενος χρόνος εργασίας είναι ένα θέμα που καθορίζεται από κανόνες δημοσίου δικαίου και αυτό γιατί πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα, αν λάβει κανείς υπόψη και τη διαφορά δυναμικής των δύο πλευρών (εργοδότη και εργαζόμενου) σε μια σύμβαση εργασίας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αφεθεί στα όρια που θέτει η ιδιωτική βούληση. Για τους εργοδότες που παραβιάζουν τα όρια αυτά προβλέπονται ποινικές κυρώσεις. Σημαντικό νομοθέτημα για το χρόνο εργασίας και ειδικότερα για την ανάπαυση και τα διαλείμματα των εργαζομένων αποτελεί το Π.Δ. 88/1999 με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εθνική νομοθεσία οι Οδηγίες 93/104, 2000/34 και 2003/88.
Το ωράριο εργασίας διακρίνεται σε συμβατικό και σε νόμιμο ωράριο. Νόμιμο ωράριο εργασίας είναι εκείνο που καθορίζεται από διάταξη τυπικού νόμου ή από κανονιστική διοικητική πράξη και οριοθετεί την ανώτατη χρονική διάρκεια εργασίας σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση. Η υπέρβαση των ορίων αυτών χαρακτηρίζεται ως υπερωρία. Ειδικότερα, υπερωρία είναι κάθε ώρα απασχόλησης των εργαζομένων πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως και των 8 ημερησίως (για όσους εργάζονται σε σύστημα εξαήμερης εργασίας) και περισσότερο από 45 ώρες εβδομαδιαίως και 9 ημερησίως (για όσους εργάζονται σε σύστημα πενταήμερης εργασίας). Γενικά, η υπερωρία απαγορεύεται να συμβαίνει και σε περίπτωση συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, αυτή είναι άκυρη. Ωστόσο, ο νόμος κατ’ εξαίρεσίν επιτρέπει την υπερωρία υπό τον όρο ότι τηρούνται οι ακόλουθες ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις:
- Ύπαρξη ορισμένου λόγου που τη δικαιολογεί
- Μη υπέρβαση ενός ανώτατου ορίου ωρών που καθορίζεται σε ημερήσια και σε ετήσια βάση (σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 58 Ν. 4808/2021, 3 ώρες ημερησίως και 150 ώρες ετησίως)
- Αναγγελία της υπερωρίας, μέσω του Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ (ΈΝΤΥΠΟ Ε8), στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας πριν ή κατά την πραγματοποίησή της (άρθρο 80, Ν. 4144/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 78 του Ν. 4808/2021).
Σε περίπτωση νόμιμης υπερωρίας, το ωρομίσθιο του εργαζόμενου προσαυξάνεται κατά 40%.
Συμβατικό ωράριο είναι εκείνο που καθορίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, κανονισμό εργασίας ή επιχειρησιακή συνήθεια. Με την ΕΓΣΣΕ από 14/02/1984, το εβδομαδιαίο συμβατικό ωράριο ορίστηκε σε 40 ώρες. Με την ίδια ΕΓΣΣΕ, εφαρμόστηκε και το πενθήμερο σύστημα εργασίας, χωρίς όμως να καταργηθεί το εξαήμερο σύστημα εργασίας. Το εβδομαδιαίο συμβατικό ωράριο επιβεβαιώθηκε και από το άρθρο 55 του Ν. 4808/2021. Με βάση τα παραπάνω, στο σύστημα της εξαήμερης απασχόλησης το πλήρες συμβατικό ωράριο είναι 6 ώρες και 40 λεπτά σε ημερήσια βάση και σε 40 ώρες σε εβδομαδιαία, ενώ στο σύστημα πενθήμερης εργασίας 8 ώρες ημερησίως και 40 εβδομαδιαίως. Υπερεργασία είναι η απασχόληση του εργαζόμενου για περισσότερο χρόνο από αυτόν που ορίζει το συμβατικό ωράριο εργασίας, δηλαδή πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως( ή 45 ωρών για όσους απασχολούνται με σύστημα πενθήμερης εργασίας), δηλαδή τη συμπλήρωση του νόμιμου ωραρίου εργασίας. Όπως επισημαίνει ο Νόμος 3863/2010, κάθε ώρα υπερεργασίας αμείβεται με προσαύξηση 20% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.