ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία, και η ερημοδικία των διαδίκων υπόκειται στη ρύθμιση των κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο ή πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανάλογα αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου ή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αν πρόκειται για πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση. Ειδικότερα, αν δεν παραστάθηκε ή παρέλειψε να καταθέσει προτάσεις στην μετ` αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών και κατ` αυτή την έννοια ερημοδικεί. Σύμφωνα δε με τα όσα ορίζει η διάταξη του άρθρου 524 παρ.3ΚΠολΔ, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος, δηλαδή οι διατάξεις του άρθρου 272ΚΠολΔ και απορρίπτεται η έφεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 317 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Τζώρτζη Ρούσσο (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ του ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., με την ιδιότητά του ως ιδιοκτήτη του ναυτικού πρακτορείου …………. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ΚΑΛΟΥΣΑ- ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ (ΕΝΑΓΟΥΣΑ) άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 26-7-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013 αγωγή της κατά του ως άνω καθ΄ού η κλήση – εκκαλούντος (εναγόμενου). Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση του ως άνω κώδικα με τον Ν.4335/23-7-2015, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 αυτού, καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016), εξέδωσε την υπ΄αρ. 2744/2014 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την ως άνω απόφαση, πρόσβαλε ο εναγόμενος με την από 15-7-2014 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης ……/17-7-2014, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθμό Kατάθεσης και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου αντίστοιχα (ΓΑΚ/ΑΚΔ) ………../17-7-2014. Επί της ως έφεσης αυτής εκδόθηκε η υπ΄αρ. 744/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που, αφού έκανε τυπικά δεκτή την έφεση, στη συνέχεια την απέρριψε κατ΄ουσία, επικυρώνοντας την εκκαλουμένη απόφαση.
Κατά της απόφασης αυτής, ασκήθηκε από τον εναγόμενο – εκκαλούντα η από 28-1-2017 αίτηση αναίρεσης, με Γενικό Αριθμό Kατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (ΓΑΚ/ΕΑΚ)……../2017, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 1335/2018 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Β1 Πολιτικό Τμήμα). Η ανωτέρω αρεοπαγητική απόφαση, έκανε δεκτή εν μέρει δεκτή την αίτηση και αναίρεσε την παραπάνω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (υπ΄αρ. 744/2015), ως προς το κεφάλαιό της που αναφέρεται σε αυτήν. Ακολούθως, παρέπεμψε την υπόθεση, ως προς το αναιρεθέν της μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, συγκροτούμενο από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την μερικώς αναιρεθείσα απόφαση.
Κατόπιν τούτου, επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την ένδικη από 10-11-2021 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../17-11-2021) κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας, η ως άνω από 15-7-2014 έφεση του αντιδίκου της, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προαναφερθείσα αρεοπαγητική απόφαση, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμοπου αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 15.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας – εφεσίβλητης, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Mε την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, από 10-11-2021 κλήση, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η ένδικη από 15-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2014 έφεση, κατόπιν μερικής αναίρεσης (μετά από την από 28-1-2017 σχετική αίτηση του καθ΄ού η κλήση – εκκαλούντος – εναγόμενου), δυνάμει της υπ’ αρ. 1335/2018 απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Β1 Πολιτικό Τµήµα) της υπ’αρ. 744/2015 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και την παραπομπή της υπόθεσης, με την ίδια απόφαση του Αρείου Πάγου, ως προς το αναιρεθέν μέρος της ως άνω απόφασης, προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς,συγκροτούμενου από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ.3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της, μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος της αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει δε, από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλομένης απόφασης ως ολικής. Επομένως, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνο ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του Δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους. Περίπτωση εν όλω αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός, πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 304/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ως προς το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι ο Άρειος Πάγος, κρίνοντας επί ορισμένου αναιρετικού σφάλματος και θεωρώντας βάσιμο τον σχετικό λόγο αναίρεσης, εφόσον συντρέχουν οι όροι των άρθρων 579 παρ.1 και 581 παρ.2 του ΚΠολΔ, τα οποία προβλέπουν και περί μερικής αναίρεσης της απόφασης, όταν ο δεκτός γενόμενος αναιρετικός λόγος δεν πλήττει ευθέως ή κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, αναιρεί μερικώς την απόφαση. Η μερική αυτή αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της υπόθεσης, στο οποίο αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος. Το Δικαστήριο, συνεπώς, της παραπομπής ερευνά μόνον τους ισχυρισμούς, που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης, για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνο επανακρίνεται και αφού κατατεθούν νομίμως προτάσεις (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018 ο.π). Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το τμήμα της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναιρετική απόφαση δεδικασμένου, από την αμετάκλητη ήδη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σ’ αυτές (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 711/2018 ο.π., ΑΠ 404/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Περαιτέρω, επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο, διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτή, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία, και η ερημοδικία των διαδίκων υπόκειται στη ρύθμιση των κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο ή πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανάλογα αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβάθμιου ή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αν πρόκειται για πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση. Εξάλλου, κατά το προαναφερόμενο άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται η συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και συνεπώς οι υποβληθείσες κατ’ αυτήν προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση Δικαστήριο. Επομένως, κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης (έφεσης) μπορούν να υποβληθούν νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα των διαδίκων με τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 529 τουΚΠολΔ (ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1388/2013, ΑΠ 918/2013, M.Εφ.Πειρ.57/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα παραπάνω, αν δεν παραστάθηκε ή παρέλειψε να καταθέσει προτάσεις στην μετ` αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών, ερημοδικεί.Σύμφωνα δε με τα όσα ορίζει η διάταξη του άρθρου 524 παρ.3ΚΠολΔ, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος, δηλαδή οι διατάξεις του άρθρου 272 ΚΠολΔ και απορρίπτεται η έφεση(ΑΠ 337/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ υπό το άρθρο 581, αρ.6). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 524 παρ. 3,1, 535 παρ. 1, 271 παρ. 1 και 272 παρ. 2 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν δεν εμφανιστεί στο ακροατήριο ο εκκαλών ή εμφανιστεί και δεν συμμετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο στη συζήτηση της έφεσης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, καθώς και τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του. ΄Οταν την επίσπευση κάνει ο εκκαλών ή την κάνει ο εφεσίβλητος και ο εκκαλών σύμφωνα με τα προεκτεθέντα έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, το Δικαστήριο θα απορρίψει την έφεση. ΄Οπως συνάγεται δε από τη διάταξη αυτή (άρθρο 524 παρ. 3 ΚΠολΔ) η απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ` ουσία και όχι κατά τύπους, γιατί παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί αποδοχής τους (ΑΠ 361/2011 ΝοΒ 2011. 1572, Εφ.Πειρ. 12/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δυτ.Μακ. 28/2013Αρμ. 2014. 106).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα (ήδη καλούσα – εφεσίβλητη) άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 26-7-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 αγωγή της, στην οποία εξέθετε ότι, δυνάμει της από 18-6-2010 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε από τον εναγόμενο (ήδη καθ΄ού η κλήση – εκκαλούντα), ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση και συγκεκριμένα ναυτικό πρακτορείο, ώστε να εργαστεί ως υπάλληλος με πλήρη απασχόληση στο πρακτορείο αυτό, αντί μηνιαίων αποδοχών 700 ευρώ. Ότι, ο εναγόμενος προέβη στις 5-5-2013 σε καταγγελία της ως άνω σύμβασης εργασίας, η οποία, όμως, είναι άκυρη διότι δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση, άλλως ως καταχρηστική, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως, κατόπιν περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότιο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλλει, νομιμοτόκως, ως μισθούς υπερημερίας, από την επομένη ημέρα της απόλυσής της έως τις 30-9-2013 (πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής), το συνολικό ποσό των 7.411,05 ευρώ, άλλως το ποσό των 3.602,59 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί ότι αυτός (εναγόμενος) οφείλει να της καταβάλει, επίσης με τον νόμιμο τόκο, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών,επιστημονικό επίδομα, διαχειριστικό επίδομα, διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας, προσαύξηση εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες καθώς και αποδοχές αδείας έτους 2013, το συνολικό ποσό των 37.460,48 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή.
Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας, όπως προεκτέθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίηση του ως άνω κώδικα με τον Ν.4335/23-7-2015), εξέδωσε την υπ΄αρ. 2744/2014 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην των αιτημάτων της περί επιβολής χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ στον εναγόμενο, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης και της κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο δεν συνάδει με τον αναγνωριστικό χαρακτήρα της, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη.Αναγνώρισε δε την ακυρότητα της καταγγελίας της επίμαχης ως άνω σύμβασης εργασίας, καθώς επίσης (αναγνώρισε) ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα,για τις ως άνω αιτίες,το συνολικό ποσό των 44.841,53 ευρώμε τον νόμιμο τόκο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ως άνω απόφαση.
Τηνανωτέρω απόφαση, πρόσβαλε ο εναγόμενος με την από 15-7-2014 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2014, με την οποία ζητούσε, για τους λόγους που εκτίθενται σ΄ αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνισή της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να απορριφθεί συνολικάη αγωγή της αντιδίκου του.
Επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε η υπ΄αρ. 744/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που, αφού έκανε τυπικά δεκτή την έφεση, στη συνέχεια, την απέρριψε κατ΄ουσία, επικυρώνοντας την εκκαλουμένη απόφαση.
Κατά της ως άνω απόφασης, ασκήθηκε από τον εναγόμενο – εκκαλούντα η από 28-1-2017 αίτηση αναίρεσης, με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2017, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 1335/2018 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Β1 Πολιτικό Τμήμα). Η αρεοπαγητική αυτή απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αίτησηκαι αναίρεσε την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (υπ΄αρ. 744/2015), ως προς το μέρος της που αναφέρεται σε αυτή και συγκεκριμένα ως προς το κεφάλαιό της που έκανε δεκτό ότι, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το προβλεπόμενο από την οικεία ΣΣΕ διαχειριστικό επίδομα και μετά την 14-5-2012, καθώς από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.4 της ΠΥΣ 6/28-02-2012, συνάγεται ότι, μετά την 14-5-2012, η μετενέργεια των ΣΣΕ περιορίστηκε, με αποτέλεσμα να οφείλεται στην ενάγουσα μόνο ο βασικός μισθός και από τα ένδικα επιδόματα μόνο το επίδομα σπουδών και όχι το διαχειριστικό επίδομα, το οποίο δεν μετενεργεί μετά την 14-5-2012, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αναιρετική απόφαση. Επομένως, κρίνοντας διαφορετικά, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις. Συμπερασματικά η ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου, έκανε εν μέρει δεκτό ως βάσιμο τον σχετικό πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδιδόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, στου οποίου την αναιρετική εμβέλεια εμπίπτει το σφάλμα αυτό, και αναίρεσε την ανωτέρω απόφαση, ως προς το μέρος της, που αφορούσε στη μετά την 14-5-2012 αναγνώριση, αφενός μεν της υποχρέωσης καταβολής διαχειριστικού επιδόματoς στην ενάγουσα (κονδύλιο Γ), αφετέρου δετου συνυπολογισμού του επιδόματος αυτού, στη διαμόρφωση των αξιώσεων για δώρα εορτών και επίδομα αδείας, αποδοχές υπερημερίας και αποδοχές αδείας, απορρίπτοντας τον λόγο αυτό κατά τα λοιπά, αλλά και τους λοιπούς λόγους της αναίρεσης ως αβάσιμους. Ακολούθως, παρέπεμψε την υπόθεση, ως προς το αναιρεθέν της μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, συγκροτούμενο από διαφορετικό δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την μερικώς αναιρεθείσα απόφαση.
Από την υπ΄αρ……/25-11-2021 Έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….., προκύπτει ότι, ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω από 10-11-2021 κλήσης της καλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας, με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προαναφερθείσα αρεοπαγητική απόφαση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, η ένδικη έφεση, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον καθ΄ού η κλήση-εκκαλούντα-εναγόμενο. Ο τελευταίος, όμως, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα, με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου. Συνεπώς, πρέπει, κατά τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν, να δικαστεί ερήμην (ο εκκαλών) και να απορριφθεί η έφεσή τουκατά το σχετικόπροαναφερθέν κεφάλαιότης (που εμπίπτει στον δεύτερο λόγο της), ήτοι αυτό που αφοράστην επιδίκαση του διαχειριστικού επιδόματος στην ενάγουσα, για το διάστημα μετά την 14-5-2012, καθώς και του συνυπολογισμού αυτού στη διαμόρφωση των αξιώσεών της για δώρα εορτών και επίδομα αδείας, αποδοχές υπερημερίας και αποδοχές αδείας, ως προς το οποίο η υπόθεση παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, με την υπ` αρ. 1335/2018 αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου και ως προς το οποίο, μετά την αναίρεσή της ως άνω εφετειακής απόφασης αναβίωσε η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά τηςπρωτόδικης απόφασης (εκκαλουμένης). Ο εκκαλών πρέπει, εξάλλου, κατά το σχετικό αίτημα της εφεσίβλητης, να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως αυτή προσδιορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ τέλος, πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης από τον εκκαλούντα, αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2ΚΠολΔ), κατά τα επίσης ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εκκαλούντος.
Ορίζει σε βάρος του εκκαλούντος προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Απορρίπτει την κρινόμενη από 15-7-2014 έφεση του εκκαλούντος κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης υπ΄αρ. 2744/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση την 1 Ιουνίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ