ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Καταδολίευση δανειστών. Στην έννοια του οφειλέτη εντάσσεται και ο εγγυητής. Η απαίτηση του δανειστή πρέπει να είναι γεννημένη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της αγωγής. Γνώση τρίτου για την καταδολιευτική πρόθεση του οφειλέτη. Τεκμήριο συζύγου και συγγενών δεν ισχύει σε χαριστικές δικαιοπραξίες. Περισσότεροι συνοφειλέτες. Δεν απαιτείται η έλλειψη περιουσιακών στοιχείων στο πρόσωπο όλων. Αλληλόχρεος λογαριασμός. Ορισμένο αγωγής διάρρηξης. Η επίδικη μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη πραγματοποιήθηκε σε χρόνο, κατά τον οποίο οι απαιτήσεις της πιστούχου τράπεζας εξυπηρετούνταν κανονικά. Κατά τον κρίσιμο χρόνο της απαλλοτριώσεως δεν υφίστατο πρόθεση βλάβης της δανείστριας εκ μέρους του εγγυητή. Ορθώς απορρίφθηκε η αγωγή. Απορρίπτει έφεση.
Αριθμός Απόφασης: 399/2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη και Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη – Εισηγήτρια, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 28/06/2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../29-06-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./29-06-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./29-06-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./29-06-2018, κατά της με αριθμό 3943/29-08-2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 31/05/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 12/11/2014 και με Γεν. Αρθμ. Κατάθ. …../2014 και Αριθμ. Κατάθ. Δικογραφ. …../2014 αγωγής της εκκαλούσας εναντίον των εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς, από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση δε αυτής, στις 29/08/2017, έως την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 29/06/2018, δεν παρήλθε η τασσομένη από το άρθρο 528 παρ. 2 του ΚΠολΔ προθεσμία (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 και 520 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, μ’ έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού -άρθρο 45 Ν. 4446/2016-) [βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 5 του Ν. 4465/2017 (ΦΕΚ Α΄ 47/4.4.2017)] (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση από 12/11/2014 και με Γεν. Αρθμ. Κατάθ. …./2014 και Αριθμ. Κατάθ. Δικογραφ. …../2014 αγωγή της εναντίον των εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, κατά του πρώτου των εναγομένων, υφίσταται ληξιπρόθεσμη απαίτησή της, ύψους 1.920.981,07 ευρώ, απορρέουσα από σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην οποία ο τελευταίος συνεβλήθη ως εγγυητής, παραιτούμενος από την ένσταση της διζήσεως. Ότι, ο πρώτος εναγόμενος, με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησής της, εν γνώσει της οφειλής του, μεταβίβασε, δια του αναφερόμενου στην κρινόμενη αγωγή συμβολαιογραφικού εγγράφου, νομίμως μεταγραμμένου, προς τη δεύτερη εναγόμενη – σύζυγό του, με δωρεά εν ζωή, το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, ήτοι το 1/2 εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος ψιλής κυριότητας ενός ακινήτου, ευρισκόμενου στο Κερατσίνι Αττικής, το οποίο αναλυτικά περιγράφεται στην υπό κρίση αγωγή, με αποτέλεσμα να μη δύναται να ικανοποιήσει την απαίτησή της, διότι η υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη της δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της οφειλής της. Ότι η αντικειμενική αξία του μεταβιβασθέντος δικαιώματος ανερχόταν στο ποσό των 23.000 ευρώ περίπου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να διαρρηχθεί η ανωτέρω μεταβίβαση ως καταδολιευτική, άλλως, ν’ αναγνωριστεί η ακυρότητα της ένδικης συμβάσεως λόγω της εικονικότητάς της. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3943/29-08-2017 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 31/05/2017, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι νόμιμη, απέρριψε αυτήν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, επέβαλε δε τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων σαράντα (340) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται, κατ’ ορθή εκτίμηση, σ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμισθεί, η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή.
Κατά το άρθρο 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους (ΟλΑΠ 19/2008 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1116/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος). Με το θεσμό της διαρρήξεως σκοπείται η κατοχύρωση της υπεγγυότητας της περιουσίας του οφειλέτη, ήτοι της δυνατότητας των δανειστών να επιληφθούν της περιουσίας του με τα μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφού ο νόμος δεν διακρίνει, η διάταξη αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή (ΟλΑΠ 19/2008 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 Α.Κ., προκύπτει ότι, για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) Απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο, που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, με την έννοια ότι τα παραγωγικά γεγονότα αυτής πρέπει να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ή να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο, ούτε δυνάμει αυτού ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη και αυτή να έχει καταστεί απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 709/1994 ΝοΒ 23.300, ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 661/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 928/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1701/2008 Δημ. Νόμος). β) Απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου. Ο όρος “απαλλοτρίωση” χρησιμοποιείται στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ με την ευρύτατη έννοια και περιλαμβάνει κάθε σοβαρή και ηθελημένη (μη εικονική) διάθεση, εκποίηση, αλλοίωση ή παραίτηση, που επιφέρει μείωση της υπέγγυας στους δανειστές περιουσίας, ανεξάρτητα αν έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα. Συνεπώς, σε διάρρηξη υπόκεινται, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες (941, 942 ΑΚ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και κάθε παροχή που έγινε από ηθικό καθήκον (βλ. ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 778/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1800/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 40.124, ΕΑ 730/2009 Δημ. Νόμος, ΕΑ 507/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑιγ 273/2009 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1028/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 760/2006 Δημ. Νόμος). Το γεγονός δε ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεων του έναντι των νόμιμων (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1728/2006 ΕλΔ 48.479, ΑΠ 818/1998 ΕλΔ 40.123, ΕΑ 730/2009 Δημ. Νόμος, ΕΑ 507/2009 ό.π., ΕφΑθ 5061/2004 ΕλΔ 46.563). γ) Πρόθεση βλάβης των δανειστών. Ειδικότερα, η πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 621/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος), καθόσον στην περίπτωση αυτή είναι προφανές πως ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της απαλλοτριωτικής του πράξεως είναι η βλάβη του δανειστή, την οποία αποδέχεται (ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, ΑΠ 818/1998 ΕλλΔικ 1999.124). δ) Γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι, κατά την απαλλοτρίωση, σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό, ή από αγχιστεία έως το δεύτερο, το οποίο τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της περί διαρρήξεως αγωγής και είναι μαχητό, επομένως μπορεί να ανατραπεί αν ο σύζυγος ή ο συγγενής ισχυριστεί και αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι ο απαλλοτριώσας προέβη στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών του. Η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 6/2003 ΕλΔ 44 σελ. 401, ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 339/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 417/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1092/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1284/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 846/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1475/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1189/2003 ΕλΔ 45.460, ΑΠ 637/2001 ΕλΔ 43.1410, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος). Επομένως, σε περίπτωση που με την αγωγή διώκεται η διάρρηξη απαλλοτρίωσης, που συνίσταται σε χαριστική δικαιοπραξία, δεν απαιτείται για το ορισμένο του δικογράφου της η αναφορά και της γνώσης του τρίτου, υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (ΑΠ 28/2017 ό.π.). Η γνώση του τρίτου, εξάλλου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει (ΑΠ 1798/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1567/2008 Δημ. Νόμος). ε) Αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΟλΑΠ 15/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1881/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1112/2004, ΑΠ 862/1998 ΕλλΔικ 1999.125, Καυκάς, ΕνοχΔ, άρθρ. 939-942). Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, η οποία είναι ένα εκ των στοιχείων της βάσεως της αγωγής διαρρήξεως, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο εγέρσεως αυτής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή, η οποία υπάρχει μόνον όταν ο οφειλέτης είναι κατ’ εκείνο το χρόνο αφερέγγυος (ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 708/2017 ό.π., ΑΠ 661/2015 ό.π., ΑΠ 1902/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 637/2001 Δημ. Νόμος, ΑΠ 88/1998 ΕλλΔικ 39.843). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 939 Α.Κ., ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όχι δε η αφανής (λ.χ. τραπεζικές καταθέσεις, χρήματα, ομόλογα ή τιμαλφή στο σπίτι του οφειλέτη ή σε τραπεζική θυρίδα), αφού δεν μπορούν να επιληφθούν αυτής με αναγκαστική εκτέλεση (Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, ό.π. σελ. 381), καθώς είναι ανύπαρκτη για αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του με τη διάρρηξη επιδιωκομένου από το νόμο σκοπού της προστασίας των δανειστών από την καταδολίευση αυτών από τον οφειλέτη (ΑΠ 637/2001 ΕλλΔικ 2002.1411, ΕφΔωδ 11/2006 ό.π.). Η απαιτούμενη για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας πρόθεση βλάβης του δανειστή, εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος, εις ολόκληρον οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθόσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτρίωσης κρίνεται από στοιχεία, που συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος (ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 28/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 621/2016 ό.π.). Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει, για το κατ` άρθρο 216 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής, να αναφέρονται σε αυτήν (ΟλΑΠ 15/2012 ό.π., ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 874 ΑΚ, 669 ΕμπΝ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 – 67 του ν.δ. της 17-7/13- 8-1923 “Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, προκύπτει ότι, ο δανειστής, που είναι φορέας απαιτήσεως από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, μπορεί να ασκήσει την αγωγή για διάρρηξη των προς βλάβη του απαλλοτριωτικών πράξεων του οφειλέτη του, έστω και αν, κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως, δεν είχε κλειστεί οριστικώς ο λογαριασμός, αρκεί το οριστικό κλείσιμο του να έχει συντελεστεί μέχρι την πρώτη συζήτηση της περί διαρρήξεως αγωγής του (ΑΠ 1/2002, σχετ. Ολ. ΑΠ 709/1974, ΑΠ 1116/2018 ό.π.). Με τη σύμβαση δε του ανοικτού λογαριασμού, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η Τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της, την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά, και ακολούθως καταβάλλει τμηματικά, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, ορισμένες δόσεις, έναντι κεφαλαίου και τόκων. Στην έννομη αυτή σχέση οι αμοιβαίες αποστολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι μόνο το μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο. Και πριν, όμως, από το κλείσιμο αυτό, από την αντιπαραβολή των πιστοχρεώσεων, προκύπτει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου των συμβαλλομένων, η οποία συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του. Επομένως, τα παραγωγικά της απαίτησης περιστατικά, ιδίως η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεστεί, ώστε η απαίτηση είναι γεγενημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, βέβαιη και κατά ποσό εκκαθαρισμένη. Κατά συνέπεια, η Τράπεζα είναι, και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δανείστρια και έχει το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής (βλ. σχετ. ΕΘ 2256/2017 Δημ. Νόμος). Αντίθετη επί του προκειμένου άποψη θα οδηγούσε στο άτοπο ότι ο οφειλέτης, γνωρίζοντας σε δεδομένη στιγμή και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού την παθητική σε βάρος του κατάσταση, που προκύπτει από την αντιπαραβολή των κονδυλίων πιστώσεων και χρεώσεων αυτού, θα μπορεί χωρίς κανένα κίνδυνο διαρρήξεως, να απαλλοτριώνει τα περιουσιακά του στοιχεία πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού προς βλάβη του δανειστή του (ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΕΘ 2256/2017 ό.π.). Στην περίπτωση που, ο οφειλέτης ενέχεται από σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, για τη διάγνωση του ζητήματος της πρόθεσης βλάβης, ενδιαφέρει το πραγματικό ζήτημα της γνώσης, που έχει ο οφειλέτης, ως προς την ύπαρξη παθητικού υπολοίπου του λογαριασμού, κατά τη χρονική στιγμή της απαλλοτρίωσης, καθώς και του ύψους του, αφού από αυτό θα κριθούν οι παραστάσεις του για την κατά τα άνω οικονομική του κατάσταση (ΑΠ 1654/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ Ολ 31/1997 ΕλλΔνη 38, 1526, ΑΠ Ολ 709/1974 NoB 23, 300, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43, 419, ΑΠ 263/1998 ΔΕΕ 1998, 614, ΕΘ 2256/2017 ό.π.). Απαλλοτρίωση του οφειλέτη, που έγινε χωρίς να συντρέχει η γνώση των ανωτέρω στοιχείων, δεν θεωρείται καταδολιευτική και δεν υπόκειται σε διάρρηξη, έστω κι αν η άγνοια οφείλεται σε βαριά αμέλεια του οφειλέτη (βλ. σχετ. ΕΘ 2256/2017 ό.π., Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, έκδ. 1982, κάτω από το άρθρο 939, σελ. 854, αρ. 35-37). ΄Οπως συνάγεται δε από τις διατάξεις των άρθρων 847 και 851 ΑΚ, με τη σύμβαση εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο του, που είναι έναντι άλλου δανειστής, την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σ` αυτόν η οφειλή του άλλου. Με αυτή τη σύμβαση ο εγγυητής ενέχεται προς τον αντισυμβαλλόμενό του, όπως κάθε γνήσιος οφειλέτης απέναντι στον δανειστή του, και συνεπώς, όταν καταβάλει σε αυτόν, εκπληρώνει μεν την παροχή του πρωτοφειλέτη, συγχρόνως, όμως, εκπληρώνει και τη δική του οφειλή. Είναι, συνεπώς, και ο εγγυητής οφειλέτης, κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, και κάθε απαλλοτρίωση, που έγινε από εκείνον προς βλάβη του αντισυμβαλλομένου του και δανειστή του, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία εκείνου για την ικανοποίηση αυτού, υπόκειται σε διάρρηξη, κατά τους όρους των διατάξεων του περί καταδολιεύσεως δανειστών κεφαλαίου ΑΚ (ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 621/2016 ό.π., ΕΘ 2256/2017 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 939 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή του δανειστή κατά του οφειλέτη (τέτοιος είναι, όπως προαναφέρθηκε και ο εγγυητής), για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που έγινε από τον τελευταίο προς βλάβη του, κατά τους όρους των άρθρων 940 επ. ΑΚ, πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρει και την απαίτηση, που έχει αυτός (ο ενάγων δανειστής) κατά του εναγόμενου οφειλέτη, με προσδιορισμό του ποσού αυτής, αλλά και της αιτίας από την οποία αυτή προήλθε (από το νόμο, από σύμβαση, αδικοπραξία κλπ) (ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1339/2012 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, αν η εν λόγω απαίτηση αποτελεί κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, που κλείστηκε, πρέπει στην αγωγή να γίνεται παράθεση όλων των χρεοπιστωτικών κονδυλίων αυτού του λογαριασμού, από τα οποία προκύπτει αυτό το κατάλοιπο. Η παράθεση αυτή δεν είναι αναγκαία, όταν η αγωγή στηρίζεται στην αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη ή τον εγγυητή (ΑΠ 1116/2018 ό.π.). Δεν είναι, επίσης, αναγκαία η παράθεση των χρεοπιστωτικών κονδυλίων, αν για την ύπαρξη και το ύψος της από το κατάλοιπο απαίτησης υφίσταται δεδικασμένο (άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ), ενόψει του ότι το τελευταίο αποκλείει την αμφισβήτηση από τον εναγόμενο της ύπαρξης και του ύψους της εν λόγω απαίτησης. Τέτοιο δεδικασμένο, που αποκλείει αυτή την αμφισβήτηση, προέρχεται και από τη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, για απαίτηση του τελευταίου από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που κλείστηκε και η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, είτε με την τελεσίδικη, κατά παραδοχή ανακοπής κατ` αυτής, ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω ανυπαρξίας της απαίτησης, είτε, σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής, μέσα στην προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοσή της, που ορίζεται στο άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την άπρακτη πάροδο των δέκα εργάσιμων ημερών από τη νέα επίδοση αυτής στον οφειλέτη, τη μη άσκηση δηλαδή από αυτόν ανακοπής μέσα στην εν λόγω προθεσμία (άρθρ. 633 παρ. 2 ΚΠολΔ και Ολ. ΑΠ 6/1996, ΑΠ 1116/2018 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 του Α.Κ., προκύπτει ότι, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διαρρήξεως για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνεται και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνον κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαιτήσεως του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012 ό.π., ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 36/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1284/2011 ό.π., ΑΠ 846/2011 ό.π., ΑΠ 1701/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1677/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2200/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1652/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 184/2016 Δημ. Νόμος). Αν η ληξιπρόθεσμη απαίτηση του δανειστή είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αξία των απαλλοτριωθέντων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, αρκεί η αναφορά της συνολικής αυτής αξίας και δεν απαιτείται ο προσδιορισμός της αξίας καθενός από αυτά (ΑΠ 28/2017 ό.π., ΑΠ 1127/2005 Νόμος, ΑΠ 637/2001 Νόμος, ΕφΠειρ 344/2011 Δημ. Νόμος). Για την περίπτωση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας ο ισχυρισμός του εναγομένου οφειλέτη ή του από αυτόν αποκτήσαντος τρίτου, προς απόκρουση της εις βάρος του αγωγής του δανειστή, με την οποία ζητείται η διάρρηξη δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, ότι ο απαλλοτριώσας οφειλέτης έχει άλλη εμφανή περιουσία, ικανή προς ικανοποίηση των δανειστών του οφειλέτη, αποτελεί ένσταση και για να είναι ορισμένος πρέπει να αναφέρονται τα περιουσιακά στοιχεία και η αξία αυτών, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον ενάγοντα δανειστή να αμυνθεί και να μπορεί να κριθεί αν η υπολειπόμενη αυτή εμφανής περιουσία, εν όψει της αξίας αυτής και της απαίτησης του δανειστή, είναι ικανή για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 1824/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1001/2007 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2120/2014 Δημ. Νόμος). Αίτημα δε της αγωγής διάρρηξης είναι πλέον η απαγγελία της διάρρηξης (ΕφΛαρ 97/2002 Δικογρ. 2002.87, ΕΑ 518/2000 ΕλλΔικ 2000.1413, ΕΑ 5639/1998 ΕλλΔικ 1999.1159). Περαιτέρω, η αγωγή διάρρηξης είναι διαπλαστική και η καταγόμενη με αυτήν, προς δικαστική διάγνωση, αξίωση είναι ανεπίδεκτη χρηματικής αποτιμήσεως, υπαγόμενη ως εκ τούτου στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (ΕφΑθ 5546/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 582/2000 ΔΕΕ 2000.878, ΕΑ 940/1999 ΕλλΔικ 1999.1160, 1183, ΕΑ 5109/1999 ΕλλΔικ 2000.1412, ΕφΠειρ 925/1998 ΠειρΝομολ 1998.466). Με τη διάταξη δε του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι, όταν, πλην άλλων, εξαιτίας των περιστάσεων, που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε ομόδικοι, που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους, που παρίστανται. Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας υφίσταται, πλην των άλλων, και μεταξύ των καταδολιευτικώς συναλλαγέντων, απαλλοτριώσαντος και αποκτήσαντος, όταν ενάγονται από κοινού, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων απέναντι στους ομοδίκους αυτούς, δηλαδή του οφειλέτη του δανειστή και του τρίτου, με τον οποίο αυτός συμβλήθηκε (ΑΠ 965/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 417/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 192/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1230/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 554/2005 Δημ. Νόμος). Με το άρθρο δε 10 του ν. 3156/2003 θεσπίσθηκε η τιτλοποίηση απαιτήσεων, ήτοι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων, λόγω πωλήσεως, από εμπορικές επιχειρήσεις σε εταιρείες ειδικού σκοπού, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τους την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους. Στις συμβάσεις αυτές, που καταχωρίζονται σε περίληψη στο ενεχυροφυλάκειο (άρθρο 10 παρ. 8), οπότε θεωρείται ότι γίνεται η εκχώρηση και η αναγγελία των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων (άρθρο 10 παρ. 9, 10), στις οποίες (συμβάσεις) η πώληση και μεταβίβαση των απαιτήσεων διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. και 455 επ. του Α.Κ., εφόσον η ρύθμιση των άρθρων αυτών δεν αντίκειται στις διατάξεις του ως άνω νόμου, μπορεί, μαζί με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις να μεταβιβάζονται και διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα, κατά την έννοια του άρθρου 458 του ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις (άρθρο 10 περ. 6). Περαιτέρω, με έγγραφη σύμβαση, που υπόκειται στη δημοσιότητα του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού μπορεί να αναθέσει την είσπραξη και την εν γένει διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που λειτουργεί νόμιμα (άρθρο 10 παρ. 14) (βλ. σχετ. ΕΘ 2256/2017 Δημ. Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 180 του Α.Κ., προκύπτουν τα εξής: Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Συνεπώς, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 139 Α.Κ., κατά την οποία η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον, που συναλλάχθηκε αγνοώντας την, προκύπτει ότι η εικονικότητα και η από αυτήν ακυρότητα υπάρχει μόνο έναντι εκείνου που συναλλάχθηκε εν γνώσει αυτής, όχι δε και κατά εκείνου που την αγνοεί. ΄Ετσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση, που συνήφθη, είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 Α.Κ.) ή γενικότερα πρόθεση εξαπάτησης κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαίτησης προγενέστερη της εικονικής εκποίησης. Η κατά τα άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 Α.Κ. και 68 και 70 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 446/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2260/2014, ΑΠ 160/2013 ό.π., ΑΠ 382/2009, ΑΠ 74/2006, ΕφΘεσ 447/2011 ό.π.). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 1033 Α.Κ., για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου, που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, γίνεται δε αυτή (συμφωνία) με συμβολαιογραφικό έγγραφο υποβαλλόμενο σε μεταγραφή (βλ. σχετ. ΑΠ 446/2018 Δημ. Νόμος).
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ανωμοτί κατάθεση του πρώτου των εναγομένων, ο οποίος εξετάστηκε, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (οι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρα) και του οποίου η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, εκ των οποίων για μερικά γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 1272/19.09.2008 Σύμβασης Πιστώσεως με Ανοιχτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό, υπογραφείσας στην Αθήνα, μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «. ….», η ενάγουσα παρείχε στην ως άνω εταιρεία πίστωση με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό έως του ποσού του 1.000.000 ευρώ. Εν συνεχεία, με διαδοχικές συμβάσεις, και συγκεκριμένα δια των με αριθμούς …./10.06.2009, …../28.01.2010 και ……./24.05.2011 Συμβάσεων Αυξήσεως Πιστώσεως με Ανοιχτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό, κατά τα ποσά των 600.000 ευρώ, 500.000 ευρώ και 100.000 ευρώ αντίστοιχα, η χορηγηθείσα πίστωση ανήλθε, από τις 24.05.2011 και εφεξής, στο ποσό των 2.200.000 ευρώ, με την ανεπιφύλακτη εγγύηση και του πρώτου των εναγομένων. Την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων, που θα απέρρεαν από τις ως άνω συμβάσεις, αρχική και αυξήσεως πιστώσεως, εγγυήθηκε εγγράφως και ο πρώτος εναγόμενος, ομοίως δε συμφωνήθηκε ο τελευταίος να ενέχεται εις ολόκληρον με την πιστούχο εταιρεία και ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενος του ευεργετήματος διζήσεως και των δικαιωμάτων, που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 852, 853, 855, 858, 862, 863, 866, 867 και 868 ΑΚ (βλ. σχετ. τη με αριθμό …../19.09.2008 Σύμβαση Πιστώσεως με Ανοιχτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό, τις από 10.06.2009 και 28.01.2010 Συμβάσεις Παροχής Εγγυήσεως, σε συνδυασμό με τη με αριθμ. ……/3/24.05.2011 Σύμβαση Αυξήσεως Πιστώσεως με Ανοιχτό (Αλληλόχρεο) Λογαριασμό). Προς εξυπηρέτηση της ανωτέρω πίστωσης, ανοίχθηκαν και τηρήθηκαν από την ενάγουσα, στο όνομα της πιστούχου εταιρείας, οι με αριθμούς …………. και ……….. ανοικτοί αλληλόχρεοι λογαριασμοί. Σημειώνεται ότι η ως άνω απαίτηση είχε μεταβιβασθεί από την ενάγουσα στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», εδρεύουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο, η δε τιτλοποίηση καταχωρήθηκε, στις 23.02.2009, στο οικείο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμος … αριθμός …), ενώ η διαχείριση της απαίτησης ανατέθηκε εν συνεχεία στην ενάγουσα, καταχωρηθείσας της σχετικής σύμβασης στο Ενεχυροφυλάκειο Αθηνών (τόμος … αριθμός ….), έγινε δε, στις 28.06.2010, αποτιτλοποίηση της απαίτησης και επαναγορά της από την ενάγουσα, μεταγραφείσα στο ως άνω βιβλίο (τόμος …, αριθμός …..). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μεταξύ της ενάγουσας και της πιστούχου εταιρείας συνήφθησαν οι ακόλουθες συμβάσεις: α. η από 14.05.2009 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων και διαχείρισης ενεχυραζομένων απαιτήσεων, δια της οποίας μεταβιβάσθηκαν στην ενάγουσα, λόγω ενεχύρου και προς εξασφάλιση της προαναφερθείσας σύμβασης πίστωσης, απαιτήσεις της πιστούχου εταιρείας έναντι τρίτων, συνολικής αξίας 485.601,96 ευρώ, όπως προκύπτει από τα νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα αντίγραφα της ως άνω σύμβασης, μετά των συνημμένων με αριθμούς ………… παραρτημάτων, β. η από 09.07.2010 σύμβαση ενεχυράσεως απαιτήσεων και διαχείρισης ενεχυραζόμενων απαιτήσεων, δια της οποίας μεταβιβάσθηκαν στην ενάγουσα, λόγω ενεχύρου και προς εξασφάλιση της προαναφερθείσας σύμβασης πίστωσης, απαιτήσεις της πιστούχου εταιρείας έναντι τρίτων, συνολικής αξίας 1.858.070,01 ευρώ, όπως προκύπτει από τα νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα αντίγραφα της ως άνω σύμβασης, μετά των συνημμένων με αριθμούς …………. παραρτημάτων, και γ. η από 03.01.2011 συμφωνία παροχής οικονομικής ασφάλειας επί ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου (άρ. 27 ν. 3687/2010), προς ασφάλεια ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, με την οποία η πιστούχος εταιρεία μεταβίβασε προς την ενάγουσα άϋλους τίτλους ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικής αξίας 1.447.004,01 ευρώ, όπως προκύπτει από τα νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομισθέντα αντίγραφα της ως άνω σύμβασης, μετά των συνημμένων με αριθμούς ………. παραρτημάτων. Εν συνεχεία, την 01.07.2013, η πιστούχος εταιρεία, αναγνώρισε, δια των από 01.07.2013 επιστολών της προς την ενάγουσα, αφενός μεν ότι το υπόλοιπο του πρώτου εκ των προαναφερθέντων λογαριασμών ανερχόταν, κατά το χρόνο αυτό, σε 493.989,04 ευρώ, αφετέρου δε ότι το υπόλοιπο του δεύτερου εκ των προαναφερθέντων λογαριασμών ανερχόταν σε 1.324.111,80 ευρώ, ενώ, στις 04.09.2014, η ενάγουσα προέβη αφενός μεν στη μεταφορά του, κατά το χρόνο αυτό, υπολοίπου του πρώτου εκ των προαναφερθέντων λογαριασμού, ύψους 527.094,20 ευρώ, στο δεύτερο εκ των προαναφερθέντων λογαριασμών, αφετέρου δε στο οριστικό κλείσιμο της προαναφερθείσας σύμβασης πίστωσης και των δύο λογαριασμών, με χρεωστικό υπόλοιπο 1.920.981,07 ευρώ, όπως προκύπτει από τη με αριθμό πρωτοκόλλου ………/04.09.2014 επιστολή της ενάγουσας, επιδοθείσα στην πιστούχο εταιρεία και στον πρώτο εναγόμενο (βλ. σχετ. τις με αριθμούς …./11.09.2014 και …/11.09.2014 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/30.11.2011 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή ψιλής κυριότητας, ποσοστού εξ αδιαιρέτου ακινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών . . – …, νομίμως καταχωρισθέντος στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, στις 06.12.2011, με αριθμό καταχώρισης …., ο πρώτος των εναγομένων μεταβίβασε προς τη δεύτερη των εναγομένων – σύζυγό του ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας ενός οικοπέδου, έκτασης 192 τ.μ., ευρισκόμενου στη θέση …….. της Δημοτικής ενότητας Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά. Η αντικειμενική αξία του μεταβιβασθέντος δικαιώματος ανερχόταν, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, στο ποσό των 23.007,10 ευρώ, καθώς, όπως αναγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο, η αξία της ψιλής κυριότητας του ½ εξ αδιαιρέτου του ως άνω ακινήτου υπολογίζεται στα 7/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας, δεδομένου ότι η επικαρπώτρια έχει συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας της. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι, η απαίτηση της ενάγουσας, κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής (31/05/2017), ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ήταν μεν γεννημένη, ορισμένη, ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής ο πρώτος εναγόμενος δεν διέθετε άλλα εμφανή περιουσιακά στοιχεία, πλην, όμως, κατά το χρόνο της ως άνω μεταβίβασης, ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε πρόθεση βλάβης της ενάγουσας και συγκεκριμένα σκοπό ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης της τελευταίας από τις ως άνω συμβάσεις πίστωσης, αυξήσεως πιστώσεως και συμβάσεις εγγυήσεως αυτών, αλλά η ένδικη απαλλοτρίωση καταρτίστηκε στο πλαίσιο προσπάθειας επίλυσης οικογενειακών διαφορών, μεταξύ του ιδίου (πρώτου εναγομένου) και της δεύτερης εναγόμενης, συζύγου του, με την οποία τελούσε σε διάσταση. Όπως αναγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο, η δωρεά αυτή έγινε «…από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και για λόγους ευπρέπειες και σε ένδειξη ιδιαίτερης αγάπης και ευγνωμοσύνης του δωρητή προς τη δωρεοδόχο…». Δυνάμει δε, της με αριθμ. 2141/11.05.2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, κατόπιν της από 30/05/2016 και με αριθμ. κατάθ. …………./2016 αιτήσεως των εναγομένων, μετά από συζήτηση, που έγινε στις 02/03/2017, απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ των εναγομένων γάμου και επικυρώθηκε η από 05/01/2016 έγγραφη συμφωνία τους περί ρυθμίσεως της άσκησης της επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής των ανήλικων τέκνων τους. ΄Οπως προαναφέρθηκε, σε διάρρηξη υπόκεινται, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες (941, 942 ΑΚ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και κάθε παροχή, που έγινε από ηθικό καθήκον. Το γεγονός δε ότι η ένδικη απαλλοτρίωση (διάθεση) έγινε προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης δεν μπορεί μεν να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεων του έναντι των νόμιμων, ούτε, επίσης, είναι αναγκαία η ύπαρξη της γνώσης της πρόθεσης βλάβης του δανειστή ενάγοντος εκ μέρους της δεύτερης των εναγομένων, υπέρ της οποίας έγινε η ένδικη απαλλοτρίωση, καθώς αυτή ήταν χαριστική, πλην, όμως, εν προκειμένω, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της ένδικης απαλλοτρίωσης, η απαίτηση της ενάγουσας, ήταν πλήρως εξασφαλισμένη, δια της εκχώρησης προς την ενάγουσα απαιτήσεων της πιστούχου εταιρείας κατά του Ελληνικού Δημοσίου (στην πλειονότητά τους), συνολικής αξίας, (1.149.279,80 + 485.601,96 =) 1.634.881,76 ευρώ και δια της μεταβίβασης προς την ενάγουσα από την πιστούχο εταιρεία ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικής αξίας, κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, 685.169,01 ευρώ, στοιχεία που, μεταξύ άλλων, δείχνουν ότι η πιστούχος εταιρεία είχε έντονη οικονομική δραστηριότητα. Οι ως άνω εξασφαλίσεις δημιούργησαν στον πρώτο εναγόμενο εύλογα την πεποίθηση ότι η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας θα ικανοποιούνταν από τα εκχωρηθέντα και μεταβιβασθέντα αντίστοιχα στοιχεία. Εξάλλου, ακόμη και μετά την ένδικη ως άνω απαλλοτρίωση, η ενάγουσα εξακολούθησε να δέχεται από την πιστούχο εταιρεία την εκχώρηση απαιτήσεων, στην πλειονότητά τους, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικής αξίας 708.790,21 ευρώ, με σκοπό την εξασφάλιση της ένδικης απαίτησής της, καθώς και τη μεταβίβαση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, συνολικής αξίας 761.835 ευρώ, με τον ίδιο σκοπό. Σημειώνεται ότι, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εαν υπάρχουν περισσότεροι συνοφειλέτες, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, δεν απαιτείται μεν για την άσκηση της εκ του άρθρου 939 ΑΚ αγωγής, εναντίον ενός από αυτούς, η έλλειψη περιουσιακών στοιχείων στο πρόσωπο και των λοιπών συνοφειλετών, αφού καθένας από αυτούς ευθύνεται απεριόριστα για ολόκληρο το χρέος έναντι του δανειστή, ο οποίος δικαιούται κατ` αρέσκεια να αξιώσει το χρέος από οποιονδήποτε εις ολόκληρον συνοφειλέτη, συγχρόνως ή διαδοχικά, χωρίς να μπορεί να του αντιταχθεί η ύπαρξη και των άλλων εις ολόκληρον συνοφειλετών (άρθρο 481 ΑΚ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 621/2016 ό.π.), πλην, όμως, εν προκειμένω, ακόμη και η ίδια η ενάγουσα, όπως εκπροσωπείτο νόμιμα, εκτιμούσε ότι η απαίτησή της, κατά τ’ ανωτέρω, εξασφαλιζόταν ικανοποιητικά. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων ήταν απολύτως ομαλή, όχι μόνο από την έναρξη των ως άνω συμβάσεων μέχρι το χρόνο της απαλλοτρίωσης, αλλά και μεταγενέστερα, η πιστούχος εταιρία ήταν δε, κατά τον επίδικο χρόνο, μία υγιής εταιρία με ανοδική πορεία και ουδεμία διακινδύνευση του πιστωθέντος κεφαλαίου προβλεπόταν, όπως προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι μόλις έξι (6) μήνες πριν από την ως άνω απαλλοτρίωση, είχε συμφωνηθεί μεταξύ της ενάγουσας και της πιστούχου εταιρίας η αύξηση του ποσού της πίστωσης της ως άνω συμβάσεως ανοιχτού λογαριασμού και η σύναψη αντίστοιχης σύμβασης εγγύησης με τον πρώτο εναγόμενο. Από την ένδικη δε απαλλοτρίωση μέχρι το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου τριών (3) ετών. Εν όψει των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατά το χρόνο της ένδικης μεταβίβασης, είχε τη δυνατότητα να προβλέψει εγκαίρως την αδυναμία εισπράξεως από την ενάγουσα της ένδικης απαίτησης, άλλως της συνολικής αξίας των ως άνω εκχωρηθεισών απαιτήσεων και μεταβιβασθέντων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, ώστε να προβεί εγκαίρως σε καταδολιευτική μεταβίβαση (πρβλ. ΕΘ 2256/2017 ό.π.), τη στιγμή, μάλιστα, που, η αντικειμενική αξία του μεταβιβασθέντος δικαιώματος ανερχόταν, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, στο ποσό των 23.007,10 ευρώ, ενώ η χορηγηθείσα πίστωση είχε ανέλθει, από τις 24.05.2011 και εφεξής, στο ποσό των 2.200.000 ευρώ. Εξάλλου, ο χρόνος της μεταγραφής της ως άνω μεταβιβαστικής του δικαιώματος ψιλής κυριότητας δικαιοπραξίας (06.12.2011), λίγες ημέρες μετά την έγγραφη κατάρτισή της (30.11.2011), καταδεικνύει την έλλειψη δόλου, προς βλάβη της ενάγουσας. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδείχθηκε η συνδρομή όλων των κατά το νόμο προϋποθέσεων διάρρηξης της ένδικης ως άνω μεταβίβασης του πρώτου εναγομένου προς τη δεύτερη των εναγομένων και ειδικότερα, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο της ένδικης απαλλοτρίωσης, ο πρώτος εναγόμενος είχε πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, η ενάγουσα δεν δικαιούται να απαιτήσει τη διάρρηξη της ένδικης απαλλοτριώσεως, ως καταδολιευτικής, προκειμένου να υπάρξει, έστω και μερική, ικανοποίηση της ένδικης απαίτησής της από την ανωτέρω αιτία, απορριπτόμενων ως αβασίμων, ως εκ τούτου, των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, δεχόμενο ότι δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διαρρηχθεί η ένδικη απαλλοτριωτική πράξη και απέρριψε την υπό κρίση, κατ’ ορθή εκτίμηση, εκ του άρθρου 939 ΑΚ, αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (σιωπηρώς δε την επικουρική, περί αναγνώρισης ακυρότητας της ένδικης συμβάσεως, ως εικονικής, καθώς, ουδόλως περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής τα ουσιώδη στοιχεία περί τοιαύτης ακυρότητας, ήτοι οι, κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της, γνώση και συμφωνία των συμβαλλομένων ότι η συναφθείσα σύμβαση τυγχάνει εικονική και δεν παράγει ως εκ τούτου έννομες συνέπειες, ο όρος δε “απαλλοτρίωση” χρησιμοποιείται στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με την ευρύτατη έννοια και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κάθε σοβαρή και ηθελημένη -μη εικονική- διάθεση, εκποίηση, που επιφέρουν μείωση της υπέγγυας στους δανειστές περιουσίας, ανεξάρτητα αν έγινε με ή χωρίς αντάλλαγμα), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει μετά τη συμπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις παρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από την ενάγουσα. Εξάλλου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφασή του, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του, αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, όλα τα έγγραφα, που είχαν προσκομιστεί από τους διαδίκους, όπως προκύπτει και από την περιεχόμενη σ’ αυτήν βεβαίωση, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων, που περιέχει στο αιτιολογικό της. Συνεπώς, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι, για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τ’ αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (ανωμοτί κατάθεση, έγγραφα κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (βλ. σχετ. ΑΠ 1116/2018 ό.π., ΑΠ 621/2016 ό.π., ΑΠ 160/2013 Δημ. Νόμος).
Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3943/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (άρθρο 45 Ν. 4446/2016) (βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-) (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματός τους (αρθρ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στις 02/07/2019 στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 11/07/2019, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ