Πολλοί φορολογούμενοι στους οποίους η εφορία βεβαιώνει μεγάλα ποσά φόρων και οι οποίοι εν συνεχεία τα αμφισβητούν προσφεύγοντας στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ , δεν έχουν σε αρκετές περιπτώσεις διαθέσιμα τα ελαφρυντικά στοιχεία που τους δικαιώνουν για λόγους γραφειοκρατίας, κ.α..
Ωστόσο, αυτό δεν είναι πρόβλημα, καθώς βάσει της νομολογίας επιτρέπεται το διοικητικό δικαστήριο να λάβει υπόψη του αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του από τον διάδικο φορολογούμενο.
Υπενθυμίζουμε ότι τα διοικητικά δικαστήρια κατά την εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος ουσίας της φορολογικής προσφυγής, δεν περιορίζονται μόνο σε έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά εκτείνονται και στον έλεγχο της ουσίας της υποθέσεως.
Στο πλαίσιο αυτό και στο πλαίσιο της ελεύθερης εκτίμησης και αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων, τα διοικητικά δικαστήρια δύνανται να λάβουν υπόψη τους όλα τα στοιχεία που προσκομίζει ο διάδικος φορολογούμενος, ακόμα και αν δεν τα είχε ήδη προσκομίσει ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών κατά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ή ενώπιον της αρμόδιας φορολογικής αρχής κατά το στάδιο του ελέγχου.
Ειδικότερα, το ΣτΕ έχει κρίνει ότι η ανωτέρω παραδοχή είναι επιτρεπτή, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία συνδέονται είτε με ισχυρισμούς που έχει ήδη προβάλει ο φορολογούμενος με την ενδικοφανή προσφυγή του με σκοπό να τους συμπληρώσει και όχι να τους μεταβάλει, είτε με αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών επί της προσφυγής.
Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που τα νέα στοιχεία δεν τέθηκαν υπόψη της αρμόδιας φορολογικής αρχής, με το ΣτΕ να σημειώνει στην ίδια απόφαση ότι επιτρέπεται η λήψη υπόψη και αυτών των νέων στοιχείων χωρίς αυτό να υποδεικνύει διάθεση του διοικητικού δικαστηρίου να προβεί σε πρωτογενή φορολογικό έλεγχο καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του.