ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2914/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο (άρθρο 681Α του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τριετίας από την έκδοση της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ούτε αποδεικνύεται από τη δικογραφία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), ενώ κατατέθηκαν τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς ……….. συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 22/12/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, στην από 1/3/2015 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι την 8/11/2013 ο τότε πρώτος εναγόμενος, μη εφεσίβλητος, …….., οδηγώντας την υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, της οποίας η αστική ευθύνη για τις έναντι τρίτων ζημιές ήταν ασφαλισμένη κατά το χρόνο εκείνο στην δεύτερη εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη, αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…….», της προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του σωματικές βλάβες, στο τροχαίο ατύχημα που έγινε υπό τις συνθήκες που αναφέρει στην αγωγή της. Ζητούσε, παραιτούμενη από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τον πρώτο εναγόμενο και όπως περιόρισε το αίτημα της αγωγής της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας να της καταβάλει το ποσό των 206.144,09 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και επιπλέον το ποσό των 2.572,27 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα πέντε ετών από την άσκηση της αγωγής και το ποσό των 2.262,27 ευρώ μηνιαίως για το μετέπειτα χρονικό διάστημα έως την 15/1/2026 και να καταδικαστεί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 13.319,28 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ήδη η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία δεν εξέτασε μάρτυρα και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τη νύχτα της 8/11/2013 ο …….. οδηγούσε την υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …… δίκυκλη μοτοσικλέτα μάρκας PIAGGIO τύπου scooter, της οποίας η αστική ευθύνη για τις έναντι τρίτων ζημιές ήταν ασφαλισμένη κατά τον ανωτέρω χρόνο στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…….», νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας στην Ελλάδα ήταν η εταιρία «………..» και εκινείτο με κανονική ταχύτητα, μην υπερβαίνουσα αυτή των 50 χλμ/ώρα, επί της Λεωφόρου Γρηγορίου Λαμπράκη στον Κορυδαλλό Αττικής, με κατεύθυνση από το Κερατσίνι προς την Αθήνα. Περί ώρα 21:50 διέβη τους φωτεινούς σηματοδότες που βρίσκονται στη διασταύρωση της ανωτέρω Λεωφόρου με την οδό Αθήνας, οι οποίοι είχαν ένδειξη πράσινο φως για τους οδηγούς των οχημάτων που κινούντο στην ανωτέρω λεωφόρο. Στο σημείο αυτό το πλάτος του οδοστρώματος της Λεωφόρου με κατεύθυνση προς την Αθήνα είναι 8 μέτρα, είναι ευθεία με απεριόριστη ορατότητα και την ώρα εκείνη αν και νύκτα η ορατότητα ήταν καλή, αφού υπήρχε επαρκής δημοτικός φωτισμός, πλην όμως ο ανωτέρω οδηγός από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις να επιδείξει, καταβάλλοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού κάτω από ανάλογες συνθήκες, αν και αντιλήφθηκε την ενάγουσα, ηλικίας τότε 54 ετών, η οποία την ώρα εκείνη εκινείτο πεζή από τη διαχωριστική νησίδα που βρίσκεται μεταξύ των δυο ρευμάτων κυκλοφορίας με πορεία από τα αριστερά προς τα δεξιά ως προς την πορεία της δίκυκλης μοτοσικλέτας, με πρόθεση να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα της Λεωφόρου στο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς την Αθήνα και να κατευθυνθεί προς το απέναντι πεζοδρόμιο, δεν μείωσε στο ελάχιστο την ταχύτητα της μοτοσικλέτας του ώστε να επιτρέψει στην πεζή να συνεχίσει με ασφάλεια την πορεία της, αλλά συνέχισε αυτήν με συνέπεια όταν αυτή είχε διαβεί το μέσο του οδοστρώματος και βρισκόταν πλησίον του πεζοδρομίου να επιπέσει με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα της μοτοσικλέτας του στην πεζή, η οποία παρασύρθηκε από τη δίκυκλη μοτοσικλέτα, έπεσε στο έδαφος, χτύπησε το κεφάλι της στο οδόστρωμα και υπέστη σωματικές βλάβες στο κεφάλι, στο θώρακα και στο αριστερό πόδι. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η παράσυρση της ενάγουσας οφείλεται σε συνυπαιτιότητα, τόσο της ίδιας, όσο και του οδηγού, . …., η οποία κατανέμεται σε ποσοστό 30% για την πεζή και σε ποσοστό 70% για τον οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας. Ειδικότερα η αμέλεια του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτα συνίσταται στο ότι οδηγούσε χωρίς να καταβάλει την κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή του μέσου συνετού οδηγού, δεν συμμορφώθηκε προς τους κανόνες οδήγησης, δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, δεν επέδειξε ιδιαίτερη προσοχή στην πεζή και δεν ασκούσε τον έλεγχο και εποπτεία του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, αλλά συμπεριφέρθηκε με τρόπο που έθεσε σε κίνδυνο την πεζή, κατά παράβαση των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, και 39 παρ. 1 του ΚΟΚ, καθώς αν οδηγούσε με σύνεση και με προσοχή θα είχε αποφύγει το ατύχημα λαμβανομένων υπόψη των, σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας του τροχαίου ατυχήματος, συνθήκων της οδού την ώρα του ατυχήματος δηλ. ότι ο φωτισμός ήταν επαρκής και η ορατότητα απεριόριστη, αφού η Λεωφόρος στο σημείο του ατυχήματος είναι ευθεία. Μάλιστα τη δυνατότητα αυτή του έδινε η χαμηλή ταχύτητα εντός των επιτρεπόμενων ορίων, που είχε κατά το χρόνο του ατυχήματος, η οποία δεν υπερέβαινε εκείνη των 50χλμ/ώρα. Συνυπαίτια όμως, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό 30% είναι και η ενάγουσα, γιατί από έλλειψη της προσοχής που θα επεδείκνυε κάθε μέσος συνετός πεζός κατά τις ανωτέρω περιστάσεις κατήλθε στο οδόστρωμα της ως άνω λεωφόρου και σε απόσταση 30 μέτρων από τους φωτεινούς σηματοδότες και προσπάθησε να διασχίσει κάθετα αυτή, μολονότι στο σημείο εκείνο δεν υπήρχε διάβαση πεζών, θέτοντας τον εαυτό της αλλά και τα κινούμενα σε αυτήν οχήματα σε μεγάλο κίνδυνο, κατά παράβαση των άρθρων 12 και 38 του ΚΟΚ. Ο ισχυρισμός που διατύπωσε στην αγωγή της και επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της ότι αποκλειστικά υπαίτιος της πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος ήταν ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας, διότι η ίδια ευρισκόμενη στο πεζοδρόμιο του ρεύματος κυκλοφορίας προς το Κερατσίνι και πριν κατέλθει στο οδοστρώμα έλεγξε επισταμένως την κίνηση των κινούμενων από αριστερά της οχημάτων και άρχισε να διασχίζει το οδόστρωμα αφού βεβαιώθηκε ότι δεν κινούντο οχήματα, διότι οι φωτεινοί σηματοδότες και στα δυο ρεύματα κυκλοφορίας της Λεωφ. Γρ. Λαμπράκη είχαν ένδειξη ερυθρό φως, ενώ και όταν άρχισε να διασχίζει το ρεύμα κυκλοφορίας προς την Αθήνα εξακολουθούσε να μην υπάρχει κίνηση οχημάτων, η δε αιφνίδια εμφάνιση της δίκυκλης μοτοσικλέτας σημαίνει ότι ο οδηγός της παραβίασε την κόκκινη φωτεινή ένδειξη του υπάρχοντος στη διασταύρωση της Λεωφ. Γρηγορίου Λαμπράκη με την οδό Αθήνας σηματοδότη, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, διότι: Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 10714/12.12.2014 έγγραφο της Δ/νσης Κατασκευής Έργων Συντήρησης Οδοποιίας της Περιφέρειας Αττικής, που η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται, οι φωτεινοί σηματοδότες που βρίσκονται στον Κόμβο Γρ. Λαμπράκη – Αθήνας – Νικηφορίδη και ρυθμίζουν την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών και στα δυο ρεύματα κυκλοφορίας της Λεωφ. Γρ. Λαμπράκη έχουν πράσινη φωτεινή ένδειξη διάρκειας 62 δευτερολέπτων και στη συνέχεια εναλλάσσονται σε κόκκινη φωτεινή ένδειξη διάρκειας 25 δευτερολέπτων (μεσολαβεί διάστημα κίτρινης φωτεινής ένδειξης διάρκειας 3 δευτερολέπτων). Η ενάγουσα στην από 25/1/2014 ένορκη προανακριτική κατάθεση της ενώπιον των αρμόδιων οργάνων του Τμήματος Τροχαίας Κορυδαλλού κατέθεσε ότι ευρισκόμενη στο πεζοδρόμιο του ρεύματος κυκλοφορίας προς το Κερατσίνι, πριν από τη συμβολή της λεωφόρου με την οδό Νικηφορίδη και αφού διαπίστωσε ότι τα οχήματα στο ρεύμα αυτό ήταν ακινητοποιημένα λόγω του φωτεινού σηματοδότη που είχε ένδειξη ερυθρό φως διέσχισε το οδόστρωμα και έφτασε στη διαχωριστική νησίδα που βρίσκεται ανάμεσα στα δυο ρεύματα κυκλοφορίας. Από πουθενά όμως αποδείχθηκε ούτε ο μάρτυρας απόδειξης κατάθεσε ότι όταν άρχισε να διασχίζει το ρεύμα της Λεωφ. Γρ. Λαμπράκη προς την Αθήνα ο φωτεινός σηματοδότης, ο οποίος βρισκόταν στα δεξιά της και σε απόσταση 30 μέτρων από αυτήν, εξακολουθούσε να έχει ερυθρό φως, ούτε η ίδια θα μπορούσε να το διαπιστώσει, διότι από το σημείο που βρισκόταν έβλεπε την πίσω πλευρά των φωτεινών σηματοδοτών. Για να ήταν δυνατή η διάσχιση από την ενάγουσα ολόκληρης της Λεωφ. Γρ. Λαμπράκη ενόσω οι φωτεινοί σηματοδότες και στα δυο ρεύματα είχαν κόκκινη ένδειξη, θα έπρεπε η ενάγουσα να είχε αρχίσει να κινείται από το ρεύμα κυκλοφορίας προς το Κερατσίνι αμέσως μόλις οι σηματοδότες έδειξαν κόκκινη φωτεινή ένδειξη, κάτι που δεν αποδείχθηκε, ούτε η ίδια το επικαλείται στην πιο πάνω προανακριτική κατάθεσή της. Η κρίση αυτή ενισχύεται από την από 9/11/2013 και ώρα 01:20 και από την από 9/11/2013 και ώρα 01:55 ένορκες προανακριτικές καταθέσεις ενώπιον των αρμόδιων οργάνων του Τ.Τ. Κορυδαλλού των αυτοπτών μαρτύρων ……… και ………., οδηγού αστικού λεωφορείου, αντίστοιχα, οι οποίοι κατέθεσαν ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος στο ρεύμα κυκλοφορίας που αυτό συνέβη υπήρχε κανονική ροή των αυτοκινήτων (ο πρώτος) και ότι ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας διήλθε από τους φωτινούς σηματοδότες έχοντας αυτοί πράσινη φωτεινή ένδειξη (ο δεύτερος, ο οποίος ακολουθούσε τη δίκυκλη μοτοσικλέτα με το λεωφορείο σε απόσταση 60 μ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε, έστω με συνοπτική αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) και δέχθηκε ότι και η πεζή είναι συνυπαίτια κατά το ανωτέρω ποσοστό, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ανεγνώρισε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού της μοτοσικλέτας να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Αμέσως μετά από το ατύχημα η πεζή μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ» και εισήχθη στη θωρακοχειρουργική κλινική του νοσοκομείου όπου διαπιστώθηκε ότι συνεπεία του ατυχήματος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, θλάση αριστερού κροταφικού και μετωπιαίου λωβού, υπαραχνοειδή αιμορραγία, κάταγμα δεξιού ζυγωματικού και δεξιού λιθοειδούς, θλαστικό τραύμα δεξιού ινιακού, κατάγματα 1ης – 2ης πλευράς άμφω, κάταγμα στέρνου, τραύμα στο δεξιό πνευμοθώρακα και κάταγμα αριστερής κνήμης. Έγινε παροχέτευση στο πνευμοθώρακα με σωλήνα, συρραφή των πλαστικών τραυμάτων, τοποθετήθηκε συνθετικός μηροκνημιαίος νάρθηκας και λόγω της σοβαρής αναπνευστικής ανεπάρκειας τέθηκε σε μηχανική υποστήριξη αναπνοής. Την ίδια ημέρα εισήχθη στη μονάδα αυξημένης φροντίδας του νοσοκομείου, από όπου εξήλθε την 19/11/2013 και επανεισήλθε στη θωρακοχειρουργική κλινική για περαιτέρω αποθεραπεία. Από το Νοσοκομείο εξήλθε την 27/11/2013 με σύσταση για επανεξέταση την 4/12/2012 στο τακτικό εξωτερικό ιατρείο της ορθοπεδικής κλινικής, ακτινογραφία θώρακος και επανεξέταση από το νευροχειρουργικό τμήμα με νέα αξονική τομογραφία εγκεφάλου και για λήψη αναρρωτικής άδειας ενός μηνός. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα που παρέμενε στη θωρακοχειρουργική κλινική δηλ. από την 19/11/2013 έως την 27/11/2013 λόγω των εκτεταμένων και βαρύτατων τραυμάτων, των πολλαπλών καταγμάτων και των περιορισμένων ικανοτήτων της για κίνηση η ενάγουσα αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετείται και να καλύπτει τις στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες της και είχε ανάγκη από τις φροντίδες και περιποιήσεις τρίτου προσώπου. Το έργο αυτό του αποκλειστικού νοσοκόμου και οικιακού βοηθού, ανέλαβε, με εντατικοποίηση των δυνάμεών του, ο σύζυγός της, ………., απασχολούμενος με την επιμέλεια της κατά τη διάρκεια της νύκτας. Και ναι μεν ο σύζυγος της ενάγουσας βαρύνεται με την ηθική και νομική υποχρέωση να συμπαραστέκεται σ’ αυτήν, να της παρέχει βοήθεια και να επιδεικνύει προς αυτήν αγάπη και στοργή, όμως οι προαναφερόμενες υπηρεσίες του αποκλειστικού νοσοκόμου και περιποιητή, που αναγκάστηκε αυτός να παράσχει, λόγω του τραυματισμού της, δεν εντάσσονται στις νόμιμες, ως άνω, υποχρεώσεις του. Τις αυξημένες και αποκλειστικής φύσεως φροντίδες προς την ενάγουσα δεν μπορούσαν να του παράσχουν νοσοκόμες της εν λόγω κλινικής κατά το χρόνο της νοσηλείας της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, διότι τα καθήκοντα τους δεν περιορίζονται μόνο στην αποκλειστική φροντίδα και μέριμνα ενός μόνο ασθενούς. Αντίθετα επιβαρύνονται με την περίθαλψη όλων των ασθενών του νοσοκομείου και επομένως δεν είναι δυνατόν να παρέχουν στην ενάγουσα τις αυξημένης ποιότητας και χρόνου παροχές που είχε ανάγκη και μάλιστα κατά τις νυκτερινές ώρες. Εξάλλου, το γεγονός ότι τις πιο πάνω υπηρεσίες κάλυψε ο σύζυγος της ενάγουσας, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ωφέλεια της υπόχρεης προς αποζημίωσή της ασφαλιστικής εταιρίας και σε αποφυγή καταβολής από αυτή της σχετικής αποζημίωσης στην ενάγουσα, η οποία, επειδή στερείτο ρευστού χρήματος για να καλύψει τις ανάγκες της αυτές, με καταβολή (προκαταβολή) των δαπανών που απαιτούντο πριν από την έγερση της αγωγής, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το σύζυγό της ως αποκλειστικό νοσοκόμο και περιποιητή. Αν είχε προσλάβει για το σκοπό αυτό αποκλειστικό νοσοκόμο – οικιακό βοηθό, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις αποκλειστικού νοσοκόμου, όπως ο σύζυγός της, η ενάγουσα θα ήταν υποχρεωμένη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή πείρα των ανθρώπων, να καταβάλει το ποσό των 60 ευρώ για κάθε νύκτα και συνολικά το ποσό των 420 ευρώ (60 ευρώ Χ 7 νύκτες). Επομένως δικαιούται αυτή να ζητήσει ως αποζημίωση το ποσόν (και όχι μόνο εύλογη αποζημίωση) που θα ήταν υποχρεωμένη να πληρώσει σε τρίτο πρόσωπο που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτό, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδέν ποσόν κατέβαλε στο σύζυγό της, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του ΑΚ, η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει την παθούσα, ώστε να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός αυτό (ΑΠ 1723/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 742/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 69/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 183/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012, 540). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε το σχετικό αίτημα κρίνοντας ότι η χρήση νοσοκόμας στις μονάδες αυξημένης φροντίδας επιπλέον του ήδη υπηρετούντος σε αυτές εξιδεικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού δεν είναι αναγκαία και ότι σε κάθε περίπτωση η μακροχρόνια παραμονή οικείου του νοσηλευόμενου στο δωμάτιο του νοσοκομείου δεν επιτρέπεται, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Μετά από την έξοδό της από το νοσοκομείο για την αντιμετώπιση των τραυμάτων της και την πλήρη αποκατάσταση της υγείας της, η ενάγουσα ελάμβανε εντατική φαρμακευτική αγωγή, κατόπιν συνταγογράφησης των θεραπόντων ιατρών, δαπανώντας για την αγορά των αντίστοιχων φαρμάκων και παραφαρμάκων, εντός του χρονικού διαστήματος από 29/11/2013 έως την 29/4/2014 το συνολικό ποσό των 720,40 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες αποδείξεις των φαρμακείων (υπ’ αριθμ. …….., του φαρμακείου ιδιοκτησίας «………», …/3.4.2014 του φαρμακείου ιδιοκτησίας ….. και ../6.3.2014, …/12.3.2014 φαρμακείου ιδιοκτησίας «………»), χωρίς να απαιτείται να κατονομάζονται ένα προς ένα τα φάρμακα και το θεραπευτικό σκοπό που εξυπηρετεί η λήψη τους και για ιατρική επίσκεψη σε ειδικό παθολόγο το ποσό των 50 ευρώ (υπ’ αριθμ. …./3.12.2013 απόδειξη του ειδικού παθολόγου …….). Από τις πιο πάνω αποδείξεις αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα επιβαρύνθηκε το σύνολο της εν λόγω ιατροφαρμακευτικής δαπάνης, η οποία δεν καλύφθηκε έστω εν μέρει από τον ασφαλιστικό της φορέα (ΕΟΠΥΥ), ώστε να νομιμοποιείται μόνο αυτός να τη ζητήσει, υποκαθιστάμενος στα δικαιώματά της, κατά τον αβάσιμο ισχυρισμό της εναγόμενης. Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που λάμβανε την εν λόγω φαρμακευτική αγωγή, το οποίο με βάση την τελευταία ημερομηνία αγοράς των φαρμάκων εκτιμάται ότι δεν υπερέβη εκείνο των έξι (6) μηνών από την έξοδό της από το νοσοκομείο, είναι αναμενόμενο ότι η ενάγουσα είχε την ανάγκη λήψης βελτιωμένης διατροφής, ώστε να είναι ταχύτερη η επούλωση των καταγμάτων αυτής αλλά και για να μπορεί το πεπτικό σύστημά της να ανταπεξέλθει στην τοξικότητα των φαρμάκων που ελάμβανε καθημερινά (ΑΠ 1435/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 154/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 62/2014 ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικού «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα», 1998 παρ. 221), η οποία έπρεπε να ήταν πλουσιότερη σε κρέας, συκώτι, γαλακτοκομικά, φρούτα και λαχανικά σε σχέση με εκείνη που ελάμβανε πριν από το χρόνο του ατυχήματος. Η έλλειψη έγγραφης σύστασης των θεραπόντων ιατρών της ενάγουσας για τη λήψη της βελτιωμένης διατροφής δεν αποτελεί απόδειξη για τη μη αναγκαιότητά της, κατά τον αβάσιμο ισχυρισμό της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, ούτε αποκλείει την προφορική σύσταση της λήψης της κατά τη συνταγογράφηση των φαρμάκων και τη χορήγηση των οδηγιών κατά την έξοδο της για την περαιτέρω κατ’ οίκον αποθεραπεία της. Με δεδομένο ότι κατά τους κανόνες της λογικής η διατροφή της ως το χρόνο του ατυχήματος περιελάμβανε τα ανωτέρω διατροφικά είδη και προφανώς σε επαρκή ποσότητα, εκτιμάται ότι για τη βελτιωμένη διατροφή της δαπανούσε το επιπλέον ποσό των 5 ευρώ καθημερινά κατά μέσο όρο και επομένως για το χρονικό διάστημα των 180 ημερών (6 μήνες χ 30 ημέρες) δαπάνησε το ποσό των 900 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε το σχετικό αγωγικό αίτημα με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η ανάγκη λήψης της βελτιωμένης διατροφής, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να επιδικάσει αποζημίωση για τη βελτιωμένη διατροφή της ανερχόμενη στο ποσό των 3.000 ευρώ να γίνει εν μέρει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Εκτός των ανωτέρω όμως από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα προέβη στη δαπάνη αγοράς φαρμάκων και μετά την 29/4/2014 ή σε οποιαδήποτε ιατρική εξέταση ή ότι εξακολουθεί να έχει ανάγκη λήψης φαρμακευτικής αγωγής ή διενέργειας φυσικοθεραπειών, διότι τέτοια ανάγκη δεν αποδεικνύεται από οποιαδήποτε ιατρική γνωμάτευση, απορριπτομένων των σχετικών αγωγικών αιτημάτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε το αίτημα για την επιδίκαση ποσού 2.100 ευρώ που αντιστοιχεί στα έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2014 έως το χρόνο συζήτησης της αγωγής και του ποσού των 310 ευρώ μηνιαίως που αντιστοιχεί στις μηνιαίες δαπάνες αγοράς φαρμάκων, ιατρικών εξετάσεων και διενέργειας φυσικοθεραπειών, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντίθετα ισχυριζόμενα στον έκτο λόγο της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατά το χρόνο του ατυχήματος η ενάγουσα υπηρετούσε ως διευθύντρια στο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «………….». Την 31/12/2013 υπέβαλε στην αρμόδια Υπηρεσία αίτημα για την πρόωρη συνταξιοδότησή της με τη λήψη μειωμένης σύνταξης, δηλώνοντας ως αιτία εξόδου από την Υπηρεσία «παραίτηση». Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εξαναγκάστηκε να υποβάλει αίτηση για την πρόωρη συνταξιοδότησή της, διότι ο σοβαρότατος τραυματισμός της και οι δυσμενέστατες συνέπειες που είχε για την υγεία της, αφού έκτοτε υποφέρει από αφόρητους πόνους, ζαλάδες, ιλίγγους, συχνά λιποθυμικά επεισόδια, δυσχέρεια στην αναπνοή, χωλότητα στο αριστερό πόδι, σημαντική παράλυση των άνω άκρων της λόγω του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα και αδυναμία άρθρωσης και ομιλίας, πλην όμως τίποτα από τα ανωτέρω έχει επιβεβαιωθεί με ιατρικές εξετάσεις, ούτε η ενάγουσα προσκομίζει ιατρική γνωμάτευση που να πιστοποίει τις ανωτέρω παθήσεις της. Αν και η μοναδική σύσταση των θεραπόντων ιατρών της κατά την έξοδό της από το νοσοκομείο, εκτός από ιατρικές επανεξετάσεις, ήταν η λήψη αναρρωτικής άδειας ενός μηνός, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί, λαμβάνοντας μάλιστα μειωμένη σύνταξη, λόγω της ανικανότητάς της για εργασία, καθόσον τέτοια ανικανότητα, ως αποτέλεσμα του τραυματισμού της από το επίδικο τροχαίο ατύχημα, δεν αποδείχθηκε. Πολύ περισσότερο που ναι μεν κατά το χρόνο που υπέβαλε την αίτηση για συνταξιοδότηση ήταν αναμενόμενο να υποφέρει από τις επιπτώσεις του σοβαρού και πολλαπλού τραυματισμού της, με κανένα αποδεικτικό στοιχείο όμως, ούτε στα πλαίσια της ενώπιον του Εφετείου αυτού συζήτησης της έφεσης, η ενάγουσα απέδειξε ότι η υγεία της δεν θα αποκαθίστατο στο μέλλον ώστε να μη μπορεί να εργαστεί. Απόδειξη δεν αποτελεί η αόριστη και γενικόλογη ως προς το σημείο αυτό κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον από τις φράσεις «. . . είχαμε την αίσθηση ότι θα ήταν φυτό, χρειάστηκε πάρα πολλούς μήνες, γι’ αυτό το λόγο διέκοψε την εργασία της. Ήταν διευθύντρια των παιδικών σταθμών, ζήτησε συνταξιοδότηση, δεν ήταν σε θέση να επιβλέψει παιδιά δύο ετών . . . Γνωρίζοντάς την και πριν βλέπω ότι έχει δυσκολία και στην άρθρωση, στην αριστερή πλευρά του σώματος έχει δυσκολία στην κίνηση. . . . Ούτε κατά διάνοια δε θα μπορούσε να εργαστεί όπως εργαζόταν» δεν μπορεί να σχηματιστεί πλήρη δικανική πεποίθηση ότι η συνταξιοδότηση της οφείλεται στην ανικανότητά της να εργαστεί λόγω αναπηρίας που της προκάλεσε το επίδικο τροχαίο ατύχημα. Μην αποδεικνυομένης επομένως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συνταξιοδότησής της λόγω της ανικανότητάς της για εργασία και του τραυματισμού της από το επίδικο ατύχημα, ο ισχυρισμός της ότι απώλεσε τα εισοδήματά της που με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε από την εργασία της εάν δεν συνταξιοδοτείτο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε και απέρριψε το σχετικό αίτημα για την επιδίκαση του συνολικού ποσού των 36.196,32 ευρώ που αντιστοιχεί στο απολεσθέν εισόδημα από το χρόνο της πρόωρης συνταξιοδότησής της έως τη συζήτηση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή της και το αίτημα για την μηναία καταβολή του ποσού των 2.262,27 ευρώ ως περιοδική σε χρήμα αποζημίωση για τις μελλοντικές στερήσεις των εισοδημάτων της έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας της ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο τέταρτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι συνταξιοδοτήθηκε αυτοβούλως και όχι λόγω της ανικανότητά της για εργασία εξαιτίας των σωματικών βλαβών που της προξενήθηκαν από το επίδικο ατύχημα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Σημειωτέον ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ενέταξε στην ανωτέρω σκέψη του και απέρριψε σιωπηρά (αν και είναι διαφορετικό από το ανωτέρω) και το αγωγικό αίτημα για την απώλεια εισοδήματος της ενάγουσας ποσού 3.257,37 ευρώ, λόγω της ανικανότητας της για να εργαστεί από το χρόνο του ατυχήματος έως το χρόνο έναρξης της συνταξιοδότησής της (Φεβρουάριο του έτους 2014), πλην όμως ελλείψει λόγου έφεσης το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την ορθότητα της συγκεκριμένης κρίσης (ΑΠ 1410/1998 ΕλΔ 40, 119, ΑΠ 2085/1984 Δ. 17, 78, ΑΠ 1326/1984 ΝοΒ 1985, 997). Κατόπιν τούτων αλυσιτελώς προβάλλεται ο πέμπτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (που με πλεοναστική σκέψη αφού ήδη είχε απορρίψει το αίτημα του απολεσθέντος εισοδήματος) απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι θα εξακολουθούσε να εργάζεται και το έτος 2014 ως εκπαιδευτικός στο ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «………….», όπου εργαζόταν κατά το χρόνο του ατυχήματος, με ετήσιες ακαθάριστες απολαβές ποσού 3.621,48 ευρώ και ότι επιπλέον προτίθετο εντός του έτους 2014 να εργαστεί και στα Επαγγελματικά Λύκεια Αθηνών και Πειραιά, με μηνιαίες απολαβές 384 ευρώ, εισόδημα που επίσης απώλεσε.
Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ, «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται αναιρετικάως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (ΑΠ Ολομ. 9/2015 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι λόγω των πολλαπλών καταγμάτων και θλαστικών τραυμάτων της η ενάγουσα παρέμεινε επί έντεκα (11) ημέρες στη μονάδα αυξημένης φροντίδας του νοσοκομείου και στη συνέχεια νοσηλεύτηκε στη θωρακοχειρουργική κλινική επί οκτώ (8) ημέρες. Από τις δυσμενείς επιπτώσεις που είχε ο σοβαρός τραυματισμός της ενάγουσας στη σωματική και ψυχική υγεία της, υπέστη αυτή ηθική βλάβη και, επομένως, πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, του βαθμού του πταίσματος του οδηγού του ζημιογόνου δικύκλου και της ίδιας της ενάγουσας, της νοσηλείας της, της βαρύτητας του τραυματισμού της και της ηλικίας της, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, πλην της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, να επιδικασθεί στην ενάγουσα το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο, δεδομένου ότι το εν λόγω ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερτερεί καταφανώς εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του επιδίκασε στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 9.000 ευρώ έσφαλε και πρέπει ο σχετικός έβδομος λόγος της έφεσης να γίνει εν μέρει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, «η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του». Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως «παραμόρφωση» νοείται κάθε ουσιώδη αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης. Περαιτέρω, ως «μέλλον» νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Για τη θεμελίωση της αυτοτελούς αυτής αξίωσης απαιτείται να συντρέξουν περιστατικά πέρα από εκείνα που απαιτούνται για τη θεμελίωση αξιώσεων με βάση τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 του ΑΚ, τα οποία συνθέτουν την έννοια της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης που επιδρά στο μέλλον του παθόντος, δηλαδή να συντρέξουν ιδιάζοντα περιστατικά, από τα οποία θα πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξαιτίας των οποίων επέρχονται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του. Πάντως, προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας (άρθρο 21 παρ. 3 και 6 του Συντάγματος). Η αναπηρία ή παραμόρφωση πρέπει να είναι μόνιμη και διαρκής. Το ποσό του επιδικαζόμενου, κατά το άρθρο 931 του ΑΚ, ευλόγου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται, κατ’ αρχήν, με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία και το βαθμό υπαιτιότητας του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο ότι η αξίωση από το άρθρο 931 του ΑΚ είναι διαφορετική από εκείνες των άρθρων 929 και 932 του ίδιου Κώδικα για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος που, κατ’ ανάγκη, συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, εξαιτίας της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αντίστοιχα. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση καθεμίας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μίας των λοιπών (ΑΠ 275/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 80/2018 ΝΟΜΟΣ). Στη προκείμενη περίπτωση, αν και η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εξαιτίας των σοβαρών και πολλαπλών σωματικών βλαβών που υπέστη λόγω του επίδικου τροχαίου ατυχήματος έχει αποκτήσει μόνιμη αδυναμία στο αριστερό της πόδι και παρουσιάζει χωλότητα και δυσχέρεια στη βάδιση, και στα τα δυο άνω άκρα της διότι πάσχει από το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, υποφέρει από χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια λόγω τη βλάβης που υπέστη στο πνευμοθώρακα, ενώ λόγω των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων επλήγη η διανοητική της κατάσταση, δεν αποδεικνύεται από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, όπως ανωτέρω έχει λεχθεί, ότι εξαιτίας του επίδικου ατυχήματος η ενάγουσα υπέστη οποιαδήποτε μόνιμη και διαρκή σωματική ή ψυχική έλλειψη, η οποία να επιδρά στη μελλοντική επαγγελματική ή οικονομική ανέλιξή της. Τέτοια αναπηρία δεν βεβαιώνεται από οποιαδήποτε προσκομιζόμενη και επικαλούμενη ιατρική γνωμάτευση αλλά ούτε η ενάγουσα επικαλείται ότι υποβλήθηκε σε εξέταση για την πιστοποίηση της αναπηρία της από το μόνο αρμόδιο για τέτοια πιστοποίηση Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.). Μόνη η προσκόμιση του υπ’ αριθμ. πρωτ. ………/20.4.2017 ιατρικού πιστοποιητικού της ψυχιάτρου ……..της ψυχιατρικής κλινικής του γενικού νοσοκομείου Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΕΙΟ», σύμφωνα με το οποίο η ενάγουσα βρίσκεται σε φαρμακευτική αγωγή λόγω διαγνωσθείσας μικτής αγχώδους και καταθλιπτικής διαταραχής, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η μόνιμη και διαρκής αναπηρία της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο όγδοος λόγος της έφεσης με τον οποίο η ενάγουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αγωγικό αίτημά της για την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της αναπηρίας της να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο.
Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009, 329, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447) απορριπτομένου του ένατου λόγου της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη κατανομή των δικαστικών εξόδων της πρωτοβάθμια δίκης ως αλυσιτελούς, αφού η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται και κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και επομένως θα καθορισθούν από το παρόν δικαστήριο τα δικαστικά έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας (ΕφΠατρ 89/2017 ΝΟΜΟΣ ΕφΠειρ 90/2014 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης – εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας να καταβάλει στην εκκαλούσα – ενάγουσα το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων ενενήντα ευρώ και σαράντα λεπτών (17.090,40) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα, λόγω της εν μέρει νίκης της, του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 200 ευρώ, που κατέθεσε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2914/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 1/3/2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της τελούσας σε εκκαθάριση αλλοδαπής ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων ενενήντα ευρώ και σαράντα λεπτών (17.090,40) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πιο πάνω ασφαλιστικής εταιρίας ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου άσκησης της έφεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 11 Ιουλίου 2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ