ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Έφεση. Απουσία διαδίκου. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Όταν τη συζήτηση της εφέσεως επισπεύδει ο εκκαλών απαιτείται επίδοση στον εφεσίβλητο, αφενός μεν αντιγράφου του δικογράφου της εφέσεως που έχει κατατεθεί και αφετέρου κλήσεως που συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου αυτού ή και αυτοτελώς. Σε περίπτωση που δεν έχει διενεργηθεί στον εφεσίβλητο η ανωτέρω επίδοση και ο εφεσίβλητος απουσιάζει κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως.
Αριθμός 191/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων, το Δικαστήριο πρέπει να ερευνήσει, αυτεπαγγέλτως, αν ο διάδικος που απουσιάζει κατά τη συζήτηση της υποθέσεως έχει κλητευθεί να παραστεί σ’ αυτή νομοτύπως και εμπροθέσμως, κηρύσσει δε απαράδεκτη τη συζήτηση, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν έγινε τέτοια κλήτευση ή ότι αυτή δεν έγινε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 498 παρ. 1, 524 και 271 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της εφέσεως ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Σε περίπτωση που τη συζήτηση επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήσαν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος διάδικος, ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως. Έτσι, αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε αλλά μη νομίμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Ειδικότερα, όταν τη συζήτηση της εφέσεως επισπεύδει ο εκκαλών απαιτείται επίδοση στον εφεσίβλητο, αφενός μεν αντιγράφου του δικογράφου της εφέσεως που έχει κατατεθεί και αφετέρου κλήσεως που συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου αυτού ή και αυτοτελώς. Σε περίπτωση που δεν έχει διενεργηθεί στον εφεσίβλητο η ανωτέρω επίδοση και ο εφεσίβλητος απουσιάζει κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και αυτεπαγγέλτως (βλ. ΕφΠειρ 25/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 197/2011 ΑχαΝομ 2012 240, ΕφΘεσ 632/2009 ΕΦΑΔ 2009 720). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ (όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3994/2011), σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, μάλιστα το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από το διάδικο που δεν εμφανίσθηκε κατά την πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν, αντίγραφα των οποίων είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση (βλ. Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» εκδ. 2η τομ. Ι σελ. 841-842 αρ. 41).
Στην προκείμενη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση, η υπό κρίση έφεση (ΓΑΚ …….., ειδ. αρ. καταθ. …….), η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 812/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εκκαλούντος – εναγομένου (και των 16ης, 17ης , 21ου, 29ου , 44ου, 52ου, 61ου, 64ου, 65ου, 66ου, 67ου, 68ης , 69ης , 70ης , 71ου , 75ου , 76ης , 77ου , 78ου , 79ου , 80ης , 81ου , 82ου , 83ου και 84ης των εφεσιβλήτων – εναγόντων), επί της από 14-12-2016 (αρ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγής των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων. Από τα διαδικαστικά έγγραφα που αφορούν την εν λόγω υπόθεση προκύπτει ότι η ένδικη έφεση προσδιορίσθηκε να δικαστεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, με την επιμέλεια του εκκαλούντος. Όμως, κατά τη δικάσιμο αυτή (7-2-2019) οι εφεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν, κατά την εκφώνηση της εν λόγω υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, χωρίς να προκύπτει ότι επιδόθηκε σ’ αυτούς αντίγραφο του δικογράφου της ανωτέρω εφέσεως, μετά κλήσεως προς συζήτηση, για την ορισθείσα δικάσιμο. Εξάλλου, το εκκαλούν δεν προσκόμισε επικυρωμένο αντίγραφο του σχετικού εισαγωγικού δικογράφου, δηλαδή της ανωτέρω αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και των προτάσεων που είχαν καταθέσει οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (όσοι απ’ αυτούς είχαν παρασταθεί), ούτε προσκόμισε τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Επομένως, ενόψει, πρωτίστως, της ως άνω μη κλητεύσεως των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, πρέπει η συζήτηση της ένδικης εφέσεως να κηρυχθεί απαράδεκτη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 3-4-2019, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και την πληρεξούσια δικηγόρο του εκκαλούντος.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ