Περιλαμβάνεται και η ζημία του ιδιοκτήτη από την απωλεσθείσα πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του όταν η εν λόγω ζημία είναι συνέπεια της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης, διότι έτσι το δικαίωμα αποζημίωσης ικανοποιείται πλήρως και εντεύθεν διασφαλίζεται ο σεβασμός στην περιουσία του ιδιοκτήτη.
Αριθμό 1/2024
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Πρόεδρο του Aρείου Πάγου, Νικόλα Πιπιλίγκα, Γεώργιο Χριστοδούλου, Ελένη Φραγκάκη, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Λεπενιώτη, Ασημίνα Υφαντή και Ελένη Κατσούλη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Γεωργία Κατσιμαγκλή-Εισηγήτρια, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη, Διονύσιο Παλλαδινό, Παρασκευή Τσούμαρη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Γεώργιο Αυγέρη, Αλεξάνδρο Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου, Ελευθέριο Σισμανίδη, Νικόλαο Πουλάκη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Σταυρούλα Κουσουλού, Σωκράτη Πλαστήρα, Αγαθή Δερέ, Κλεόβουλο-Δημήτριο Κοκκορό, Χρήστο Νάστα, Χριστίνα-Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Κορνηλία Πανούτσου, Σταύρο Μάλαινο, Χρυσούλα Πλατιά, Μαλαματένια Κουράκου, Παναγιώτα Γκουδή-Νινέ, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Ιφιγένεια Ματσούκα, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Φωτεινή Μηλιώνη, Αντιγόνη Τζελέπη, Μαρία Γιαννακοπούλου, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερατώ Κολέση, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου, Βα’ί’α Ζαρχανή, Σπυριδούλα Λιάτη, Ευαγγελία Στέργιου, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου, Διονυσία Νίκα κα Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, τη 21η Σεπτεμβρίου 2023, με τη παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νίκης-Αναστασίας Μουζάκη (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη) και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Το καλούντος-αναιρεσείοντος: Σ. Σ. Ο. του Ο., κατοίκου Θύλακα Κομοτηνής. Εκπροσωπήθηκε από το πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γκεσούλη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Το καθού η κλήση-αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στη Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Χρήστο Μητκίδη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τη από 29-3-2018 αίτηση καθορισμού οριστικής τιμής μονάδος αποζημίωσης απαλλοτρίωσης του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Τριμελές Εφετείο Θράκης κα συνεκδικάστηκε με την από 9-5-2018 αίτηση (ειδική διαδικασί απαλλοτριώσεων) του ήδη αναιρεσιβλήτου. Εκδόθηκε η 24/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, την αναίρεση της οποίας ζήτησε ο αναιρεσείων με τη από 2-6-2020 αίτηση του, επί της οποίας εκδόθηκε η 2016/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η απόφαση αυτή παρέπεμψε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου τον αναφερόμενο στο σκεπτικό πέμπτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Κατόπιν αυτής της απόφασης η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την από 27-12-2022 κλήση του καλούντος.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις του και ζήτησε την παραδοχή της αίτησης κα την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να γίνει δεκτός ο 5 λόγος της από 2-6-2020 αίτησης αναίρεσης του Σ. Σ. Ο. του Ο., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό 24/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλους δικαστές από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Κατά την 15η Φεβρουαρίου 2024, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Ιωάννης Δουρουκλάκης, Γεώργιος Καλαμαρίδης, Γεώργιος Αυγέρης, Κωνσταντίνα Νάκου, Νικόλαος Πουλάκης, Ελένη Χροναίου, Αγαθή Δερέ, Κλεόβουλος-Δημήτριος Κοκκορός, Γεώργιος Σχοινοχωρίτης, Ελπίδα Σιμιτιπούλου, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Φωτεινή Μηλιώνη, Μαρία Γιαννακοπούλου, Ερατώ Κολέση, Ζωή Καραχάλιου, Σπυριδούλα Λιάτη, Ευαγγελία Στεργίου και Διονυσία Νίκα, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον τω είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 27 παρ.2 το ν. 4938/2022, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Με την από 27-12-2022 κλήση του αναιρεσείοντος νόμιμα φέρεται προ συζήτηση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο πέμπτος αναιρετικός λόγος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της απ 2-6-2020 αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος Σ. Σ. Ο. του Ο. κατά του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία διώκεται η αναίρεση της 24/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων.
Ο αναιρετικός αυτός λόγος παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου με την 2016/2022 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρ 563 παρ. 2 περ. β’ εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ. και το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. γ ‘ του Ν. 1756/1988 κα ήδη άρθρο 27 παρ. 2 εδ. γ’ περ. β’ Ν. 4938/2022 (ΦΕ Α 09/6-6-2022) «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», διότι κρίθηκε ότι με το λόγο αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Ειδικότερα, παραπέμφθηκε το ζήτημα σχετικά με τη νομιμότητα ή μη της αξίωσης για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από επιχείρηση, που λειτουργεί στο ακίνητο, το οποίο απαλλοτριώνεται, ή στο τμήμα αυτού, που απομένει μετά την απαλλοτρίωση.
II. Το άρθρο 17 παρ. 1, 2, 4 κα 5 το Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του, ορίζει ότι: « 1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο… 4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια… Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών… Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη… 5. Νόμος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ικανοποίησης των δικαιούχων για την πρόσοδο, την οποία έχασαν από το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε έως το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης». Κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (Κ.Α.Α.Α.) (ΦΕ Α’ 17/6.2.2001) «1. Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης ή, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό, κατά το χρόνο της συζήτησης για τον προσδιορισμό αυτόν… Ως κριτήριο για τη εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, που προσδιορίζεται κυρίως από την αντικειμενική αξία, τα τιμήματα σε συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας ακινήτων, τα οποία συντάχθηκαν κατά το χρόνο της κήρυξης της απαλλοτρίωσης, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριωμένου». Η πρόσοδος, κατά την ανωτέρω διάταξη, νοείται η προερχόμενη από τη φύση κα τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του απαλλοτριούμενου ακινήτου, ως εκ της θέσης, της μορφής κα του προορισμού του, σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία βρίσκεται. Ως κριτήριο, δηλαδή, διαφοροποίησης και στοιχείο αξιολόγησης αποτελεί, προκειμένου μεν για αγροτικό ακίνητο, αν τούτο είναι γόνιμο ή άγονο, ξηρικό ή ποτιστικό, φυτεία ή χέρσο και προκειμένου για αστικό, αν το απαλλοτριούμενο είναι εντός ή εκτός σχεδίου, εντός ή εκτός ζώνης, ποιοι είναι σε κάθε περίπτωση οι όροι δόμησης, το ποσοστό κάλυψης και αντιπαροχής και ο συντελεστής εμπορικότητας, σε σχέση με τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία βρίσκεται το ακίνητο. Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 το ανωτέρω Ν. 2882/2001 (Κ.Α.Α.Α.) ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης καλλιεργούμενων αγροτικών ακινήτων ή προσοδοφόρων ιδιωτικών δασών ή προσοδοφόρων αστικών ακινήτων, που κατελήφθησαν νομίμως μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, όποιος έχει εμπράγματο δικαίωμα επί τούτων δύναται να ζητήσει αποζημίωση από το βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης για τη απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου, από την κατάληψή του μέχρι την είσπραξη της προκατατεθείσας αποζημίωσης, εφόσον η καθυστέρηση της είσπραξης δεν οφείλεται σε λόγους που ανάγονται στον ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου». Εξάλλου, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση), αρχικά με το ν. 2329/1953 κα εκ νέου με το ν.δ. 57/1974 και έχε αυξημένη ισχύ, έναντι των κοινών νόμων, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Κανένας δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του, ειμή διά λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους από το νόμο κα τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέσει σε ισχύ νόμους τους οποίους ήθελε κρίνει αναγκαίους για ρύθμιση της χρήσεως αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή για εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Το άρθρο αυτό περιέχει τρεις κανόνες. Ο πρώτος, που είναι γενικής φύσεως, καθιερώνει την αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας-περιουσίας (εδαφ. α’ της πρώτης παραγράφου). Ο δεύτερος καλύπτει τη στέρηση περιουσιακών αγαθών, για την οποία θέτει ορισμένες προϋποθέσεις (εδαφ. β’ της πρώτης παραγράφου). Ο τρίτος κανόνας αναγνωρίζει το δικαίωμα των Κρατών, μεταξύ άλλων, να ελέγχουν τη χρήση της περιουσίας, σύμφωνα με το γενικό συμφέρον, με τη εφαρμογή νόμων, τους οποίους θεωρούν αναγκαίους για το σκοπό αυτό. Οι παραπάνω κανόνες δεν είναι αυτοτελείς, αλλά ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε ο δεύτερος και ο τρίτος να μην ανατρέπουν τον πρώτο κανόνα, ο οποίος θεσμοθετεί τη βασική αρχή του σεβασμού της περιουσίας του προσώπου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η εφαρμογή κάθε μέτρου, που συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα του φυσικού ή νομικού προσώπου για σεβασμό της περιουσίας του, οφείλει να γίνεται με την τήρηση “δίκαιης και εύλογης ισορροπίας”, μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου κα την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ιδιωτών κα την εναρμονισμένη, με τον παραπάνω κανόνα, αρχή, που διέπει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην, κατά το ως άνω άρθρο 1 παρ. 1 το Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται, όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά κα όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και μάλιστα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά(Ολ. ΑΠ 4/2017, Ολ. ΑΠ 3/2016, Ολ. ΑΠ 12/2013, Ολ. ΑΠ 31/2007, Ολ. ΑΠ 6/2007, Ολ. ΑΠ 40/1998). Ειδικότερα, με την ως άνω διάταξη προστατεύονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα του προσώπου, όπως και το δικαίωμα αποζημίωσης για την προσγενομένη ζημία στην περιουσία του, η μη πλήρης αποκατάσταση την οποία και η εντεύθεν μείωση της περιουσιακής δυναμικότητας του προσώπου, συνιστά έλλειψη σεβασμού της περιουσίας του (Ολ. ΑΠ 31/2005). Το δικαίωμα αυτό της αποζημίωσης περιλαμβάνει την αποκατάσταση τόσο της θετικής, όσο κα της αποθετικής ζημίας, κατά το άρθρο 298 Α.Κ., έτσι ώστε να ικανοποιείται ο ανωτέρω κανόνας της πλήρους αποκατάστασης της ζημίας του δικαιούμενου προσώπου, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει, όπως προαναφέρθηκε, προσβολή του δικαιώματος του σεβασμού της περιουσίας του, αφού απομειώνει την δυναμικότητά της. Επί απαλλοτρίωσης ακινήτου, από το συνδυασμό όλων των προαναφερόμενων διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης, περιλαμβάνεται η αξία του απαλλοτριουμένου ακινήτου, αλλά και η περαιτέρω ζημία του ιδιοκτήτη, η οποία δεν συνδέεται μεν άμεσα με την αξία του απαλλοτριουμένου, είναι όμως συνέπεια της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας του (Ολ. ΑΠ 8/1999, Ολ. ΑΠ 31/2005). Επομένως, περιλαμβάνεται και η ζημία του ιδιοκτήτη από την απωλεσθείσα πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, όταν η εν λόγω ζημία είναι συνέπεια της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης, διότι έτσι το δικαίωμα αποζημίωσης ικανοποιείται πλήρως και εντεύθεν διασφαλίζεται ο σεβασμός στη περιουσία του ιδιοκτήτη. Κατά συνέπεια, περιλαμβάνονται στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης, ως διακεκριμένο οικονομικό μέγεθος, τα διαφυγόντα κέρδη από την εκμετάλλευση των επικειμένων εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, όταν η απώλεια του είναι συνέπεια της απαλλοτρίωσης και ανάγεται μόνο σ αυτήν. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι νόμιμη η αξίωση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από την εκμετάλλευση των επικειμένων εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά τη απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, εφόσον τα αιτούμενα διαφυγόντα κέρδη αποτελούν συνέπεια της απαλλοτρίωσης και έχουν ως μόνη αιτία αυτή. Ειδικότερα, είναι νόμιμη η αξίωση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών, από επιχείρηση, η οποία λειτουργεί στο ακίνητο που απαλλοτριώνεται, ή στο τμήμα αυτού, που απομένει μετά την απαλλοτρίωση, εφόσον τα διαφυγόντα αυτά κέρδη, συνιστούν, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης και η αιτία τους ανάγεται σε αυτήν. Η δε μη εξέταση, λόγω του χαρακτηρισμού της, ως μη νόμιμης, της αξίωσης αυτής για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών, που αιτούνται ως διακεκριμένο οικονομικό μέγεθος και αποτελούν άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης, αντιτίθεται προς τον πρόσφορο χαρακτήρα της αποζημίωσης, εξασθενεί την επάρκεια αυτής και διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία, η οποία πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού και του ατομικού συμφέροντος, κατά τρόπο ασυμβίβαστο με τη έννοια του ως άνω άρθρου 1 παρ. 1 του ως άνω Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τη ΕΣΔΑ (βλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. Μουστακίδης κατά Ελλάδας της 3-10-2019 κα τη 29-10-2020, αριθμ. προσφυγής ./2013). Το δικαίωμα όμως του ιδιοκτήτη για αποκατάσταση της ζημίας του από την, συνεπεία της απαλλοτρίωσης, απώλεια της προσόδου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού και την επιδίκαση για την αιτία αυτή διαφυγόντων κερδών, δεν μπορεί να επεκταθεί πέρα από το χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η οποία προϋποθέτει καταβολή στο δικαιούχο της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης ή νόμιμη κατάθεση αυτής (άρθρο 7 και 8 ν. 2882/2001), οπότε ο ιδιοκτήτης, έχοντας στη διάθεσή του την αποζημίωση για το ακίνητό του, που απαλλοτριώθηκε και την ιδιαίτερη αποζημίωση για το τυχόν εναπομείναν τμήμα αυτού, είναι σε θέση με την αξιοποίηση του σχετικού χρηματικού ποσού, να επιτύχει ανάλογο, προς την απωλεσθείσα πρόσοδο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου του, όφελος, τηρουμένης έτσι της εύλογης και δίκαιης ισορροπίας μεταξύ αφενός του δημόσιου συμφέροντος και αφετέρου του δικαιώματος προστασίας της περιουσίας του προσώπου. Σημειώνεται ότι, η ανωτέρω αξίωση του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου ακίνητου για επιδίκαση, ως διακεκριμένου μεγέθους, διαφυγόντων κερδών, που θεμελιώνεται νομικά στο άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., δεν οδηγεί σε διπλό υπολογισμό της ζημίας του από την απώλεια προσόδου, συνεπεία της απαλλοτρίωσης, καθόσον σε περίπτωση υποβολής αυτοτελούς τέτοιου αιτήματος (ήτοι για επιδίκαση, ως διακεκριμένου μεγέθους, διαφυγόντων κερδών), δε θα υπολογιστεί και, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 το ν. 2882/2001, η αιτούμενη απωλεσθείσα, λόγω της απαλλοτρίωσης, πρόσοδος, ως κριτήριο για την εκτίμηση την αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και δη για την επαύξηση της αξίας αυτού. Εξάλλου, είναι διαφορετικό το ζήτημα της απώλειας προσόδου μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και την κατάληψη από τον υπέρ ου αυτή, του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, λόγω της μη είσπραξης από το δικαιούχο της αποζημίωσης. Στη περίπτωση αυτή, κατά το άρθρο 25 του ν. 2882/2001, που θεσπίσθηκε κατ’ επιταγή του άρθρου 17 παρ. 5 το Συντάγματος, ο έχων εμπράγματο δικαίωμα επί του απαλλοτριωθέντος ακινήτου δικαιούται να αξιώσει την αποζημίωση για την απωλεσθείσα πρόσοδο του ακινήτου αυτού, από τη, μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, κατάληψη του μέχρι την είσπραξη της προκατατεθείσας αποζημίωσης , εφόσον η καθυστέρηση της είσπραξης δεν οφείλεται σε λόγους που αφορούν το ίδιο ή σε υπαιτιότητα τρίτου. Το, από το εν λόγω άρθρο 25 του ν. 2882/2001, προβλεπόμενο δικαίωμα αξίωσης της απώλειας προσόδου για τα χρονικό διάστημα από τη, μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, κατάληψη του ακινήτου, έως την είσπραξη της αποζημίωσης, συνιστά ειδική περίπτωση πρόβλεψης δικαιώματος αυτοτελούς αξίωσης διαφυγόντος κέρδους, που έχει ως αιτιολογική βάση την, παρά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης κα την κατάληψη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, μη είσπραξη της αποζημίωσης, για λόγου που δεν οφείλονται στον ιδιοκτήτη και ουδόλως αποκλείεται από τη ρύθμιση του άρθρου αυτού, η προαναφερόμενη αξίωση του ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών από την εκμετάλλευση των επικειμένων εντός του απαλλοτριουμένου ακινήτου και του, μετά την απαλλοτρίωση, εναπομένοντος τμήματος αυτού, που έχει ως αιτιολογική βάση τη, συνεπεία της απαλλοτρίωσης, απώλειά τους. Δηλαδή, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2882/2001 ο νομοθέτης αποβλέπει στη ρύθμιση της προεκτεθείσας περίπτωσης απώλειας προσόδου και όχι στον αποκλεισμό κάθε άλλου δικαιώματος αναζήτησης διαφυγόντος κέρδους, που είναι συνέπεια της απαλλοτρίωσης.
III. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται όταν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού. Στη έννοια δε του, κατ’ άρθρο 559 αριθμό 1 ΚΠολΔ, κανόνα ουσιαστικού δικαίου, περιλαμβάνονται και οι διατάξεις των επικυρωμένων από την Ελλάδα Διεθνών Συμβάσεων και των γενικά παραδεδεγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση κλπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη, ή απορρίφτηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσία (Ολ. ΑΠ 3/2022, Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 6/2019).
IV. Στη προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την αναιρεσιβαλλόμενη 24/2020 απόφαση του απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα του αναιρεσείοντος για επιδίκασή διαφυγόντων κερδών από την κτηνοτροφική επιχείρηση που λειτουργεί στο ακίνητό του, μέρος του οποίου απαλλοτριώθηκε, με την αιτιολογία ότι η αποκατάσταση αυτών δεν περιλαμβάνεται στην έννοια της πλήρους αποζημίωσης των άρθρων 13 παρ. 1 το Ν. 2882/2001 κα 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε την προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου τη ΕΣΔΑ κα συνεπώς ο σχετικός πέμπτος λόγος της αναίρεσης, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτού, ενόψει του ότι δεν επιφυλάχθηκε το Τμήμα που παρέπεμψε την προκειμένη υπόθεση ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, για την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αναιρετικού λόγου, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, σε αυτόν (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα, από 1-1-2016, ένδικα μέσα). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της παρούσας αναιρετικής δίκης πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, καθόσον η ερμηνεία των ανωτέρω κανόνων δικαίου, που αναφέρονται στο σκεπτικό, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται ομόφωνα τον παραπεμφθέντα στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου πέμπτο λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της από 2-6-2020 αίτηση του αναιρεσείοντος Σ. Σ. Ο. του Ο. κατά του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της 24/2020 απόφασης το Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Αναιρίε την ανωτέρω 24/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο της.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, κατά το κεφάλαιό της αυτό, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από Δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει τη επιστροφή του παράβολου στον αναιρεσείοντα.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων της παρούσας αναιρετικής δίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2024 κα δημοσιεύθηκε σ δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 18 Απριλίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ