Επαναληπτική συζήτηση κατόπιν εν μέρει οριστικής απόφασης του εφετείου για την προσκομιδή κρίσιμων για την απόδειξη ενός λόγου εφέσεως εγγράφων, των οποίων είχε γίνει επίκληση πρωτοδίκως αλλά δεν επαναπροσκομίστηκαν στο δεύτερο βαθμό. Ο έτερος λόγος της έφεσης δεν ερευνάται γιατί έχει ήδη απορριφθεί με οριστική διάταξη της απόφασης που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, η οποία περιελήφθη μεν μόνον στο αιτιολογικό της μέρος, φέρει όμως προσόντα διατακτικού. Πότε η καταβολή σε τρίτον, πλην του δανειστή, έχει αποσβεστικό της ενοχής του οφειλέτη αποτέλεσμα. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 426 ΑΚ. Το φαινόμενο δικαίου που δημιουργείται όταν ο οφειλέτης καλόπιστα εκπληρώνει την παροχή του με καταβολή σε τρίτον, έχοντας δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμοποίηση του δέκτη της καταβολής, συνιστά νόμιμο λόγο απαλλαγής του από το χρέος, σύμφωνα με το άρθρο 417 ΑΚ, που αποτελεί μηχανισμό κατανομής του κινδύνου της αχρεώστητης παροχής. Πραγματικά περιστατικά. Αποδεικτικό σφάλμα της εκκαλουμένης που δεν ερεύνησε αν ο δανειστής ενέκρινε περισσότερες καταβολές του οφειλέτη σε τρίτον που δήλωνε εξουσιοδοτημένος προς είσπραξη για λογαριασμό της ενάγουσας των απαιτήσεών της από διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως ναυτιλιακού καυσίμου. Δέχεται εν μέρει την έφεση και την αγωγή και επιβάλλει τα έξοδα σε βάρος της ενάγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 178 § 2 ΚΠολΔ, επειδή το μέρος κατά το οποίο η αγωγή της έγινε δεκτή ήταν ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή αυξήσεως των εξόδων.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 441/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Μετά την έκδοση: α] της υπ’ αριθμ. 3640/2012 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω μέρος της, απορρίφθηκε ανακοπή της ήδη εκκαλούσας ναυτικής εταιρίας και επικυρώθηκε η υπ’ αριθμ. ……/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, την έκδοση της οποία είχε προηγουμένως επιτύχει η τότε καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία για την ικανοποίηση υπολοίπου χρηματικής απαιτήσεώς της κατά της αντιδίκου της, ύψους τριάντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (33.566,79 €), προερχομένης από τρία [3] τιμολόγια πώλησης ποσοτήτων ναυτιλιακού πετρελαίου κινήσεως, που κρίθηκε ότι παρέμειναν ανεξόφλητα, επειδή, κατά παραδοχή αντένστασης από το άρθρο 422 ΑΚ, κρίθηκε αβάσιμη η ένσταση εξοφλήσεως που πρότεινε η ανακόπτουσα, β] της υπ’ αριθμ. 660/2013 οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που κατ’ εσφαλμένη κρίση και καθ’ υπέρβαση του αντικειμένου της ενώπιόν του δίκης, πλην όμως με δύναμη δεδικασμένου (ΟλΑΠ 1/2005, Δ 2005/710, ΑΠ 56/2019, ΑΠ 1559/2017, ΑΠ 61/2006, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 386/2000, Δνη 2000/1312, ΑΠ 800/1994, Δνη 1996/121, ΕφΠατρ. 175/2011, ΑχΝομ 2012/237, ΕφΑθ. 2445/2011, ΕφΑΔ 2012/161, ΕφΑθ. 2499/2008, Δνη 2011/184, ΜονΕφΘεσ. 1469/2018, ΜονΕφΠειρ. 1/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 11, σελ. 181, § 13, σελ. 204 και 217), ακύρωσε, κατά παραδοχή εφέσεως της και τώρα εκκαλούσας, την ως άνω διαταγή πληρωμής λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, που είχε εμφιλοχωρήσει κατά την έκδοσή της, συνισταμένου στην έλλειψη έγγραφης απόδειξης της παραλαβής εκ μέρους της οφειλέτριας των ποσοτήτων καυσίμου που πωλήθηκαν, δηλαδή κατά παραδοχή ισχυρισμού που είχε απορριφθεί πρωτοδίκως και δεν είχε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, επαναφερθεί με λόγο έφεσης (ΑΠ 684/2013, ΧρΙΔ 2013/696, ΑΠ 1349/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 13/2010, ΝοΒ 2010/1440, ΜονΕφΑθ. 2319/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), γ] της υπ’ αριθμ. 3188/2015 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχθηκε καθ’ ολοκληρίαν την αγωγή που, μετά ταύτα, άσκησε η ήδη εφεσίβλητη για την ικανοποίηση της ίδιας περιουσιακής αξίωσής της και δ] της υπ’ αριθμ. 396/2017 εν μέρει οριστικής απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως που ασκήθηκε κατά της αμέσως παραπάνω αποφάσεως και αφού, με την κρίση ότι το δεδικασμένο της υπ’ αριθμ. 660/2013 ως άνω τελεσίδικης απόφασης περιοριζόταν μόνο στο δικονομικό ζήτημα του κύρους της διαταγής πληρωμής που ακυρώθηκε και δεν εκτεινόταν στην ύπαρξη και το μέγεθος της χρηματικής απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας είχε αυτή εκδοθεί, με οριστική διάταξή της περιληφθείσα μεν μόνον στο αιτιολογικό της μέρος πλην όμως φέρουσα προσόντα διατακτικού (ΑΠ 869/2017, ΑΠ 2160/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 274/2011, Δικογραφία 2011/497, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 9, σελ. 148), απέρριψε ορθά τον αντιθέτου περιεχομένου δεύτερο λόγο της έφεσης, ακολούθως, ανέβαλε την έκδοση της οριστικής απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 254 § 1 εδαφ. α και 524 § 1 ΚΠολΔ, προκειμένου σε κατ’ επανάληψη συζήτηση να προσκομιστούν τα αναφερόμενα στο διατακτικό της κρίσιμα αποδεικτικά έγγραφα, τα οποία η εκκαλούσα είχε επικαλεστεί, όμως δεν είχε προσκομίσει, νομότυπα με την από 22.2.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./15.3.2018 κλήση της εφεσίβλητης επανεισάγεται η ένδικη από 30.9.2015 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./1.10.2015 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../2.10.2015), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 3188/2017 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε στο σύνολό της την από 27.9.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/9.10.2013 αγωγή της εφεσίβλητης, προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το μοναδικό εναπομείναντα [πρώτο] λόγο της, με τον οποίο και υπό την επίκληση εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων η εκκαλούσα επαναφέρει την ένσταση εξοφλήσεως που και πρωτοδίκως, με την επίκληση καταβολών προς τρίτον, είχε προταθεί χωρίς να ευδοκιμήσει.
ΙΙ. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 416 και 417 § 1 ΑΚ, για να επέλθει το αποσβεστικό της ενοχής του οφειλέτη αποτέλεσμά της, η εκπλήρωση της παροχής που συντελείται με καταβολή πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να αντιστοιχεί καθ’ ύψος στην οφειλή (ΑΠ 326/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 907/2005, Δνη 2005/1115) και να γίνεται προς τον δανειστή, αφού καταβολή προς οποιονδήποτε άλλον κατά κανόνα δεν ενεργεί αποσβεστικά, με αποτέλεσμα ο καταβάλλων να μην απαλλάσσεται (ΑΠ 1220/2014, ΧρΙΔ 2015/110 = Αρμ. 2015/2041), δικαιούμενος μόνο να αναζητήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα από τον τρίτο λήπτη τους (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, σελ. 1225) και μόνον κατ’ εξαίρεση ελευθερώνει τον οφειλέτη από το χρέος του, οπότε την κατ’ άρθρα 904 επομ. ΑΚ αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού από την περιουσία του έναντι του νομιμοποιούμενου τρίτου έχει ο δανειστής, του οποίου η απαίτηση αποσβέστηκε. Η κατανομή του κινδύνου της αχρεώστητης καταβολής στις περιπτώσεις αυτές ρυθμίζεται στη διάταξη του άρθρου 417 ΑΚ, που ορίζει ότι αν η καταβολή γίνει σε άλλο πρόσωπο, πλην του δανειστή ή αυτού στο οποίο ο δανειστής, ο νόμος ή το δικαστήριο έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή, ισχύει μόνον αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται από αυτήν. Έτσι, η καταβολή είναι προσήκουσα αν γίνει είτε προς το δανειστή αυτοπροσώπως ή τον εκούσιο αντιπρόσωπό του, που ενεργεί στο όνομα του δανειστή και εξομοιώνεται με αυτόν (άρθρο 211 ΑΚ) είτε προς τρίτο που έχει ειδικά εξουσιοδοτηθεί από το δανειστή στη λήψη της παροχής ή για λογαριασμό του δανειστή κατόπιν δηλώσεως του τελευταίου προς τον τρίτο ή στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό κατόπιν συμβάσεώς του με το δανειστή ή που έχει οριστεί ως δεκτικός καταβολής με συμφωνία δανειστή και οφειλέτη (ΑΠ 626/2010, ΧρΙΔ 2011/337). Καταβολή που έγινε προς άλλο, εκτός των προαναφερομένων, πρόσωπο δεν αναπτύσσει καταρχήν ενέργεια έναντι του δανειστή, έστω και αν ο οφειλέτης που κατέβαλε τελούσε σε συγγνωστή πλάνη (ΕφΛαρ. 917/2006, Δικογραφία 2007/441, ΕφΛαρ. 136/2002, Δικογραφία 2002/226 = ΕΤρΑξΧρΔ 2003/600 – ΕπισκΕΔ 2002/1044, ΕφΛαρ. 474/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 9446/1987, ΑρχΝ 1988/135), εκτός αν, σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 417 ΑΚ, ο δανειστής εγκρίνει μια τέτοια καταβολή εκ των υστέρων, οπότε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 238 § 1 ΑΚ, επέρχεται ισχυροποίηση και εγκυροποίηση της διαθέσεως της παροχής και δη αυτοδικαίως και αναδρομικώς και συνακόλουθα (επέρχεται) και απόσβεση της ενοχής (ΑΠ 892/2011, ΕπισκΕΔ 2011/967 = ΔΕΕ 2012/370) ή αν ο δανειστής ωφελείται από την καταβολή στον τρίτο, όπως συμβαίνει όταν στη συνέχεια του αποδίδονται τα καταβληθέντα ή όταν η λήψη της παροχής από τον τρίτο επιφέρει απαλλαγή του δανειστή από υφιστάμενο από άλλη αιτία χρέος του έναντι του τρίτου (ΑΠ 285/2011, ΝοΒ 2011/1528 = Δνη 2011/781). Εξαίρεση προβλέπεται και ο ανυπαίτια αγνοών την έλλειψη νομιμοποίησης προς είσπραξη εκείνου προς τον οποίο κατέβαλε προστατεύεται όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 426 ΑΚ, κατά το οποίο ο κομιστής έγγραφης εξοφλητικής απόδειξης του δανειστή θεωρείται καταρχήν ότι έχει εξουσιοδοτηθεί για την είσπραξη. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί τόσο στην προστασία του καταβαλόντος οφειλέτη όσο και στην προστασία της ταχύτητας και της ασφάλειας των συναλλαγών αναγνωρίζοντας ότι είναι δικαιολογημένη, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των συναλλαγών, η εμπιστοσύνη του οφειλέτη που καταβάλει στον κομιστή εξοφλητικής απόδειξης (ΑΠ 537/2013, Ε7 2014/285 = ΕΕμπΔ 2014/122), αρκεί αυτή να έχει εκδοθεί από τον ίδιο το δανειστή και να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του (Ι. Καρακατσάνης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 426, αρ. 5, σελ. 501). Ίδια προστασία αναγνωρίζεται στον οφειλέτη, που απαλλάσσεται από το χρέος του αν καταβάλει σε αναρμόδιο μεν για τη λήψη της παροχής του πρόσωπο, ως προς τη νομιμοποίηση του οποίου προς είσπραξη, όμως, υφίσταται φαινόμενο δικαίου. Στην περίπτωση αυτή μπορεί κατ’ εξαίρεση με βάση γενική αρχή που είτε απορρέει από την καλή πίστη (άρθρα 281 και 288 ΑΚ, έτσι η ΑΠ 626/2010, ο.π. είτε συνάγεται ερμηνευτικά κατ’ αναλογία δικαίου από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 224, 426, 889, 1540, 1541, 1654 ΑΚ και 822 ΚΠολΔ (έτσι η ΑΠ 285/2011, ο.π.), η καταβολή που γίνεται καλόπιστα προς τρίτον πλην του δανειστή να θεωρηθεί ως αποσβεστικός λόγος της ενοχής του οφειλέτη, επειδή έναντι του συμφέροντος του αληθούς δικαιούχου προκρίνεται η προστασία του συναλλασσόμενου εκείνου, ο οποίος παρέχει δικαιολογημένα πίστη στη συμπεριφορά ορισμένου προσώπου, η οποία κατά τις αρχές της καλής πίστεως, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, είναι δηλωτική παροχής πληρεξουσιότητας (ΕφΑθ. 7371/2003, ΕπισκΕΔ 2004/438, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 45, αρ. 18, σελ. 507, Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, ΙΙ, 2007, § 26, αρ. 19, σελ. 257, Ι. Μάρκου, Αξιόγραφα, έγγραφα νομιμοποιήσεως, έγγραφα αποδείξεως, σε Δνη 2005/326 επομ. [339]), ιδίως αν στη δημιουργία του φαινομένου δικαίου συνέβαλε και ο δανειστής με πράξη ή παράλειψή του. Εξάλλου, το βάρος της απόδειξης ότι η καταβολή έγινε σε προσήκον πρόσωπο φέρει ο οφειλέτης που τη διενήργησε (ΑΠ 134/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ η τυχόν φαινόμενη πληρεξουσιότητα, που δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο, απαιτεί για να θεωρηθεί υφιστάμενη διάρκεια και επανάληψη πράξεων από το φερόμενο ως αντιπρόσωπο και καλή πίστη του τρίτου που συναλλάσσεται μαζί του, χωρίς να προστατεύεται αυτός που γνωρίζει την έλλειψη αντιπροσωπευτικής εξουσίας του εμφανιζόμενου ως αντιπροσώπου ή την αγνοεί υπαιτίως (ΑΠ 683/2015, ΑΠ 93/2004, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 496/2015, ΔΕΕ 2016/932, ΤριμΕφΑθ. 4155/2011, ΔΕΕ 2011/1285, ΕφΑθ. 5543/2010, Δνη 2012/250).
ΙΙΙ. Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα αποδείξεως ……….., υπαλλήλου της ενάγουσας και, συγκεκριμένα, υπεύθυνης πιστωτικού ελέγχου αυτής και την ανώμοτη όμοια του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης …………., που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικες εταιρίες νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή, κατ’ άρθρα 339 και 395 ΚΠολΔ, δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1684/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων στα σημεία που ειδικώς πιο κάτω μνημονεύονται, οι οποίες συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 524 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που κατ’ άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΜονΕφΑθ. 56/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας πετρελαιοειδών και παραγώγων προϊόντων, ενώ η εναγομένη ναυτική εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του πλοίου ΚΑ, νηολογημένου μεν στο λιμένα του Πειραιώς με αριθμό νηολογήσεως ….., ναυλοχούντος, όμως, στο Νυδρί της Νήσου Λευκάδος των Επτανήσων. Στο πλαίσιο της εμπορικής συνεργασίας των διαδίκων καταρτίστηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 31.7.2009 έως 5.10.2010 διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως καυσίμων, σε εκτέλεση των οποίων η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στην εναγομένη ποσότητες πετρελαίου κίνησης ναυτιλίας 0,001% τύπου Gasoil Automarine 10 ppm, για τον εφοδιασμό του πιο πάνω πλοίου της, εκδίδοντας συγχρόνως και τα αντίστοιχα τιμολόγια στο όνομά της. Συγκεκριμένα, της πώλησε: α) στις 31.7.2009 ποσότητα είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα εννέα (29.569) λίτρων πετρελαίου κίνησης ναυτιλίας έναντι τιμήματος 0,423 €/λίτρο και συνολικά έναντι δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων επτά ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (12.507,69 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/31.7.2009 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο την 1η.8.2009 και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ……/6.8.2009 τιμολόγιο πωλήσεως, β) στις 12.8.2009 ποσότητα δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα έξι (19.746) λίτρων πετρελαίου, έναντι τιμήματος 0,442 €/λίτρο και συνολικά έναντι οκτώ χιλιάδων επτακοσίων είκοσι επτά ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (8.727,73 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./12.8.2009 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο στις 13.8.2009 και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό …../20.8.2009 τιμολόγιο πωλήσεως, γ) στις 27.8.2009 ποσότητα δεκαεννέα χιλιάδων εννιακοσίων δεκατεσσάρων (19.914) λίτρων πετρελαίου, έναντι τιμήματος 0,440 €/λίτρο και συνολικά έναντι οκτώ χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και δεκαέξι λεπτών (8.762,16 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./27.8.2009 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (27.8.2009) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ……../2.9.2009 τιμολόγιο πωλήσεως, δ) στις 15.9.2009 ποσότητα είκοσι οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα δύο (28.872) λίτρων πετρελαίου, έναντι τιμήματος 0,420 €/λίτρο και συνολικά έναντι δώδεκα χιλιάδων εκατόν είκοσι έξι ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (12.126,24 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………./15.9.2009 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (15.9.2009) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ……./22.9.2009 τιμολόγιο πωλήσεως, ε) στις 15.10.2009 ποσότητα δεκαεννέα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα δύο (19.992) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,420 €/λίτρο και συνολικά έναντι οκτώ χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (8.396,64 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../15.10.2009 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (15.10.2009) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ……/22.10.2009 τιμολόγιο πωλήσεως, στ) στις 18.1.2010 ποσότητα τριάντα χιλιάδων ενενήντα έξι (30.096) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,453 €/λίτρο και συνολικά έναντι δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων τριάντα τριών ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (13.633,49 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../18.1.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (18.1.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό …../28.1.2010 τιμολόγιο πωλήσεως, ζ) στις 25.2.2010 ποσότητα δεκαεννέα χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τριών (19.963) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,459 €/λίτρο και συνολικά έναντι εννέα χιλιάδων εκατόν εξήντα τριών ευρώ και δύο λεπτών (9.163,02 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../25.2.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (25.2.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ……../28.2.2010 τιμολόγιο πωλήσεως, η) στις 24.3.2010 ποσότητα δεκαεννέα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα εννέα (19.899) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,462 € /λίτρο και συνολικά έναντι εννέα χιλιάδων εκατόν ενενήντα τριών ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (9.193,34 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./24.3.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (24.3.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ………./30.3.2010 τιμολόγιο πωλήσεως, θ) στις 28.4.2010 ποσότητα δεκαεννέα χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τριών (19.8830 λίτρων, έναντι τιμήματος 0,520 €/λίτρο και συνολικά έναντι δέκα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και δεκαέξι λεπτών (10.339,16 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/28.4.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (28.4.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ………../30.4.2010 τιμολόγιο πωλήσεως, ι) στις 13.5.2010 ποσότητα δεκαεννέα χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι τριών (19.823) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,515 €/λίτρο και συνολικά έναντι δέκα χιλιάδων διακοσίων οκτώ ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (10.208,85 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/13.5.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (13.5.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ………./17.5.2010 τιμολόγιο πωλήσεως, ια) στις 7.6.2010 ποσότητα είκοσι εννέα χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα έξι (29.686) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,510 €/λίτρο και συνολικά έναντι δεκαπέντε χιλιάδων εκατόν τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (15.139,86 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./7.6.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (7.6.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ………../10.6.2010 τιμολόγιο πωλήσεως, ιβ) στις 7.7.2010 ποσότητα είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα οκτώ (29.588) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,475 €/λίτρο και συνολικά έναντι δεκατεσσάρων χιλιάδων πενήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (14.054,30 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………/7.7.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο αυθημερόν (7.7.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ………/12.7.2010 τιμολόγιο πωλήσεως, ιγ) την 1η.8.2010 ποσότητα είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα (29.540) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,494 €/λίτρο και συνολικά έναντι δεκατεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (14.592,76 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../1.8.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο την επομένη (2.8.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το με αριθμό ………./11.8.2010 τιμολόγιο πωλήσεως, ιδ) στις 17.8.2010 ποσότητα είκοσι εννέα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα εννέα (29.459) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,483 €/λίτρο και συνολικά έναντι δεκατεσσάρων χιλιάδων διακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτών (14.228,70 €), την οποία δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../17.8.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο την επομένη (18.8.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το ένδικο με αριθμό ………/20.8.2010 τιμολόγιο πωλήσεως, ιε) στις 2.9.2010 ποσότητα είκοσι εννέα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι εννέα (29.529) λίτρων [ή 24,710 μετρικών τόνων], έναντι τιμήματος 594,901 €/μετρικό τόνο και συνολικά έναντι δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (14.700 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./2.9.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο την επομένη (3.9.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το ένδικο με αριθμό ……../7.9.2010 τιμολόγιο πωλήσεως και ιστ) την 1η.10.2010 ποσότητα είκοσι εννέα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα δύο (29.742) λίτρων, έναντι τιμήματος 0,493 €/λίτρο και συνολικά έναντι δεκατεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων εξήντα δύο ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (14.662,81 €), την οποία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/1.10.2010 δελτίου αποστολής, παρέδωσε στο πλοίο την επομένη (2.10.2010) και στη συνέχεια εξέδωσε το ένδικο με αριθμό ……../5.10.2010 τιμολόγιο πωλήσεως. Όπως στο σώμα των ως άνω τιμολογίων αναγράφεται, το τίμημα καθεμιάς από τις πωλήσεις για τις οποίες αυτά εκδόθηκαν πιστώθηκε για χρονικό διάστημα τριάντα [30] ημερών, πλην του πρώτου, για το οποίο στο σχετικό υπ’ αριθμ. …../6.8.2009 τιμολόγιο δεν αναφέρεται ο χρόνος της παρασχεθείσας πιστώσεως. Επιπλέον, σε όλα τα τιμολόγια περιλαμβάνεται πανομοιότυπος ο [προδιατυπωμένος, μη καταστάς αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και γι’ αυτό επιτρέπων ανταπόδειξη] όρος ότι η εξόφλησή τους θα αποδεικνύεται μόνο με απόδειξη της πωλήτριας – ενάγουσας. Με βάση τα προαναφερόμενα, το συνολικώς οφειλόμενο από την εναγομένη τίμημα για τις προαναφερόμενες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ανήλθε στο χρηματικό ποσόν των εκατόν ενενήντα χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (190.436,75 €). Η τελευταία δεν αμφισβητεί την κατάρτιση των ανωτέρω συμβάσεων ούτε το ύψος του τιμήματος εκάστης από αυτές ούτε το ως άνω συνολικό τίμημα όλων των πωλήσεων. Ισχυρίζεται, όμως, ότι πλήρωνε το τίμημα κάθε πωλήσεως είτε πριν είτε κατά την παράδοση του καυσίμου, καθώς και ότι εξόφλησε τη συνολική απαίτηση της ενάγουσας, πλην ελαχίστου μέρους του αξίας διακοσίων είκοσι επτά ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (227,93 €), για το οποίο παραδέχεται ότι εξακολουθεί οφειλόμενο, επικαλούμενη διαδοχικές καταβολές προς αυτήν αλλά και προς τον τρίτο – μη διάδικο …………., που ενεργούσε με εξουσία αντιπροσωπεύσεως της ενάγουσας και για λογαριασμό αυτής, που τον είχε εξουσιοδοτήσει για την είσπραξη των απαιτήσεών της άλλως ενέκρινε εκ των υστέρων τις προς αυτόν καταβολές της εναγομένης. Ο ισχυρισμός της αυτός είναι, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε, νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 238 § 1, 416, 417 ΑΚ και 262 ΚΠολΔ και συνιστά καταλυτική καταχρηστική ένσταση μερικής εξόφλησης (ΑΠ 1064/2018, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 1175/2009, ΜονΕφΒορΑιγ 47/2018, ΜονΕφΠειρ. 528/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, η εναγόμενη υποστηρίζει ότι κατέβαλε συνολικά εκατόν ενενήντα χιλιάδες διακόσια οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτά (190.208,80 €) και ειδικότερα: 1] στις 31.7.2009 το χρηματικό ποσόν των δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (12.700 €) σε μετρητά στον ………… προς εξόφληση του με αριθμό …./6.8.2009 τιμολογίου, 2] στις 11.8.2009 το χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών (8.838,80 €) με τραπεζικό έμβασμα στο λογαριασμό του .. ….. προς εξόφληση του με αριθμό …../20.8.2009 τιμολογίου, 3] στις 27.8.2009 το χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (8.800 €) με τραπεζικό έμβασμα στο λογαριασμό του ιδίου φυσικού προσώπου προς εξόφληση του με αριθμό …./2.9.2009 τιμολογίου, 4] στις 14.9.2009 το χρηματικό ποσόν των δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (12.300 €) με τον ίδιο τρόπο για την εξόφληση του με αριθμό …../22.9.2009 τιμολογίου, 5] στις 14.10.2009 το χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (8.400 €) με τραπεζικό έμβασμα στο λογαριασμό του …….. προς εξόφληση του με αριθμό …./22.10.2009 τιμολογίου, 6] στις 18.1.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατριών χιλιάδων ευρώ (13.000 €) με τραπεζικό έμβασμα σε λογαριασμό του ιδίου δικαιούχου προς εξόφληση του με αριθμό ………./28.1.2010 τιμολογίου, 7] στις 25.2.2010 το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν ογδόντα ευρώ (9.180 €) με τραπεζικό έμβασμα στο λογαριασμό της ενάγουσας πλέον προς εξόφληση του με αριθμό ………/28.2.2010 τιμολογίου, 8] στις 24.3.2010 το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) με τραπεζικό έμβασμα στο λογαριασμό της ενάγουσας προς εξόφληση του με αριθμό ………./30.3.2010 τιμολογίου, 9] στις 28.4.2010 το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (10.400 €) με τον ίδιο τρόπο προς εξόφληση του με αριθμό …………/30.4.2010 τιμολογίου, 10] στις 13.5.2010 το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (10.300 €) με τον ίδιο τρόπο προς εξόφληση του με αριθμό ………../17.5.2010 τιμολογίου, 11] στις 7.6.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (14.500 €) με τον ίδιο τρόπο προς εξόφληση του με αριθμό ………/10.6.2010 τιμολογίου, 12] την 1η.7.2010 και στις 7.7.2010 τα χρηματικά ποσά των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) και των δεκατεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ (14.250 €) αντίστοιχα με ισάριθμα και ισόποσα τραπεζικά εμβάσματα στο λογαριασμό της ενάγουσας προς εξόφληση του με αριθμό ………../12.7.2010 τιμολογίου, 13] στις 30.7.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (10.600 €) με τραπεζικό έμβασμα στο λογαριασμό της ενάγουσας προς εξόφληση του με αριθμό ……../11.8.2010 τιμολογίου, 14] στις 17.8.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα ευρώ (14.490 €) με τον ίδιο τρόπο προς εξόφληση του με αριθμό ………/20.8.2010 τιμολογίου (πρώτου των τριών [3] ενδίκων), 15] στις 3.9.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (14.700 €) με τον ίδιο τρόπο προς εξόφληση του με αριθμό ………/7.9.2010 δευτέρου των ενδίκων τιμολογίου και 16] την 1η.10.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ευρώ (14.750 €) με τον ίδιο τρόπο προς εξόφληση του τελευταίου των ενδίκων με αριθμό ……../5.10.2010 τιμολογίου. Η ενάγουσα συνομολογεί όλες τις καταβολές που έγιναν στους τραπεζικούς της λογαριασμούς, δηλαδή τις αμέσως ανωτέρω υπ’ αριθμ. 7 έως και 16 αναφερόμενες, που συμποσούνται σε εκατόν είκοσι έξι χιλιάδες εκατόν εβδομήντα ευρώ (126.170 €) και στα υπ’ αυτής εισπραχθέντα συνυπολογίζει, επιπλέον, το χρηματικό ποσόν των δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (12.700 €), που της καταβλήθηκε, όπως υποστηρίζει, μετρητοίς στο ταμείο της στις 6.8.2009 σε εξόφληση του με αριθμό ……/2009 τιμολογίου, του πρώτου που εξέδωσε στα πλαίσια της εμπορικής της συναλλαγής με την εναγομένη αλλά και χρηματικά ποσά πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), έξι χιλιάδων ευρώ (6000 €) και επτά χιλιάδων ευρώ (7000 €), που έλαβε σε μετρητά στο ταμείο της και όχι δια μέσου του ………. στις 7.9.2009, στις 14.9.2009 και στις 15.1.2010 αντίστοιχα σε εξόφληση των αμέσως επόμενων τριών [3] τιμολογίων που εξέδωσε και συγκεκριμένα, των με αριθμούς …./2.8.2009, …../2.9.2009, που εξοφλήθηκαν ολοσχερώς και ……/22.9.2009, που εξοφλήθηκε εν μέρει, αναβιβάζοντας έτσι το σύνολο των κατ’ αυτήν καταβολών της εναγομένης σε εκατόν πενήντα έξι χιλιάδες οκτακόσια εβδομήντα ευρώ (156.870 €) και προσδιορίζοντας με τον τρόπο αυτό το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο του χρέους της αντιδίκου της στο χρηματικό ποσόν των τριάντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (σε 33.566,75 €), για την πληρωμή του οποίου πέτυχε αρχικώς την έκδοση διαταγής πληρωμής και ακολούθως, μετά την τελεσίδικη ακύρωσή της, άσκησε την ένδικη αγωγή. Να σημειωθεί εδώ ότι το ποσόν αυτό συμπίπτει με εκείνο που προκύπτει αν στο ποσό της επικαλούμενης καταβολής της εναγομένης προς το …………. στις 18.1.2010 (13.000 €), την οποία η ενάγουσα δεν αναγνωρίζει, προστεθεί η διαφορά των ως άνω τριών [3] επικαλούμενων καταβολών στο ταμείο της ενάγουσας (συνολικού ύψους 18.000 €) έναντι των λοιπών, πλην της πρώτης, τεσσάρων [4] καταβολών της εναγομένης προς τον ίδιο τρίτο στις 11.8.2009, στις 27.8.2009, στις 14.9.2009 και στις 14.10.2009 (συνολικού ύψους 38.338,80 €). Περαιτέρω, η ενάγουσα αρνείται ότι ο ………….. υπήρξε εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός της, αμφισβητεί ότι ενεργούσε με διαχειριστική εξουσία είσπραξης χρημάτων για λογαριασμό της και ότι της απέδωσε ποτέ χρήματα από εκείνα που η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι του κατέβαλε και ακολούθως υποστηρίζει, πρώτον, ότι η εναγομένη ουδέποτε προκατέβαλε το τίμημα των καυσίμων που αγόραζε αλλά το εξοφλούσε πάντοτε με τμηματικές καταβολές, που δεν ήταν ισόποσες με το αναγραφόμενο σε κάθε τιμολόγιο τίμημα, δεύτερον, ότι οι πληρωμές της γίνονταν με τραπεζικά εμβάσματα, εκτός «…από κάποιες μικρές καταβολές με μετρητά στο ταμείο της εταιρίας μας στην αρχή της εμπορικής συνεργασίας μας…», για κάθε μία από τις οποίες [πληρωμές] εξέδιδε είτε αυθημερόν είτε εντός ολίγων ημερών αντίστοιχη έγγραφη απόδειξη με μνεία επ’ αυτής του λόγου της καταβολής (έναντι συγκεκριμένου τιμολογίου ή σε εξόφλησή του), την οποία (απόδειξη) απέστελλε στην εναγόμενη και, τρίτον, ότι οι ανωτέρω υπ’ αριθμ. 14 έως και 16 καταβολές της αντιδίκου της δεν έγιναν σε εξόφληση των τριών [3] τιμολογίων που εξέδωσε για τις τρεις [3] χρονικά τελευταίες πωλήσεις της προς την εναγομένη αλλά σε εξόφληση προγενέστερων οφειλών αυτής από πωλήσεις που είχαν προηγηθεί και το τίμημά τους παρέμενε κατά το χρόνο των επίμαχων καταβολών (17.8.2010, 3.9.2010 και 1.10.2010) ανεξόφλητο. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η εναγομένη της κατέβαλε τα εξής χρηματικά ποσά, τα οποία η ίδια καταλόγισε σε εξόφληση των εξίσου επαχθών προγενέστερων χρεών της ως ακολούθως: Α] στις 6.8.2009 το χρηματικό ποσόν των δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (12.700 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ……../6.8.2009 τιμολόγιο πωλήσεως, πιστώθηκε στο λογαριασμό της εναγομένης υπόλοιπο ύψους εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (192,31 €) και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……/6.8.2009 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της εξοφλήσεώς του και του πιστωτικού υπολοίπου της εναγομένης, Β] στις 7.9.2009 το χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), με το οποίο και με συνυπολογισμό του ως άνω πιστωτικού υπολοίπου εξοφλήθηκε εν μέρει το με αριθμό ……./20.8.2009 τιμολόγιο πωλήσεως και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……./7.9.2009 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της μερικής εξοφλήσεως και του εναπομείναντος χρεωστικού υπολοίπου, ύψους τριών χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (3.535,42 €), Γ] στις 14.9.2009 το χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ……/20.8.2009 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό …../2.9.009 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …../14.9.2009 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους έξι χιλιάδων διακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (6.297,58 €), Δ] στις 15.1.2010 το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ……/2.9.2009 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό …../22.9.2009 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……/15.1.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους ένδεκα χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τριών ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (11.423,82 €), Ε] στις 25.2.2010 το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν ογδόντα ευρώ (9.180 €), με το οποίο εξοφλήθηκε εν μέρει το με αριθμό ……./22.9.2009 τιμολόγιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ………./25.2.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της μερικής εξοφλήσεώς του και του ανεξόφλητου υπολοίπου του εν λόγω τιμολογίου, ύψους πλέον δύο χιλιάδων διακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (2.243,82 €), ΣΤ] στις 24.3.2010 το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό …../22.9.2009 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό ……/22.10.2009 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ………../24.3.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους τριών χιλιάδων εξακοσίων σαράντα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (3.640,46 €), Ζ] στις 28.4.2010 το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (10.400 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό …./22.10.2009 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό …../28.1.2010 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ………/28.4.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους έξι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (6.873,95 €), Η] στις 13.5.2010 το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (10.300 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ………/28.1.2010 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό ………../28.2.2010 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……../13.5.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους πέντε χιλιάδων επτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (5.736,97 €), Θ] στις 7.6.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (14.500 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ……../28.2.2010 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό …../30.3.2010 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……/7.6.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους τετρακοσίων τριάντα ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (430,31 €), Ι] την 1η.7.2010 το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ../30.3.2010 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό …/30.4.2010 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……/1.7.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους οκτώ χιλιάδων επτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (8.769,41 €), ΙΑ] στις 7.7.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ (14.250 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ……./30.4.2010 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό ………/17.5.2010 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……/7.7.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (4728,32 €), ΙΒ] στις 30.7.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (14.600 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ………/17.5.2010 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό ……../10.6.2010 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……../30.7.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους πέντε χιλιάδων διακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (5.268,18 €), ΙΓ] στις 17.8.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα ευρώ (14.490 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ………/10.6.2010 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό ………/12.7.2010 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ………/17.8.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα δύο ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (4.832,48 €), ΙΔ] στις 3.9.2010 το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (14.700 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ………/12.7.2010 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό ……../11.8.2010 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ………/3.9.2010 απόδειξη εισπράξεως μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπολοίπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (4.725,24 €) και ΙΕ] την 1η.10.2010 το χρηματικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ευρώ (14.750 €), με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το με αριθμό ……../11.8.2010 τιμολόγιο και εν μέρει το με αριθμό ……../20.8.2010 όμοιο και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……/1.10.2010 απόδειξη εισπράξεως μετρητών, στην οποία γίνεται μνεία της πλήρους εξοφλήσεως του πρώτου και του ανεξόφλητου υπόλοιπου του δεύτερου από τα πιο πάνω τιμολογίου, ύψους τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων τριών ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (4.203,94 €). Ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας είναι, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε, νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 422 ΑΚ και 262 ΚΠολΔ και συνιστά αντένσταση (ΑΠ 1226/2018, ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 1221/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για τη βασιμότητα ή μη της οποίας, όπως και της ένστασης μερικής εξοφλήσεως που προαναφέρθηκε, από ουσιαστική άποψη, πρέπει, ενόψει των αντίθετων σχετικών ισχυρισμών των διαδίκων, να ερευνηθεί, πρώτον, αν το τίμημα καθεμιάς από τις ως άνω πωλήσεις πιστώθηκε ή προπληρώθηκε και, δεύτερον, αν οι καταβολές της εναγομένης προς τον ………. επέφεραν ισόποση απόσβεση της απαίτησης της ενάγουσας. Εκ προοιμίου πρέπει να σημειωθεί ότι τα μη αμφισβητούμενα ως γεγονότα αλλά μόνον ως προς την έννομη συνέπειά τους εμβάσματα της εναγομένης στον τραπεζικό λογαριασμό του …….., για την προσκομιδή των οποίων διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως της υπό κρίση εφέσεως, ύψους οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών (8.838,80 €), οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (8.800 €), δώδεκα χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (12.300 €) και οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (8.400 €) αντιστοίχως και τριάντα οκτώ χιλιάδων τριακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών (38.338,80 €) συνολικώς, που πραγματοποιήθηκαν εντός διμήνου περίπου και, συγκεκριμένα, στις 11.8.2009, στις 27.8.2009, στις 14.9.2009 και στις 14.10.2009 αντίστοιχα, επιβεβαιώνονται από τις υπό στοιχεία ……….. τρεις [3] έγγραφες αποδείξεις είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΕΤΕ ΑΕ), που πιστοποιούν ισάριθμες και ισόποσες με τις επικαλούμενες καταθέσεις του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης ……… στον υπ’ αριθμ. …………. λογαριασμό που ανήκει σε φυσικό πρόσωπο με το όνομα «…………», καθώς και από την εκτύπωση εγγράφου διαδικτυακής τραπεζικής συναλλαγής (internet banking) της ιδίας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με ημερομηνία 14.10.2009, στην οποία αποτυπώνεται επιτυχές έμβασμα χρηματικού ποσού οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (8.400 €) σε πίστωση του ως άνω λογαριασμού του ………… με χρέωση τραπεζικού λογαριασμού του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης. Να σημειωθεί ακόμη ότι οι ημεροχρονολογίες των τεσσάρων [4] αυτών πληρωμών προηγούνται κατά μία [1] ημέρα ή συμπίπτουν με εκείνη της παραδόσεως εκάστης αντίστοιχης ποσότητας καυσίμου, που προμηθεύθηκε από την ενάγουσα το πλοίο ΚΑ, ενώ και το ποσό εκάστης καταβολής υπερβαίνει κατά τι το τιμολογηθέν τίμημα της αντίστοιχης πωλήσεως. Αν οι ισχυρισμοί της εναγομένης αληθεύουν, η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται ενόψει του ότι η πληρωμή αφορούσε την ποσότητα του καυσίμου για την οποία δόθηκε κάθε αντίστοιχη παραγγελία με βάση τη χωρητικότητα των πετρελαιοδεξαμενών του πλοίου και τα εικαζόμενα για την πλήρωσή τους αναγκαία λίτρα, ενώ η τιμολόγηση του τιμήματος γινόταν μετά από κάθε πετρέλευση, όταν πλέον ήταν γνωστή η ακριβής ποσότητα που παραδόθηκε. Υπό την εκδοχή της εναγομένης, από την αρχή της εμπορικής των διαδίκων συνεργασίας και μέχρι τις 15.10.2009 αυτή είχε προμηθευθεί ναυτιλιακό πετρέλαιο συνολικής αξίας πενήντα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (50.520,46 €) και είχε καταβάλει στην πωλήτρια – ενάγουσα, δια καταβολής μόνον στον ………….. και όχι στην ίδια απευθείας, τίμημα συνολικού ύψους πενήντα μίας χιλιάδων τριάντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών (51.038,80 €), διατηρούσε δηλαδή, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της, πιστωτικό υπόλοιπο ύψους πεντακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (518,34 €). Η αμέσως επόμενη επικαλούμενη πληρωμή της (κατάθεση μετρητών εκ μέρους του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης στον ως άνω τηρούμενο στην ΕΤΕ ΑΕ λογαριασμό του ……. στις 18.1.2010, για την οποία εκδόθηκε η προσκομιζόμενη τραπεζική απόδειξη είσπραξης) ανερχόταν σε δεκατρείς χιλιάδες ευρώ (13.000 €) και φέρεται να αφορά σε εξόφληση του υπ’ αριθμ. ………/28.1.2010 τιμολογίου της ενάγουσας, που εκδόθηκε για πώληση ποσότητας καυσίμου που παρελήφθη στο πλοίο στις 18.1.2010, την ίδια δηλαδή ημέρα της καταβολής της εναγομένης στον ………. και πριν την τιμολόγηση της ακριβούς ποσότητας καυσίμου που εν τέλει πράγματι παραδόθηκε και είχε αξία δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων τριάντα τριών ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (13.633,49 €), με αποτέλεσμα, με συνυπολογισμό του ως άνω πιστωτικού υπολοίπου, το καταβληθέν τίμημα να υπολείπεται του οφειλομένου μόνον κατά εκατόν δεκαπέντε ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (115,15 €). Παρατηρείται ακόμα και ότι οι λοιπές (μη αμφισβητούμενες) καταβολές της εναγομένης στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας, πλην εκείνων της 24ης.3.2010 και της 7ης.6.2010, που υπολείπονται, υπερβαίνουν επ’ ελάχιστον τις τιμολογηθείσες αξίες του τιμήματος εκάστης αντίστοιχης πώλησης και είτε συμπίπτουν χρονικώς είτε προηγούνται κατά μία [1] ημέρα της παραδόσεως εκάστης πωληθείσας ποσότητας. Συγκεκριμένα, όπως δεν αμφισβητείται αλλά και αποδεικνύεται από τα οικεία τραπεζικά παραστατικά, ο λογαριασμός της πωλήτριας πιστώνεται α] στις 25.2.2010 με το χρηματικό ποσό των εννέα χιλιάδων εκατόν ογδόντα ευρώ (9.180 €), που υπερβαίνει κατά τι το τίμημα της πωλήσεως της ποσότητας καυσίμου που παραδόθηκε στο πλοίο την ίδια εκείνη ημέρα και στη συνέχεια τιμολογήθηκε σε εννέα χιλιάδες εκατόν εξήντα τρία ευρώ και δύο λεπτά (9.163,02 €), β] στις 24.3.2010 με το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €), που υπολείπεται της αξίας του τιμήματος πωλήσεως της ποσότητας καυσίμου που παραδόθηκε στο πλοίο την ίδια εκείνη ημέρα και στη συνέχεια τιμολογήθηκε σε εννέα χιλιάδες εκατόν ενενήντα τρία ευρώ και τριάντα τέσσερα λεπτά (9.193,34 €), γ] στις 28.4.2010 με το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (10.400 €), που υπερβαίνει κατά τι το τίμημα της πωλήσεως της ποσότητας καυσίμου που παραδόθηκε στο πλοίο την ίδια εκείνη ημέρα και στη συνέχεια τιμολογήθηκε σε δέκα χιλιάδες τριακόσια τριάντα εννέα ευρώ και δεκαέξι λεπτά (10.339,16 €), δ] στις 13.5.2010 με το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (10.300 €), που υπερβαίνει κατά τι το τίμημα της πωλήσεως της ποσότητας καυσίμου που παραδόθηκε στο πλοίο την ίδια εκείνη ημέρα και στη συνέχεια τιμολογήθηκε σε δέκα χιλιάδες διακόσια οκτώ ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτά (10.208,85 €) και ε] στις 7.6.2010 με το χρηματικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (14.500 €), που υπολείπεται της αξίας του τιμήματος πωλήσεως της ποσότητας καυσίμου που παραδόθηκε στο πλοίο την ίδια εκείνη ημέρα και στη συνέχεια τιμολογήθηκε σε δεκαπέντε χιλιάδες εκατόν τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (15.139,86 €). Κατά το χρονικό διάστημα, επομένως, από 25.2.2010 έως και 7.6.2010, οι πληρωμές της εναγομένης ανήλθαν σε πενήντα μία χιλιάδες τριακόσια ογδόντα ευρώ (51.380 €) συνολικά και το τίμημα των ποσοτήτων καυσίμου που παραδόθηκαν στο πλοίο της ανήλθε σε πενήντα τέσσερις χιλιάδες σαράντα τέσσερα ευρώ και είκοσι τρία λεπτά (54.044,23 €) συνολικά, με αποτέλεσμα να προκύπτει χρεωστικό σε βάρος της εναγομένης υπόλοιπο ύψους δύο χιλιάδων εξακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (2.664,23 €) και με συνυπολογισμό του χρεωστικού κατά τις 18.1.2010 υπολοίπου της, ύψους δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (2.779,38 €). Ακολουθεί στ] την 1η.7.2010 καταβολή στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας χρηματικού ποσού ύψους δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €), για την οποία, αν οι προηγηθείσες πληρωμές προς τον ………… θεωρηθούν ως αποσβεστικές των απαιτήσεων της ενάγουσας, δεν υπάρχει άλλος λόγος που να την δικαιολογεί παρά μόνον η μερική εξόφληση του πιο πάνω υπολοίπου, από το οποίο απέμεινε πλέον ανεξόφλητη οφειλή ύψους επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (779,38 €), αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι μέχρι την 1η.7.2010 δεν είχε παραδοθεί νέα ποσότητα καυσίμου στο πλοίο της εναγομένης. Τέτοια παράδοση επακολουθεί στις 7.7.2010 και το τιμολογημένο τίμημα της πωλήσεως αυτής, ύψους δεκατεσσάρων χιλιάδων πενήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (14.054,30 €) υπολείπεται κατά τι του χρηματικού ποσού ζ] των δεκατεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ (14.250 €), που κατατέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας την ίδια ημέρα της παραδόσεως. Κατά την ίδια εκείνη ημέρα το χρεωστικό υπόλοιπο της εναγομένης ανέρχεται, πάντα κατά τους ισχυρισμούς της, σε πεντακόσια ογδόντα τρία ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (583,68 €). Παρόμοιες αντιστοιχίες παρατηρούνται και στις επόμενες πληρωμές της εναγομένης σε σχέση προς τις ημεροχρονολογίες παραδόσεως και το τιμολογημένο τίμημα των αντιστοίχων ποσοτήτων καυσίμου που προμηθεύθηκε από την ενάγουσα. Συγκεκριμένα, ο λογαριασμός της πωλήτριας πιστώνεται: η] στις 30.7.2010 με το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (14.600 €), που υπερβαίνει κατά τι το τίμημα της πωλήσεως της ποσότητας καυσίμου που παραδόθηκε στο πλοίο την επόμενη ημέρα (1.8.2010) και στη συνέχεια τιμολογήθηκε σε δεκατέσσερις χιλιάδες πεντακόσια ενενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (14.592,76 €), θ] στις 17.8.2010 με το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα ευρώ (14.490 €), που υπερβαίνει κατά τι το τίμημα της πωλήσεως της ποσότητας καυσίμου που παραδόθηκε στο πλοίο την ίδια εκείνη ημέρα και στη συνέχεια τιμολογήθηκε σε δεκατέσσερις χιλιάδες διακόσια είκοσι οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (14.228,70 €), εκδοθέντος σχετικά του υπ’ αριθμ. 2008/20.8.2010 (πρώτου από τα ένδικα) τιμολογίου, ι] στις 3.9.2010 με το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (14.700 €), το οποίο ταυτίζεται με το τίμημα της πωλήσεως καυσίμου για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ………../7.9.2010 (δεύτερο των ενδίκων) τιμολόγιο της ενάγουσας, γεγονός το οποίο δικαιολογείται πλήρως ενόψει του ότι η πωληθείσα ποσότητα ήταν κατά το χρόνο της καταβολής επακριβώς προσδιορισμένη, αφού η παράδοσή της είχε πραγματοποιηθεί την προτεραία (2.9.2010) και ια] την 1η.10.2010 με το χρηματικό ποσόν των δεκατεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ευρώ (14.750 €), που υπερβαίνει κατά τι το τίμημα της πωλήσεως της ποσότητας καυσίμου που παραδόθηκε στο πλοίο την επόμενη ημέρα (2.10.2010) και στη συνέχεια τιμολογήθηκε σε δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσια εξήντα δύο ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (14.662,81 €), εκδοθέντος σχετικά του υπ’ αριθμ. …………/5.10.2010 (τρίτου από τα ένδικα) τιμολογίου. Επομένως, υπό την εκδοχή της εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα από 30.7.2010 έως και 1.10.2010 οι πληρωμές της ανήλθαν σε πενήντα οκτώ χιλιάδες πεντακόσια σαράντα ευρώ (58.540 €), έναντι συνολικού τιμήματος των αντιστοίχων πωλήσεων ύψους πενήντα οκτώ χιλιάδων εκατόν ογδόντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι επτά λεπτών (58.184,27 €), με αποτέλεσμα, κατόπιν συνυπολογισμού και της προηγούμενης έως τις 7.7.2010 οφειλής της, να απομένει χρεωστικό σε βάρος της, το συνομολογούμενο άλλωστε από αυτήν, υπόλοιπο των μόλις διακοσίων είκοσι επτά ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (227,95 €). Η ενάγουσα αντιτείνει ότι η αντίδικός της ουδέποτε προκατέβαλε το τίμημα των καυσίμων με τα οποία την προμήθευε, το οποίο αντιθέτως πάντοτε πιστωνόταν, ότι οι πληρωμές της από την αρχή της εμπορικής τους συνεργασίας αφορούσαν μικρά ποσά και πραγματοποιούνταν με καταβολές στο ταμείο της, ότι από τις αρχές του έτους 2010 το χρεωστικό υπόλοιπο της οφειλέτριας είχε υπερβεί τις τριάντα τρεις χιλιάδες ευρώ (33.000 €) καθώς και ότι για το λόγο αυτό κατά το ίδιο εκείνο χρονικό σημείο συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η εκτέλεση κάθε νέας παραγγελίας της εναγομένης θα προϋπέθετε την εκ μέρους της προηγούμενη καταβολή ποσού ίσου ή μεγαλύτερου από την αξία της νέας παραγγελίας, ώστε να καλύπτεται εν μέρει η υπάρχουσα οφειλή της. Ανεξαρτήτως του ότι η τριακονθήμερη προθεσμία αποπληρωμής εκάστου τιμήματος, ακόμα και κατά της παραδοχές της ενάγουσας, ουδέποτε τηρήθηκε από την αντίδικό της, η εκδοχή των πραγμάτων που αυτή παρουσιάζει δεν είναι πειστική. Καταρχάς, το χρονικό σημείο που επικαλείται, αντικειμενικώς ορώμενο, συμπίπτει με την παύση των πληρωμών της εναγομένης προς τον ……….. (η τελευταία τέτοια πραγματοποιήθηκε στις 18.1.2010) και με την έναρξη καταβολών στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας, όχι δε κατ’ ανάγκη και με τη σύναψη συμφωνίας των διαδίκων περί ανοχής υπό προϋποθέσεις της ενάγουσας στην υπερημερία της εναγομένης, αφού τέτοια ανοχή η πρώτη επεδείκνυε και πιο πριν, αποδεχόμενη τις κατά τους ισχυρισμούς της τμηματικές και ελαττωμένες καταβολές μετρητών στο ταμείο της και εξακολουθώντας, όπως και στη συνέχεια, τις παραδόσεις καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης παρά τα, κατά την εκδοχή της, ανεξόφλητα υπόλοιπα των, πλέον του ενός [1] κάθε φορά, προγενεστέρων ληξιπρόθεσμων τιμολογίων. Επιπλέον, δεν εξηγεί το λόγο για τον οποίο η εμπορική συνεργασία των διαδίκων συνεχίστηκε και πέραν των αρχών του έτους 2010 και δεν έληξε τότε, όταν η οφειλή της εναγομένης ανερχόταν, όπως η ενάγουσα παραδέχεται αλλά και προκύπτει κατά τα προαναφερθέντα από τα αποδεικτικά έγγραφα της δικογραφίας, σε τριάντα τρεις χιλιάδες τετρακόσια πενήντα τρία ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά (33.453,95 €), έχοντας διαμορφωθεί στο ύψος αυτό κατόπιν άτακτων και ελαττωμένων καταβολών της οφειλέτριας, πάντοτε σε μετρητά και χωρίς την παρεμβολή του τραπεζικού συστήματος, ενώ τούτο (η διακοπή της εμπορικής συνεργασίας των διαδίκων) συνέβη στις 13.12.2010, όταν, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε έγγραφη διαμαρτυρία ή εξώδικη όχληση της δανείστριας, ζητήθηκε από αυτήν (και επετεύχθη) η έκδοση της υπ’ αριθμ. ……/19.1.2011 διαταγής πληρωμής, σε χρονικό μάλιστα σημείο κατά το οποίο (αποδεικνύεται ότι) η επικαλούμενη συμφωνία των διαδίκων τηρείται, η ενάγουσα πραγματοποιεί καταβολές ίσης και μεγαλύτερης αξίας από εκείνη κάθε νέας παραγγελίας της, πλέον μόνο μέσω τραπέζης, το δε χρηματικό ποσό της φερόμενης οφειλής της, ανερχόμενο τότε σε τριάντα τρεις χιλιάδες πεντακόσια εξήντα έξι ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτά (33.566,79 €), δεν υπερβαίνει καθ’ ύψος το υφιστάμενο κατά τις αρχές του έτους 2010 χρεωστικό υπόλοιπό της. Παράλληλα δε, η ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών της ενάγουσας προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση ότι οι καταβολές της εναγομένης προς τον …. .. δεν είχαν αποσβεστικό ως προς την ενοχή της αποτέλεσμα. Ως προς το ζήτημα αυτό, που ενόψει των αντικρουόμενων ισχυρισμών των διαδίκων αποβαίνει καίριο για την ορθή διάγνωση της διαφοράς τους, πρέπει να σημειωθεί ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώνεται ότι ο ……… εισπράττοντας χρηματικά ποσά από την εναγομένη ενεργούσε είτε στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας έχοντας σχετική ειδική εξουσιοδότηση από αυτήν είτε στο δικό του όνομα εφοδιασμένος με εξοφλητική απόδειξη της ενάγουσας ούτε ότι η ενάγουσα ωφελήθηκε τελικά από τις προς αυτόν καταβολές, επειδή της μεταβιβάστηκαν τα εισπραχθέντα. Επομένως, είναι αναγκαίο να ερευνηθεί περαιτέρω αν η ενάγουσα ενέκρινε εκ των υστέρων τις προς αυτόν καταβολές της αντιδίκου της ή αν αυτή η τελευταία ενεργούσε σε κάθε περίπτωση στα πλαίσια φαινόμενου δικαίου που είχε δημιουργηθεί ως προς την εξουσία του ……….. να δέχεται καταβολές για λογαριασμό της ενάγουσας. Προς το σκοπό αυτό ουσιώδης είναι η σημασία της πρώτης καταβολής της εναγομένης στις 31.7.2009, η αξία της οποίας εμφανίζεται αντικειμενικώς να έχει μεταφερθεί αυτούσια στην περιουσία της ενάγουσας σε εξόφληση του τιμήματος της πρώτης χρονικά πωλήσεως καυσίμων, το οποίο η ενάγουσα θεωρεί εξοφλημένο και δεν εγείρει συναφείς αξιώσεις. Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι τα κρίσιμα σχετικώς γεγονότα εκτυλίχθηκαν ως εξής: Στις 31.7.2009 γίνεται η πρώτη παραγγελία ναυτιλιακού πετρελαίου κινήσεως από την εναγομένη και κατόπιν συμφωνίας της με την πωλήτρια ενάγουσα ως προς το τίμημα της πωλήσεως (0,423 €/λίτρο) η ανώνυμη βιομηχανική και εμπορική εταιρία πετρελαίων με την επωνυμία «……..» και έδρα στον Ασπρόπυργο Αττικής, ενεργώντας κατ’ εντολή της ενάγουσας, εκδίδει το με αριθμό ………../31.7.2009 δελτίο αποστολής, από το οποίο προκύπτει ότι με προορισμό τη Λευκάδα, όπου ναυλοχεί το πλοίο ΚΑ, φορτώνεται σε μεταφορικό μέσο ποσότητα τριάντα χιλιάδων (30.000) λίτρων πετρελαίου 0,001% τύπου Gasoil Automarine 10 ppm, συνολικής αξίας δώδεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα ευρώ (30.000 λίτρα Χ 0,423 €/λίτρο = 12.690 €). Η παράδοση της πωληθείσας ποσότητας γίνεται στις 05:00 το πρωί της επομένης (1.8.2009) και οι πετρελαιοδεξαμενές του πλοίου ανεφοδιάζονται με είκοσι εννέα χιλιάδες πεντακόσια εξήντα εννέα λίτρα καυσίμου, συνολικής αξίας δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων επτά ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (0,423 €/λίτρο Χ 29.569 λίτρα = 12.507,69 €). Την προηγουμένη (31.7.2009), δηλαδή την ημέρα της παραγγελίας και πριν τον προσδιορισμό της ακριβούς ποσότητας καυσίμου που θα πλήρωνε τις δεξαμενές του πλοίου της εταιρίας του, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης ……… καταβάλλει στον Πειραιά προς τον ……….. το χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (12.700 €), που προσεγγίζει την αξία του εμπορεύματος που φορτώθηκε προς μεταφορά στη Λευκάδα και εκδίδει την υπ’ αριθμ. ……/31.7.2009 έγγραφη απόδειξη πληρωμής, επί εντύπου στο οποίο συμπληρώνονται χειρόγραφα οι προδιατυπωμένες ενδείξεις «Πληρώσαμε στον» και «αιτιολογία πληρωμής» με τις φράσεις «…. . για λογαριασμό Πετρέλαια Λαυρίου» και «για 30 m³ 10 ppm για ΚΑ Λευκάδα» αντίστοιχα και τίθενται οι μη αμφισβητούμενης γνησιότητας υπογραφές του εκδότη και του εισπράξαντος ………… Ελλείψει υπογραφής της πωλήτριας – ενάγουσας επ’ αυτής, η εν λόγω απόδειξη δε μπορεί να θεωρηθεί ως εξοφλητική απόδειξη της δανείστριας κατά την έννοια του άρθρου 426 ΑΚ ούτε ο ………. ως εξουσιοδοτημένος για την είσπραξη της απαιτήσεώς της. Όμως, στις 6.8.2009 η ενάγουσα εκδίδει το με αριθμό ……./6.8.2009 τιμολόγιο πωλήσεως με το οποίο τιμολογεί την ποσότητα που παραδόθηκε την 1η.8.2009 στο πλοίο της εναγομένης στο χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων επτά ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών 912.507,69 €) και ακολούθως εκδίδει αυθημερόν την υπ’ αριθμ. …../6.8.2009 απόδειξη είσπραξης από την …………. (εναγομένη) όχι για την τιμολογηθείσα αξία αλλά για χρηματικό ποσό δώδεκα χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (12.700 €) σε μετρητά και, όπως στο σώμα της επί λέξει αναγράφεται, σε «εξόφληση τιμολογίου Νο …….. F/B ΚΑ και έναντι λογαριασμού». Η ίδια απόδειξη φέρει ιδιόχειρη υπογραφή κάτω από την ένδειξη «ο εισπράξας», όχι όμως και κάτω από την ένδειξη «υπογραφή πελάτη». Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι πρόκειται για καταβολή σε μετρητά που έγινε στο ταμείο της, ενώ η εναγόμενη επικαλείται ότι πρόκειται για το ποσό που είχε καταβληθεί στον …. . στις 31.7.2009. Στο Δικαστήριο δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ευσταθεί ο δεύτερος ισχυρισμός και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Καταρχάς, η μάρτυρας αποδείξεως δεν επιβεβαιώνει ότι η πληρωμή αυτή έγινε στο ταμείο της ενάγουσας, αφού δεν ανακαλεί στη μνήμη της τον τρόπο καταβολής του τιμήματος του πρώτου τιμολογίου που εκδόθηκε στα πλαίσια της συνεργασίας με την εναγόμενη. Επιπλέον, με δεδομένο ότι καμία διάδικος δεν επικαλείται αλλ’ ούτε και αποδεικνύεται ότι στην πλοιοκτησία της εναγομένης ανήκει και έτερο πλοίο με δεξαμενές καυσίμων της αυτής περίπου χωρητικότητας με το ΚΑ, ώστε να απαιτείται η πλοιοκτήτρια να εφοδιάζεται με παρόμοιες ποσότητες καυσίμου κατά τις ίδιες περιόδους, πείθεται το Δικαστήριο ότι η συναλλαγή της 31ης.7.2009 πραγματοποιήθηκε για την αιτία που στην ως άνω από 31.7.2009 απόδειξη πληρωμής αναγράφηκε. Το ενδεχόμενο η απόδειξη αυτή να είναι κατασκευασμένη εκ των υστέρων και αναληθής κατά περιεχόμενο δε μπορεί να ερευνηθεί, αφού δεν υπάρχει αντίστοιχος ισχυρισμός της ενάγουσας, είναι, άλλωστε, μόνο θεωρητικό με δεδομένο το γεγονός των επόμενων πληρωμών του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας προς το ………….., που δε μπορούν να αμφισβητηθούν, αφού πραγματοποιήθηκαν μέσω του τραπεζικού συστήματος, που επιβεβαιώνουν συναλλακτική σχέση μεταξύ αυτών των προσώπων, του πρώτου ενεργούντος υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης. Επομένως, ο ………. πιστεύει στις 6.8.2009, οπότε εκδίδεται το υπ’ αριθμ. 670/2009 τιμολόγιο και η με αριθμό 815/2009 απόδειξη της ενάγουσας, ότι το τιμολόγιο είναι ήδη εξοφλημένο από τις 31.7.2009 και το γεγονός αυτό αποκλείει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής το ενδεχόμενο να έχει προβεί ο ίδιος ή δι’ αντιπροσώπου για λογαριασμό της εταιρίας του στην εκ νέου καταβολή μετρητών στο ταμείο της ενάγουσας με σκοπό την εξόφληση του τιμήματος της συγκεκριμένης πωλήσεως. Άλλωστε, αν είχε πράγματι προβεί σε τέτοια (δεύτερη) πληρωμή αυτό θα είχε συμβεί είτε διότι θα είχε εξαναγκαστεί προς τούτο με την απειλή δικαστικών μέτρων εναντίον της εταιρίας του, οπότε θα ανέμενε κανείς να διακόψει τη συνεργασία της με την ενάγουσα είτε διότι θα είχε πειστεί ότι η προηγηθείσα πληρωμή προς το ………… δεν απάλλασσε την εναγομένη από το χρέος της, με αποτέλεσμα να μην εξακολουθήσει τις προς αυτόν καταβολές, πράγμα που δεν συνέβη αλλά αντιθέτως να επιδιώξει από αυτόν την απόδοση όσων αχρεωστήτως του κατέβαλε, ενέργεια στην οποία ομοίως δεν (προκύπτει ότι) προχώρησε. Αν πάλι ήθελε υποτεθεί ότι τότε (στις 6.8.2009) ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης εξόφλησε την οφειλή της από το με αριθμό ……./2009 τιμολόγιο, χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε καταβολή στον …………, δε μπορεί να εξηγηθεί γιατί το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται (12.700 €) ισούται με την αξία της παραγγελίας που προηγήθηκε και όχι με το ποσό στο οποίο τιμολογήθηκε η πράγματι παραδοθείσα ποσότητα καυσίμου (12.507,69 €), η οποία είναι πλέον γνωστή και επακριβώς προσδιορισμένη. Σε κάθε περίπτωση, αν στις 6.7.2009 είχε πραγματοποιηθεί καταβολή μετρητών στο ταμείο της ενάγουσας, η σχετικώς εκδοθείσα από την ενάγουσα υπ’ αριθμ. ……/2009 απόδειξη είσπραξης μετρητών θα έπρεπε να φέρει υπογραφή του καταβαλόντος, όμως τέτοια δεν αποτυπώνεται στο αντίγραφό της το οποίο προσκομίζει η εκδότριά της – ενάγουσα, το οποίο για το λόγο αυτό δεν αποδεικνύει υπέρ της (άρθρο 447 ΚΠολΔ). Η ίδια έλλειψη παρατηρείται μάλιστα σε όλες τις αποδείξεις είσπραξης μετρητών που προσκομίζει η ενάγουσα, ενώ ευλόγως θα ανέμενε κανείς όσες τουλάχιστον εκδόθηκαν για να πιστοποιήσουν την καταβολή μετρητών στο ταμείο της να φέρουν υπογραφή του πληρωτή που κατά λογική αναγκαιότητα είναι παρών τόσον κατά την καταβολή όσον και κατά την έκδοση της απόδειξης. Κρίνεται, συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ότι καταβάλλοντας δια του νομίμου εκπροσώπου της προς το ………… το ποσό της αξίας της πρώτης παραγγελίας της η εναγόμενη ενήργησε καλόπιστα, καθόσον έλαβε ενυπόγραφη απόδειξη ότι ο τελευταίος ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας. Η καλή της πίστη ως προς τη νομιμοποίηση του . ….. να εισπράττει για λογαριασμό της πωλήτριας ενισχύθηκε στις 13.8.2009, όταν στο πλοίο ΚΑ παραδόθηκε από την ενάγουσα (δια της ως άνω εταιρίας «……….») νέα ποσότητα πετρελαίου του αυτού τύπου, η οποία είχε παραγγελθεί στις 11.8.2009 έναντι τιμήματος ανερχομένου σε 0,442 €/λίτρο, δεδομένου ότι για την εκτέλεση της παραγγελίας αυτής φορτώθηκαν σε μεταφορικό μέσο της «………..» είκοσι χιλιάδες λίτρα ναυτιλιακού πετρελαίου συνολικής αξίας οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ευρώ (20.000 λίτρα Χ 0,442 €/λίτρο = 8.840 €) και παραδόθηκαν στο πλοίο της εναγομένης δεκαεννέα χιλιάδες επτακόσια σαράντα έξι (19.746) λίτρα, συνολικής αξίας οκτώ χιλιάδων επτακοσίων είκοσι επτά ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (8.727,73 €), σύμφωνα με το με αριθμό ……/20.8.2009 σχετικώς εκδοθέν τιμολόγιο της ενάγουσας, υπολειπόμενης δηλαδή κατ’ ελάχιστον του ποσού που ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης είχε καταβάλει την ημέρα της παραγγελίας (στις 11.8.2009) στο ……… με κατάθεση οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών (8.838,80 €) στον τραπεζικό λογαριασμό του στην ΕΤΕ ΑΕ, περί της οποίας έχει γίνει ήδη λόγος και προσεγγίζουσας την αξία της παραγγελθείσας και φορτωθείσας ποσότητας. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το ως άνω τιμολόγιο εξοφλήθηκε εν μέρει στις 7.9.2009, οπότε στην αξία του καταλόγισε χρηματικό ποσό πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), για το οποίο ισχυρίζεται ότι της καταβλήθηκε σε μετρητά στο ταμείο της. Μέχρι τότε, όμως, είχε προηγηθεί και νέα [τρίτη] παράδοση καυσίμου στο πλοίο της εναγομένης, χωρίς, υπό την εκδοχή της ενάγουσας, να μεσολαβήσει οποιαδήποτε καταβολή σε εξόφληση [ή έστω έναντι] του τιμήματος της δεύτερης πωλήσεως. Συγκεκριμένα, στις 27.8.2009 παραδόθηκε στο πλοίο της εναγομένης στη Λευκάδα από την ενάγουσα (δια της εδρεύουσας στον Πειραιά εμπορικής εταιρίας πετρελαιοειδών «………..») ποσότητα πετρελαίου του ιδίου ως άνω τύπου, η οποία είχε παραγγελθεί αυθημερόν έναντι τιμήματος ανερχομένου σε 0,440 €/λίτρο και για την εκτέλεση της παραγγελίας αυτής φορτώθηκαν σε μεταφορικό μέσο της ως άνω εταιρίας πετρελαιοειδών είκοσι χιλιάδες (20.000) λίτρα ναυτιλιακού πετρελαίου συνολικής αξίας οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (20.000 λίτρα Χ 0,440 €/λίτρο = 8.800 €) και παραδόθηκαν στο πλοίο της εναγομένης δεκαεννέα χιλιάδες εννιακόσια δεκατέσσερα (19.914) λίτρα, συνολικής αξίας οκτώ χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και δεκαέξι λεπτών (8.762,16 €), σύμφωνα με το με αριθμό ……/2.9.2009 σχετικώς εκδοθέν τιμολόγιο της ενάγουσας, υπολειπόμενης μεν του ποσού που ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης είχε καταβάλει την ημέρα της παραγγελίας (στις 27.8.2009) στο ….. . με κατάθεση οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (8.800 €) στον τραπεζικό λογαριασμό του στην ΕΤΕ ΑΕ, περί της οποίας έχει γίνει ήδη λόγος, ίσης όμως με την αξία της παραγγελθείσας και φορτωθείσας ποσότητας. Οι διαδοχικές αυτές παραδόσεις, χωρίς να μεσολαβήσει καταβολή της εναγομένης άλλη, πλην εκείνων στον …….., ενδυνάμωσαν περαιτέρω την καλή της πίστη, που κρίνεται στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου της, που προέβαινε στις προς αυτόν πληρωμές εξ ιδίων και δημιούργησαν φαινόμενο δικαίου ως προς τη νομιμοποίηση του δέκτη των καταβολών στη λήψη εκάστης οφειλόμενης προς την ενάγουσα παροχής της εναγομένης. Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ο ……….. στερείτο εξαρχής διαχειριστικής εξουσίας είσπραξης των απαιτήσεων της ενάγουσας, οι ως άνω διαδοχικές παραδόσεις καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης ήραν την μετέωρη κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τη νομιμοποίησή του, υπό την οποία τότε οι πληρωμές θα τελούσαν, αφού δια των παραδόσεων αυτών ευλόγως η εναγομένη σχημάτισε και διατήρησε την εντύπωση ότι κατέβαλε προσηκόντως τις οφειλές της, καθόσον οι πληρωμές της προς τον ……… εμφανίζονταν να εγκρίνονται από τη δανείστρια, που εξακολουθούσε την εμπορική της συνεργασία μαζί της. Με δεδομένο ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (από 1.8.2009 έως και 7.9.2009) ελλείπει οποιαδήποτε ανακοίνωση της ενάγουσας προς την εναγομένη ότι καθυστερεί την αποπληρωμή των συμβατικών της υποχρεώσεων, μολονότι πριν την έκδοση της υπ’ αριθμ. ……./7.9.2009 αποδείξεως εισπράξεως μετρητών εκ μέρους της ενάγουσας η αξία του συνολικώς οφειλομένου έως τότε τιμήματος των δύο [2] πωλήσεων (της 12.8.2009 και της 27.8.2009) που είχαν μεσολαβήσει υπερέβαινε το χρηματικό ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων ευρώ (8.727,73 € + 8.762,16 € = 17.489,89 €), η εμπιστοσύνη της εναγομένης ότι καταβάλλει προσηκόντως κρίνεται δικαιολογημένη και άγει κατά νόμο σε απόσβεση των απαιτήσεων της ενάγουσας, των προερχομένων από τα υπ’ αριθμ. …./2.8.2009 και ……/2.9.2009 τιμολόγια πωλήσεως, αφού πίστευε ότι ο ………… είναι πράγματι αρμόδιος να δέχεται καταβολές για λογαριασμό της ενάγουσας και, πάντως, δεν αγνοούσε υπαιτίως την έλλειψη της νομιμοποιήσεώς του. Στα εξοφλημένα αυτά τιμολόγια δεν ήταν επομένως επιτρεπτός εκ μέρους της ενάγουσας οποιοσδήποτε μεταγενέστερος καταλογισμός άλλης καταβολής της εναγομένης. Το ίδιο ισχύει και ως προς τις επόμενες τρεις [3] καταβολές της τελευταίας προς το ……., που πραγματοποιήθηκαν κατά τα ανωτέρω στις 14.9.2009, στις 14.10.2009 και στις 18.1.2010 και συμποσούνται σε τριάντα τρεις χιλιάδες επτακόσια ευρώ (12.300 € + 8.400 € + 13.000 € = 33.700 €). Επειδή, όμως, οι πληρωμές αυτές έπονται της εκδόσεως της ως άνω υπ’ αριθμ. ……/7.9.2009 απόδειξης είσπραξης μετρητών της ενάγουσας, με την οποία δηλώνεται εμμέσως πλην σαφώς ότι οι καταβολές στον … … δεν εξοφλούν τις αξιώσεις της, αφού εκεί αναγράφεται ότι απομένει υπόλοιπο οφειλής, αντίθετα προς τη μέχρι τότε αντίληψη της εναγομένης περί ολοσχερούς αποπληρωμής των χρηματικών υποχρεώσεών της, πρέπει να ερευνηθεί ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η απόδειξη αυτή, όπως και οι αναφερόμενες πιο κάτω υπ’ αριθμ. …/14.9.2009 και …../15.1.2010, περιήλθαν σε γνώση του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης. Τούτο δε διότι η αποστολή ή η με οποιονδήποτε τρόπο κοινοποίησή τους σ’ αυτόν είναι ικανή να αναιρέσει το φαινόμενο εμπιστοσύνης που μέχρι τότε δικαιολογούσε τις καταβολές του στον ………., αφού η αδιαφορία του ως προς την συμπερασματικά δηλούμενη έλλειψη διαχειριστικής εξουσίας αυτού προς είσπραξη των απαιτήσεων της ενάγουσας για λογαριασμό της θα καθιστούσε την άγνοιά του υπαίτια. Σχετικώς, ο ……….. εξεταζόμενος χωρίς όρκο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έλαβε ποτέ με ταχυδρομική αποστολή τις αποδείξεις αυτές της ενάγουσας, ενώ, αντιθέτως, η μάρτυρας της τελευταίας επιμένει ότι «…για κάθε κατάθεση που έκανε ο πελάτης εμείς στέλναμε απόδειξη είσπραξης, προτυπωμένη, με αιτιολογία, αιτιολογούσαμε ότι είναι … εξόφληση του τάδε τιμολογίου και έναντι του επόμενου τιμολογίου…». Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα λεγόμενα της τελευταίας, που εξετάστηκε ενόρκως, σχετική μόνον αποδεικτική αξία έχουν, δεδομένου ότι αναφέρεται προδήλως σε ταχυδρομική αποστολή των αποδείξεων εισπράξεως μετρητών που εξέδιδε η ενάγουσα σε περίπτωση καταβολής χρημάτων στον τραπεζικό της λογαριασμό και όχι σε περίπτωση καταβολής μετρητών στο ταμείο της από τον οφειλέτη αυτοπροσώπως ή μέσω εκουσίου αντιπροσώπου του, καθόσον τότε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η ταχυδρομική αποστολή μπορούσε να παραλειφθεί, αφού ο καταβάλλων είχε τη δυνατότητα να ενημερωθεί, συγχρόνως με την πληρωμή στην οποία προβαίνει, για το ποσό του ανεξόφλητου υπολοίπου του χρέους του, αν υπήρχε. Στην περίπτωση αυτή η λήψη αντιγράφου της εξοφλητικής απόδειξης που συντάσσεται σχετικά και η συναγόμενη από αυτήν γνώση του οφειλέτη μπορεί να αποδειχθεί με μόνη τη θέση της υπογραφής του επί της αποδείξεως, όπως όμως δε συμβαίνει εν προκειμένω με το σύνολο των αποδείξεων είσπραξης μετρητών που εξέδωσε η ενάγουσα και, πάντως, με όλες αυτές που εκδόθηκαν μετά τις επικαλούμενες καταβολές της εναγομένης μετρητών χρημάτων στο ταμείο της ενάγουσας. Παρατηρείται, εξάλλου, ότι η έκδοση της ως άνω υπ’ αριθμ. ……./14.9.2009 αποδείξεως της ενάγουσας λαμβάνει χώρα την ίδια ημέρα κατά την οποία ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης καταθέτει δώδεκα χιλιάδες τριακόσια ευρώ (12.300 €) στον προαναφερθέντα τραπεζικό λογαριασμό του … .., ενώ το ποσό που φέρεται να καταθέτει τοις μετρητοίς στο ταμείο της ενάγουσας ανέρχεται σε έξι χιλιάδες ευρώ (6.000 €). Αν, όμως, γίνει δεκτό ότι εμφανίστηκε αυτός στην έδρα της ενάγουσας για να καταβάλει μετρητά, δεν εξηγείται γιατί δεν γνωστοποίησε στους νομίμους εκπροσώπους της τελευταίας το γεγονός τόσον της άλλης καταβολής του που πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα προς τον …….. ή αν αυτή δεν είχε προηγηθεί γιατί δεν την απέφυγε, όσο και των προγενεστέρων προς αυτόν πληρωμών του. Αν τούτο είχε, όπως θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο, συμβεί, τότε, σύμφωνα με την κοινή λογική, ο ….. . θα είχε διακόψει στο εξής είτε τη συνεργασία του με την ενάγουσα, αν αυτή αρνούταν να αποδεχθεί το προσήκον των προηγούμενων πληρωμών του προς τον ……….. είτε τις προς αυτόν καταβολές του στο μέλλον, αν είχε πειστεί, έστω τότε, ότι ενεργεί εισπράξεις για λογαριασμό της ενάγουσας χωρίς δικαίωμα και άνευ εξουσιοδοτήσεώς της, όπως όμως αποδεικνύεται ότι δεν συνέβη. Αντιθέτως, στις 14.10.2009 και στις 18.1.2010 προβαίνει σε δύο [2] ακόμη προς αυτόν καταβολές, σημαντικών ποσών (8.400 € και 13.000 €), όπως δεν θα έπραττε ο μέσος συνετός κοινωνός του δικαίου αν γνώριζε την έλλειψη νομιμοποίησης του δέκτη των καταβολών του, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει αν η ενάγουσα του είχε πράγματι κοινοποιήσει [και] την υπ’ αριθμ. …………/15.1.2010 απόδειξη είσπραξης μετρητών που εξέδωσε για την καταβολή (μετρητοίς και πάλι στο ταμείο της, όπως υποστηρίζει) επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) ή του είχε γνωστοποιήσει κατά την πληρωμή του ποσού αυτού την εξέλιξη της μεταξύ τους συναλλακτικής σχέσης και το κατά την άποψή της ανεξόφλητο υπόλοιπο των συναλλαγών τους. Παρατηρείται ακόμη ότι η καταβολή της 18ης.1.2010 είναι η τελευταία της εναγομένης που λαμβάνει χώρα προς τον ……., αφού έκτοτε όλες οι πληρωμές της πραγματοποιούνται, όπως ήδη σημειώθηκε, στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας, χωρίς οι διάδικες να εξηγούν ή έστω να υπαινίσσονται το λόγο της μεταβολής αυτής. Η μεταστροφή πάντως της πρακτικής της εναγομένης μετά την πληρωμή στον . …. δεκατριών χιλιάδων ευρώ (13.000 €) στις 18.1.2010 (την οποία η ενάγουσα αρνείται εξ ολοκλήρου (ενώ, σημειωτέον, μέχρι τότε ένα μέρος των προς αυτόν καταβολών της εναγομένης δεν αναζητείται [υπό την επίκληση βέβαια ισόποσων καταβολών στο ταμείο της ενάγουσας]), επιβεβαιώνει κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι τότε μόνον επισημάνθηκε για πρώτη φορά στο νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης ότι η εξακολούθηση των πληρωμών με τον τρόπο που γινόταν προηγουμένως δεν θα έχει στο εξής αποσβεστικό των οφειλών της εναγομένης αποτέλεσμα και ότι προς την υπόδειξη αυτή ο τελευταίος συμμορφώθηκε, προκειμένου η εταιρία του να μη φέρει του λοιπού τον κίνδυνο αχρεώστητων καταβολών. Συνεπώς, με βάση όλα όσα ήδη εκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι άπασες οι καταβολές της εναγομένης προς τον …….. έγιναν στα πλαίσια φαινόμενου δικαίου, η δημιουργία του οποίου δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της και για το λόγο αυτό οδήγησαν σε ελευθέρωσή της από τα έναντι της ενάγουσας χρέη της κατά το ισόποσο των προς τον τρίτο πληρωμών της, δεκτής καθισταμένης της ένστασης μερικής εξόφλησης που επαναφέρεται με τον ερευνώμενο πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της, η ουσιαστική βασιμότητα της οποίας συνεπάγεται κατά νομική και λογική αναγκαιότητα την απόρριψη της αντένστασης της ενάγουσας ως αβάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα και, με μόνη την παραδοχή ότι ο ……. δεν νομιμοποιούταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη λήψη της παροχής της εναγομένης, απέρριψε την ως άνω ένσταση κατά παραδοχή της αντένστασης, λανθασμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και για το λόγο αυτό οδηγήθηκε σε εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 238, 416, 417 και 422 ΑΚ, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι ανεξόφλητο απέμενε μόνον το συνομολογηθέν υπόλοιπο της οφειλής της εναγομένης, που ανερχόταν στο χρηματικό ποσόν των διακοσίων είκοσι επτά ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (227,95 €), το οποίο και μόνον έπρεπε να επιδικάσει. Επομένως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν κατά τον ως άνω ευδοκιμήσαντα λόγο της και, αφού αποδοθεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν παράβολο, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των διακοσίων είκοσι επτά ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (227.95 €), που αντιστοιχεί στο ανεξόφλητο υπόλοιπο του συνολικού τιμήματος των αγορών της, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρελεύσεως τριάντα [30] ημερών με αφετηρία, ως προς μεν ποσό εκατόν δεκαπέντε ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (115,15 €) την 7η.7.2010 και ως προς ποσό εκατόν δώδεκα ευρώ και ογδόντα λεπτών (112,80 €) την 5η.11.2010, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης αμφοτέρων των δικαιοδοτικών βαθμών, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, πρέπει να επιβληθούν στο σύνολό τους σε βάρος της ενάγουσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 176, 178 § 2 και 183 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το μέρος κατά το οποίο η αγωγή έγινε δεκτή είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή επαυξήσεώς τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της.
Κρατεί και δικάζει την από 27.9.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/9.10.2013 αγωγή.
Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των διακοσίων είκοσι επτά ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (227,95 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρελεύσεως τριάντα [30] ημερών με αφετηρία, ως προς μεν ποσό εκατόν δεκαπέντε ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (115,15 €) την 7η.7.2010 και ως προς ποσό εκατόν δώδεκα ευρώ και ογδόντα λεπτών (112,80 €) την 5η.11.2010.
Επιβάλλει στην ενάγουσα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ