ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
Verein Klimaseniorinnen Schweiz κ.α. κατά Ελβετίας της 09.04.2024 (αρ. προσφ. 53600/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγουσες είναι, αφενός μεν, μία ένωση ελβετικού δικαίου που συστάθηκε για την προώθηση και την εφαρμογή αποτελεσματικής προστασίας του κλίματος εξ ονόματος των μελών της, τα οποία είναι περισσότερες από 2.000 ηλικιωμένες γυναίκες (η πλειονότητα των οποίων είναι άνω των 70 ετών) και, αφετέρου δε, τέσσερις γυναίκες, όλες μέλη της παραπάνω ένωσης και ηλικίας άνω των 80 ετών, που παραπονέθηκαν για προβλήματα υγείας που επιδεινώνονται κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα, επηρεάζοντας σημαντικά τη ζωή, τις συνθήκες διαβίωσης και την υγεία τους.
Τα αιτήματα των προσφευγουσών προς διάφορες αρχές, τα οποία αφορούν διάφορες παραλείψεις στον τομέα της προστασίας του κλίματος και επιδιώκουν την εφαρμογή μέτρων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αντίστοιχων αρχών στον τομέα της κλιματικής αλλαγής, καθώς και απόφαση σχετικά με τις δράσεις που πρέπει να αναληφθούν, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την επίτευξη του στόχου για το 2030 που έχει τεθεί από τη συμφωνία του Παρισιού, απορρίφθηκαν. Άσκησαν αναίρεση, η οποία απερρίφθη από το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο.
Επικαλούμενες τα άρθρα 2 και 8 της Σύμβασης, οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν για διάφορες παραλείψεις των ελβετικών αρχών να μετριάσουν την κλιματική αλλαγή – και ιδίως τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη – η οποία επηρεάζει δυσμενώς τη ζωή, τις συνθήκες διαβίωσης και την υγεία των μεμονωμένων προσφευγουσών και των μελών της προσφεύγουσας ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, προσάπτουν στο κράτος ότι παρέλειψε να θεσπίσει κατάλληλη νομοθεσία και να λάβει κατάλληλα και επαρκή μέτρα για την επίτευξη των στόχων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις του. Οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν επίσης για την έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο, βάσει του άρθρου 6 § 1, σχετικά με την παράλειψη του κράτους να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εναγόμενο κράτος είχε υπερβεί το περιθώριο εκτίμησής του και δεν είχε συμμορφωθεί με τις θετικές υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 8 στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας ένωσης σε δικαστήριο είχε περιοριστεί με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό ώστε να θιγεί ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος και συνεπώς υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2,
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 8,
Άρθρο 34
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Α) Πρώτη προσφεύγουσα
Η πρώτη προσφεύγουσα –Verein KlimaSeniorinnen Schweiz– είναι ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ελβετικού δικαίου (στο εξής: προσφεύγουσα ένωση). Σύμφωνα με το καταστατικό της, η προσφεύγουσα ένωση ιδρύθηκε για να προωθήσει και να εφαρμόσει αποτελεσματική προστασία του κλίματος για λογαριασμό των μελών της. Τα μέλη της ένωσης είναι γυναίκες που ζουν στην Ελβετία, η πλειοψηφία των οποίων είναι άνω των 70 ετών. Η προσφεύγουσα ένωση έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου («GHG») στην Ελβετία και τις επιπτώσεις τους στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Η δραστηριότητα της προσφεύγουσας ένωσης δηλώνεται ότι είναι προς το συμφέρον όχι μόνο των μελών της, αλλά και του ευρέος κοινού και των μελλοντικών γενεών, μέσω της αποτελεσματικής προστασίας του κλίματος. Η προσφεύγουσα ένωση επιδιώκει τον σκοπό της, ιδίως μέσω της παροχής πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, και της προσφυγής στη δικαιοσύνη προς το συμφέρον των μελών της όσον αφορά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η προσφεύγουσα ένωση έχει περισσότερα από 2.000 μέλη των οποίων η μέση ηλικία είναι 73 ετών. Περίπου 650 μέλη είναι 75 ετών και άνω.
Για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως, η προσφεύγουσα ένωση ζήτησε από τα μέλη της να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε αυτά. Τα μέλη περιέγραψαν πώς επηρεάστηκε η υγεία τους και οι καθημερινές τους ρουτίνες από τους καύσωνες.
Η δεύτερη, η τρίτη και η πέμπτη προσφεύγουσα είναι γυναίκες μέλη της προσφεύγουσας ένωσης. Η δεύτερη προσφεύγουσα, η κα Schaub, γεννήθηκε το 1931. Απεβίωσε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Η τρίτη προσφεύγουσα, κα Volkoff Peschon, γεννήθηκε το 1937 και ζει στη Γενεύη. Η τέταρτη προσφεύγουσα, η κα Molinari, γεννήθηκε το 1941 και ζει στο Vico Morcote. Η πέμπτη προσφεύγουσα, η κ. Budry, γεννήθηκε το 1942 και ζει στη Γενεύη.
Β) Δεύτερη προσφεύγουσα
Σε γραπτή δήλωση, η δεύτερη προσφεύγουσα υποστήριξε ότι αντιμετώπιζε δυσκολίες να υπομείνει τους καύσωνες και είχε καταρρεύσει περισσότερες από μία φορές ενώ εκτίθετο στον ήλιο σε μπαλκόνι του διαμερίσματός της. Έπρεπε να προσαρμόσει τον τρόπο ζωής της στους καύσωνες, για παράδειγμα όταν πήγαινε στα καταστήματα, και έπρεπε να παραμείνει σε εσωτερικούς χώρους σχεδόν όλη την ημέρα. Είχε επίσης λάβει βοήθεια από μια νοσοκόμα, η οποία της είχε δώσει ειδικά ρούχα για να διατηρείται δροσερή. Χρειάστηκε ιατρική φροντίδα και είχε υποστεί εξαιρετικά οδυνηρά επεισόδια ουρικής αρθρίτιδας, τα οποία εντάθηκαν κατά τη διάρκεια των ζεστών ημερών. Είχε νοσηλευτεί ακόμη και μία φορά αφού είχε καταρρεύσει κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα, αλλά στη συνέχεια είχε προσαρμόσει τις συνήθειες της στη ζέστη πηγαίνοντας στα καταστήματα νωρίτερα και παίρνοντας καθαρό αέρα τη νύχτα. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί είχαν οδηγήσει σε προβλήματα στο κοινωνικό της περιβάλλον.
Η δεύτερη προσφεύγουσα προσκόμισε επίσης ιατρικό πιστοποιητικό της 15ης Νοεμβρίου 2016 που περιγράφει πώς τον Αύγουστο του 2015, κατά τη διάρκεια μιας ζεστής καλοκαιρινής ημέρας, είχε καταρρεύσει στην αίθουσα αναμονής του γιατρού λόγω της υψηλής θερμοκρασίας. Το ιατρικό πιστοποιητικό ανέφερε επίσης ότι η προσφεύγουσα φορούσε βηματοδότη.
Γ) Τρίτη προσφεύγουσα
Σε γραπτή δήλωση, η τρίτη προσφεύγουσα υποστήριξε ότι αντιμετώπιζε δυσκολίες να υπομείνει τους καύσωνες, με αποτέλεσμα να πρέπει να οργανώσει τη ζωή της σύμφωνα με τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Όταν έκανε πολλή ζέστη, έπρεπε να μείνει στο σπίτι όλη την ημέρα, με τα ρολά κατεβασμένα και τον κλιματισμό ανοιχτό. Ήταν επίσης υποχρεωμένη να απέχει από ψυχαγωγικές δραστηριότητες και ήταν υποχρεωμένη να μετρά τακτικά την αρτηριακή της πίεση και στη συνέχεια να λαμβάνει ανάλογα τα φάρμακά της. Έπρεπε επίσης να δει έναν καρδιολόγο. Θα ήθελε να μετακομίσει και να ζήσει κάπου σε υψόμετρο, αλλά τα καρδιαγγειακά της προβλήματα την περιόρισαν από αυτή την άποψη. Δεν είχε νοσηλευτεί ποτέ, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις είχε αισθανθεί σοβαρή αδιαθεσία. Επιπλέον, λόγω της ρύπανσης, είχε αντιμετωπίσει αναπνευστικές δυσκολίες και υπερβολική εφίδρωση. Συμπερασματικά, η τρίτη προσφεύγουσα τόνισε ότι μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου, το θερμόμετρο καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο έζησε τη ζωή της, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεών της με την οικογένεια και τους φίλους της.
Η τρίτη προσφεύγουσα προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό της 19ης Οκτωβρίου 2016 που ανέφερε ότι τα δύο προηγούμενα καλοκαίρια είχε υποφέρει σημαντικά ως αποτέλεσμα των κυμάτων καύσωνα. Επηρέασαν τις σωματικές της ικανότητες καθώς είχε καρδιαγγειακά προβλήματα υγείας. Ένα άλλο ιατρικό πιστοποιητικό της 11ης Φεβρουαρίου 2019 ανέφερε ότι η κατάσταση της υγείας της προσφεύγουσας και τα φάρμακα που έλαβε δεν ήταν συμβατά με τους καύσωνες. Κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα έπρεπε να μείνει στο σπίτι και να πάρει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή (η οποία έπρεπε να προσαρμοστεί).
Ιατρικό πιστοποιητικό της 23ης Σεπτεμβρίου 2021 επιβεβαίωσε ότι έπασχε από προβλήματα καρδιαγγειακής υγείας. Κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα ένιωθε γενικά αδύναμη και δεν μπορούσε να συνεχίσει τη συνήθη θεραπεία της. Επιπλέον, έπρεπε να προσαρμόσει τις καθημερινές της ρουτίνες. Ένα άλλο ιατρικό πιστοποιητικό της 26ης Νοεμβρίου 2022, το οποίο βασίστηκε σε τηλεφωνική συνέντευξη με την προσφεύγουσα και στην εξέταση του ιατρικού της φακέλου, επιβεβαίωσε ότι η προσφεύγουσα υπέφερε σωματικά και ψυχολογικά κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα.
Δ) Τέταρτη προσφεύγουσα
Σύμφωνα με γραπτή δήλωση της τέταρτης προσφεύγουσας, η κινητικότητά της περιοριζόταν κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα, καθώς η υπερβολική ζέστη επιδείνωνε το άσθμα της και τη χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.
Προσκόμισε ιατρικά πιστοποιητικά της 7ης Οκτωβρίου 2016 και της 15ης Ιουλίου 2020 που πιστοποιούσαν την κατάσταση της υγείας της και τις δυσμενείς επιπτώσεις των περιόδων θερμού καιρού σε αυτήν. Αυτό επιβεβαιώθηκε σε ιατρικό πιστοποιητικό της 26ης Νοεμβρίου 2022, σύμφωνα με το οποίο ήταν πολύ πιθανό η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της να σχετίζεται με την εμφάνιση κυμάτων καύσωνα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα, η προσφεύγουσα υπέφερε επειδή έπρεπε να μειώσει τις δραστηριότητές της και ένιωθε απομονωμένη.
Ε) Πέμπτη προσφεύγουσα
Η πέμπτη προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι οι καύσωνες είχαν ως αποτέλεσμα να της αφαιρέσουν όλη την ενέργεια. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι της και να πάει για μπάνιο. Ταυτόχρονα, δεν είχε την πολυτέλεια να κάνει μεγαλύτερες διακοπές σε ξενοδοχείο με πισίνα. Δεν είχε νοσηλευτεί ποτέ και δεν είχε δει γιατρό σε σχέση με τους καύσωνες. Προηγουμένως ανησυχούσε επίσης για την 90χρονη μητέρα της, μέχρι που η τελευταία είχε μετακομίσει σε ένα μέρος με καλύτερο κλίμα.
Η πέμπτη προσφεύγουσα προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό της 4ης Οκτωβρίου 2016 που πιστοποιούσε ότι έπασχε από άσθμα.
Επικαλούμενες τα άρθρα 2 και 8 της Σύμβασης, οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν για διάφορες παραλείψεις των ελβετικών αρχών να μετριάσουν την κλιματική αλλαγή – και ιδίως τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη – η οποία επηρεάζει δυσμενώς τη ζωή, τις συνθήκες διαβίωσης και την υγεία των μεμονωμένων προσφευγουσών και των μελών της προσφεύγουσας ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, κατηγορούν το κράτος ότι παρέλειψε να θεσπίσει κατάλληλη νομοθεσία και να λάβει κατάλληλα και επαρκή μέτρα για την επίτευξη των στόχων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις του. Οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν επίσης για την έλλειψη πρόσβασης σε δικαστήριο, για τους σκοπούς του άρθρου 6 § 1, σχετικά με την παράλειψη του κράτους να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Επί της αιτιάσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες με τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Τμήματος σχετικά με το ζήτημα των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (GHG) που παράγονται στην αλλοδαπή και καταλογίζονται στην Ελβετία μέσω της εισαγωγής αγαθών προοριζόμενων για οικιακή κατανάλωση και, ως εκ τούτου, αποτελούν τμήμα της Ελβετίας, οι «ενσωματωμένες εκπομπές» των εν λόγω εκπομπών ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της υπόθεσης, με την επιφύλαξη της εξέτασης των πραγματικών επιπτώσεων των εκπομπών αυτών στην ευθύνη του κράτους βάσει της σύμβασης. Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι είχε γίνει δεκτό, στις εκθέσεις των αρμόδιων ελβετικών αρχών και αλλού, ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που αποδίδονται στην Ελβετία μέσω της εισαγωγής αγαθών και της κατανάλωσής τους αποτελούσαν σημαντικό μέρος του συνολικού ελβετικού αποτυπώματος αερίων του θερμοκηπίου. Επομένως, θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συζητηθεί η ευθύνη της Ελβετίας για τις επιπτώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στα δικαιώματα των προσφευγουσών χωρίς να ληφθούν υπόψη οι «ενσωματωμένες εκπομπές». Συνεπώς, η προκαταρκτική ένσταση απορρίφθηκε.
Όσον αφορά τη δικαιοδοσία, όλες οι προσφεύγουσες ήταν κάτοικοι της Ελβετίας και, επομένως, υπό την κατά τόπον αρμοδιότητά της, πράγμα που σήμαινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης η Ελβετία έπρεπε να λογοδοτήσει για οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται από τη Σύμβαση σε σχέση με τις προσφεύγουσες. Μολονότι η καταγγελία των προσφευγουσών σχετικά με τις «ενσωματωμένες εκπομπές» περιείχε εξωεδαφική πτυχή, τούτο δεν έθετε ζήτημα δικαιοδοσίας της Ελβετίας έναντι των προσφευγουσών, αλλά μάλλον ζήτημα ευθύνης της για τις φερόμενες επιπτώσεις των εκπομπών αυτών στα δικαιώματα των προσφευγουσών βάσει της Σύμβασης. Το ζήτημα της ευθύνης, ωστόσο, ήταν χωριστό ζήτημα που έπρεπε να εξεταστεί, εν ανάγκη, σε σχέση με το βάσιμο της καταγγελίας. Έτσι, και αυτή η προκαταρκτική ένσταση απορρίφθηκε.
Αρχικά, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η κλιματική αλλαγή ήταν ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα της εποχής μας. Ενώ η κύρια αιτία της κλιματικής αλλαγής προέκυψε από τη συσσώρευση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα της Γης, οι επακόλουθες συνέπειες για το περιβάλλον και οι δυσμενείς επιπτώσεις τους στις συνθήκες διαβίωσης διαφόρων ανθρώπινων κοινοτήτων και ατόμων ήταν πολύπλοκες και πολλαπλές. Το Δικαστήριο, ωστόσο, μπορούσε να ασχοληθεί με τα ζητήματα που προκύπτουν από την αλλαγή του κλίματος μόνο εντός των ορίων της άσκησης της αρμοδιότητάς του σύμφωνα με το άρθρο 19 της Σύμβασης, η οποία ήταν να διασφαλίσει την τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της. Συναφώς, το Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, σε μεγάλο βαθμό, τα μέτρα που αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και των δυσμενών επιπτώσεών της απαιτούσαν νομοθετική δράση τόσο όσον αφορά το πλαίσιο πολιτικής όσο και σε διάφορους τομεακούς τομείς. Η δικαστική παρέμβαση, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, δεν μπορούσε να αντικαταστήσει ή να υποκαταστήσει τη δράση που έπρεπε να αναληφθεί από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Το καθήκον των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου ήταν να διασφαλίσουν την απαραίτητη δικαστική εποπτεία της συμμόρφωσης με τις νομικές απαιτήσεις.
Ταυτόχρονα, η ανεπάρκεια της προηγούμενης κρατικής δράσης για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής σε παγκόσμιο επίπεδο επιδείνωσε τους κινδύνους δυσμενών συνεπειών και τις επακόλουθες απειλές για την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – απειλές που έχουν ήδη αναγνωριστεί από κυβερνήσεις παγκοσμίως. Επομένως, η σημερινή κατάσταση συνεπαγόταν επιτακτικές σημερινές συνθήκες, επιβεβαιωμένες από επιστημονικές γνώσεις, τις οποίες το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει στο πλαίσιο του ρόλου του ως δικαιοδοτικού οργάνου επιφορτισμένου με την επιβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η παρούσα υπόθεση, μαζί με τις υποθέσεις Duarte Agostinho κ.α. κατά Πορτογαλίας [GC] και Carême κατά Γαλλίας [GC], η οποία είχε ακουστεί με την ίδια σύνθεση του τμήματος μείζονος συνθέσεως, ήγειρε ενώπιον του Δικαστηρίου πρωτοφανή ζητήματα, τα οποία συνεπάγονταν διαφορετικά νομικά ζητήματα από εκείνα που εξετάστηκαν μέχρι σήμερα στην περιβαλλοντική νομολογία της. Η υφιστάμενη νομολογία αφορούσε καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονταν συγκεκριμένες πηγές από τις οποίες προερχόταν περιβαλλοντική ζημία, ενώ, στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, τα βασικά χαρακτηριστικά και οι περιστάσεις διέφεραν σημαντικά. Αφού απαρίθμησε τις θεμελιώδεις διαφορές, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να μεταφερθεί άμεσα η υφιστάμενη περιβαλλοντική νομολογία στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Ως εκ τούτου, αντλώντας έμπνευση από τις αρχές που διατυπώνονται στην εν λόγω νομολογία, το Δικαστήριο επιδίωξε να αναπτύξει μια καταλληλότερη και πιο εξατομικευμένη προσέγγιση όσον αφορά τα διάφορα ζητήματα της Σύμβασης που ενδέχεται να ανακύψουν στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής.
Στο πλαίσιο αυτό, έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα υφιστάμενα και συνεχώς εξελισσόμενα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την αναγκαιότητα καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής και τον επείγοντα χαρακτήρα της αντιμετώπισης των δυσμενών επιπτώσεών της, συμπεριλαμβανομένου του σοβαρού κινδύνου αναπόφευκτου και μη αναστρέψιμου χαρακτήρα τους, καθώς και της επιστημονικής, πολιτικής και δικαστικής αναγνώρισης της σχέσης μεταξύ των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και της άσκησης (διαφόρων πτυχών) των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι, ενώ οι νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη βάσει της Σύμβασης επεκτάθηκαν σε εκείνα τα άτομα που βρίσκονται σήμερα εν ζωή τα οποία, σε μια δεδομένη στιγμή, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία ενός δεδομένου συμβαλλόμενου μέρους, ήταν σαφές ότι οι μελλοντικές γενιές ήταν πιθανό να φέρουν ένα όλο και πιο σοβαρό βάρος των συνεπειών των σημερινών αποτυχιών και παραλείψεων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και ότι, ταυτόχρονα, δεν είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στις σχετικές τρέχουσες διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ως εκ τούτου, η κατανομή των βαρών μεταξύ των γενεών απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο αυτό. Με τη δέσμευσή τους στη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (UNFCCC), τα συμβαλλόμενα κράτη ανέλαβαν την υποχρέωση να προστατεύσουν το κλιματικό σύστημα προς όφελος των σημερινών και των μελλοντικών γενεών της ανθρωπότητας.
Η ιδιαιτερότητα των διαφορών σχετικά με την κλιματική αλλαγή προέκυψε από το γεγονός ότι δεν αφορούσαν τοπικά περιβαλλοντικά ζητήματα μιας πηγής, αλλά ένα πιο σύνθετο παγκόσμιο πρόβλημα. Στο πλαίσιο των καταγγελιών που βασίζονται στα ανθρώπινα δικαιώματα κατά των κρατών, τα ζητήματα αιτιώδους συνάφειας ανέκυψαν από διαφορετικές απόψεις, οι οποίες ήταν διαφορετικές μεταξύ τους και είχαν σχέση με την αξιολόγηση του καθεστώτος του θύματος καθώς και τις ουσιαστικές πτυχές των υποχρεώσεων και της ευθύνης του κράτους βάσει της Σύμβασης. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας είχε τέσσερις διαφορετικές διαστάσεις, οι οποίες σχετίζονταν με:
– τη σχέση μεταξύ των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου – και της συνακόλουθης συσσώρευσης αερίων του θερμοκηπίου στην παγκόσμια ατμόσφαιρα και των διαφόρων φαινομένων της κλιματικής αλλαγής· θέμα επιστημονικής γνώσης και αξιολόγησης.
– τη σχέση μεταξύ των διαφόρων δυσμενών επιπτώσεων των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και των κινδύνων των επιπτώσεων αυτών στην άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επί του παρόντος και στο μέλλον.
– τη σχέση, σε ατομικό επίπεδο, μεταξύ βλάβης ή κινδύνου βλάβης που φέρεται να θίγει συγκεκριμένα πρόσωπα ή ομάδες προσώπων και των πράξεων ή παραλείψεων των κρατικών αρχών κατά των οποίων στρέφεται καταγγελία βασιζόμενη στα ανθρώπινα δικαιώματα.
– τη δυνατότητα καταλογισμού της ευθύνης όσον αφορά τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκύπτουν από την αλλαγή του κλίματος τις οποίες ισχυρίζονται άτομα ή ομάδες έναντι συγκεκριμένου κράτους, δεδομένου ότι πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στις συνολικές ποσότητες και επιπτώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Το Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγησή του σχετικά με τα ζητήματα που προέκυψαν στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι υπήρχαν επαρκώς αξιόπιστες ενδείξεις ότι υπήρχε ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή, ότι αποτελούσε σοβαρή τρέχουσα και μελλοντική απειλή για την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση, ότι τα κράτη το γνώριζαν και ήταν σε θέση να λάβουν μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του, ότι οι σχετικοί κίνδυνοι προβλεπόταν να είναι χαμηλότεροι εάν η αύξηση της θερμοκρασίας περιοριζόταν στον 1,5oC πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και εάν αναλαμβανόταν επειγόντως δράση, και ότι οι τρέχουσες παγκόσμιες προσπάθειες μετριασμού δεν επαρκούσαν για την επίτευξη του τελευταίου στόχου.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η ιδιαιτερότητα του ζητήματος της αιτιώδους συνάφειας εντονίστηκε περισσότερο στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής· την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των πράξεων ή παραλείψεων των κρατικών αρχών μιας χώρας και της ζημίας ή του κινδύνου ζημίας που προκύπτει από αυτήν, ήταν αναγκαστικά πιο ισχνή και έμμεση σε σύγκριση με εκείνη στο πλαίσιο των τοπικών πηγών επιβλαβούς ρύπανσης. Επιπλέον, από την άποψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ουσία των σχετικών κρατικών καθηκόντων στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής σχετίζεται με τη μείωση των κινδύνων βλάβης για τα άτομα. Αντιστρόφως, οι παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων αυτών συνεπάγονταν επιδείνωση των σχετικών κινδύνων, μολονότι η ατομική έκθεση σε τέτοιους κινδύνους ποικίλλει ως προς το είδος, τη σοβαρότητα και την επικείμενη έκθεση, ανάλογα με ένα φάσμα περιστάσεων. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό, τα ζητήματα της ατομικής ιδιότητας του θύματος ή του ειδικού περιεχομένου των υποχρεώσεων του κράτους δεν μπορούσαν να καθοριστούν βάσει αυστηρής προϋπόθεσης εκ των ων ουκ άνευ.
Η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 8 περιλάμβανε το δικαίωμα των ατόμων σε αποτελεσματική προστασία από τις κρατικές αρχές από σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη ζωή, την υγεία, την ευημερία και την ποιότητα ζωής τους. Τα κριτήρια που τέθηκαν στην παρούσα υπόθεση σχετικά με την ιδιότητα του θύματος των ατόμων ή το καθεστώς των ενώσεων ήταν καθοριστικά για να διαπιστωθεί αν διακυβεύονταν τα δικαιώματα του άρθρου 8 και αν η διάταξη αυτή είχε εφαρμογή· τα ζητήματα αυτά έπρεπε να εξεταστούν με βάση τα πραγματικά περιστατικά μιας συγκεκριμένης υπόθεσης και βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων.
Ως προς την προσφεύγουσα ένωση
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα ένωση πληρούσε τα σχετικά κριτήρια και επομένως είχε την απαραίτητη νομική ικανότητα να ενεργεί για λογαριασμό των μελών της στην υπόθεση και ότι το άρθρο 8 ήταν εφαρμοστέο στην προσφυγή της.
Ως προς τις μεμονωμένες προσφεύγουσες
Έχοντας εξετάσει προσεκτικά τη φύση και την έκταση των καταγγελιών των μεμονωμένων προσφευγουσών και το υλικό που υπέβαλαν και προσεκτική εξέταση των περιστάσεων, του βαθμού πιθανότητας και/ή πιθανότητας των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στο χρόνο, των συγκεκριμένων επιπτώσεων στη ζωή, την υγεία ή την ευημερία κάθε μεμονωμένης προσφεύγουσας, το μέγεθος και τη διάρκεια των επιβλαβών επιπτώσεων, την έκταση του κινδύνου (τοπικού ή γενικού) και τη φύση της ευπάθειας των προσφευγουσών, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι τέσσερις μεμονωμένες προσφεύγουσες δεν πληρούσαν τα κριτήρια του καθεστώτος του θύματος βάσει του άρθρου 34.
Ειδικότερα, μολονότι οι προσφεύγουσες ανήκαν σε ομάδα ιδιαίτερα ευάλωτη στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, από τα διαθέσιμα υλικά δεν προέκυπτε ότι είχαν εκτεθεί στις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ή ότι κινδύνευαν να εκτεθούν σε οποιοδήποτε κρίσιμο χρονικό σημείο στο μέλλον, με κάποια ένταση που να δημιουργεί επιτακτική ανάγκη διασφαλίσεως της ατομικής προστασίας τους. Ούτε θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έπασχαν από οποιαδήποτε κρίσιμη ιατρική κατάσταση, της οποίας η πιθανή επιδείνωση που συνδέεται με τους καύσωνες δεν θα μπορούσε να μετριαστεί με τα μέτρα προσαρμογής που είναι διαθέσιμα στην Ελβετία ή με εύλογα μέτρα προσωπικής προσαρμογής, δεδομένης της έκτασης των κυμάτων καύσωνα που πλήττουν τη χώρα αυτή. Η ιδιότητα του θύματος σε σχέση με μελλοντικό κίνδυνο έγινε δεκτή μόνο κατ’ εξαίρεση από το Δικαστήριο. Επιπλέον, δεν απέδειξαν ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για την ιδιότητα του θύματος σε σχέση με μελλοντικό κίνδυνο. Τέλος, η πέμπτη προσφεύγουσα δεν όφειλε να αποδείξει συσχέτιση μεταξύ του άσθματός της και των καταγγελιών της ενώπιον του Δικαστηρίου.
Συνεπώς, απορρίφθηκε η προκαταρκτική ένσταση όσον αφορά την προσφεύγουσα ένωση (ενεργητική νομιμοποίηση) αλλά έγινε δεκτή η προκαταρκτική ένσταση όσον αφορά τις μεμονωμένες προσφεύγουσες (καθεστώς θύματος).
Ενόψει της διαπίστωσής του ότι το άρθρο 8 εφαρμόζεται στην καταγγελία της προσφεύγουσας ένωσης, το Δικαστήριο αποφάσισε να μην εξετάσει την υπόθεση από την οπτική γωνία του άρθρου 2. Ωστόσο, έλαβε υπόψη τις αρχές που αναπτύχθηκαν δυνάμει του τελευταίου αυτού άρθρου, οι οποίες ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό παρόμοιες με εκείνες του άρθρου 8 και οι οποίες, εξεταζόμενες από κοινού, παρείχαν χρήσιμη βάση για τον καθορισμό της συνολικής προσέγγισης που πρέπει να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της αλλαγής του κλίματος βάσει αμφότερων των διατάξεων.
Επί της ουσίας
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξαν ορισμένα κρίσιμα κενά στη διαδικασία των ελβετικών αρχών να θεσπίσουν το σχετικό εθνικό κανονιστικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας τους να ποσοτικοποιήσουν, μέσω προϋπολογισμού άνθρακα ή άλλως, εθνικούς περιορισμούς εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Επιπλέον, όπως αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές, το κράτος είχε προηγουμένως αποτύχει να επιτύχει τους προηγούμενους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι αρχές δεν ενήργησαν εγκαίρως και με κατάλληλο και συνεπή τρόπο όσον αφορά τον σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εφαρμογή του σχετικού νομοθετικού και διοικητικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, το εναγόμενο κράτος είχε υπερβεί το περιθώριο εκτίμησής του και δεν είχε συμμορφωθεί με τις θετικές υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 8 στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής (του άρθρου 8 της Σύμβασης).
Ως προς την καταγγελία βάσει του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η απόρριψη της νομικής προσφυγής της προσφεύγουσας ένωσης χωρίς να αξιολογηθεί το βάσιμο των καταγγελιών της ισοδυναμούσε με περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Όσον αφορά τον θεμιτό στόχο που επιδιώκεται με τον επίμαχο περιορισμό, στο μέτρο που οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων προσπάθησαν να διακρίνουν το ζήτημα της ατομικής προστασίας από τις σχετικές δημοκρατικές διαδικασίες και τις γενικές προκλήσεις στη νομοθεσία, αποτρέποντας έτσι τις καταγγελίες της actio popularis, το Δικαστήριο είχε προηγουμένως δεχθεί ότι η διατήρηση της διάκρισης των εξουσιών μεταξύ της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας ήταν θεμιτός στόχος όσον αφορά τους περιορισμούς του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Επιπλέον, το άρθρο 6 § 1 δεν απαιτούσε την παροχή πρόσβασης σε δικαστήριο όσον αφορά αμφισβητήσεις κατά του κράτους της εσωτερικής νομοθεσίας ή για καταγγελίες λαϊκής αγωγής.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν ασχοληθεί σοβαρά ή και καθόλου με την αγωγή. Δεν είχαν παράσχει πειστικούς λόγους για τους οποίους θεώρησαν περιττή την εξέταση του βασίμου των καταγγελιών. Δεν είχαν προβεί σε επαρκή εξέταση των αδιάσειστων επιστημονικών στοιχείων σχετικά με την αλλαγή του κλίματος και του επείγοντος χαρακτήρα όσον αφορά τις υφιστάμενες και αναπόφευκτες μελλοντικές επιπτώσεις της αλλαγής αυτής σε διάφορες πτυχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ούτε είχαν εξετάσει το ζήτημα της αντιμετώπισης του ζητήματος της νομιμοποίησης της προσφεύγουσας ένωσης, ένα ζήτημα που δικαιολογούσε ξεχωριστή αξιολόγηση ανεξάρτητα από τη θέση των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τις καταγγελίες των μεμονωμένων προσφευγουσών.
Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν περαιτέρω νομικές οδοί ή διασφαλίσεις διαθέσιμες στην προσφεύγουσα ένωση ή στις μεμονωμένες προσφεύγουσες / μέλη της ένωσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας ένωσης σε δικαστήριο είχε περιοριστεί με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό ώστε να θιγεί η ίδια η ουσία του δικαιώματος.
Τέλος, το Δικαστήριο τόνισε τον καίριο ρόλο που διαδραμάτισαν τα εθνικά δικαστήρια στις διαφορές για την κλιματική αλλαγή, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη νομολογία που έχει υιοθετηθεί μέχρι σήμερα σε ορισμένα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τονίζοντας τη σημασία της πρόσβασης στη δικαιοσύνη στον τομέα αυτό. Επιπλέον, δεδομένων των αρχών της κοινής ευθύνης και της επικουρικότητας, εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, να διασφαλίσουν την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης υπό την ειδικότερη πτυχή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης) (επιμέλεια: echrcaselaw.com).