Τι πρέπει να ξέρουν όσοι χρωστούν, και μετά τη ρευστοποίηση της περιουσίας τους, σε τράπεζες, Δημόσιο ή ασφαλιστικά ταμεία
Αρκετοί είναι οι οφειλέτες που δεν καταφέρνουν να ρυθμίσουν τα χρέη τους και αναγκάζονται να ρευστοποιήσουν την περιουσία τους. Με την εισαγωγή της δυνατότητας πτώχευσης φυσικών προσώπων για πρώτη φορά στον πτωχευτικό κώδικα του 2020, έχει πλέον ξεκαθαρίσει το πλαίσιο της αποκαλούμενης Δεύτερης Ευκαιρίας. Πρόκειται για τη δυνατότητα που δίνεται σε όσους κηρύσσουν πτώχευση να απαλλαγούν από τον «βραχνά» των εναπομεινάντων χρεών, τις οχλήσεις και απαιτήσεις από τους πιστωτές μέχρι να εξοφληθεί ολόκληρη η οφειλή μαζί με τις όποιες προσαυξήσεις. Οι πτωχεύσεις που έχουν κατατεθεί στα δικαστήρια με τον νέο πτωχευτικό κώδικα είναι 2.827 και αντιστοιχούν σε σύνολο οφειλών 2,1 δισ. ευρώ. Μολονότι ακόμα υπάρχει ο φόβος του κοινωνικού στίγματος για αρκετούς, όπως εξηγούν νομικοί στα «ΝΕΑ», η πτώχευση αποτελεί εναλλακτική για να μη διαιωνίζονται τα χρέη.
Περιπτώσεις
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις και λεπτομέρειες.
Πρώτον, με την ένταξη σε καθεστώς πτώχευσης σταματούν όλες οι νομικές διεκδικήσεις και οι προσαυξήσεις.
Δεύτερον, εάν το ποσό της ρευστοποίησης ξεπληρώσει το σύνολο των χρεών, εκδίδεται απαλλακτικό οφειλών. Εάν το ποσό της ρευστοποίησης φτάσει να ξεχρεώσει και περισσέψει, τότε το υπόλοιπο επιστρέφεται στον οφειλέτη.
Τρίτον, εάν η ρευστοποίηση της περιουσίας δεν είναι αρκετή, δηλαδή μείνει υπόλοιπο, τότε ο οφειλέτης εγγράφεται σε ένα μητρώο και λαμβάνει απαλλακτικό σε ένα ή τρία χρόνια, ανάλογα με το ύψος της περιουσίας και τα εισοδήματα που του απέμειναν μετά τη ρευστοποίηση.
Ειδικότερα:
¢ Αν η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την πρώτη κατοικία και η συνολική της αξία ανέρχεται σε τουλάχιστον 10% του συνόλου της οφειλής ή άνω των 100.000 ευρώ, τότε ο οφειλέτης θα πληρώσει για το πρώτο έτος μετά την πτώχευση το ποσό των εισοδημάτων του που υπερβαίνει το πενταπλάσιο των εύλογων δαπανών διαβίωσης – οι οποίες ορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ – και απαλλάσσεται πλήρως από τις υποχρεώσεις του στην ολοκλήρωση ενός έτους από την κήρυξη της πτώχευσης. Ενδεικτικά, για νοικοκυριό που αποτελείται από έναν μόνο ενήλικο, οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης ξεκινούν από τα 6.448 ευρώ και φτάνουν ως τα 8.180 ευρώ ετησίως, ενώ για ένα νοικοκυριό με δύο ενηλίκους και δύο εξαρτώμενα τέκνα οι εύλογες δαπάνες κυμαίνονται από 16.162 ευρώ ως 20.639 ευρώ.
¢ Αν η πτωχευτική περιουσία είναι χαμηλότερη από το 10% των οφειλών, τότε ο οφειλέτης συνεχίζει να πληρώνει το ποσό των εισοδημάτων του που υπερβαίνει το πενταπλάσιο των εύλογων δαπανών διαβίωσης για τρία χρόνια, στο πέρας των οποίων απαλλάσσεται πλήρως από κάθε διεκδίκηση οφειλών. Μπορεί να υπάρξει ειδική ρύθμιση για επέκταση της τριετίας σε πενταετία.
Τέταρτον, ο οφειλέτης μπορεί να εντάξει το υπόλοιπο χρέος στον εξωδικαστικό μηχανισμό, να το ρυθμίσει και τελικά να το μηδενίσει, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο άλλο περιουσιακό στοιχείο.
Πέμπτον, εάν μετά τη ρευστοποίηση της περιουσίας εμπίπτει στην κατηγορία των ευάλωτων, τότε δικαιούται ένταξη στο Ενδιάμεσο Πρόγραμμα Προστασίας Πρώτης Κατοικίας, αναστολή κάθε νομικού μέτρου εναντίον του – ακόμα και αναστολή πλειστηριασμού που μπορεί να έχει ξεκινήσει. Παράλληλα, δικαιούται επίδομα στέγασης από 70 έως 210 ευρώ μέχρι να λειτουργήσει ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης της Κατοικίας.
Τρίμηνη ανάσα. Το καθεστώς του ευάλωτου οφειλέτη δίνει τρίμηνη ανάσα σε δανειολήπτες που πληρούν τα εισοδηματικά κριτήρια και τεκμήρια (ετήσιο εισόδημα έως 7.000 ευρώ για ένα άτομο και έως 21.000 ευρώ ανάλογα με το μέγεθος του νοικοκυριού, ακίνητη περιουσία αξίας έως 120.000 ευρώ), με την πλατφόρμα να έχει 35.598 αιτήσεις σε αρχικό στάδιο. Η τρίμηνη ανάσα μπορεί να ανανεώνεται με νέα ηλεκτρονική αίτηση και νέα βεβαίωση ευάλωτου οφειλέτη.
Μετά το Ενδιάμεσο Πρόγραμμα έρχεται ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, η δημιουργία του οποίου έχει μπει στην τελική ευθεία. Ο οφειλέτης και πρώην ιδιοκτήτης παραμένει στο σπίτι του ως ενοικιαστής για 12 έτη, ενώ παράλληλα μπορεί να λαμβάνει το επίδομα στέγης. Σε οποιαδήποτε στιγμή εντός της 12ετίας ο οφειλέτης θα μπορεί να πληρώσει το υπόλοιπο της οφειλής του και να επανακτήσει την ιδιοκτησία του ακινήτου, πληρώνοντας ποσό αντίστοιχο του 70% της τρέχουσας εμπορικής του αξίας – από το οποίο αφαιρείται το σύνολο του ποσού που έχει δοθεί σε ενοίκια. Τα εν ισχύι πιστοποιητικά ευάλωτου δεν ξεπερνούν τα 1.694, ενώ η πλατφόρμα έχει συνολικά εκδώσει 4.749 πιστοποιητικά από την αρχή της λειτουργίας της, που αντιστοιχούν σε 3.860 μοναδικούς ΑΦΜ. Το μικρό ποσοστό αιτήσεων που φτάνουν στο τελικό στάδιο και στην έκδοση του πιστοποιητικού εκτιμάται ότι οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι απαιτείται άρση του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου του οφειλέτη, του/της συζύγου του, αλλά και του εγγυητή του δανείου.