ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αδικοπραξία. Προϋποθέσεις. Αιτιώδης συνάφεια. Εάν ο ενάγων, ως εκκαλών, παραπονείται για το ότι η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, το εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει αυτεπαγγέλτως ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη. Σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι εφικτή η αντικατάσταση των αιτιολογικών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι υπάρχει διαφορά ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου. Η αγωγή απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Δέχεται έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος. Εξαφανίζει. Απορρίπτει αγωγή ως μη νόμιμη.
Αριθμός Απόφασης: 398 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ. Δ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 06/09/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./26-09-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./26-09-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμό Κατάθ. …./26-09-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/26-09-2017, κατά της με αριθμό 3283/07-07-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 11/05/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 22-6-2010 και με αριθμ. κατάθ. ……./22-06-2010 αγωγής της εκκαλούσας εναντίον της εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς, από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση δε αυτής, στις 07/07/2017, έως την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 26/09/2017, δεν παρήλθε η τασσομένη από το άρθρο 528 παρ. 2 του ΚΠολΔ προθεσμία (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 και 520 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, μ’ έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού -άρθρο 45 Ν. 4446/2016-) [βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 5 του Ν. 4465/2017 (ΦΕΚ Α΄ 47/4.4.2017)] (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρ. 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στ’ άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ενώ, κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε της ελευθερίας του. Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, 2) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, 3) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας, και 4) η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΑΠ 4/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 377/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 809/2017 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 Α.Κ., προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, από πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου, απαιτείται προσβολή της προσωπικότητας, η οποία να είναι παράνομη, δηλαδή να έγινε χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, ήσσονος σπουδαιότητας ή ασκουμένου υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική, και υπαίτια, ήτοι να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωση της (σωματική, πνευματική, ηθική κ.λ.π.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων, που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητος. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητος του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητος του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητός του (ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1394/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1279/2011). Η προσβολή της προσωπικότητος μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος τελεί εν γνώσει της αναληθείας του διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως αμφοτέρων των ως άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επί πλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Σε περίπτωση δε που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Όμως ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικώς και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτήν την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψη του, προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαιτίως αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον παθόντα και να ικανοποιήσει και την ηθική του βλάβη του (ΑΠ 402/2018 ό.π., ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 1662/2005). Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητος. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητος, δηλαδή συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατ’ άρθρο 361 ΠΚ (ΑΠ 109/2012, ΑΠ 1279/2011). Εξάλλου, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει, ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη (ή την ψυχική οδύνη), λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου”, εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της αναλογικότητας, η οποία, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντάς την, ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή. Αποτελεί δε η αρχή της αναλογικότητας την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται οι σχετικές κρίσεις, ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1394/2017 ό.π., ΑΠ 730/2017, ΑΠ 109/2012 Δημ. Νόμος). Ακόμη, η διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, κατά την οποία, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, διευρύνει την έννοια της καταχρήσεως του δικαιώματος, ώστε δεν περιορίζεται η έννοια αυτή, όπως στο άρθρο 281 ΑΚ, στην άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος εκ του νόμου ή εκ της δικαιοπραξίας, αλλά καταλαμβάνει και κάθε πράξη ή παράλειψη εκ της γενικής ατομικής ελευθερίας, δηλαδή τις εξουσίες, που απολαύει κάθε πρόσωπο με ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας. Προϋποθέσεις για να ιδρυθεί αγώγιμη αξίωση, κατά τη διάταξη αυτή του άρθρου 919 ΑΚ, είναι: 1) συμπεριφορά κάποιου αντικείμενη στα χρηστά ήθη, στις επιταγές δηλαδή της επικρατούσας κοινωνικής και συναλλακτικής ηθικής και στις θεμελιώδεις ηθικές και οικονομικές αντιλήψεις του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου, 2) πρόθεση και πρόκληση ζημίας του άλλου και 3) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του ζημιώσαντος και της ζημίας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος). Με τη διάταξη του άρθρου 919 Α.Κ., που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς, επίσης, και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/91, ΑΠ 55/2003). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, την οποία δεν αποκλείει, κατά τις περιστάσεις, η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή φυσικής ευχέρειας, συνεκτιμούνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που οδήγησαν τον υπαίτιο στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του αντισυμβαλλομένου “θύματος”, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση. Στην αναζήτηση δε του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και τα επιβαλλόμενα όρια από αυτή (ΑΠ 900/2011). Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία (ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 55/2003, ΑΠ 1652/2006). Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνες του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς, που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα μετά διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς, που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 212/2018 Δημ. Νόμος). Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι, εξαιτίας αυτής, οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Κατόπιν αυτού, το εφετείο αποκτά εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 ΚΠολΔ, τόσο από τη μία πλευρά όσο και από την άλλη και, παρά το ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, παραπονείται για το ότι η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, το εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει, ακόμη και με αυτεπάγγελτη έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη. Σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι εφικτή η κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ αντικατάσταση των αιτιολογικών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι υπάρχει διαφορά ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου, που παράγεται από την απόρριψη της αγωγής για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Γι` αυτό, η έφεση γίνεται δεκτή, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται και η αγωγή απορρίπτεται ως μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, ακόμη και χωρίς ειδικό παράπονο, διότι η απόφαση αυτή είναι για τον εκκαλούντα επωφελέστερη, σε σύγκριση με την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 140/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση από 22/06/2010 αγωγή της, ισχυρίστηκε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι είναι κυρία μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας και δη καταστήματος τριώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στη Δραπετσώνα, ότι, δυνάμει του από 26-5-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, εκμίσθωσε αυτήν στον ……., έναντι μηνιαίου μισθώματος 450 ευρώ, για χρονικό διάστημα δύο ετών, με έναρξη της μίσθωσης από 1-6-2010, ότι, την 27-5-2010, η εναγομένη, μητέρα των λοιπών συνιδιοκτητών της τριώροφης οικοδομής, ισχυρίσθηκε, ενώπιον του ως άνω μισθωτή, ότι το ως άνω κατάστημα είναι παράνομο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον ως κατοικία, ότι εξύβρισε και απείλησε το μισθωτή, λέγοντάς του ότι δεν θα του επέτρεπε να εργασθεί ήρεμα και θα έκανε ό,τι μπορούσε για να του δημιουργήσει προβλήματα. Ότι, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας αυτής συμπεριφοράς της εναγομένης αναγκάστηκε (η ενάγουσα) να συνάψει σύμβαση λύσης της μίσθωσης με τον ως άνω μισθωτή, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία ποσού 10.800 ευρώ, η οποία συνίσταται στα μισθώματα, τα οποία θα εισέπραττε για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών και τα οποία απώλεσε, καθώς και να προκληθεί σε αυτήν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 4.000 ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζήτησε, όπως νομίμως περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καταχωρισθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την οποία επανέλαβε με τις προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 223, 294 εδαφ. α’, 295 παρ. 1 εδάφ. β’, ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.800 ευρώ, να υποχρεωθεί η εναγομένη στην παράλειψη στο μέλλον της διάδοσης συκοφαντικών σχολίων, σχετικά με τη μίσθωση του ως άνω καταστήματος, με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας τριών (3) μηνών, για κάθε παράβαση της υποχρεώσεώς της αυτής, να κηρυχθεί η απόφαση, που θα εκδοθεί, προσωρινώς εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στη καταβολή της δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε αυτήν αρκούντως, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297, 298, 299, 330, 345, 346 ΑΚ, 176 Κ.Πολ.Δ., πλην: α) του αιτήματος παράλειψης στο μέλλον της διάδοσης συκοφαντικών σχολίων, το οποίο απερρίφθη ως μη νόμιμο, δεδομένου ότι η ενάγουσα, προς στοιχειοθέτηση της αγωγής της, υποστηρίζει ότι η εναγομένη τέλεσε εις βάρος της αδικοπραξία, καθώς η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της είχε ως συνέπεια τη λύση της μίσθωσης και την απώλεια των μισθωμάτων, εξαιτίας δε αυτής και την πρόκληση στην ίδια ηθικής βλάβης και δεν επικαλείται και προσβολή της προσωπικότητας της και β) του παρεπόμενου αιτήματος περί κηρύξεως της εκδοθησομένης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγή από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, απερρίφθη ως μη νόμιμο, διότι το στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 907 και 908 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας δεν προσήκει σε αναγνωριστική αγωγή, καθώς η εκδοθησομένη επ’ αυτής απόφαση δεν αποτελεί τίτλο εκτελεστό (904 παρ. 1 και 2 στοιχ. α’ ΚΠολΔ) και, επομένως, δεν κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή, απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και επέβαλε στην ενάγουσα τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, την οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η υπό κρίση αγωγή της. Υπό το εκτεθέν περιεχόμενο, όμως, η υπό κρίση αγωγή, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως μη νόμιμη, διότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται σε αυτήν, δεν συνιστούν αδικοπραξία της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, ώστε να στηριχθούν στις διατάξεις περί αδικοπραξιών οι ένδικες αξιώσεις αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ειδικότερα, κατ’ ορθή εκτίμηση, δεν συνιστούν, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης, σε βάρος της ενάγουσας, η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με τη φερόμενη στην αγωγή ζημία της, ήτοι την απώλεια μισθωμάτων, λόγω της σύναψης σύμβασης λύσης της μίσθωσης, και την αντίστοιχη ηθική βλάβη της ενάγουσας. Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη της εναγομένης, λόγω αδικοπραξίας, εφόσον η συμπεριφορά της και αληθής υποτιθέμενη, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και αντικειμενικά εξεταζόμενη, δεν ήταν ικανή, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει ως αιτία τη λύση της μίσθωσης και συνακόλουθα να οδηγήσει σε απώλεια για την ενάγουσα των αναφερόμενων στην αγωγή μισθωμάτων, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα και την αντίστοιχη ηθική της βλάβη. Σημειώνεται ότι η ενάγουσα, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, δεν επικαλείται και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της από την εναγομένη. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την από 22-06-2010 και με αριθμ. κατάθ. …./22-06-2010 αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 297, 298, 299, 330, 345, 346 ΑΚ, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτήν, στο σύνολό της ως μη νόμιμη. Συνεπώς, εφ’ όσον η εκκαλούσα παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της ως άνω αγωγής, ως προς τα ως άνω κεφάλαια, το εφετείο έχει την εξουσία, ακόμη και χωρίς την προβολή σχετικού παραπόνου, να ερευνήσει αυτεπάγγελτα τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να την απορρίψει ως μη νόμιμη, δοθέντος ότι, με τον τρόπο αυτό εκδίδει απόφαση ευνοϊκότερη για την εκκαλούσα.
Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως κατ’ ουσία βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 3283/07-07-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, καθ’ ο μέρος εισήχθη, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθ. 535 § 1 ΚΠολΔ) και δικαστεί η από 22-06-2010 και με αριθμ. κατάθ. ……./22-06-2010, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, αγωγή, ν’ απορριφθεί αυτή και αυτεπαγγέλτως ως μη νόμιμη. Λόγω δε της νίκης της εκκαλούσας, η οποία κατέθεσε παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου σε αυτήν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τ’ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμ. 3283/07-07-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 3283/07-07-2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, καθ’ ο μέρος εισήχθη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του καταθέσαντος από την εκκαλούσα παραβόλου σε αυτήν.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 22-06-2010 και με αριθμ. κατάθ. ……/22-06-2010, απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό κρίση από 22-06-2010 και με αριθμ. κατάθ. ……./22-06-2010 αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 11/07/2019, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ