Κτηματολόγιο : αίτηση διόρθωσης πρώτης εγγραφής αγνώστου ιδιοκτήτη, κύριες παρεμβάσεις Ελλ. Δημοσίου και Π.Ε.Τ, βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, ένσταση ειδικής χρηστικτησίας ν. 3127/2003, δέχεται εν μέρει έφεση Ελλ. Δημοσίου απορρίπτει κύρια παρέμβαση αυτού, απορρίπτει έφεση Π.Ε.Τ.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ :
Α) ……………………..: Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ακαδημίας αριθμ. 68), που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ Παναγιώτα Φραντζή.
Β) ……………….. : Του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΠΑΛΑΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΤΑΜΕΙΟΝ» (Π.Ε.Τ.), νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. Ζωή Τσιούρδα.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΚΑΘ΄ΟΥ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ : …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Χριστίνα Κυρπόγλου.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τμήματος εκουσίας δικαιοδοσίας, την από 9-7-2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../9-7-2008 αίτησή του. Το εκκαλούν – κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την από η από 29-9-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/4-10-2010 κύρια παρέμβασή του και το εκκαλούν Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο την από 30-9-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/4-10-2010 κύρια παρέμβαση. Επί της αίτησης και κυρίων παρεμβάσεων που συζητήθηκαν, αφού συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η με αρ. 5760/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση και απέρριψε τις κύριες παρεμβάσεις.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κυρίως παρεμβαίνοντες και ήδη εκκαλούντες με τις α) από 28.3.2014, αριθ. κατ. ……………/2019 και β) αριθ. κατ. …………/2019 εφέσεις τους, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο η δικαστική πληρεξούσια των εκκαλούντων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν : α) η από 28.03.2014 (αριθ. κατ. ………../2019) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, β) η από 28.03.2014 (αριθ. κατ. …………/2019) έφεση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο» κατά της υπ’ αριθ. 5760/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς πλήττουν την ίδια απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, από τη συνεκδίκαση αυτών διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.). Οι κρινόμενες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της άσκησης των εφέσεων δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το Δημόσιο και ΝΠΔΔ, κατά το άρθρο 19 § 1 του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931) απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).
Ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος με την από 09-07-2008 (αριθ. έκθ. κατ. ………../09-07-2008) αίτησή του, ισχυρίστηκε ότι έχει καταστεί κύριος με παράγωγο τρόπο, οριζόντιας ιδιοκτησίας κειμένης στη θέση «…..» στο Δήμο Κερατσινίου Αττικής στην οδό ……………, στο ισόγειο της οικοδομής με στοιχ. Ι 2, την οποία είχε αποκτήσει ως προς το δικαίωμα του υψούν, με το με αρ. ……./29.12.1989 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Περιστερίου ……… ., που μεταγράφηκε νόμιμα και ανοικοδόμησε με την με αρ. ……./1990 άδεια οικοδομής του πολεοδομικού γραφείου Πειραιώς. Ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, η εν λόγω οριζόντια ιδιοκτησία δεν καταχωρίστηκε ως αυτοτελές ακίνητο, αλλά συμπεριλήφθηκε στο δικαίωμα μέλλοντος να ανεγερθεί ορόφου (δικαίωμα υψούν), με ΚΑΕΚ ………., με φερόμενο ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 430/1000, και με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη». Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητα του επί της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς την άνω οριζόντια ιδιοκτησία. Το κυρίως παρεμβάν Ελληνικό Δημόσιο στην από και με αρ. πρωτ. 29-09-2010 κύρια παρέμβαση του, (αριθ. κατ.: ……../04-10-2010), αφού επισύναψε σ΄αυτήν το δικόγραφο της αίτησης ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω οριζόντια ιδιοκτησία δεν ανήκει στην κυριότητα του καθ’ ού η κύρια παρέμβαση, καθώς το οικόπεδο στο οποίο είναι χτισμένη η οικοδομή, αποτελεί τμήμα δικού του ακινήτου (δημόσιου κτήματος), και συγκεκριμένα του ακινήτου του που είναι καταγεγραμμένο με ΑΒΚ ………., συνολικού εμβαδού 912.790,50 τ.μ., το οποίο περιήλθε στην κυριότητα του: α) με το δικαίωμα του πολέμου, και ειδικότερα: i) διότι, αποτελούσε δημόσια γαία που ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ii) άλλως, διότι ανήκε σε Οθωμανούς, από τους οποίους όμως εγκαταλείφθηκε και καταλήφθηκε από αυτό στις 21.1/3.2.1830, β) άλλως, με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενο αυτό αδιαλλείπτως από την απελευθέρωση έως σήμερα με διακατοχικές πράξεις και καλή πίστη γ) άλλως, διότι συνιστούσε ανέκαθεν δημόσια δασική έκταση, όπως προσδιορίζει καθώς και πρίν την επανάσταση καλυπτόταν από κυρίαρχα δασικά φυτά, δ) άλλως ως βοσκότοπο. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζήτησε να απορριφθεί η από 09-07-2008 αίτηση (αριθ. έκθ. κατ.: ………/09-07-2008), να αναγνωριστεί η κυριότητα του επί της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας, και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Το β’ κυρίως παρεμβαίνον Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο με την από 30-09-2010 κύρια παρέμβαση του (αριθ. έκθ. κατ.: ……./04-10-2010), αφού επισύναψε σ΄αυτήν την αίτηση, ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω οριζόντια ιδιοκτησία δεν ανήκει στην κυριότητα του καθού η κύρια παρέμβαση, καθώς το οικόπεδο στο οποίο είναι χτισμένη η οικοδομή, αποτελεί τμήμα του δημόσιου ακινήτου (δημόσιου κτήματος), που είναι καταγεγραμμένο με ΑΒΚ ………., συνολικού εμβαδού 912.790,50 τ.μ., το οποίο ανήκε στην κυριότητα της Ιεράς Μονής ………….., στην οποία είχε περιέλθει με πρωτότυπο τρόπο, και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ότι μετά τη διάλυση της ανωτέρω Ιεράς Μονής, τα ακίνητα της, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, περιήλθαν στη δική του κυριότητα, δυνάμει των διαταγμάτων: α) της 4.12.1834 «Περί της ιδιοκτησίας των εν τοις Μοναστηρίοις μοναχών», β) της 25.8.1835 «Περί των εν τω βασιλείω Μοναστηριών», γ) της 26.4.1834 «Περί ιδιοκτητών Μοναστηριών και Εκκλησιών», δ) 20.5.1836 «Περί των εκκλησιαστικών κτημάτων», και ε) της 13.7.1838 και της 29.4.1843, με τα οποία (διατάγματα), ειδικότερα, όλη η περιουσία των διαλυθεισών Ιερών Μονών μεταβιβάστηκε σ’ αυτό. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζήτησε να απορριφθεί η από 09-07-2008 αίτηση (αριθ. έκθ. κατ.: ……/09-07-2008), να αναγνωριστεί η κυριότητα του επί της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση του αιτούντος και απέρριψε τις κύριες παρεμβάσεις. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες (α και β εφέσεις) για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι». Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω, όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικά, όμως, για τα οθωμανικά κτήματα που βρίσκονται στην Αττική και στην περιοχή της Εύβοιας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού οι περιοχές αυτές δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 73/2018, ΑΠ 222/2017, ΑΠ 638/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 161/2020). Εξάλλου, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο και, ειδικότερα κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου Περί Γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (χριστιανικού έτους 1856), που ναι μεν δεν εφαρμόζεται στις περιοχές, όπως η Αττική, που παραχωρήθηκε στο νέο Ελληνικό Κράτος με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 31.03.1833, πλην όμως, αποδίδει το δίκαιο που ίσχυε σχετικά με τη διάκριση των γαιών, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι γαίες διακρίνονταν στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (“μούλκια” – οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός, που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέσει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (“μιριγιέ” – καλλιεργήσιμα χωράφια, λιβάδια και δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (“βακούφια”), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (“μετρουκέ” – οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (“μεβάτ” – τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1182/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1443/2015 ό.π.). Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των οθωμανικών γαιών αποδεικνύονταν με τους σχετικούς οθωμανικούς τίτλους, οι κυριότεροι των οποίων αναφέρονταν στα “ταπιά” και στα “χοτζέτια”. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833, 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω ΒΔ, είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11/9/1915 (ΑΠ 826/2018 ό.π., ΑΠ 1392/2010). Εξάλλου, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και ειδικότερα, το άρθρο 2 § 1 του α.ν. 1539/1938 “περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, το άρθρο 16 του από 21.06/03.07.1837 νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων”, τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝ Α.Κ., όπως και κατά το άρθρο 972 του ΑΚ, τα αδέσποτα ακίνητα, δηλαδή εκείνα, τα οποία μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος, αλλά δεν υπάρχει κύριος αυτών, ανήκουν στο Δημόσιο, έστω και αν επ` αυτών ουδεμία πράξη νομής ενήργησε. Το Δημόσιο, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, αποκτά πρωτοτύπως κυριότητα και συγχρόνως με την κυριότητα αποκτά αυτοδικαίως και τη νομή του ακινήτου, ανεξαρτήτως αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε πάνω σ` αυτό πράξεις διακατοχής (ΑΠ 7/2019 Δημ. Νόμος, Α.Π. 132/2000, ΑΠ 532/1980, ΑΠ 1076/1973). Σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, ή λιβάδι όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου», σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 850/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 629/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015.705).
Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου ως προς την κύρια βάση της (διαδοχή από το Οθωμανικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου), είναι μη νόμιμη, αφού η Αττική δεν καταλήφθηκε με τα όπλα από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών. Επιπλέον η ίδια ιστορική βάση κατά το δεύτερο σκέλος της έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη διότι το κυρίως παρεμβαίνων δεν εξέθετε στο δικόγραφο ποιος ήταν ο προγενέστερος Οθωμανός ιδιοκτήτης που εγκατέλειψε αυτό, ώστε να κριθεί το Δημόσιο διάδοχος αυτού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε για τους λόγους αυτούς την άνω ιστορική βάση της κύριας παρέμβασης δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΄Οσον αφορά όμως την με στοιχ. (γ) επικουρική βάση της αίτησης ότι η επίδικη έκταση είχε περιέλθει στην κυριότητά του διότι συνιστούσε δημόσια δασική έκταση είναι ορισμένη, καθώς δεν είναι απαραίτητο να αναγραφεί ότι το επίδικο ήταν δάσος κατά την κρίσιμη ημερομηνία (…../29.11.1836) λόγω του τεκμηρίου υπέρ του Δημοσίου, δεδομένου ότι αναφερόταν είχε ανέκαθεν το χαρακτήρα δασικής έκτασης και πριν την επανάσταση του 1821, με προσδιορισμό της δασικής βλάστησης αυτής. Κατόπιν αυτών κατά την άνω επικουρική βάση της κύριας παρέμβασης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της (α) έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου και η άνω κύρια παρέμβαση που στηρίζεται ως προς την άνω βάση στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του από 17.11/1.12.1836, πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα ως προς το αίτημα διόρθωσης της πρώτης εγγραφής, ως προς το οποίο είναι νόμιμη.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 §§ 1 2 του Ν.3127/2003 για την “τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2644/1998 για τη κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις”, σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον α) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003) αδιαταράκτως για δέκα έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα 30 ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α” και β” προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο μέχρι 2000 τ.μ.». Η ρύθμιση αυτή ως ειδική και εξαιρετική επιτρέπει μεταξύ άλλων την απόκτηση της κυριότητας με τακτική έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα του Δημοσίου, που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως ή οριοθετημένο οικισμό, εφόσον κάποιος που απέκτησε με καλή πίστη τη νομή νέμεται αδιατάρακτα αυτό για τριάντα έτη που φθάνουν χρονικά μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, δηλαδή μέχρι την 19-3-2003, υπό τις λοιπές διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις στην § 1 περ α` και β` του ίδιου νόμου. Α.Κ.. Η έννοια όμως του «νέμεται αδιατάρακτα» στην ως άνω διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003 δεν αναφέρεται σε προσβολή και προστασία της νομής του νεμόμενου το δημόσιο κτήμα από τον κατά πλάσμα του νόμου αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος που είναι το Δημόσιο, αλλά σε μη παρενόχληση του νεμομένου το δημόσιο κτήμα, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μπορεί να προστατεύσει τη νομή του επί του δημοσίου κτήματος το Ελληνικό Δημόσιο και τέτοιος είναι η κοινοποίηση πράξης της αρμόδιας Αρχής περί καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης του δημοσίου κτήματος. Από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο νεμόμενος το δημόσιο κτήμα λαμβάνει υπόψη ότι υφίσταται παρενόχληση, από τον κατά νόμο αληθή νομέα αυτού Ελληνικό Δημόσιο, παύει να νέμεται αδιατάρακτα με την έννοια της παραπάνω διάταξης (ΟλΑΠ 11/2015, ΧρΙΔ 2015, σελ. 590, ΑΠ 1813/2017, ΑΠ 190/2017, ΑΠ 165/2017 ΑΠ 201/2016, ΑΠ 1446/2015, ΑΠ 2166/2014, ΑΠ 1023/2013, ΑΠ 1518/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τη διατύπωση των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 4 § 1 του ν. 3127/2003 («εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη») συνάγεται ότι το βάρος απόδειξης της καλής πίστης δεν το έχει ο επικαλούμενος κυριότητα, νομέας, αλλά αντιθέτως το Δημόσιο βαρύνεται με την απόδειξη της κακής πίστης του επικαλούμενου κυριότητα νομέα ή του δικαιοπαρόχου του (ΑΠ 786/2012 και ΑΠ 1777/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω όμως ρύθμιση, ως ειδική και εξαιρετική, εφαρμόζεται μόνο προκειμένου περί ακινήτων του Δημοσίου, όχι όμως και επί ακινήτων ανηκόντων στην κυριότητα των Ο.Τ.Α. ή άλλων ν.π.δ.δ. (ΑΠ 184/2018, ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 1824/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως τούτο προκύπτει από την αδιάστικτη γραμματική διατύπωση των παραπάνω διατάξεων που αναφέρονται μόνο σε ακίνητα του Δημοσίου, κατ’ αποκλεισμό άλλων νομικών προσώπων, αλλά και από το γενικότερο δικαιοπολιτικό σκοπό τους. Συνεπώς σε ακίνητα που ανήκουν στο Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο (ΠΕΤ), δεν εφαρμόζεται η άνω ρύθμιση. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών απαντώντας στις κύριες παρεμβάσεις ισχυρίστηκε ότι έχει καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου, με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, καθώς πρόκειται για ακίνητο εντός σχεδίου πόλης, επί του οποίου, κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (19-03-2003), και με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, είχε συμπληρώσει 30ετή αδιατάρακτη νομή, δεδομένου ότι ο πατέρας του και κατόπιν αυτός, κατοικούσαν σ΄αυτό, το οποίο ο πρώτος ανοικοδόμησε, στο δε δικαιοπάροχό του είχε περιέλθει με νόμιμο τίτλο, από επαχθή αιτία. Τον ισχυρισμό αυτό, που είχε προτείνει ο αιτών αρχικά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αμυνόμενος στις κύριες παρεμβάσεις, επαναφέρει με τις προτάσεις του, με τρόπο ορισμένο (άρθρο 527 ΚΠολΔ) στο παρόν Δικαστήριο, απαντώντας στις εφέσεις των εκκαλούντων και συγκεκριμένα στην (α) έφεση και κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου. Ως προς το τελευταίο, ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, καθώς συνιστά την ένσταση ειδικής τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 και με αυτόν δεν μεταβάλλεται η ιστορική βάση της αίτησης (ΕφΛαρ 324/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των κυρίως παρεμβαινόντων, (βλ. τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο αιτών δεν εξέτασε μάρτυρα) και από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία, σε οικοδομή, που είναι χτισμένη σε οικόπεδο εμβαδού, κατά τον τίτλο κτήσης, 187 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Κερατσινίου Αττικής, στην ειδικότερη θέση «……….», επί της οδού …………., και έχει καταχωριστεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς με ΚΑΕΚ …………. Ειδικότερα, αποτελεί την οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα του ισογείου ορόφου (Ι-1), εμβαδού 68,40 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 190/1000, η οποία συνορεύει βορειοανατολικά εν μέρει με κεντρική κοινόχρηστη είσοδο, εν μέρει με κοινόχρηστο διάδρομο ορόφου, εν μέρει με χώρο ανελκυστήρα, και εν μέρει με κλιμακοστάσιο, βορειοδυτικά εν μέρει με κοινόχρηστο διάδρομο ορόφου, εν μέρει με ανελκυστήρα, και εν μέρει με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου, νοτιοανατολικά με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό …….., και νοτιοδυτικά με ακίνητο κυριότητας αγνώστου. Η προπεριγραφόμενη οριζόντια ιδιοκτησία συστάθηκε με την υπ’ αριθ. ………/1989 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Περιστερίου ………………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, ως δικαίωμα μέλλοντος να ανεγερθεί ορόφου (δικαίωμα υψούν), κατασκευάστηκε δε κατά το έτος 1990, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/1990 άδειας οικοδομής της Πολεοδομίας Πειραιώς. Το οικόπεδο στο οποίο είναι χτισμένη η οικοδομή, αποτελεί τμήμα δημόσιου κτήματος, και συγκεκριμένα του καταγεγραμμένου με ΑΒΚ ……, εμβαδού 912.790,50 τ.μ., κειμένου στη θέση «……..» του Δήμου Νίκαιας, όπως αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τα-Υ-φ.χ.ψ.Ω-Α’-Β’-Γ’-Δ’-Ε’-Ζ’-Η’-Θ’-Γ-Κ’-Λ’-Μ’-Ν’-Ξ’-Ο’-Π’-Ρ’-Σ’-Α στο από 30-12-1971 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού του Υπουργείου Οικονομικών ……………….., η οποία καταγράφηκε ως δημόσιο κτήμα την 1-8-1981 με βάση την υπ’ αρ. Δ 1718/588/13-3-1979 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών και κατόπιν της υπ’ αρ. 38/23.6.1972 γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων. Το εν λόγω δημόσιο κτήμα αποτελεί, με τη σειρά του, τμήμα του Εθνικού Λιβαδιού με τη γενική ονομασία «………» που είχε έκταση 10.000 στρέμματα, περιλαμβάνει τις επιμέρους τοποθεσίες «…………….», «…………..», «……..» και «………… και συνόρευε ανατολικά με ………., δυτικά με γαίες της Ιεράς Μονής …….., βόρεια με …………….., και νότια εν μέρει με γαίες παραχωρηθείσες στον …………. και εν μέρει με εθνικές γαίες ανήκουσες στη διαλυθείσα Ιερά Μονή …………. Στην περιοχή του «…….», που είχε συμπεριληφθεί στις δημόσιες γαίες από το έτος 1890 με αύξοντα αριθμό …… (γενικός πίνακας εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων), έχουν καταγραφεί εντός αυτής τα Δημόσια κτήματα ΒΚ ….., εκτάσεως 1.396 στρεμμάτων, ΒΚ …. έκτασης 959 στρεμμάτων και ΒΚ ……. Εξάλλου η τοποθεσία …….», όπου βρίσκεται και το επίδικο ακίνητο είναι κυρίως βουνώδης, βραχώδης, επικλινής και εν μέρει δασική έκταση, ακατάλληλη για συστηματική καλλιέργεια και βόσκηση. Η σημερινή κατάσταση της έκτασης αυτής είναι η εξής : 473.402 τμ. έχουν ενταχθεί στα ρυμοτομικά σχέδια των Δήμων Νίκαιας και Κερατσινίου, 121.465 τμ. είναι δασικές εκτάσεις, 54.611 τμ. είναι εκτός σχεδίου οικιστικά αξιοποιούμενες εκτάσεις που έχουν καταληφθεί παρανόμως 168.201 τμ. χώροι πρασίνου αναψυχής, 32.510 τμ. εργοτάξια 8.602 τμ. με τεχνητή δάσωση και 5.795 τ.μ καταλαμβάνει η Δεξαμενή και συνεχόμενο πλάτωμα (βλ. την από 26.5.2003 έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου ………… και την από 15.11.1977 έκθεση ιδιοκτησιακής έρευνας προϊσταμένου Δ/νσης Δασών Αττικής). Η έκταση αυτή περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο μετά το τέλος των αγώνων υπέρ της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους (βλ. το με αρ. 38/23.6.1972 πρακτικό γνωμοδότησης του Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων), το οποίο άρχισε να την νέμεται και να την κατέχει έκτοτε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το έτος 1915 αλλά και μετά, ενεργώντας με τα νόμιμα όργανα του όλες τις πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό της, όπως εκμισθώσεις χορτονομής προς τρίτους (μαζί με την ευρύτερη περιοχή του «…………..»), χαρτογραφήσεις, κατεδαφίσεις αυθαιρέτων, αναδασώσεις, παραχωρήσεις, εκδόσεις πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, φύλαξη επιτήρηση, εποπτεία και αποκρούσεις κάθε είδους επεμβάσεων τρίτων επ’ αυτής. Το Ελληνικό Δημόσιο προχώρησε σε κήρυξη της εν λόγω περιοχής ως δημόσιας δασικής αναδασωτέας έκτασης με την υπ’ αρ. 108424/13-9-1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και προέβη σε έκδοση πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής σε βάρος ιδιωτών για κατάληψη τμημάτων του δημοσίου κτήματος (βλ. ενδεικτ. ../13-11-1979, ../6-9-1980, ../29-10-1980, ../16-1-1981, …/16-1-1981, …./10-2-1981, …/25-11-1981, …/25-11-1981, …/3-6-1982 πρωτοκόλλα, και παραχώρησε τμήματα της ίδιας έκτασης είτε κατά κυριότητα είτε κατά χρήση σε διάφορους δημόσιους φορείς, όπως τους δήμους Νικαίας και Κερατσινίου για λόγους δημόσιας ωφέλειας (βλ. το από 13-6-1984 παραχωρητήριο προς τους δήμους Νικαίας και Κερατσινίου, καθώς και την Δ/416/21-2-1994 απόφαση του νομάρχη Πειραιώς για παραχώρηση προς τον ΟΣΚ). Εξάλλου εκκλησιαστικά ακίνητα υπήρχαν στις θέσεις ………., όχι όμως στη θέση «……….». Την περιουσία της ήδη διαλυμένης μονής …………., η οποία έχει περιέλθει στο δεύτερο εκκαλούν – κυρίως παρεμβαίνον, που εξακολουθεί να υφίσταται (ΒΔ της 25-9/7-10-1833, σε συνδυασμό με το ΒΔ 1-13/12/1834, ΦΕΚ 41/21-12-1834, βλ. την με αρ. 148/1975 Γνωμοδότηση του ΝΚΣ) κτηματογράφησε ο γεωμέτρης ……….., όμως δεν βρέθηκε το διάγραμμα που απεικονίζει στη θέση «…», ούτε υπάρχουν διαγράμματα για τις θέσεις «….», και «…». Λόγω γειτνίασης της θέσης «…» με τη θέση «….», ενδεχομένως στα όρια του ΒΚ …. να υπήρχε εκκλησιαστική περιουσία, χωρίς όμως αυτή να μπορεί να τεκμηριωθεί κατ΄έκταση σε συγκεκριμένη τοποθεσία, αφού απωλέσθηκε το διάγραμμα που απεικόνιζε τη θέση …., ενώ το μεγαλύτερο μέρος του άνω δημοσίου κτήματος αποτελεί βουνώδη έκταση ανεπίδεκτη καλλιέργειας (βλ. την από 27-5-2003 τεχνική έκθεση έρευνας ομάδας εργασίας έρευνας ιδιοκτησιακού καθεστώτος …. – ….. και την από 8-10-2003 συμπληρωματική στην ως άνω τεχνική έκθεση συνταχθείσες από τους μηχανικούς ……, ……… και ………., κατόπιν διαταγής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών). Για την ειδικότερη θέση στην οποία βρίσκεται το επίδικο (βορειοανατολικά της έκτασης) δεν βρέθηκαν επίσης διαγράμματα, ούτε αποδείχθηκε καταγραφή του ως περιουσία της Μονής. Το εκκαλούν της (β) έφεσης προσκομίζει τις με αρ. 1249/1970 και 4462/1976 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, όπου γίνεται γενική αναφορά ότι ο «…….» ανήκε στη Μονή ……….., χωρίς όμως να είναι επίδικη ή να γίνεται ειδική μνεία για τη θέση «………». Αντίστοιχα όμως το εκκαλούν της (α) έφεσης Ελληνικό Δημόσιο προσκομίζει την νεώτερη με αρ. 489/2006 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου η οποία απέρριψε τελεσιδίκως την αγωγή την «………..» και την κύρια παρέμβαση του ΠΕΤ, δεχόμενη ότι η τοποθεσία «……….» ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο. Απλή αναφορά επίσης σε άλλα έγγραφα ή παραχωρητήρια των αρχών του αιώνα, που γίνεται μνεία στην περιοχή «………..» και ……… ως εκκλησιαστική περιουσία δεν αναιρούν τις διαπιστώσεις της νεώτερης παραπάνω έρευνας και σε κάθε περίπτωση δεν αφορούν το επίδικο ακίνητο. Κατόπιν αυτών δεν αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο και η ευρύτερη έκταση ήταν της κυριότητας του (β) εκκαλούντος και κυρίως παρεμβαίνοντος έφεσης και κύριας παρέμβασης Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, η κύρια παρέμβαση του οποίου έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, όσον αφορά τη διαδοχή τίτλων του επιδίκου οικοπέδου, αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/1953 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, το οικόπεδο στο οποίο είναι χτισμένη η οικοδομή και κατ΄επέκταση η οριζόντια ιδιοκτησία, περιήλθε (ως αγροτεμάχιο), λόγω διανομής, στην κυριότητα του …………… Ο τελευταίος μεταβίβασε αυτό, λόγω πώλησης, στους ………… (πατέρα του αιτούντος) και ………….. (μητέρα του ………. και γιαγιά του αιτούντος), κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../1956 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …… με αύξοντα αριθμό ….. Στις 08-12-1977 απεβίωσε η εκ των συγκυρίων ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνο πλησιέστερο συγγενή της, και εξ αδιαθέτου κληρονόμο της, το γιο της (και συγκύριο) ………., ο οποίος αποδέχτηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά, συγκείμενη από ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………../1989 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Περιστερίου ……………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο ……. με αύξοντα αριθμό ……… Στη συνέχεια ο …………, ως αποκλειστικός κύριος του ακινήτου – οικοπέδου, υπήγαγε τη μέλλουσα να ανεγερθεί σ’ αυτό οικοδομή, στις διατάξεις του ν. 3741/1929, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./1989 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο ……. με αύξοντα αριθμό ……. Τα επίδικο με την άνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, συστάθηκε ως δικαίωμα μελλοντικού ορόφου, το οποίο, ο ………………., δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../1989 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Περιστερίου ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …… με αύξοντα αριθμό ……., μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στον αιτούντα – γιο του. Δυνάμει δε της υπ’ αριθ. ……../1990 άδειας οικοδομής της Πολεοδομίας Πειραιώς ο . ………………. ανήγειρε τετραώροφη οικοδομή, με την επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία. Είναι άξιο μνείας ότι το επίδικο ως οικόπεδο έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Κερατσινίου [βλ. το από 10-3-1952 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α’ 65/15-3-1952) «περί επεκτάσεως του σχεδίου Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου εις τας περιοχάς Κοκκινόβραχος και Αμφιάλη» και το από 26-2-1956 Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α’ 80/6-3-1956) «περί επεκτάσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Κερατσινίου προς βορράν της περιοχής Κοκκινοβράχου και καθορισμού ορίων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτού» και με την υπ’ αρ. 50491/1391/12-3-1991 Υπ. Απόφαση Έγκρισης Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του δήμου Κερατσινίου (ΦΕΚ Δ’ 206/26-4-1991), όπως αναθεωρήθηκε με την υπ’ αρ. 345303/14/22-7-1992 (ΦΕΚ Δ’ 971/25-9-1992) απόφαση του Νομάρχη Πειραιά και την υπ’ αρ. 20422/15-4-2014 Υπ. Απόφαση Έγκρισης τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της δημοτικής ενότητας Κερατσινίου δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας (ΦΕΚ τ. ΑναγκΑπαλ 142/5-5-2014)] δεν αποτελεί κοινόχρηστο χώρο ή χώρο πρασίνου, και δεν υπάγεται στην προστασία του ν.998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας» (άρθρο 3 § 6ζ), ώστε η κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου ως προς την ιστορική της βάση, κτήσης κυριότητας λόγω δημόσιας δασικής έκτασης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο πατέρας του αιτούντος και η μητέρα αυτού ενεργούσαν επί του ως άνω οικοπέδου συνεχώς και αδιαλείπτως με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, πράξεις συννομής που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του με διάνοια συγκυρίων, χωρίς να οχληθούν από οποιονδήποτε, καθώς φρόντιζαν, επόπτευαν και περιποιούνταν αυτό, στο οποίο υπήρχε αρχικά ισόγειος οικία, που από το έτος 1956 αποτέλεσε την κύρια κατοικία του πατέρα του αιτούντος και της μητέρας του. Μετά το θάνατο της τελευταίας ο πατέρας του αιτούντος συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής, ενώ στη συνέχεια προέβη και στη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, στην έκδοση οικοδομικής άδειας και στην ανέγερση οικοδομής. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι δικαιοπάροχοι του αιτούντος και στη συνέχεια ο ίδιος, ασκούσαν συνεχώς στο επίδικο πράξεις νομής ανάλογα με τη φύση και τον προορισμό του (επίβλεψη, φροντίδα του οικοπέδου, ανέγερση επ΄ αυτού ισόγειας οικίας, επισκευή και συντήρηση αυτής, κατεδάφιση, έκδοση οικοδομικής άδειας ανέγερση πολυώροφη οικοδομής κ.λπ.) τουλάχιστον από το έτος 1956 και εφεξής, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τρίτους και ειδικότερα από όργανα του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ουδέποτε προέβη στη σύνταξη πρωτοκόλλου κατάληψης του ως άνω ακινήτου κατά τις διατάξεις περί δημοσίων κτημάτων (άρθρο 34 § 2 του α.ν. 1539/1938), ή όχλησε αυτούς με οποιονδήποτε τρόπο. Η ευρύτερη περιοχή είναι πλήρως οικοδομημένη, η δε αίτηση για έκδοση οικοδομικής άδειας από τους δικαιοπαρόχους του αιτούντος ενισχύει την καλή τους πίστη, αφού αν γνώριζαν ότι το ακίνητο ανήκε στο Δημόσιο εν θα απευθύνονταν σε κρατικά όργανα αυτού για την ανοικοδόμησή του. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο αιτών και οι δικαιοπάροχοί του νέμονται το επίδικο, το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως του Δήμου Κερατσινίου Αττικής, με νόμιμο τίτλο, διάνοια κυρίου και καλή πίστη, πιστεύοντας, χωρίς βαριά αμέλεια, ότι είχαν αγοράσει από αληθινούς κυρίους και ότι δεν προσβάλλουν το δικαίωμα κυριότητας κανενός, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου 3127/2003 (19.3.2003) και σε κάθε περίπτωση άνω των 30 ετών, χωρίς μάλιστα να τους έχει γνωστοποιηθεί τυχόν δικαίωμα του Ελληνικού Δημοσίου ή τρίτου προσώπου επ’ αυτού. Οι ανωτέρω πράξεις νομής και κατά επέκταση η χρησικτησία που άσκησαν στο οικόπεδο με την ανέγερση οικοδομής οι δικαιοπάροχοι του αιτούντος, έχουν γίνει δεκτά τελεσιδίκως με την με αρ. 125/2015 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου επί της αίτηση των αδελφών του αιτούντος : ………………., η οποία επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απορρίπτοντας τις εφέσεις του Ελληνικού Δημοσίου και Π.Ε.Τ. Εξάλλου το Ελληνικό Δημόσιο υπέβαλε προς τον ΟΚΧΕ την με αρ. πρωτ. …………/31.5.2000 δήλωση, με την οποία δήλωσε ως ιδιοκτησία του μεταξύ άλλων και το ΑΒΚ …… και την με πρωτ. ………/18.2003 ένσταση, όσον αφορά το ΚΑΕΚ …….., χωρίς όμως να προκύπτει ότι επ’ αυτής εκδόθηκε απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτούντα πριν την έναρξη ισχύος του ν.3127/2003 (19.3.2003), που να συνιστά όχληση σε βάρος του (βλ. ΑΠ 807/2019). Αποδεικνύεται επομένως ότι κατά παραδοχή της ένστασης του αιτούντος, τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας του άρθρου 4 του 3127/2003 είχε καταλυθεί η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στο επίδικο ακίνητο. Σύμφωνα με τα παραπάνω έπρεπε να απορριφθούν οι κύριες παρεμβάσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες, η (κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου κατά παραδοχή της σχετικής ενστάσεως ιδίας κυριότητας (άρθρο 4 του ν. 3127/2003), αφετέρου δε να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η υπό κρίση αίτηση και να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή, ώστε να φαίνεται ότι κύριος της οριζόντιας ιδιοκτησίας είναι ο αιτών , για την οποία να δημιουργηθεί χωριστό κτηματολογικό φύλλο με καταχώρηση του εμβαδού της και του ποσοστού της συγκυριότητας επί του οικοπέδου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αίτηση και απέρριψε τις κύριες παρεμβάσεις, δεχόμενο όμως ότι η κυριότητα του επιδίκου ακινήτου ανήκε αρχικά στο κυρίως παρεμβάν ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο», ως προς το οποίο, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 απέρριψε την κύρια παρέμβαση αυτού. ¨Όμως κατ΄αποτέλεσμα δεν έσφαλε, καθώς το αντικείμενο της παρούσας δίκης δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του αμφισβητούμενου δικαιώματος, η ύπαρξη του οποίου ελέγχεται μόνο για τη ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης (αρχικής) εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται αυτή με ισχύ δεδικασμένου και να υπάρχει συνεπώς εν προκειμένω μεταβολή της προδικαστικής έννομης σχέσης (ΑΠ 1020/2018, ΑΠ 148/2014, ΑΠ 259/2013 ΧΡΙΔ 2013.521). Κατόπιν αυτών, αφού αντικατασταθούν οι ως άνω αιτιολογίες θα πρέπει να απορριφθούν οι εφέσεις του Ελληνικού Δημοσίου (κατά το μέρος που δεν εξαφανίσθηκε η απόφαση) και του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου. Τέλος πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα (του παρόντος και δύο βαθμών δικαιοδοσίας) μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις α) από 28.03.2014 (αριθ. κατ. ………../2019) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και β) από 28.03.2014 (αριθ. κατ. ………../2019).
ΔΕΧΕΤΑΙ τις εφέσεις ως προς το τυπικό τους μέρος.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 28.03.2014 (αριθ. κατ. ……./2019) έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς την από 29-09-2010 και με αρ. πρωτ. …../04-10-2010 κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, μόνο αναφορικά με την επικουρική της βάση περί κτήσης κυριότητας λόγω δημόσιας δασικής έκτασης.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 29-09-2010 και με αρ. πρωτ. ……/04-10-2010 κύριας παρέμβασης, ως προς την άνω ιστορική της βάση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την (α) από 28.03.2014 και με αριθ. κατ. ………./2019 έφεση και εξ ολοκλήρου την (β) από 28.03.2014 (αριθ. κατ. ………./2019) έφεση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων την 24.9.2021
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ