ΑΠΟΦΑΣΗ
Τζιουμάκα κατά Ελλάδας της 09.04.2024 (αρ. προσφ. 31022/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μη εκτέλεση αποφάσεων ελληνικών δικαστηρίων που χορηγούσαν στην προσφεύγουσα την επιμέλεια των δύο παιδιών της και διέτασσαν τον πατέρα τους να της τα επιστρέψει. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια κοινών διακοπών του Πάσχα στο χωριό της προσφεύγουσας, ο πατέρας, με το πρόσχημα ότι θα πήγαινε τα παιδιά σε παιδική χαρά, τα απομάκρυνε και τα πήγε στο σπίτι των γονιών του και τα κράτησε εκεί χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας. Μάλιστα, φέρεται να είχε φερθεί επιθετικά απέναντι στην προσφεύγουσα όταν προσπάθησε να πάρει πίσω τα παιδιά της και, με τη βοήθεια μελών της οικογένειάς του, την είχε εμποδίσει να τα παραλάβει, παρά τις σχετικές εγχώριες δικαστικές αποφάσεις.
Επικαλούμενη το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι η μη εκτέλεση των αποφάσεων που της ανέθεσαν την επιμέλεια, παραβίασε το δικαίωμα στην οικογενειακή της ζωή.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν είναι καθήκον του να υποκαθιστά τις εθνικές αρχές κατά την εκτίμηση των συγκεκριμένων μέτρων που έπρεπε να ληφθούν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές είναι, κατ’ αρχήν, σε καλύτερη θέση να λάβουν τέτοιες αποφάσεις. Σημείωσε, ωστόσο, ότι τα ληφθέντα μέτρα δεν επέφεραν την επιστροφή των παιδιών στην προσφεύγουσα, ούτε οδήγησαν στην αποκατάσταση οποιουδήποτε είδους ουσιαστικής επαφής μεταξύ αυτής και των παιδιών με σκοπό την αποκατάσταση των σχέσεων. Έκρινε, συνεπώς, ότι, παραλείποντας να ενεργήσουν με επιμέλεια, οι εθνικές αρχές ευνόησαν, με τη συμπεριφορά τους, την ένταξη των παιδιών στο νέο τους περιβάλλον και, ως εκ τούτου, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση μιας de facto κατάστασης αντίθετης προς το δικαίωμα της προσφεύγουσας που προστατεύεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα παντρεύτηκε τον Κ.Κ. στο Σουφλί τον Δεκέμβριο του 2011. Απέκτησαν δύο κόρες, την E. και την Γ., οι οποίες γεννήθηκαν τον Μάιο του 2012 και τον Φεβρουάριο του 2015 αντιστοίχως.
Τον Απρίλιο του 2016 η προσφεύγουσα και ο Κ.Κ. βρέθηκαν με τις δύο κόρες τους στο Σουφλί για να γιορτάσουν το Πάσχα μαζί με την οικογένεια της προσφεύγουσας. Ο Κ.Κ., με το πρόσχημα ότι πήγαινε τα παιδιά στην παιδική χαρά, πήρε τις κόρες τους μακριά και τις οδήγησε στο σπίτι των γονιών του στο χωριό Κολοκύθας στην περιοχή της Αμαλιάδας. Η προσφεύγουσα επέστρεψε αμέσως στο σπίτι στο οποίο διέμενε η οικογένεια στην Αμαλιάδα, αλλά κάθε προσπάθεια που έκανε να συναντήσει τα παιδιά ή να επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί τους ήταν μάταιη, καθώς ο Κ.Κ. και οι γονείς του την προσέβαλαν και αρνήθηκαν να την αφήσουν να πλησιάσει τα παιδιά εκδηλώνοντας επιθετική και βίαιη συμπεριφορά απέναντί της.
Διαδικασίες σχετικά με την επιμέλεια
Η προσφεύγουσα και ο Κ.Κ. υπέβαλαν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων τον Μάιο του 2016 προκειμένου να ρυθμίσουν, μεταξύ άλλων, την επιμέλεια των τέκνων. Με την απόφαση υπ’ αριθ. 28/2016 της 12 Ιουλίου 2016, που εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, απορρίφθηκε η αγωγή της προσφεύγουσας για την ανάθεση προσωρινής επιμέλειας των τέκνων και έγινε δεκτή η αντίστοιχη αγωγή του Κ.Κ. Το δικαστήριο αποφάσισε να αναθέσει προσωρινά στον Κ.Κ. όχι μόνο την επιμέλεια των τέκνων, αλλά και την αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας «λόγω της μεγάλης έντασης μεταξύ των μερών», προκειμένου να αποφευχθεί «η μετατροπή των τέκνων σε πηγή έντασης μεταξύ των δύο γονέων». Το εγχώριο δικαστήριο έκρινε ότι και οι δύο γονείς ήταν ακατάλληλοι να μεγαλώσουν τα παιδιά μόνοι τους, αλλά ότι ο K.K. μπορούσε να βοηθηθεί από τους γονείς του, οι οποίοι ήταν ακόμα νέοι.
Μετά από νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε η προσφεύγουσα, με την απόφαση υπ’ αριθ. 2/2017 της 9 Ιανουαρίου 2017 καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες επικοινωνίας της προσφεύγουσας με τα δύο παιδιά της. Στις 29 Ιουλίου 2016, πριν από την εξέταση της αίτησης αυτής, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι είχε προσπαθήσει να δει τα παιδιά της, αλλά είχε ξυλοκοπηθεί από τον K.K. Ωστόσο, στη συνέχεια, τον Αύγουστο του 2016 είχε παραλάβει τα τέκνα, με τη συναίνεση του Κ. Κ., για να περάσει μέρος των θερινών διακοπών μαζί τους και τα επέστρεψε στη συνέχεια, δεδομένου ότι ο πατέρας τους ασκούσε τη γονική μέριμνα δυνάμει της απόφασης υπ’ αριθ. 28/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Σουφλί, όπου διέμενε από τότε.
Στις 13 Ιουλίου 2016, ο K.K. άσκησε αγωγή κατά της προσφεύγουσας, ζητώντας να του ανατεθεί η μόνιμη και αποκλειστική γονική μέριμνα, συμπεριλαμβανομένης της επιμέλειας, των δύο θυγατέρων τους. Στις 15 Μαΐου 2017 η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή κατά του Κ.Κ. στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ζητώντας, μεταξύ άλλων, (α) τη λύση του γάμου τους, β) να της ανατεθεί η επιμέλεια των δύο τέκνων και γ) ο Κ. Κ. να της καταβάλει διατροφή για τα τέκνα.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας εξέδωσε την απόφαση με αριθμ. 87/2018 επί των δύο προαναφερθεισών αγωγών που άσκησαν ο Κ. Κ. και η προσφεύγουσα. Με την απόφαση αυτή, ο γάμος τους λύθηκε, ανατέθηκε στην προσφεύγουσα η επιμέλεια των δύο θυγατέρων τους και η γονική μέριμνα ανατέθηκε και στους δύο γονείς. Το εγχώριο δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για να μην αποξενωθεί από τα παιδιά παρά την απόσταση και ότι η ενδεχόμενη άρνηση των παιδιών να επικοινωνήσουν μαζί της είχε προκληθεί από την ουδέτερη στάση του Κ.Κ. και την αρνητική στάση των γονέων του απέναντί της. Επιπλέον, ο K.K. διατάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 950 §§ 1 και 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, να παραδώσει τα τέκνα στην προσφεύγουσα. Εάν δεν συμμορφωνόταν με την εντολή αυτή, θα του επιβαλλόταν πρόστιμο 1.000 ευρώ και θα καταδικαζόταν σε κράτηση ενός μηνός. Επιπλέον, υποχρεώθηκε να καταβάλει διατροφή για τα τέκνα.
Στις 8 Οκτωβρίου 2018, ο K.K. άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης με αριθ. 87/2018. Στις 7 Μαΐου 2020, με την υπ’ αριθμόν 195/2020 απόφασή του, το Εφετείο Πατρών απέρριψε την έφεση. Το δικαστήριο επισήμανε συγκεκριμένα ότι ο Κ.Κ. ήταν ανίκανος να ασκήσει την επιμέλεια των δύο ανήλικων θυγατέρων του, οι οποίες στην πραγματικότητα ανατράφηκαν από τους γονείς του, ενώ η παρουσία του στην οικία τους ήταν μόνο συμπτωματική.
Στις 9 Ιουνίου 2020 επιδόθηκε στον Κ.Κ. η ως άνω απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου υπέρ της προσφεύγουσας μαζί με διαταγή παράδοσης των τέκνων σε αυτήν στις 11 Ιουνίου 2020 και ώρα 9 π.μ. στο αστυνομικό τμήμα Αμαλιάδας.
Στις 10 Ιουνίου 2020 εκδόθηκε ο πρώτος εκτελεστός τίτλος (απόγραφο) της απόφασης με αριθ. 195/2020 του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία δόθηκε εντολή σε όλα τα αρμόδια όργανα να συνδράμουν στην εκτέλεση του τίτλου αυτού, όταν του ζητηθεί νόμιμα.
Στις 11 Ιουνίου 2020 ο K.K. δεν εμφανίστηκε στο αστυνομικό τμήμα Αμαλιάδας και δεν παρέδωσε τα παιδιά στην προσφεύγουσα.
Στις 10 Μαΐου 2021, κατόπιν αιτήματος της προσφεύγουσας με ημερομηνία 23 Απριλίου 2021, εκδόθηκε ο πρώτος εκτελεστός τίτλος της υπ’ αριθμόν 87/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, με τον οποίο διατάχθηκε η συνδρομή όλων των αρμόδιων οργάνων στην εκτέλεση της ως άνω απόφασης.
Στις 11 Ιουνίου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε μήνυση κατά του Κ.Κ., καθώς, την ημέρα εκείνη, δεν της είχε παραδώσει τα ανήλικα τέκνα τους, τα οποία διέμεναν μαζί του, όπως απαιτείτο δυνάμει της με αριθμ. 87/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας και όπως επιβεβαιώθηκε με την με αριθμ. 195/2020 απόφαση του Εφετείου Πατρών. Την επομένη υπέβαλε συμπληρωματική μήνυση κατά των Γ.Κ. και Ε.Τ., γονέων του Κ.Κ., και στις 30 Ιουνίου 2020 υπέβαλε νέα μήνυση κατά του Ι.Κ., αδελφού του Κ.Κ., και της συζύγου του, Α.Σ., επειδή βοήθησαν τον Κ.Κ. να μην συμμορφωθεί με την εντολή να της παραδώσουν τα τέκνα τους.
Στις 12 Ιουνίου, 23 Ιουνίου και 30 Ιουνίου 2020 πραγματοποιήθηκαν έρευνες στην κατοικία του Κ.Κ. από αστυνομικούς παρουσία δικαστή για τον εντοπισμό των παιδιών, χωρίς επιτυχία. Κατά τις ημερομηνίες αυτές συνελήφθησαν, αντιστοίχως, ο Γ.Κ., πατέρας του Κ.Κ., η Ε.Τ., μητέρα του Κ.Κ., και ο Κ.Κ. με ταχεία διαδικασία και παραπέμφθηκαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αμαλιάδας για το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου, κατά παράβαση του άρθρου 324 του Ποινικού Κώδικα.
Στις 8 Οκτωβρίου 2020 ο K.K. συνελήφθη εκ νέου στην κατοικία του και κατηγορήθηκε για το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκου, όπως και οι γονείς του και ο αδελφός του, οι οποίοι δεν συνελήφθησαν, διότι κατά την ημερομηνία αυτή είχαν όλοι εμποδίσει από κοινού την προσφεύγουσα να παραλάβει τα παιδιά της από τα σχολεία τους, ενώ ο K.K. έπρεπε ήδη να της τα παραδώσει.
Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω έρευνες στην κατοικία του Κ.Κ., στην επιχείρησή του και στην κατοικία του αδελφού του, παρουσία δικαστή, προκειμένου να βρεθούν τα παιδιά και να παραδοθούν στη μητέρα τους, χωρίς επιτυχία.
Μετά την υποβολή αρκετών μηνύσεων από την προσφεύγουσα, οι φάκελοι συγχωνεύθηκαν και ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του Κ.Κ. και των συγγενών του για το αδίκημα της απαγωγής ανηλίκου και διεξήχθη έρευνα. Ο φάκελος υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αμαλιάδας, το οποίο στις 4 Ιουνίου 2021 εξέδωσε το με αριθμ. 35/2021 βούλευμα με το οποίο ο Κ.Κ. παραπέμφθηκε σε δίκη στο Τριμελές Εφετείο Πατρών για κακουργήματα σχετικά με το αδίκημα της απαγωγής ανηλίκου κάτω των 14 ετών με παράλειψη ταυτόχρονα και κατ’ εξακολούθηση. Οι συγγενείς του κατηγορήθηκαν για συνέργεια στη διάπραξη του προαναφερθέντος αδικήματος. Σύμφωνα με το βούλευμα, η απαγωγή των παιδιών δεν είχε πραγματοποιηθεί με σκοπό την απομάκρυνσή τους από τη φροντίδα της μητέρας τους, καθώς, κατά τον χρόνο εκείνο, σύμφωνα με την απόφαση 195/2020 του Εφετείου Πατρών, βρίσκονταν νόμιμα υπό την επιμέλεια του πατέρα τους σύμφωνα με την απόφαση υπ’ αριθ. 28/2016 σχετικά με τα προσωρινά μέτρα. Ωστόσο, η απαγωγή είχε πραγματοποιηθεί με παράλειψη, καθώς ο Κ.Κ. είχε συγκεκριμένη νομική υποχρέωση να παραδώσει τα παιδιά του στη μητέρα τους σύμφωνα με την απόφαση με αριθ. 195/2020 του Εφετείου Πατρών, το οποίο είχε απορρίψει την έφεση του Κ.Κ. Η υποχρέωση του Κ.Κ. δεν είχε αρχίσει με την επίδοση της τελευταίας απόφασης, αλλά από την 11η Ιουνίου 2020, ημέρα που η προσφεύγουσα είχε δηλώσει ότι ο Κ.Κ. όφειλε να συμμορφωθεί οικειοθελώς προς το περιεχόμενο της υπ’ αριθμόν 87/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας σχετικά με την παράδοση των τέκνων.
Ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων εκκρεμούσαν δύο παράλληλες διαδικασίες σχετικά με το αδίκημα της απαγωγής. Όσον αφορά την κατηγορία του K.K. για το αδίκημα της απαγωγής ως πλημμέλημα, η ακροαματική διαδικασία αναβλήθηκε πολλές φορές. Η τελευταία γνωστή ημερομηνία στο Δικαστήριο για την οποία είχε προγραμματιστεί ήταν η 16η Ιανουαρίου 2024. Όσον αφορά το αδίκημα της απαγωγής ως κακούργημα για το οποίο κατηγορήθηκαν ο K.K., οι γονείς του και η κουνιάδα του, η ακροαματική διαδικασία αναβλήθηκε επανειλημμένα. Η τελευταία γνωστή στο Δικαστήριο ημερομηνία για την οποία είχε προγραμματιστεί ήταν η 15η Νοεμβρίου 2023 ενώπιον του Εφετείου Πατρών.
Άλλες ποινικές διαδικασίες κινήθηκαν κατά του K.K. και ενός μάρτυρα, του Λ.T., ο οποίος είχε καταθέσει ενόρκως στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων του K.K. κατά της προσφεύγουσας σχετικά με την προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας των δύο τέκνων σε αυτόν, ότι διατηρούσε σχέση με την προσφεύγουσα. Με την απόφαση υπ’ αριθμ. 67/2023 του Τριμελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας ο Λ.Τ. καταδικάστηκε για ψευδορκία και ο Κ.Κ. για ηθική αυτουργία.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία ενώπιον του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επικαλούμενη το άρθρο 8 της Σύμβασης, κατήγγειλε ότι η αστυνομία δεν κατάφερε να εντοπίσει τον Κ.Κ. και τους συνεργούς του και να της παραδώσει τα παιδιά τους. Επισήμανε την εγχώρια απόφαση ανάθεσης του δικαιώματος επιμέλειας και το γεγονός ότι είχε υποβάλει αιτήματα συνδρομής στην αστυνομία και ποινικές καταγγελίες κατά του Κ.Κ. και της οικογένειάς του. Σημείωσε επίσης ότι το χωριό στο οποίο διέμενε ο Κ.Κ. και οι γονείς του είχε μόνο 80 κατοίκους, οι οποίοι είχαν δει επανειλημμένα τα παιδιά της, αλλά η αστυνομία αρνήθηκε να τη βοηθήσει. Τέλος, κατήγγειλε ότι ο Κ.Κ. την είχε παρενοχλήσει υποβάλλοντας συνεχώς αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων στην προσπάθειά του να παραβιάσει το δεδικασμένο της απόφασης 87/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 2020 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αμαλιάδας, ζητώντας συνδρομή για την εκτέλεση της απόφασης υπ’ αριθ. 195/2020 του Εφετείου Πατρών. Ανέφερε ότι ο Κ.Κ. την παρενοχλούσε υποβάλλοντας διαδοχικά αιτήματα ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία αργότερα απέσυρε. Τέλος, δήλωσε ότι η αστυνομία της Αμαλιάδας δεν της είχε προσφέρει επαρκή βοήθεια για την ανάκτηση των παιδιών της. Ζήτησε από τον εισαγγελέα να διατάξει την αστυνομία να βοηθήσει στη μετακίνηση των παιδιών της, καθώς στο παρελθόν ο κουνιάδος της την είχε χτυπήσει όταν είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τις κόρες της. Δεν παρασχέθηκαν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το αίτημα αυτό.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Οι σχετικές γενικές αρχές σχετικά με τον ρόλο του κράτους στην προστασία των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων έχουν διατυπωθεί σε πολλές υποθέσεις (βλ. Eriksson κατά Σουηδίας της 22.06.1989, § 71 , Olsson κατά Σουηδίας της 27.11.1992 (αριθ. 2), § 90, Hokkanen κατά Φινλανδίας της 23.09.1994, § 55, και Santos Nunes κατά Πορτογαλίας της 22.05.2012, αριθ. 61173/08, §§ 66-69). Η ουσία των αρχών αυτών είναι ότι, δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ γονέων και τέκνων προστατεύεται βάσει των εννοιών του άρθρου 8, η αδυναμία των ατόμων να διατηρήσουν τη σχέση αυτή απαιτεί την ανάληψη δράσης από τις αρχές σύμφωνα με τις θετικές υποχρεώσεις τους να λάβουν μέτρα για την επανένωση ή τη συμβολή στην αποκατάσταση της επαφής μεταξύ παιδιού και γονέα (βλ. αEriksson § 71, Olsson, § 90 και Ignaccolo-Zenide, § 94). Η υποχρέωση των εθνικών αρχών να λαμβάνουν μέτρα για τη διευκόλυνση μιας τέτοιας επανένωσης δεν είναι απόλυτη, δεδομένου ότι η επανένωση γονέα με τέκνο που έχει ζήσει για ορισμένο χρονικό διάστημα με άλλα πρόσωπα ενδέχεται να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί αμέσως και ενδέχεται να απαιτεί προπαρασκευαστικά μέτρα. Η φύση και η έκταση αυτής της προετοιμασίας θα εξαρτηθεί από τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Οποιαδήποτε υποχρέωση εφαρμογής εξαναγκασμού σε αυτόν τον τομέα πρέπει να είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα καθώς και τα δικαιώματα και οι ελευθερίες όλων των ενδιαφερομένων και, ειδικότερα, το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού (βλ. Hokkanen, § 58, και Ignaccolo-Zenide, § 94). Αυτό που έχει καθοριστική σημασία, και το οποίο καλείται να ελέγξει το Δικαστήριο, είναι αν οι εθνικές αρχές έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα που θα μπορούσαν ευλόγως να απαιτηθούν υπό τις περιστάσεις που είχαν ως σκοπό να παράσχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να επανενωθούν και να διατηρήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις (βλ. Kříž κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 09.01.2007, αριθ. προσφ. 26634/03, § 85).
Περαιτέρω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι θετικές υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 8 στα συμβαλλόμενα κράτη όσον αφορά την επανένωση γονέα με τα τέκνα του πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της Σύμβασης της Χάγης. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, δεδομένου ότι το καθ’ ου κράτος είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω πράξη, το άρθρο 7 της οποίας περιέχει κατάλογο μέτρων που πρέπει να λάβουν τα κράτη για να εξασφαλίσουν την ταχεία επιστροφή των παιδιών (βλ. Ignaccolo-Zenide § 95). Συναφώς, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι έχει αναπτύξει ένα σύνολο αρχών όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες ο γονέας που έχει την επιμέλεια προσπαθεί να εκτελέσει την απόφαση σε διασυνοριακές υποθέσεις οι οποίες εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στην παρούσα υπόθεση.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο τόνισε, πρώτον, ότι δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι οι δεσμοί μεταξύ της προσφεύγουσας και των τέκνων της συνιστούσαν ζήτημα που άπτεται στην οικογενειακή ζωή κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί αν δεν διασφαλίστηκε ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής της προσφεύγουσας. Επομένως, αποφασιστικής σημασίας εν προκειμένω είναι αν οι εθνικές αρχές έλαβαν όλα τα μέτρα που μπορούσαν ευλόγως να απαιτηθούν για να διευκολύνουν την εκτέλεση των αποφάσεων με αριθ. 87/2018 και 195/2020.
Όσον αφορά το χρονικό διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι διάδικοι διαφώνησαν ως προς το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο ο K. K. έπρεπε να αρχίσει να συμμορφώνεται με την υποχρέωσή του να παραδώσει τα τέκνα πίσω στην προσφεύγουσα. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση ανάθεσης της επιμέλειας στην προσφεύγουσα εκδόθηκε το 2018 και κατέστη τελεσίδικη και εκτελεστή μετά την απόρριψη της έφεσης του Κ.Κ. το 2020. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα κίνησε τη διαδικασία για την απόκτηση ενός πρώτου εκτελεστού τίτλου, ο οποίος εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2020 και με τον οποίο διατάχθηκαν όλες οι αρμόδιες αρχές να συνδράμουν την προσφεύγουσα στην εκτέλεση της σχετικής απόφασης. Η απόφαση στην οποία βασίστηκε ο εκτελεστός τίτλος (195/2020 Εφετείου Πατρών), επιδόθηκε στον Κ.Κ. στις 9 Ιουνίου 2020 και τον διέταξε να παραδώσει τα τέκνα σε συγκεκριμένο τόπο στις 11 Ιουνίου 2020. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι σύμφωνα με το βούλευμα 35/2021 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, η περίοδος που ελήφθη υπόψη για το αδίκημα της αρπαγής ανηλίκων με παράλειψη υπολογίστηκε από τις 11 Ιουνίου 2020 και μετά. Επομένως, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την ημερομηνία αυτή για την εκτίμηση της συμμόρφωσης των αρχών με τις θετικές υποχρεώσεις όσον αφορά την παροχή συνδρομής στην προσφεύγουσα για την επανένωση με τα τέκνα της, ενώ λαμβάνει κατ’ ανάγκη υπόψη τη διαδικασία στο σύνολό της.
Το Δικαστήριο αρχικά επισήμανε ότι, όσον αφορά τη διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την ανάθεση της επιμέλειας στην προσφεύγουσα, η διαδικασία αυτή ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2016 με την υποβολή αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες εκδικάστηκαν αμέσως με την απόφαση με αριθμ. 28/2016 με την οποία ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια των τέκνων στον K.K. Ωστόσο, η κύρια απόφαση για την ανάθεση της επιμέλειας εκδόθηκε δύο χρόνια αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου 2018 (87/2018) και η σχετική προσφυγή χρειάστηκε άλλα δύο χρόνια για να κριθεί (απόφαση με αριθ. 195/2020 που εκδόθηκε τον Μάιο του 2020).
Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα συνάδει με την ουσία μιας τέτοιας αγωγής, η οποία αφορά την επιμέλεια των τέκνων και, ως εκ τούτου, απαιτεί, ως εκ της φύσεώς της, σκοπιμότητα. Εάν απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια εκ μέρους των αρχών όταν διακυβεύεται η επιμέλεια ενός παιδιού, το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι αυτή η απαίτηση ταχύτητας είναι ακόμη πιο αυστηρή σε περιπτώσεις όπου, όπως εν προκειμένω, ένας γονέας ζητά την επιστροφή των τέκνων του από τον άλλο γονέα που τα κρατά χωρίς τη συγκατάθεσή του (βλ. mutatis mutandis, Amanalachioai κατά Ρουμανίας της 26.05.2009, αρ. προσφ. 4023/04 § 93).
Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, όταν πρόκειται για την εκτέλεση αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή παιδιού, η κατανόηση και η συνεργασία όλων των ενδιαφερομένων αποτελεί πάντοτε σημαντικό στοιχείο (βλ. Ignaccolo-Zenide § 94). Επιπλέον, όταν ανακύπτουν δυσκολίες, κυρίως λόγω της άρνησης του προσώπου με το οποίο διαμένει το παιδί να εκτελέσει την απόφαση που διατάσσει την άμεση επιστροφή του, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να επιβάλουν τις κατάλληλες κυρώσεις, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, για την εν λόγω έλλειψη συνεργασίας και, ενώ τα μέτρα καταναγκασμού κατά των παιδιών δεν είναι, καταρχήν, επιθυμητά σε αυτόν τον ευαίσθητο τομέα, η προσφυγή σε κυρώσεις δεν θα πρέπει να αποκλείεται σε περίπτωση προδήλως παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους του προσώπου με το οποίο ζει το παιδί (βλ. Maumousseau και Washington κατά Γαλλίας της 06.12.2007, αρ. προσφ. 39388/05, § 83).
Συναφώς, το Δικαστήριο τόνισε ότι ο K.K. δεν συμμορφώθηκε, στις 11 Ιουνίου 2020, προς την υποχρέωσή του να παραδώσει τα τέκνα στην προσφεύγουσα σύμφωνα με τον εκτελεστό τίτλο. Επιπλέον, δεν συμμορφώθηκε σε καμία μελλοντική ημερομηνία, παρόλο που η προσφεύγουσα προσπάθησε να το επιβάλει ζητώντας τη συνδρομή της αστυνομίας. Περιορίστηκε να υποβάλει αρκετές νέες καταγγελίες στην προσπάθειά του να ανατρέψει την απόφαση ανάθεσης της επιμέλειας στη μητέρα. Δεν διέφυγε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι έκτοτε, η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να ανακτήσει τα παιδιά της ή ακόμη και να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική επαφή μαζί τους. Φαίνεται ότι η μόνη επαφή που είχε η προσφεύγουσα με τα δύο παιδιά της ήταν μια συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την προσωρινή διαταγή υπ’ αριθ. 35/2021, η οποία διήρκεσε μόνο λίγα λεπτά και στη συνέχεια τερματίστηκε λόγω της άρνησης των παιδιών να μείνουν μαζί της. Επισημαίνεται, επομένως, ότι η παρούσα υπόθεση χαρακτηρίζεται από σαφή έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους του Κ.Κ., η οποία παρεμπόδιζε συστηματικά τις προσπάθειες των αρχών για επανένωση της προσφεύγουσας με τα τέκνα της. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το γεγονός αυτό δεν απαλλάσσει τις αρχές από την ευθύνη τους να κάνουν ό, τι είναι απαραίτητο για να διευκολύνουν μια τέτοια επανένωση (βλ. Aneva κ.λπ. κατά Βουλγαρίας της 06.04.2017, αριθ. 66997/13 κ.α., § 114)
Ως εκ τούτου, όσον αφορά τις ενέργειες των αρχών και την απάντησή τους στα αιτήματα της προσφεύγουσας για συνδρομή για την εκτέλεση της σχετικής απόφασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η αστυνομία πραγματοποίησε τρεις επιχειρήσεις έρευνας στο σπίτι του K.K. και σε αυτό των συγγενών του, αλλά δεν βρήκε τα παιδιά. Ωστόσο, το Δικαστήριο συμφώνησε με την παρατήρηση της προσφεύγουσας ότι σε ένα χωριό που ήταν τόσο μικρό (80 κάτοικοι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, οι οποίοι δεν διαψεύστηκαν), ο εντοπισμός των παιδιών, που φοιτούσαν στο σχολείο, δεν θα μπορούσε να είναι τόσο δύσκολος.
Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσέφυγε σε ποινική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας κατήγγειλε ότι τα παιδιά είχαν απαχθεί λόγω παραλείψεως από τον K. K. και τους συγγενείς του. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή αποδείχθηκε αναποτελεσματική, δεδομένου ότι η σχετική καταγγελία υποβλήθηκε το 2020 και για πάνω από τρία έτη δεν εκδόθηκε πρωτοβάθμια απόφαση λόγω διαδοχικών αναβολών της εξέτασης της υπόθεσης. Συναφώς, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, υπό περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, η πάροδος του χρόνου αποτελεί καθοριστικό παράγοντα. Όσον αφορά την πρόσθετη προσφυγή της προσφεύγουσας σε αστικές διαδικασίες, είναι σαφές ότι ζήτησε να της επιδικαστεί πρόγραμμα επικοινωνίας ώστε να μπορεί να έχει επαφή με τα παιδιά της. Εντούτοις, ούτε η απόφαση αυτή εκτελέστηκε, δεδομένου ότι φαίνεται να πραγματοποιήθηκε μία μόνον προσπάθεια, η οποία όμως δεν ευδοκίμησε. Δεν είναι σαφές από τις παρατηρήσεις των διαδίκων αν όντως έγιναν πρόσθετες προσπάθειες. Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η προσφεύγουσα ανέφερε την αποτυχία να λάβει βοήθεια από την αστυνομία, η οποία έκανε συστάσεις στον Κ.Κ., αλλά δεν φαίνεται να υπήρξε συνέχεια σε σχέση με αυτό.
Όσον αφορά τις ενέργειες της εισαγγελικής αρχής, η οποία ενημερώθηκε τόσο από την υποβολή της σχετικής καταγγελίας από την προσφεύγουσα όσο και από μεταγενέστερες αιτήσεις, η Κυβέρνηση δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για οποιαδήποτε ενέργεια στην οποία προέβη ο εισαγγελέας προκειμένου να διευκολύνει την επανένωση της προσφεύγουσας με τα τέκνα της.
Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να εκτελέσει την απόφαση ανάθεσης της επιμέλειας των δύο τέκνων της για σημαντικό χρονικό διάστημα, ενώ ζούσε σε άλλη πόλη και προσπαθούσε να βρει τρόπους επικοινωνίας μαζί τους χωρίς επαρκή υποστήριξη από τις εγχώριες αρχές, οι οποίες επέτρεψαν να παγιωθεί μια de facto κατάσταση στην περιφρόνηση των δικαστικών αποφάσεων (βλ. Strumia κατά Ιταλίας της 23.06.2016, αρ. προσφ. 53377/13 § 122).
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, σε ορισμένο χρονικό σημείο, τα παιδιά δεν ήταν πρόθυμα να πάνε να ζήσουν με την προσφεύγουσα. Επεσήμανε ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται πιθανώς στην παράνομη άρνηση του άλλου γονέα να συμμορφωθεί προς τις επίμαχες αποφάσεις και στην αναποτελεσματικότητα των μέτρων εκτέλεσης. Διαπίστωσε ότι η παρατεταμένη έλλειψη εκτέλεσης συνέβαλε στη δημιουργία και εδραίωση μιας κατάστασης όπου το πέρασμα του χρόνου αποξένωσε αποτελεσματικά την προσφεύγουσα και τα παιδιά της, γεγονός που με τη σειρά του ενίσχυσε σημαντικά τις δυσκολίες στην εκτέλεση των αποφάσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εγχώριες αρχές απέτυχαν να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την επιβολή των αποφάσεων για την ανάθεση της επιμέλειας στην προσφεύγουσα ενώ τα παιδιά ήταν ακόμη πολύ μικρά και ενδεχομένως είχαν θετική στάση απέναντι στη μητέρα τους. Στη συνέχεια, επί 7 περίπου έτη, η προσφεύγουσα υπέμεινε τη συμπεριφορά του πατέρα που εμπόδιζε τη δημιουργία πραγματικής σχέσης μεταξύ αυτής και των τέκνων κατά παράβαση των σχετικών εσωτερικών αποφάσεων, χωρίς να χρειάζεται να υποστεί συνέπειες αυτής της μη συμβιβαστικής στάσης. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι δυνατότητες επανένωσης θα μειωθούν σταδιακά και τελικά θα καταστραφούν εάν ο γονέας, που δεν συγκατοικεί και ο οποίος προσπαθεί να εκτελέσει απόφαση ανάθεσης επιμέλειας και τα τέκνα, δεν βοηθηθούν να έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν είναι καθήκον του να υποκαταστήσει τις εθνικές αρχές κατά την εκτίμηση των συγκεκριμένων μέτρων που έπρεπε να ληφθούν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεδομένου ότι οι αρχές αυτές είναι, κατ’ αρχήν, σε καλύτερη θέση να λάβουν τέτοιες αποφάσεις (βλ. απόφαση Stanková κατά Σλοβακίας της 09.10.2007, αριθ. 7205/02, § 59). Σημείωσε, ωστόσο, ότι τα ληφθέντα μέτρα δεν επέφεραν την επιστροφή των παιδιών στην προσφεύγουσα, ούτε οδήγησαν στην αποκατάσταση οποιουδήποτε είδους ουσιαστικής επαφής μεταξύ αυτής και των παιδιών με σκοπό την αποκατάσταση των σχέσεων. Ο υπαίτιος γονέας, Κ.Κ., ο οποίος αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό χωρίς περιορισμούς, γεγονός που του επέτρεψε να επιμείνει στην παρεμπόδιση όλων των σχετικών προσπαθειών. Οι αρμόδιες αρχές, αντιμέτωπες με τέτοια παρεμπόδιση, δεν μερίμνησαν για την έγκαιρη και κατάλληλη λήψη και εφαρμογή προπαρασκευαστικών μέτρων. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και παρά το περιθώριο εκτίμησης του εναγόμενου κράτους στο θέμα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές απέτυχαν να επιδιώξουν αποτελεσματικά επαρκείς και έγκαιρες ενέργειες για την επιβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην επιστροφή των παιδιών της.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, παραλείποντας να ενεργήσουν με επιμέλεια, οι εθνικές αρχές ευνόησαν, με τη συμπεριφορά τους, την ένταξη των παιδιών στο νέο τους περιβάλλον και, ως εκ τούτου, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση μιας de facto κατάστασης αντίθετης προς το δικαίωμα της προσφεύγουσας που προστατεύεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν προέβησαν αποτελεσματικά σε κατάλληλες και έγκαιρες ενέργειες για την επιβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην επιστροφή των παιδιών της.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της οικογενειακής ζωής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη κα 1.000 ευρώ για έξοδα
echrcaselaw.com