Η επίκληση ψυχολογικών λόγων μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή του επωνύμου, από αυτό του πατέρα σε αυτό της μητέρας
Αντιμέτωπο με υποθέσεις ανηλίκων που επιθυμούν να προχωρήσουν σε αλλαγή του πατρικού επωνύμου και να πάρουν αυτό της μητέρας τους βρίσκεται όλο και πιο συχνά το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Αφορμή για την απόφασή τους αυτή αποτελεί η εγκατάλειψη από τον φυσικό τους πατέρα και σύμφωνα με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου «οι ψυχολογικοί λόγοι οι οποίοι συνδέονται με την πλήρη ανυπαρξία συναισθηματικού δεσμού με τον πατέρα, συνιστούν νόμιμο λόγο αλλαγής του επωνύμου».
Όπως αναφέρει το «Θέμα της Κυριακής» και ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Τσιμπούκης, «το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με αρκετό αριθμό αποφάσεών του (νομολογία) καθορίζει το πλαίσιο και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να γίνει η αλλαγή του επωνύμου».
Ειδικότερα, κατά την κρίση των συμβούλων Επικρατείας επισημαίνεται ότι «το επώνυμο αποτελεί μεν στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, πλην η πρόσκτηση ή αλλαγή του δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη ως θέμα συναπτόμενο με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου».
Αλλαγή πατρικού επωνύμου: «Επιθυμώ να φέρω το επώνυμο της μητέρας μου – Αποτέλεσε το μοναδικό στήριγμα»
Σύμφωνα με την τελευταία υπόθεση που απασχόλησε το ΣτΕ ήταν εκείνη όπου αφορούσε αίτηση αλλαγής επωνύμου από το πατρικό στο επώνυμο της αποβιώσας μητέρας του λόγω πλήρους ανυπαρξίας συναισθηματικού δεσμού με το πατέρα του.
Όπως ανέφερε το τέκνο ο πατέρας του, με τον οποίο επικοινώνησε τελευταία φορά το έτος 1986, «δεν ενδιαφέρθηκε έκτοτε να ενημερωθεί για την πορεία της ζωής του ή να αποκαταστήσει στοιχειώδη έστω επικοινωνία μαζί του, ενώ ούτε πριν από το χρονικό αυτό σημείο υπήρξαν οι σχέσεις τους στοργικές, αλλά αντιθέτως, τα χρόνια που αναγκαστικά συμβίωναν υπό την ίδια στέγη, τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα του υπέστησαν απ’ αυτόν λεκτική, ψυχική και σωματική κακοποίηση».
Ο ίδιος τόνισε ότι επιθυμεί να φέρει το επώνυμο της μητέρας του, «η οποία απετέλεσε το μοναδικό του στήριγμα και το πρόσωπο εκείνο στο οποίο οφείλει ότι έχει επιτύχει έως σήμερα». Για το λόγο αυτό είχε υποβάλλει αίτημα στο δήμο Αθηναίων, το οποίο όμως απορρίφθηκε.
Αντιθέτως, το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε αντίθετη άποψη (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια η πάρεδρος Αντωνία Παπαιωάννου), υπογραμμίζοντας ότι οι ψυχολογικοί λόγοι που επικαλέστηκε για τη μεταβολή του επωνύμου «συνιστούν καταρχήν λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν τη ζητηθείσα μεταβολή».
Επομένως, σημειώνει το ΣτΕ, μη νομίμως απορρίφθηκε το αίτημα αλλαγής του επωνύμου, «εκκινώντας από την αντίληψη ότι οι σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν την αλλαγή του επωνύμου είναι μεν οι αναγόμενοι στη δυσχέρεια εκφοράς, το κακόηχο ή το δυσφημιστικό του ονόματος, όχι όμως ψυχολογικοί λόγοι, όπως εκείνοι που επικαλέσθηκε ο αιτών».
Οι γονείς χώρισαν πριν γεννηθεί – Άλλαξε το επώνυμο με δική του πρωτοβουλία
Από τις τάξεις του Δημοτικού επέλεξε να χρησιμοποιεί το επώνυμο της μητέρας του και μόνο σε επίσημα έγγραφα και στις αρχές χρησιμοποιούσε το επώνυμο του πατέρα του.
Πρόκειται για μία άλλη υπόθεση που έφτασε στο ΣτΕ, με το παιδί να αιτείται και επισήμως την αλλαγή του επωνύμου και να αναφέρει πως οι γονείς του χώρισαν πριν ακόμη εκείνος γεννηθεί και ο πατέρας του είχε πλήρως αποξενωθεί. Επιπρόσθετα, ο γιός επικαλέστηκε ότι επιθυμεί να φέρει το επώνυμο της μητέρα του «ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς αυτήν και τα άτομα της ευρύτερης οικογένειας της, τα οποία φρόντισαν για την ανατροφή του».
Καθοριστικός παράγοντας οι ψυχολογικοί λόγοι, λέει το ΣτΕ
Με άλλη πρόσφατη απόφασή του το ΣτΕ έκρινε ότι οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, δεν αποκλείουν τη μεταβολή του επωνύμου του τέκνου, «ακόμη και αν μεταβολή αυτή συνίσταται στην αντικατάσταση του αρχικού επωνύμου, με το επώνυμο του άλλου γονέα, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν τη μεταβολή».
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου «οι ψυχολογικοί λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε η αιτούσα για τη μεταβολή του επωνύμου της, στηριζόμενοι μεταξύ άλλων στην πλήρη ανυπαρξία προσωπικής και συναισθηματικής επαφής, με τον πατέρα της, η οποία οφειλόταν σε εγκατάλειψη της οικογενειακής στέγης και στη μη επίδειξη ενδιαφέροντος εκ μέρους του τελευταίου για την ανάπτυξη των σχέσεων με την κόρη του και για τα αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα της, που την ανέθρεψε συνιστούν, καταρχήν, λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν τη ζητηθείσα μεταβολή».
Επικαλέστηκε ακόμη ότι μετά την εμφάνιση προβλημάτων στον γάμο των γονέων της είχε την επιμέλεια της η μητέρα της από την ηλικία των 2,5 ετών. Ο πατέρας της μετά τη λύση του γάμου του, και έως την ηλικία των 10 ετών είχε επικοινωνία μαζί της, αλλά μετά την ενηλικίωσή την διέκοψε, όπως διέκοψε και την καταβολή διατροφής. Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τις σπουδές της και να αναγκαστεί να εργαστεί.