ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
1ο ΤΜΗΜΑ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 07 Ιουνίου 2023, με δικαστή τη Χρυσούλα Μανογιαννάκη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και με γραμματέα τη Σοφία Πλατσάκη, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την ανακοπή
[…] 3. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζει στο άρθρο 217, που νομοτεχνικά εντάσσεται στο Κεφάλαιο Β΄ (με τίτλο «Ανακοπή») του Πρώτου Τίτλου («Διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων) του Πρώτου Τμήματος («Διαδικασία Διαφορών Διοικητικής Εκτέλεσης») του Δεύτερου Μέρους του («ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ»), ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ)… 2…», στο άρθρο 220 ότι: «1. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 2, η κατά το άρθρο 217 ανακοπή ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει: α) στις περιπτώσεις α΄, β΄… της παρ. 1, από την επίδοση, αλλιώς από την πλήρη γνώση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, β)… 2. Ειδικώς η κατά την περίπτωση γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 217 ανακοπή ασκείται μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών, η οποία αρχίζει από την επίδοση του προγράμματος πλειστηριασμού» και στο άρθρο 225 ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής». Επίσης, στο άρθρο 226, που εντάσσεται στο ίδιο Δεύτερο Μέρος του ΚΔΔ, Πρώτο Τμήμα και Πρώτο Τίτλο και ανήκει στο Κεφάλαιο Γ΄ («Ένδικα μέσα»), ορίζεται ότι: «1. Οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά την παρούσα διαδικασία υπόκεινται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατά τα άρθρα 81-111 αναλόγως εφαρμοζόμενα, στα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αίτησης αναθεώρησης, της τριτανακοπής και της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας. 2. Η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων είναι τριάντα (30) ημερών, εκτός αν πρόκειται για απόφαση που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση ανακοπής κατά προγράμματος πλειστηριασμού, οπότε η προθεσμία είναι δέκα (10) ημερών», ενώ, στο άρθρο 92 του ΚΔΔ (όπου παραπέμπει το παραπάνω άρθρο) ορίζεται ότι: «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση οι αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ… Σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης ένδικων βοηθημάτων, συνάφειας προσβαλλόμενων πράξεων ή παραλείψεων…, το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται χωριστά ως προς κάθε ένδικο βοήθημα, συναφή πράξη ή παράλειψη… 3…».Τέλος, στο άρθρο 230 του ΚΔΔ, που ανήκει στο Κεφάλαιο Ζ΄ του αυτού Τίτλου, ορίζεται ότι: «Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλογικώς οι γενικές διατάξεις του ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ».
4. Επειδή, ο ίδιος Κώδικας, περαιτέρω, όριζε αρχικώς στο Κεφάλαιο Α΄ («Προσφυγή») του Έβδομου Τμήματος («Ένδικα Βοηθήματα») του Πρώτου Μέρους του («ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ») και, ειδικότερα, στο άρθρο 70 παρ. 1 ότι: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. 2. Προσφυγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο προσφεύγων, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε». Στο άρθρο 76 του ιδίου Κώδικα, ως προς το ένδικο βοήθημα της αγωγής, αντιστοίχως, ορίζονταν, αρχικώς, ότι: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο, από τον ίδιο ενάγοντα. 2. Αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο ενάγων, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε». Εξαίρεση από το, κατά τα ανωτέρω, απαράδεκτο εισήχθη με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), με το οποίο επετράπη η κατ’ εξαίρεση άσκηση δεύτερης αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα και με το αυτό αντικείμενο, στις περιπτώσεις που η πρώτη αγωγή έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για τυπικούς λόγους και η αξίωση του ενάγοντος δεν έχει ακόμη παραγραφεί. Στην αιτιολογική έκθεση επί των ως άνω διατάξεων (του ν. 3659/2008) αναφέρεται ότι: «Σε αντίθεση προς την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 29 παρ. 2 του π.δ. 341/1975/ (ΦΕΚ 71 Α΄) για τις αγωγές στη διοικητική δίκη, αλλά και προς την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 222 του Κ.Πολ.Δ. για τις αγωγές στην πολιτική δίκη, η ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 76 παρ. 1 του Κωδ. Διοικ, Δικονομίας απαγορεύει την άσκηση δεύτερης αγωγής με το αυτό αντικείμενο από τον ίδιο ενάγοντα, ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η πρώτη αγωγή απερρίφθη για λόγους τυπικούς και η αξίωση του ενάγοντος δεν έχει υποπέσει ακόμη σε παραγραφή. Η ρύθμιση αυτή παρίσταται, στην τελευταία αυτή περίπτωση, αδικαιολόγητη και αντίθετη με τη γενική δικονομική αρχή που συνάγεται από τις προμνημονευθείσες διατάξεις. Για το λόγο αυτό αυτόν, με την προτεινόμενη ρύθμιση αίρεται, στην εν λόγω περίπτωση, το απαράδεκτο, τάσσεται όμως, ταυτοχρόνως στον ενάγοντα και συγκεκριμένη επαρκής προθεσμία για την άσκηση της νέας αγωγής, προκειμένου να μη διαιωνίζεται η σχετική εκκρεμότητα». Στη συνέχεια, η παράγραφος 1 του άρθρου 70 του ΚΔΔ τροποποιήθηκε αρχικά με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013 (Α΄ 74, διορθ. σφαλμ. Α΄ 92), με την πρόσθεση νέων εδαφίων, ως εξής: «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησης της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης». Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4139/2013 (σελ. 21), «κατ’ αναλογία με τις εν ισχύι διατάξεις του άρθρου 76 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», με τις νεότερες διατάξεις παρέχεται «η δυνατότητα θεραπείας περιπτώσεων απόρριψης προσφυγής για τυπικούς λόγους, ώστε, πέραν των άλλων, να αποτρέπεται η ιδιαίτερα δυσμενής συνέπεια που προκαλείται από την απόρριψη αυτή και να διασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων. Επιτυγχάνεται, εξάλλου, για την ταυτότητα του λόγου και για λόγους ασφάλειας δικαίου το ενιαίο της αντιμετώπισης ενδίκων βοηθημάτων που απορρίφθηκαν για τυπικό λόγο». Όπως δε αναφέρθηκε κατά τη συζήτηση του σχετικού σχεδίου νόμου στη Βουλή (Πρακτικά συνεδριάσεως ΡΛΘ΄ της 6ης Μαρτίου 2013, σελ. 8579), «[…] είναι προφανές ότι η ρύθμιση βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με την αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, ακόμη και αν ο ένας εξ αυτών είναι το κράτος. Είναι αρχή που διαπνέει το εθνικό αλλά και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Διότι μέχρι τώρα δινόταν η δυνατότητα μόνο στη διοίκηση να επανέλθει, εκδίδοντας νέα επαχθή διοικητική πράξη κατά του πολίτη, στην περίπτωση που η πρώτη διοικητική πράξη είχε ακυρωθεί από το δικαστήριο για τυπικούς λόγους. Με την παρούσα διάταξη για πρώτη φορά δίνεται το ίδιο δικαίωμα και στον διοικούμενο». Επίσης, στην έκθεση αξιολογήσεως των συνεπειών της ρυθμίσεως αναφέρεται για τη συγκεκριμένη διάταξη: «Αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της μη επαρκούς δικαστικής προστασίας πολιτών για τυπικούς λόγους και προκειμένου να διασφαλίζεται πληρέστερα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων». Η παράγραφος 1 του άρθρου 70 του ΚΔΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 83 του ν. 4139/2013, αντικαταστάθηκε, εν συνεχεία, με το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), ως εξής: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς, εκτός από την περίπτωση της απόρριψης αυτής ως εκπρόθεσμης και τις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του παρόντος Κώδικα. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης». Επί των διατάξεων αυτών, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4274/2014 (σελ. 6), αναφέρονται τα ακόλουθα: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση, για λόγους ασφάλειας δικαίου, που συναρτώνται με την οριστικότητα των διοικητικών καταστάσεων, αλλά και αποφυγής επανόδου διαδίκων, στους οποίους δόθηκε η ευκαιρία συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων, αποκλείεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, καθώς και όταν ο προσφεύγων είχε κληθεί από το δικαστήριο ή τον εισηγητή δικαστή, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28 παρ.3, 139Α και 277 παρ.1, να καλύψει τις τυπικές παραλείψεις ή την έλλειψη παραβόλου που οδήγησαν στην απόρριψη του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου». Τέλος, η παράγραφος 1 του άρθρου 70 του ΚΔΔ τροποποιήθηκε για τρίτη φορά, με την αντικατάσταση του δεύτερου εδαφίου της από το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4509/2017 (Α΄ 201), το οποίο τυγχάνει, εν προκειμένω, εφαρμογής, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της κρινόμενης ανακοπής, και το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου διαμορφώθηκε ως ακολούθως: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε τυπικό λόγο και σε κάθε περίπτωση, εκτός από αυτή της απόρριψής της ως εκπρόθεσμης, καθώς και όταν ο προσφεύγων κλήθηκε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παράγραφος 3, 139 Α και 277 παράγραφος 1 του παρόντος Κώδικα. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του τελευταίου ν. 4509/2017 (σελ. 6), «1. Η προτεινόμενη ρύθμιση διασαφηνίζει πλήρως την εφαρμογή του άρθρου 70, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 24 του ν. 4274/2014, καθώς καθίσταται εφαρμοστέα σε όλες γενικά τις κατηγορίες υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών διαφορών, ώστε να αρθούν οι αμφιβολίες που ανέκυψαν στη νομολογία ειδικά ως προς τη συμπλήρωση του παραβόλου στις φορολογικές διαφορές». Στα δε πρακτικά της Διαρκούς Επιτροπής της Βουλής, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η ρύθμιση αυτή «…πράγματι επιταχύνει τη διαδικασία της δικαιοσύνης και όχι μόνο αυτό, σώζει και το δικηγορικό κόσμο από πολλές περιπτώσεις απόρριψης των δικογράφων τους, των αγωγών τους, των προσφυγών τους, για λόγους που θα μπορούσαν να είχαν θεραπευθεί, κατά τη διάρκεια, με μία απλή κλήτευση, κλήση του συνηγόρου από τα δικαστικά όργανα, από τους δικαστές…».
5. Επειδή, με το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, αρχικά καθιερώθηκε απόλυτη απαγόρευση άσκησης δεύτερης προσφυγής του αυτού προσφεύγοντος κατά της αυτής πράξης. Η δικονομική αυτή ρύθμιση, η οποία αποτελεί επανάληψη προγενέστερων διατάξεων της φορολογικής δικονομίας και της δικονομίας των λοιπών διοικητικών διαφορών ουσίας [βλ. και άρθρα 83 του ΚΦΔ (π.δ. 331/1985, Α΄ 116) και 29 παρ. 1 του π.δ/τος 341/1978 (Α΄ 71)], αποτυπώνει την αρχή της άπαξ ασκήσεως των ένδικων βοηθημάτων στη διοικητική δίκη, η οποία, στην περίπτωση της προσφυγής, έχει ως πρόσθετο δικαιολογητικό λόγο, πέραν της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων, τη σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων, με την αποφυγή της παρατάσεως της εκκρεμότητας που προκαλείται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας εκτελεστών διοικητικών πράξεων, εξοπλισμένων με το τεκμήριο της νομιμότητας. Απόκλιση από την ανωτέρω απαγόρευση εισήχθη για πρώτη φορά με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 83 του ν. 4139/2013 -ενόψει της αντίστοιχης τροποποιήσεως του άρθρου 76 του ΚΔΔ με το άρθρο 8 του ν. 3659/2008 για το ένδικο βοήθημα της αγωγής- και μεταγενεστέρως με τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 4274/2014 και του άρθρου 25 του ν. 4509/2017, με τις οποίες παρασχέθηκε, υπό τις οριζόμενες σε αυτές προϋποθέσεις, η δυνατότητα ασκήσεως δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη προσφυγή απερρίφθη τελεσιδίκως για τυπικό λόγο, εκτός από την περίπτωση της απορρίψεως της προσφυγής ως εκπρόθεσμης, καθώς και όταν ο προσφεύγων κλήθηκε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 να καλύψει τις σχετικές παραλείψεις που οδήγησαν στην απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης. Όπως και στο ένδικο βοήθημα της αγωγής (όπου η δυνατότητα επανάσκησης προβλέφθηκε εντός συντόμου προθεσμίας εξήντα ημερών από την κοινοποίηση στον ενάγοντα της τελεσίδικης αποφάσεως, κατά διαφοροποίηση από τα ισχύοντα στην πολιτική δίκη, η οποία δεν προβλέπει τέτοια προθεσμία), ο νομοθέτης θεώρησε την απόρριψη της προσφυγής για τυπικό λόγο, χωρίς να κριθεί η βασιμότητά της, περίπτωση «ιδαίτερα δυσμενή», ώστε να δικαιολογείται η παροχή μιας ακόμη ευκαιρίας για κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως (βλ. ανωτέρω τις αιτιολ. εκθέσεις των ν. 3659/2008 και 4274/2014). Η ρύθμιση του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ (αν και φαίνεται καταρχήν να επιφέρει ρήγμα στη μνημονευθείσα ανωτέρω αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων, η οποία ισχύει στη διοικητική δικονομία, και η οποία, πάντως, συνιστά γενική αρχή του δικαίου) χορηγεί δικαίωμα επανασκήσεως της προσφυγής για την ουσιαστική πραγμάτωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας συνισταμένης σε κρίση από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο της υπάρξεως ή μη δικαιώματος που απορρέει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου (βλ. ΣτΕ 1828/2023 Ολομ. σκ. 9, 10 και 11 και 1829/2023 Ολομ. σκ. 15, 16 και 17).
6. Επειδή, ειδικότερα, σχετικά με τη δυνατότητα άσκησης δεύτερης ανακοπής (στις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημόσιων εσόδων), έχει υποστηριχθεί από τμήμα της νομολογίας (βλ. ΔΕφΘεσ 458/2023 σκ. 5, ΔΕφΑθ 1310/2022 σκ. 3, ΔΕφΠειρ 721/2022 σκ. 4, ΔΕφΚομ 255/2021 σκ. 4), ότι η άσκηση δεύτερης ανακοπής είναι δυνατή κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 70 του ΚΔΔ. Ως επιχειρήματα της νομολογίας αυτής, σταχυολογούνται τα εξής (πρβλ. ΔΕΑ1310/2022 σκ. 3): α) η ομοιότητα των προσβαλλόμενων πράξεων της ανακοπής με αυτές της προσφυγής, καθώς οι πράξεις της διοικητικής εκτέλεσης αποτελούν, και αυτές, εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ήτοι πράξεις εξοπλισμένες με το τεκμήριο της νομιμότητας, β) οι αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, που δικαιολογούν κατ’ αρχήν τη γενική αρχή της άπαξ ασκήσεων του ένδικου βοηθήματος στην προσφυγή, καθώς και οι τεθείσες με τα ανωτέρω νομοθετήματα εξαιρέσεις από την τελευταία αυτή γενική αρχή ισχύουν και για το ένδικο βοήθημα της ανακοπής και γ) ο εξαιρετικός χαρακτήρας αυτών των εξαιρέσεων όσο και ο δικαιολογητικός τους λόγος, αφενός μεν να μην παρεμποδίζεται υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των διαδίκων σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής λόγω διαδικαστικού χαρακτήρα τυπικών ελλείψεων, αφετέρου δε να αποφεύγεται η επάνοδος διαδίκων, στους οποίους δόθηκε η ευκαιρία συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων (πρβλ. ΣτΕ 2800/2018 σκ. 4). Αξίζει να σημειωθεί ότι, συνήθως αυτό το τμήμα της νομολογίας δέχεται την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ στο ένδικο βοήθημα της ανακοπής, χωρίς ειδικότερη παράθεση σχετικών επιχειρημάτων ή ακόμα και σιωπηρώς (βλ. ενδεικτικά τις αναβλητικές, λόγω εκκρεμούς προδικαστικού στο ΣτΕ για την συνταγματικότητα της δεύτερης προσφυγής, αποφάσεις επί υποθέσεων δεύτερων ανακοπών: ΔΠρΘεσ 1576/2023 και 2515/2022, ΔΠρΠειρ 1432/2023. 1571/2022, ΔΠρΠατρ 867/2023, 580/2023, 682/2022, ΔΠρΚαλ 104/2023, 17/2023).
7. Επειδή, ωστόσο, από άλλο τμήμα της νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη. Ειδικότερα, σύμφωνα με την νομολογία αυτή, δεν εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, για την κατ’ εξαίρεση άσκηση δεύτερης ανακοπής στην περίπτωση απορρίψεως της πρώτης για λόγους τυπικούς (βλ. ΔΕφΑθ 4557/2022 σκ. 5 και πλήθος διοικητικών πρωτοδικείων που συνήθως παραπέμπουν σε αυτήν, ενδεικτικά ΔΠρΑθ 3169/2024 σκ. 4, ΔΠΗρ 153/2024 σκ. 4, ΔΠρΚαβ 93/2024 σκ. 4, ΔΠρΘεσ 3835/2023 σκ. 4 και ΔΠρΧ 435/2023 σκ. 4). Προς αυτή την ερμηνεία, κατά τη δεύτερη αυτή νομολογία, στοιχούν επιγραμματικά τα εξής επιχειρήματα: α) οι προαναφερθείσες γενικές αρχές της άπαξ άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων που ισχύουν στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο, β) η απουσία ειδικής διάταξης στα άρθρα 216 – 230 του Κεφαλαίου Α΄ του Πρώτου Τμήματος του Δεύτερου Μέρους του ΚΔΔ, με την οποία να κάμπτεται το απαράδεκτο άσκησης δεύτερης ανακοπής, και μάλιστα όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς, γ) ο χαρακτήρας της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, που είναι αυτοτελής διαδικασία έναντι της διαγνωστικής δίκης, σε συνδυασμό με την ανάγκη ταχείας εκδίκασης, επίλυσης και εκκαθάρισης των ανακυπτόντων σε αυτή υποθέσεων και ζητημάτων (και η συνακόλουθη διαφορετική φύση των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της ανακοπής), δ) ο εξαιρετικός χαρακτήρας των διατάξεων των άρθρων 70 παρ. 1 εδ. β’ και 76 παρ. 2 ΚΔΔ και η συνακόλουθη εκ του εξαιρετικού χαρακτήρα τους στενή ερμηνεία τους (πρβλ. ΣτΕ 2800-2804/2018), και ε) η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 230 του ΚΔΔ, περί αναλογικής εφαρμογής των «γενικών διατάξεων του ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ», διότι η τελευταία χωρεί, κατά, «κατά τα λοιπά», δηλαδή, ως προς τα θέματα που δεν ρυθμίζονται ειδικά με τις διατάξεις του Κώδικα που αφορούν τις διαφορές που αναφύονται από την άσκηση της ανακοπής κατά πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, κατά τρόπο που εναρμονίζεται με το θεσπισθέν δικονομικό πλαίσιο των διαφορών αυτών. Η παραπομπή αυτή, ως συμπλήρωση δικονομικών διατάξεων, δεν εξικνείται έως την κατ’ ουσίαν χορήγηση της δυνατότητας επανάσκησης ενδίκου βοηθήματος. Επίσης, το άρθρο 230 του ΚΔΔ δεν παραπέμπει στη διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, ως ισχύει, διότι τούτη αφενός θεσπίσθηκε μεταγενέστερα, αφετέρου δεν αποτελεί γενική διάταξη, αλλά όλως και εξαιρετικώς ειδική, εντασσόμενη στο κεφάλαιο περί άσκησης των συγκεκριμένων ένδικων βοηθημάτων και όχι στο τμήμα με τις γενικές διατάξεις περί της διαδικασίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (πρβλ. ΣτΕ 424/2018, 2893/2012).
8. Επειδή, επί του ανωτέρω νομικού ζητήματος, το Δικαστήριο λαμβάνει θέση υπέρ της πρώτης ως άνω άποψης, ήτοι υπέρ της δυνατότητας ασκήσεως δεύτερης ανακοπής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί για λόγους τυπικούς, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 230 του ΚΔΔ. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ως επιπρόσθετα επιχειρήματα υπέρ τούτης της άποψης θα μπορούσαν να συναχθούν τα εξής: α) Δεδομένης της νομοτεχνικής κατάστρωσης των ανωτέρω διατάξεων του ΚΔΔ, η διάταξη του άρθρου 230 του ΚΔΔ, περί αναλογικής εφαρμογής των «γενικών διατάξεων του Πρώτου Μέρους» του Κώδικα στην ανακοπή, παραπέμπει, μεταξύ άλλων, και στην επίμαχη διάταξη του άρθρου 70 του ΚΔΔ, ως ανήκουσα στο Πρώτο Μέρος του ΚΔΔ, το οποίο τιτλοφορείται «Γενική Διαδικασία». Εξάλλου, ειδικότερες παραπομπές σε διατάξεις του Πρώτου Μέρους του ΚΔΔ απαντώνται και σε άλλα άρθρα της ανακοπής [όπως στα άρθρα 226 παρ. 1 (για τα ένδικα μέσα), 227 (για την ομοδικία-συνάφεια-αντικειμενική σώρευση-συνεκδίκαση), 228 παρ. 2 (για την προσωρινή δικαστική προστασία) και 229 παρ. 3 (για λήψη μέτρων)], δημιουργώντας το κοινό πλέγμα των δικονομικών ρυθμίσεων των δύο ένδικων βοηθημάτων. Εξάλλου, η εν λόγω παραπομπή του άρθρου 230 του ΚΔΔ χωρεί «κατά τα λοιπά», καθώς το ζήτημα της άσκησης δεύτερης ανακοπής, εάν η πρώτη έχει απορριφθεί για τυπικό λόγο, δεν ρυθμίζεται ειδικά με τις διατάξεις του ΚΔΔ που αφορούν τις διαφορές οι οποίες αναφύονται από την άσκηση της ανακοπής κατά πράξεων διοικητικής εκτέλεσης. β) Σχετικά με το άρθρο 230 του ΚΔΔ, έχει ήδη ρητώς έχει κριθεί με την ΣτΕ 4352/2012 σκ. 3, εάν και υπό διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς από το πλέον ισχύον, ότι «υπό το καθεστώς του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας…, τα οριζόμενα στο άρθρο 70… εφαρμόζονται αναλογικά και για το προβλεπόμενο, στο άρθρο 217 του ίδιου Κώδικα, ένδικο βοήθημα της ανακοπής…». Ομοίως κατ’ αποτέλεσμα και η ΣτΕ 2621/2014 σκ. 8. γ) Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση άσκησης δεύτερης ανακοπής εφαρμόζεται αναλογικώς το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, που ισχύει για την προσφυγή, και όχι το αντίστοιχο άρθρο 73 του ΚΔΔ (για την αγωγή). Και τούτο λόγω της ομοιότητας της φύσης των ενδίκων βοηθημάτων της ανακοπής και της προσφυγής, ήτοι του διαπλαστικού χαρακτήρα τους, ο οποίος στοιχεί προς την έννοια της διοικητικής διαφοράς ουσίας, έναντι της αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής φύσης της αγωγής, αναλόγως του αιτήματός της. Τα δύο αυτά ένδικα βοηθήματα (προσφυγή και ανακοπή), επίσης, αποτελούν, κατά τα κοινώς γνωστά, τον κύριο όγκο των υποθέσεων που εισρέουν στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια [πρβλ. ενδεικτικά τα εκθέματα των δικασίμων κατά τα τελευταία δικαστικά έτη στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων, όπου οι ανακοπές αντιστοιχούν κατά μέσο όρο περίπου στο 37% των διοικητικών διαφορών ουσίας, καθώς και για το έτος 2023, τον συνολικό αριθμό των δημοσιευθεισών στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων (ΟΣΔΔΥ) ΔΔ αποφάσεων των διοικητικών πρωτοδικείων επί ανακοπών, οι οποίες ανέρχονται σε 1555, ανά την επικράτεια. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό από τον παραπάνω συνολικό αριθμό των δημοσιευθεισών ανά έτος ανακοπών αντιστοιχούν σε απόρριψη για τυπικό λόγο, δυνάμενη να οδηγήσει στην άσκηση δεύτερης ανακοπής κατ’ άρθρο 70 του ΚΔΔ]. Τούτοι οι δύο παράγοντες (ομοιότητα και συχνότητα) συντελούν στην ανάγκη ενιαίας αντιμετώπισης των ως άνω ενδίκων βοηθημάτων, σε περίπτωση απόρριψης για τυπικό λόγο. δ) Όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο και τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, όσο και από τον σκοπό και την ιστορία της, η αιτιολόγηση της ρυθμίσεως του άρθρου αυτού συνδέθηκε (πέρα από τα ισχύοντα επί αγωγής) με την πληρέστερη διασφάλιση της δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 1829/2023 Ολομ. σκ. 16, 1828/2023 Ολομ. σκ. 11). Πράγματι, ιστορικά, ο νομοθέτης, τόσο κατά την αρχική πρόβλεψη (το έτος 2008) της δυνατότητας άσκησης δεύτερης αγωγής, κατόπιν απόρριψης της πρώτης για τυπικό λόγο, στο άρθρο 76 του ΚΔΔ, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητώς σχετική γενική δικονομική αρχή (βλ. αιτιολ. έκθεση), όσο και κατά την πρόβλεψη (από το έτος 2013) της δυνατότητας επανάσκησης σχετικά με το διαπλαστικό ένδικο βοήθημα της προσφυγής, στο άρθρο 70 του ΚΔΔ, απέβλεψε, διαχρονικά, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αιτιολογικές εκθέσεις και τα πρακτικά της Βουλής, στην πληρέστερη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και στη δικονομική ισότητα των διαδίκων, και ρητώς προέκρινε «για την ταυτότητα του λόγου και για λόγους ασφάλειας δικαίου, το ενιαίο της αντιμετώπισης ενδίκων βοηθημάτων που απορρίφθηκαν για τυπικό λόγο». ε) Η ως άνω συνδυαστική ερμηνεία των σχετικών δικονομικών διατάξεων (άρθρα 230 και 70 παρ. 1 του ΚΔΔ), υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του ΚΔΔ, το οποίο κατοχυρώνει συνταγματικά την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, διασφαλίζει την ακώλυτη απόλαυση του παραπάνω δικαιώματος από τους διαδίκους. Όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 1828/2023 Ολομ. σκ. 11, 1829/2023 Ολομ. σκ. 17, δεδομένου και ότι το Σύνταγμα δεν έχει, στο συγκεκριμένο ζήτημα, στενότερη έννοια από την ΕΣΔΑ και το ΔΕΕ, βλ. ΣτΕ 625/2022 σκ. 15), η απονομή της δικαιοσύνης σημαίνει, κατ’ αρχήν, εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, η δε αποφυγή εξετάσεως από τον δικαστή της ουσίας της διαφοράς, ενδέχεται υπό προϋποθέσεις να ισοδυναμεί με άρνηση απονομής της δικαιοσύνης που πλήττει το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο. Ειδικότερα, η αδικαιολόγητη αποφυγή ελέγχου της ουσίας της διαφοράς και διευθέτησή της με δικαστική απόφαση ισοδυναμεί με αρνησιδικία, η οποία θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στον πυρήνα του [βλ. επίσης τις, παρατιθέμενες στις προαναφερόμενες ΣτΕ, αποφάσεις ΕΔΔΑ Τρίτσης κατά Ελλάδας, αρ. κατ. 3127/08, σκ. 24, και Γιαννούσης κ.λπ. κατά Ελλάδας, αρ. κατ. 2898/03, σκ. 26, πρβλ. επίσης Federal Court of Canada, Djilal v. Canada (Minister of Citizenship and Immigration), 2014 FC 812 (par. 36) και Supreme Court of Canada Hamel v. Brunelle, 1975, καθώς και ΔΕΕ C-199/11, Otis κ.λπ., σκ. 49, C-771/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 59]. Η ανωτέρω δε ερμηνεία είναι συνεπής προς τη σύγχρονη ερμηνεία (δικονομικών και μη) διατάξεων υπό το φως της παραπάνω συνταγματικής αρχής, από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Χώρας (πρβλ. ΣτΕ 1829/2023 Ολομ. σκ. 17, 625/2022 σκ. 17, 2210/2020 Ολομ. σκ. 9 1458/2019 επταμ. σκ. 11, 455/2019 σκ. 9, 376/2014 Ολομ. σκ. 10), όσο και προς τη νομολογία άλλων έννομων τάξεων, όπως του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, του Καναδά (βλ. παραπάνω), καθώς και του Γαλλικού Conseil d’ Etat (βλ. αποφάσεις CE 18 déc. 2002, Duvignières, n° 233618, CE 9 nov. 2015 M. A.B., n° 380983 και n° 383712, καθώς και τη σχετική ανάλυση στον ιστότοπο του Conseil d’ Etat, στη διεύθυνση «https://www.conseil-etat.fr/decisions-de-justice/jurisprudence/les-grandes-decisions-depuis-1873/conseil-d-etat-section-18-decembre-2002-mme-duvigneres » και την από 15.02.2016 μελέτη της Καθηγήτριας Δημοσίου Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ευγενίας Πρεβεδούρου, στην ιστοσελίδα «https://www.prevedourou.gr/%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ad%cf%82-%ce%b4%ce%b9%ce%b5%cf%85%ce%ba%cf%81%ce%b9%ce%bd%ce%af%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%cf%89%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%82-%cf%84/»). Και τούτο ανεξαρτήτως εάν υφίσταται ή όχι, στη διοικητική δίκη (για τα διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα της προσφυγής και της ανακοπής), σχετική γενική δικονομική αρχή αναφορικά με την απόρριψη ενδίκου βοηθήματος «για τυπικό λόγο», σε εναρμόνιση με το θεσπισθέν δικονομικό πλαίσιο των διαφορών αυτών [όπως ισχύει για το ένδικο βοήθημα της αγωγής (βλ. ανωτέρω)], ως ειδικότερη αρχή της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων. στ) Η ως άνω αποτελεσματική απόλαυση του παραπάνω συνταγματικού δικαιώματος τελεί σε απόλυτη εναρμόνιση με την ασφάλεια δικαίου και την ανάγκη σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, που αντιθέτως επιτάσσουν τη μείωση της εκκρεμότητας που προκαλείται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας των ανακοπτόμενων πράξεων εκτέλεσης της διοικήσεως. Και τούτο, επιτυγχάνεται αφενός με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ (τελεσίδικη απόφαση, απόρριψη μόνο για τυπικό λόγο και μη προηγούμενη κλήση του διαδίκου προς κάλυψη της τυπικής παράλειψης) αφετέρου με τις σύντομες προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 258 του ΚΔΔ για την άσκηση ανακοπής (30νθήμερη και 10ήμερη). Ειδικότερα, οι προθεσμίες του 258 του ΚΔΔ αναλογικώς ισχύουν και στην περίπτωση δεύτερης άσκησης ανακοπής, ώστε η προθεσμία για την άσκηση της δεύτερης ανακοπής να είναι ισόχρονη της προθεσμίας για την άσκηση της πρώτης ανακοπής (όπως είναι ισόχρονη και η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά το άρθρο 226 παρ. 2 του ΚΔΔ, πρβλ. επίσης τη νομοθετική διευκρίνιση, διά της τροποποιήσεως του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ με τον ν. 4509/2017, περί της εφαρμογής της δυνατότητας επανάσκησης της φορολογικής προσφυγής, όπου ισχύει ομοίως η ίδια, συντομότερη της κοινής προσφυγής, 30νθήμερη προθεσμία). Συνεπώς, η προθεσμία του άρθρου 70 του ΚΔΔ για την άσκηση της δεύτερης ανακοπής είναι τριακονθήμερη και ξεκινά μετά την παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας για την άσκηση της έφεσης (βλ. ΔΕφΘεσ 485/2023 σκ. 5). ζ) Εξάλλου, ως προς τη δυνατότητα άσκησης δεύτερης ανακοπής, αντίθετη ερμηνεία με βάση την αναφορά του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ μόνον στην προσφυγή, σύμφωνα με όσα έγιναν ως τώρα δεκτά, θα μπορούσε να συνιστά προσβολή του πυρήνα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπό το πρίσμα του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με δεδομένα τη δυνατότητα μεταγενέστερης κάλυψης των τυπικών παραλείψεων, την έλλειψη προηγούμενης σχετικής κλήσης του διαδίκου από το Δικαστήριο και, ιδίως, με δεδομένο το ενδιαφέρον και τη σοβαρή πρόθεση του ασκούντος την ανακοπή διαδίκου για την εκδίκαση της υπόθεσής του στην ουσία, τα οποία σαφώς προκύπτουν από την άσκηση, εκ μέρους του, της δεύτερης ανακοπής (πρβλ. ΣτΕ 1117/2016 σκ. 6, 3535/2009 σκ. 3). Επίσης, η έλλειψη ρητής νομοθετικής πρόβλεψης περί της δυνατότητας άσκησης δεύτερης ανακοπής στις περί ανακοπής διατάξεις του Δεύτερου Μέρους του ΚΔΔ, δεν αποκλείει την κατά το άρθρο 230 του ΚΔΔ παραπομπή στο άρθρο 70 του ΚΔΔ και το νομοθετικό αυτό κενό, ερμηνευόμενο με το ανωτέρω ερμηνευθέν περιεχόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, διαφυλάσσει τον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, υπό το πρίσμα των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, επί ανακοπής εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ και, επομένως, χωρεί παραδεκτώς η κατ’ εξαίρεση άσκηση δεύτερης ανακοπής στην περίπτωση απορρίψεως της πρώτης για λόγους τυπικούς.
9. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, ως ερμηνεύθηκε ανωτέρω, θέτει ως χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας για την άσκηση της δεύτερης ανακοπής, την τελεσιδικία της απόφασης που απορρίπτει για τυπικό λόγο την πρώτη ανακοπή. Ο αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων καθίστανται αμέσως τελεσίδικες, αν είναι κατά το άρθρο 92 του ΚΔΔ ανέκκλητες, ενώ, αν είναι εκκλητές, τελεσιδικούν όταν δεν υπόκεινται πλέον στα ένδικα μέσα της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, είτε λόγω παραίτησης από τα εν λόγω ένδικα μέσα είτε λόγω άπρακτης παρέλευσης των αποκλειστικών προθεσμιών που τίθενται για την άσκησή τους είτε λόγω άσκησης αυτών και έκδοσης απορριπτικής απόφασης επί της ασκηθείσας έφεσης (βλ. το άρθρο 93 παρ. 2 του ΚΔΔ για την περίπτωση άσκησης έφεσης και ανακοπής ερημοδικίας) (πρβλ. ΔΕφΘεσ 1821/2018 σκ. 3, ΔΕφΑθ 1804/2018 σκ. 4). Η δε προθεσμία για την άσκηση της έφεσης κατά πρωτόδικης απόφασης επί ανακοπής, κατά το άρθρο 226 παρ. 2 του ΚΔΔ, είναι 30 (ή 10, αναλόγως της ανακοπτόμενης πράξης) ημερών από την κοινοποίηση της πρωτόδικης απόφασης (για δε την προσφυγή και την αγωγή, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του ΚΔΔ, 60 ημερών από τον ίδιο ως άνω χρόνο). Ειδικότερα, στην περίπτωση των εκκλητών αποφάσεων, τίθεται το ζήτημα του χρόνου άσκησης της δεύτερης ανακοπής. Συγκεκριμένα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 70 παρ.1 του ΚΔΔ που προεκτέθηκαν, για τη νόμιμη άσκηση δεύτερης προσφυγής και κατ’ ανάλογη εφαρμογή, ανακοπής, έχει διατυπωθεί η άποψη στη νομολογία ότι, δεν απαιτείται να έχει καταστεί τελεσίδικη η απορριπτική για τυπικό λόγο απόφαση επί του αρχικού ενδίκου βοηθήματος, αλλά αρκεί η εν λόγω τελεσιδικία να έχει επέλθει μέχρι τη συζήτηση της δεύτερης προσφυγής ή ανακοπής ενώπιον του δικαστηρίου (βλ. ΔΕφΠειρ 721/2022 σκ. 4). Ομοίως, έχει διατυπωθεί η ίδια άποψη επί της έννοιας του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τη δεύτερη προσφυγή (βλ. ΔΕφΤριπ 135/2020 σκ. 2), αλλά και για το άρθρο 76 παρ. 2 του ΚΔΔ σχετικά με τη δεύτερη αγωγή (βλ. ΔΠρΑθ 5418/2022 σκ. 2, ΔΠρΛαρ 443/2022 σκ. 6). Ειδικότερα, έχει διατυπωθεί ως επιχείρημα υπέρ αυτής της άποψης (πρβλ. για τη δεύτερη αγωγή ΔΕφΑθ 1366/2020 σκ. 3, 3457/2019 σκ. 2, 3117/2018 σκ. 6) ότι, για το παραδεκτό της εκ νέου άσκησης της ανακοπής, δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση να έχει χωρήσει προηγουμένως επίδοση της απόφασης του δικαστηρίου που απορρίπτει την ανακοπή για λόγους τυπικούς (πρβλ. ΣτΕ 1570/2012, 2754/2000, 2950/1995, επίσης βλ. ΝΣΚ 282/2013), η δε προθεσμία, εν προκειμένω των 30 ημερών, από την επίδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης τίθεται ως το απώτατο χρονικό όριο πέραν του οποίου δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος, κατ’ επίκληση της ανωτέρω διάταξης και με τα εξ αυτής πλεονεκτήματα (πρβλ. ΣτΕ 1570/2012, 839/2012, 2941/2011, 295/2011, 2754/2000, ΑΠ 635/2005).
10. Επειδή, ωστόσο, από άλλο τμήμα της νομολογίας έχει υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης δεύτερης προσφυγής είναι η, κατά τον χρόνο άσκησής της, τελεσιδικία της απορριπτικής, για τυπικό λόγο, της αρχικής προσφυγής, δικαστικής απόφασης• επομένως, σε περίπτωση που η δεύτερη προσφυγή (και ανακοπή) ασκηθεί πριν επέλθει η τελεσιδικία της απόφασης που απορρίπτει την πρώτη για τυπικό λόγο, η δεύτερη ανακοπή (ομοίως η δεύτερη προσφυγή και δεύτερη αγωγή) είναι, εκ του λόγου της πρόωρης άσκησής της, απορριπτέα (βλ. ΔΕφΛαρ 14/2021 σκ. 7 και 8, ΔΕφΠειρ. 499/2021 σκ. 3, ΔΕφΑθ 934/2020 σκ. 3, 466/2018 σκ. 3, 1804/2018 σκ. 4, ΔΕφΘεσ 1841/2018 σκ. 3, 1808-9/2018 σκ. 3, ΔΠρΑθ 4349/2024 σκ. 7, ΔΠρΘεσ 95/2023 σκ. 6, ΔΠρΜεσ 136/2022 σκ. 3). Και τούτο, κατά την ως άνω νομολογία, α) λόγω της αδιάστικτης διατύπωσης των άρθρων 76 παρ. 1 και 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, και διότι: β) σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι της δυνατότητας άσκησης δεύτερου ενδίκου βοηθήματος (αγωγής, προσφυγής ή ανακοπής) πριν από την κατά τα ανωτέρω τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, θα υπήρχε ο κίνδυνος άσκησης κατ’ αυτής τόσο έφεσης όσο και δεύτερης αγωγής, προσφυγής ή ανακοπής και έκδοσης ενδεχομένως αντιφατικών αποφάσεων, γ) οι προϋποθέσεις παραδεκτού άσκησης ενδίκου βοηθήματος ή μέσου πρέπει να είναι εκ των προτέρων σαφείς και να μην εξαρτώνται από τυχαία γεγονότα (πρβλ. ΣτΕ 2335-2347/2021 επταμ., 689/2020 επταμ. 1462/2005 Ολομ.), και δ) οι διατάξεις αυτές (70 παρ. 1 τελ. εδ. και 76 παρ. 2 β΄ εδ.) καθ’ ο μέρος ορίζουν την «από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης» άσκηση, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, της (δευτέρας) προσφυγής (ανακοπής ή αγωγής) έχουν εφαρμογή σε αποφάσεις τελεσίδικες εξ αρχής (ανέκκλητες) ή κατόπιν ασκήσεως εφέσεως εκδοθείσες.
11. Επειδή, επί αυτού του νομικού ζητήματος, το Δικαστήριο κλίνει προς την πρώτη ερμηνεία του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, ότι δηλαδή η δεύτερη ανακοπή (και προσφυγή) ασκείται παραδεκτώς ακόμη και πριν από την τελεσιδικία της απόφασης επί της αρχικής, εφόσον η απόφαση έχει, πάντως, καταστεί τελεσίδικη κατά τον χρόνο της συζήτησης της δεύτερης ανακοπής (ήτοι η άσκηση της δεύτερης ανακοπής, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης επί της αρχικής, δεν καθίσταται εξ αυτού του λόγου, άνευ άλλου τινός, απαράδεκτη, εφόσον η απόφαση έχει, πάντως, καταστεί τελεσίδικη κατά τον χρόνο της συζήτησης της δεύτερης ανακοπής). Και τούτο, α) πάλι υπό το φως του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (και της αρχής της αναλογικότητας, εξεταζόμενης στα πλαίσια του ελέγχου του προαναφερόμενου δικαιώματος), ως αναπτύχθηκε σε προηγούμενη σκέψη. β) Επίσης, κατ’ αναλογία και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όσων ισχύουν για την παραδεκτή άσκηση (πρώτου) ενδίκου βοηθήματος στη διοικητική δίκη πριν από τη νόμιμη επίδοση της προσβαλλόμενης πράξης στον ενδιαφερόμενο, της σχετικής προθεσμίας εκκινούσης και μόνο από την πλήρη γνώση της πράξης (βλ. για την αίτηση ακύρωσης, το άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, Α΄ 8). Ειδικότερα, για την προσφυγή, ορίζεται στο άρθρο 66 παρ. 3 του ΚΔΔ, ότι: «Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί και πριν από την επίδοση της πράξης». Ομοίως και για τα ένδικα μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 2 του ΚΔΔ: «Τα ένδικα μέσα ασκούνται παραδεκτώς και πριν από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης». γ) Το κρίσιμο για το ζήτημα αυτό είναι η εκκρεμοδικία, ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση της δεύτερης ανακοπής (προσφυγής ή αγωγής), και όχι ο χρόνος επέλευσης της τελεσιδικίας (βλ. ΔΕφΑθ 374/2020 σκ. 2). δ) Διαφορετική ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να τιμωρείται υπέρμετρα ο επιμελής διάδικος που ασκεί τη δεύτερη ανακοπή πριν να περιμένει να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της πρώτης ανακοπής. ε) Ειδικότερα, σε περίπτωση που δεν έχει ασκηθεί τακτικό ένδικο μέσο κατά μίας πρωτόδικης απόφασης, η επερχόμενη τελεσιδικία της απόφασης αυτής αποτελεί γεγονός γνωστό στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από προηγούμενη ενέργειά του, καθώς αφενός το τακτικό ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας κατατίθεται και εκδικάζεται από το ίδιο δικαστήριο που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 82 παρ. 1 του ΚΔΔ), αφετέρου το τακτικό ένδικο μέσο της έφεσης κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 126 παρ. 2 του ΚΔΔ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σε περίπτωση που δεν έχουν ασκηθεί τα ως άνω ένδικα μέσα, τελεί σε αυτεπάγγελτη γνώση, μέσω της γραμματείας του, της τελεσιδικίας της απόφασής του, χωρίς στην περίπτωση αυτή να χρειάζεται ο διάδικος που επανασκεί το ένδικο βοήθημα, κατ’ άρθρο 70 του ΚΔΔ, να προσκομίζει στο δικαστήριο σχετική βεβαίωση της γραμματείας του ίδιου δικαστηρίου, προς απόδειξη της επελθούσης τελεσιδικίας.
12. Επειδή, ο ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 213) ορίζει στο άρθρο 1, όπως η παράγραφος 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), ότι: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρο του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ` ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων… Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα… 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του. 3…».
13. Επειδή, με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της «δίκης-πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσεώς τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το ζήτημα που τίθεται με το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να ανακύπτει πράγματι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαφοράς, δηλαδή να είναι κρίσιμο και λυσιτελές για την επίλυσή της, και τούτο να τεκμηριώνεται επαρκώς στην απόφαση που διατυπώνει το ερώτημα. Τέλος, το παραπέμπον δικαστήριο δεν απαιτείται να λαμβάνει, και μάλιστα αιτιολογημένα, θέση επί του νομικού ζητήματος που τίθεται με αυτό, αν και τούτο είναι σκόπιμο, προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. ΣτΕ 1829/2023 Ολομ. σκ. 6, 1308/2019 Ολομ. σκ. 5).[…] 15. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα και με βάση τις προπαρατιθέμενες διατάξεις, κατ’ αρχάς, τίθεται το ζήτημα, εάν παραδεκτώς ασκείται δεύτερη ανακοπή, βάσει της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 230 του ΚΔΔ. Με βάση την ερμηνεία που έγινε δεκτή στη μείζονα 8η σκέψη, η απάντηση που προσήκει, εν προκειμένω, είναι ότι η κρινόμενη ανακοπή παραδεκτώς ασκείται ως δεύτερη. Επίσης, με τα ανωτέρω δεδομένα, προκύπτει ότι (α) η 453/2020 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Χανίων -με την οποία απορρίφθηκε ως αόριστη η προαναφερθείσα (ΑΚ147/02.08.2016) πρώτη ανακοπή, για τυπικό λόγο και χωρίς η ανακόπτουσα να κληθεί προηγουμένως προς κάλυψη του λόγου, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του ΚΔΔ- υπέκειτο (εκ του αντικείμενου της διαφοράς που υπερβαίνει το ποσό των 5.000,00 ευρώ σε κάθε ανακοπτόμενη πράξη) σε έφεση, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 2 του ΚΔΔ, (β) η 453/2020 απόφαση κατέστη τελεσίδικη με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών για την άσκηση των τακτικών ένδικων μέσων της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας, αρχόμενη κατ’ αρχήν από την επίδοση της απόφασης στην ανακόπτουσα στις 24.11.2020, αλλά λόγω διαδοχικής αναστολής των δικαστικών προθεσμιών λόγω της πανδημίας covid-19, από 07.11.2020 έως 24.05.2021, με σειρά ΚΥΑ [ειδικότερα, με τις ΚΥΑ Δ1α/ΓΠ.οικ.: 713422/2020 (Β΄ 4899/06.11.2020), 766293/2020 (Β’ 5255/28.11.2020), 783634/2020 (Β΄ 5350/05.12.2020), 801895/2020 (Β΄ 5486/12.12.2020), 805886/2020 (Β΄ 5509/15.12.2020), 27/2021 (Β΄ 1/02.01.2021), 1293/2021 (Β΄ 30/08.01.2021), 3060/2021 (Β΄ 89/16.01.2021), 4992/2021 (Β΄ 186/23.01.2021), 6877/2021 (Β΄ 341/29.01.2021), 8378/2021 (Β΄ 454/05.02.2021), 9147/2021 (Β΄ 534/10.2.2021), 12693/2021 (Β΄ 793/27.02.2021), 13805/2021 (Β΄ 843/03.03.2021), 1445316/2021 (Β΄ 895/06.03.2021), 1632017/2021 (Β΄ 996/13.03.2021), 1769818/2021 (Β΄ 1076/20.03.2021), 188771/2021 (Β΄ 1194/27.03.2021), 206512/2021 (Β΄ 1308/03.04.2021), 223493/2021 (Β΄ 1441/10.04.2021), 244894 (Β΄ 1558/17.04.2021), 263805/2021 (Β΄ 1682/24.04.2021), 276836/2021 (Β΄ 1814/29.04.2021), 285037/2021 (Β΄ 1872/08.05.2021), 299221/2021, (Β΄ 944/13.05.2021) και 21950/2021 (Β΄ 2141/22.05.2021)], αρχόμενη η προθεσμία στις 24.05.2021 (οπότε εκκίνησαν οι ως άνω ανασταλείσες δικαστικές προθεσμίες), ήτοι η ως άνω απόφαση τελεσιδίκησε στις 24.06.2021, (γ) πριν από τούτο τον χρόνο τελεσιδικίας της 453/2020 απόφασης του Δικαστηρίου (επομένως και πριν εκκινήσει η 30νθήμερη προθεσμία άσκησης δεύτερης ανακοπής) ασκήθηκε η κρινόμενη δεύτερη ανακοπή (στις 15.12.2020) και (δ) ωστόσο, η τελεσιδικία της 453/2020 απόφασης έχει επέλθει, πάντως, μέχρι την παρούσα συζήτηση της υπόθεσης, λόγω μη άσκησης ενδίκου μέσου κατά αυτής, κατά τα γνωστά στο Δικαστήριο (βλ. τη ΧΕΜ812/16.11.2022 βεβαίωση τελεσιδικίας της Γραμματέως του Δικαστηρίου). Με αυτά τα δεδομένα, τίθεται, περαιτέρω, το ζήτημα για τον εάν ασκείται παραδεκτώς δεύτερη ανακοπή πριν από την τελεσιδικία της, απορριπτικής επί της πρώτης ανακοπής, απόφασης, εφόσον η τελεσιδικία πάντως έχει επέλθει μέχρι τη συζήτηση της δεύτερης ανακοπής, και ειδικότερα όταν έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά της απόφασης αυτής. Με βάση όσα έγιναν δεκτά στην 11η σκέψη, η απάντηση που προσήκει είναι ότι η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε παραδεκτώς κατά την παραπάνω έννοια. Ωστόσο, για τα δύο ανωτέρω ζητήματα που ανακύπτουν στην κρινόμενη υπόθεση και είναι κρίσιμα και λυσιτελή για την επίλυση της (: παραδεκτό άσκησης δεύτερης ανακοπής κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 70 του ΚΔΔ και χρόνος κατάθεσης αυτής) έχουν ήδη εκδοθεί, ως προεκτέθηκε στη μείζονα, αντιφατικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, ενώ τα ζητήματα αυτά δεν έχουν κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας και αποτελούν, εκ της φύσης τους, ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που αφορούν ευρύτερο κύκλο προσώπων, καθώς πρόκειται για ερμηνεία διατάξεων του ΚΔΔ, σε συνδυασμό με συνταγματική διάταξη, ο οποίος Κώδικας εφαρμόζεται σε όλη την επικράτεια από το σύνολο των διοικητικών δικαστηρίων. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, για λόγους ενότητας της νομολογίας και ασφάλειας δικαίου, να αναβληθεί η οριστική κρίση επί της υπόθεσης και να τεθούν προδικαστικά ερωτήματα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής.
Διατυπώνει προς το Συμβούλιο της Επικρατείας τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «1) Υπό το πρίσμα των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, επί ανακοπής εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 70 παρ. 1 του ΚΔΔ, ήτοι χωρεί παραδεκτώς η κατ’ εξαίρεση άσκηση δεύτερης ανακοπής στην περίπτωση απορρίψεως της πρώτης για λόγους τυπικούς; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο παραπάνω ερώτημα: 2) Υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 70 παρ. 1 του ΚΔΔ έχει την έννοια ότι η δεύτερη ανακοπή ασκείται παραδεκτώς πριν από την τελεσιδικία της απόφασης που απορρίπτει την πρώτη ανακοπή για τυπικό λόγο, εφόσον η τελεσιδικία πάντως έχει επέλθει κατά τον χρόνο συζήτησης της δεύτερης ανακοπής στο δικαστήριο; Ποια η απάντηση στο ίδιο ερώτημα, στην ειδικότερη περίπτωση που η τελεσιδικία της απόφασης επέρχεται με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης κατά αυτής;».
Μετά τη δημοσίευση απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των παραπάνω προδικαστικών ερωτημάτων, θα εισαχθεί η υπόθεση σε νέα συζήτηση.
Η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 10.04.2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ