Αριθμός 1100/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Μωρέση, Μυρσίνη Παπαχίου και Ιωάννη Δουρουκλάκη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: εταιρείας με την επωνυμία “….”, η οποία εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιωνεί καθολικής διαδόχου της α.ε. “….”. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Κούκλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… …” και με τον διακριτικό τίτλο “… που εδρεύει στο … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στο … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Η πρώτη αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Αλεξίου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., ενώ η δεύτερη αναιρεσίβλητη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Σαρηβαλάση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-8-2010 αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσιβλήτου και την από 1-11-2010 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 394/2016του ίδιου Δικαστηρίου και 4141/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-10-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης που παραδεκτά επισκοπούνται κατ` άρθρ. 561 παρ. 2Κ.Πολ.Δ. από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, προκύπτουν επί της διαδικαστικής πορείας της υποθέσεως τα ακόλουθα: Η L. D., χήρα D. D., ενεργώντας ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της E. D. και η A. D., κόρη του D. D., άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εναντίον των αναιρεσιβλήτων, της εταιρείας ” …. ” και άλλων φυσικών και νομικών προσώπων, την από 2-1-2008 αγωγή τους με την οποία, επικαλούμενοι ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη, ως κυρία του έργου, η εταιρεία “….”, ως εργολάβος και η δεύτερη αναιρεσίβλητη, ως υπεργολάβος, προκάλεσαν από αμέλειά τους, συνισταμένη στην υπ’ αυτών παράλειψη λήψης των κατάλληλων μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση του έργου ” …… …..”, τον θάνατο του συζύγου και πατέρα αυτών, αντιστοίχως, ζήτησαν να τους καταβάλουν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, εις ολόκληρον η κάθε μία, τα αιτούμενα χρηματικά ποσά, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Με την 915/2009 απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή αυτή. Με την 1958/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, μετ’ αποδοχή των σχετικών εφέσεων των εναγομένων, το Εφετείο έκρινε, αμετακλήτως, ότι, ο θανάσιμος τραυματισμός του εργαζομένου D. D. οφειλόταν σε συγκλίνουσα αμέλεια των εναγομένων κατά την εκτέλεση του έργου, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητες τους και τις υποχρέωσε, ως ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στους ενάγοντες τα αναφερόμενα αντιστοίχως επί μέρους χρηματικά ποσά, ως χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής η πρώτη αναιρεσίβλητη κατέβαλε στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 290.822,77 ευρώ και στη συνέχεια ήσκησε κατά της εργολάβου “….” την από 3-8-2010 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, επικαλούμενη τα προαναφερόμενα και την μεταξύ αυτών από 27-2-2003 σύμβαση ελευθερώσεως (άρθρο 478 ΑΚ), όπως τροποποιήθηκε, ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλλει το ανωτέρω αναφερόμενο καταβληθέν ποσό. Το Δικαστήριο με την 394/2016 οριστική του απόφαση, συνεκδικάζοντας και την από 1-11-2010 προσεπίκληση σε παρέμβαση-παρεμπίπτουσα αγωγή της εναγομένης “….” εναντίον της δεύτερης αναιρεσίβλητης, με την οποία, ζητούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της, ως δικονομικής εγγυήτριας, να της καταβάλει οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους κληρονόμους D. D. ή στην ενάγουσα (πρώτη αναιρεσίβλητη), επικαλούμενη και την μεταξύ τους υφισταμένη σύμβαση ελευθερώσεως (άρθρο 478 ΑΚ), έκανε δεκτή την κύρια αγωγή στο σύνολό της και εν μέρει δεκτή την παρεμπίπτουσα αγωγή, δεχόμενο ειδικότερα, ως προς το ενδιαφέρον εδώ ζήτημα, ότι η μεταξύ της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και της παρεμπιπτόντως εναγομένης σύμβαση ελευθερώσεως ήταν άκυρη ως προσκρούουσα στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 1396/1983. Ακολούθως,κατά της ως άνω αποφάσεως, η ήδη αναιρεσείουσα, “….”, ως οιονεί καθολική διάδοχος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, εργολάβου, “….”, καθώς και η υπεργολάβος, παρεμπιπτόντως εναγομένη, ήσκησαν εφέσεις, οι οποίες, με την 4141/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών απερρίφθησαν με την ειδικότερη, ως προς την εσωτερική συμβατική σχέση των διαδίκων (άρθρο 478 ΑΚ), αιτιολογία, ότι τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα ” δεν ασκούν επιρροή ως προς την προκύψασα ευθύνη αμφοτέρων των συμβαλλομένων σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 1396/1983 “. Κατά της τελεσιδίκου αυτής αποφάσεως, η εταιρεία “….”, ως οιονεί καθολική διάδοχος της εργολάβου “….”, ήσκησε την υπό κρίση από 26-10-2018 αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι εμπρόθεσμη, νομότυπη (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει δε να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά τις διατάξεις του αρθ. 8 παρ.5 α.ν. 1846/ 1951 “περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, εργοδότες θεωρούνται κατ’ αρχήν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου) για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση του ΙΚΑ πρόσωπα παρέχουν την εργασία τους (περ. α’ ). Ειδικά, όμως, για οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται με μεσολάβηση τρίτων προσώπων (μηχανικών, εργολάβων, υπεργολάβων) ως εργοδότες θεωρούνται, για μεν την καταβολή των προς το ΙΚΑ οφειλομένων εισφορών (εργοδοτικών), οι κύριοι των κτισμάτων που ανεγείρονται, συμπληρώνονται, μεταρρυθμίζονται ή κατεδαφίζονται, για δε την εφαρμογή της 9 του αρθ. 26 (εφοδιασμός με ασφαλιστική ταυτότητα, τήρηση καταστάσεων κλπ.) και οι εργολάβοι ή υπεργολάβοι με τους οποίους οι εργαζόμενοι έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας (περ. γ’ ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου περί οικοδομικών εργασιών, ως εργοδότης, από την άποψη της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων, θεωρείται τόσο ο κύριος του έργου (πλασματικός εργοδότης) όσο και εκείνος που έχει αναλάβει τις οικοδομικές εργασίες (μηχανικός, εργολάβος, υπεργολάβος) και έχει συνάψει την εργασιακή σύμβαση με τους εργαζομένους στο οικοδομικό έργο. Επομένως, τόσο ο κύριος του έργου όσο και ο εργοδότης του εργαζομένου που υπέστη εργατικό ατύχημα κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, δηλαδή εκείνος με τον οποίο ο εργαζόμενος είχε συνάψει την εργασιακή σύμβαση, απαλλάσσονται μεν από τις υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης εξαιτίας εργατικού ατυχήματος, όταν ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, ευθύνονται όμως αν υπάρχει πταίσμα για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, επειδή δε για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, κατά το άρθρο 926 ΑΚ ενέχονται εις ολόκληρον. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1914, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεως του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ως άνω ν. 551/1914, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν.551/1914 (Ολ ΑΠ 18/2008, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 937/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 260/2011). Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 922 ΑΚ, για να υπάρχει σχέση προστήσεως θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε. Από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 934/2013, ΑΠ 1168/2007). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 και 5 του ν. 1396/1983, που αφορούν αποκλειστικά στη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων ή τρίτων κατά την εκτέλεση οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, πλην των δημοσίων, ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται: α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του εν λόγω νόμου και γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου. Ακόμη, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 21 παρ.1 του π.δ. 778/1980 που εφαρμόζονται επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμήσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών, που εκτελούνται σ` αυτές, οι εγκαταστάσεις ή διατάξεις ασφαλείας πρέπει να κατασκευάζονται έτσι, ώστε να αντιστοιχούν στην προς εκτέλεση εργασία και να διασφαλίζουν τον εργαζόμενο από τους κινδύνους, τους οποίους διατρέχει κατά την εκτέλεσή της. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η υποχρέωση ως προς τη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας και, κατά συνέπεια, η ευθύνη έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται σε οικοδομικό έργο ή τρίτων προσώπων σε περίπτωση ατυχήματος οφειλομένου σε παράλειψη ως προς τα μέτρα αυτά, βαρύνει κατ` αρχήν το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου, ως εργολάβος. Στην περίπτωση αυτή, ο κύριος του έργου, ως εργοδότης (ΑΚ 681, 688-691 και 698) δεν υπέχει ευθύνη, εκτός εάν επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, οπότε αυτός θεωρείται ότι βρίσκεται προς τον εργοδότη σε σχέση προστήσεως (ΑΚ 922), επί της οποίας θεμελιώνεται η εις ολόκληρο ευθύνη του τελευταίου (ΑΠ 1158/2012, ΑΠ 1210/2006). Εξάλλου, πταίσμα, κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου”, καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερούμενης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κλπ αδικοπραξία (ΑΠ 181/2016, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 1116/2011, ΑΠ 127/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 478 Α.Κ. “αν τρίτος υποσχέθηκε στον οφειλέτη ότι θα καταβάλει το χρέος του, ο δανειστής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν αποκτά δικαίωμα από τη σύμβαση αυτή”. Η διάταξη αυτή θέτει ερμηνευτικό κανόνα, κατά τον οποίο αν δεν προκύπτει από τη σύμβαση τι θέλησαν τα μέρη, τότε η σχέση λειτουργεί μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων, δημιουργείται δηλαδή μεταξύ των ενοχική σχέση εσωτερικού χαρακτήρος. Η σύμβαση αυτή, καλουμένη σύμβαση ελευθερώσεως, είναι υποσχετική δικαιοπραξία, από την οποία απορρέει αυτοτελής ενοχή, μπορεί δε να συναφθεί και ως αμφοτεροβαρής σύμβαση, οπότε εξαρτάται από τη συμφωνία των μερών το περιεχόμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκάστου (Α.Π. 620/2018, ΑΠ 1237/2018,ΑΠ 1230/2010, 1752/2014). Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.: “Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 4/2021, 14/2015, 7/2006, 4/2005, ΑΠ43/2021). Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απερρίφθη ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 2/2019, 8/2018, 27 και 28/1998). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως εδέχθη ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (Ολ. ΑΠ 8/2018, 7/2006, Α.Π. 52/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος της, τα εξής: ” Η κυρίως ενάγουσα, εταιρία με την επωνυμία “…. Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων”, που δραστηριοποιείται στον τομέα της ανάπτυξης και διαχείρισης ακινήτων, ανέλαβε το έργο με την ονομασία “…” στο … Αττικής, συνολικής έκτασης 202.000 τ.μ., το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως “…”, για τη φιλοξενία δημοσιογράφων, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων 2004, αποτελούμενο από κατοικίες και εμπορικό κέντρο. Ως κυρία του έργου αυτού, με το από 27.2.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως αυτό τροποποιήθηκε στις 18.7.2003, ανέθεσε στην κυρίως εναγομένη και παρεμπιπτόντως ενάγουσα, “….”, οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας είναι η ήδη εκκαλούσα εταιρία “….”, η οποία είναι και κατασκευαστική εταιρία, την, σύμφωνα με τη σύμβαση, εκτέλεση των εργασιών φέροντος οργανισμού, που αποτελείται από έντεκα κτίρια, που αποτελούν συνολικά τα τρία υπόγεια του εμπορικού- ψυχαγωγικού κέντρου του “… … 2004”. Στη συνέχεια η ίδια εναγομένη, ως εργολάβος, ανέθεσε υπεργολαβικά, με τις από 27.2.2003 και 10.8.2003 συμβάσεις εργολαβίας, στην παρεμπιπτόντως εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “….”, μέρος των εργασιών του άνω έργου και ειδικότερα τις εργασίες σκυροδέτησης των υπογείων που θα χρησίμευαν ως χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων. Ακόμη, η ίδια εναγομένη -εκκαλούσα, με το από 17.3.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό ανέθεσε την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης, ασφάλειας και εξωτερικής προστασίας και πρόληψης στην εταιρία “…”, η οποία, προς εκτέλεση της σύμβασης, όρισε ως τεχνικό ασφαλείας του έργου τον πολιτικό μηχανικό Ι. Π., ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη λήψη των επιβαλλομένων από το νόμο μέτρων ασφαλείας. Για την εκτέλεση του αναληφθέντος έργου η παρεμπιπτόντως εναγόμενη -εκκαλούσα “….” είχε συνάψει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με τον D. D., ο οποίος εργαζόταν ως τεχνίτης οικοδόμος λαμβάνοντας αποκλειστικά εντολές από τους εκπροσώπους της υπεργολάβου εταιρίας. Στις 16.12.2003 ο ανωτέρω τεχνίτης ανέλαβε από την υπεργολάβο να εκτελέσει, μαζί με άλλους τρεις εργάτες, εργασίες καθαρισμού και αποκομιδής των κατασκευαστικών υπολειμμάτων, όπως μπάζα, μικρά κομμάτια οικοδομικής ξυλείας και σκυροδέματος, καρφιά, κοινά απορρίμματα από συσκευασίες τροφίμων στο Α, Β’ και Γ’ υπόγειο του εργοταξίου του εμπορικού κέντρου. Στο χώρο εργασιών του συνεργείου στο Α’ υπόγειο, όπου εργάζονταν τα μέλη του την ημέρα εκείνη αλλά και τις προηγούμενες, δεν υπήρχε φυσικός ή τεχνικός φωτισμός. Ο παθών ανέβηκε από το κλιμακοστάσιο από το Α’ υπόγειο στο ισόγειο, προκειμένου να ανοίξει την παροχή νερού (βρύση) που τροφοδοτούσε έναν εύκαμπτο σωλήνα (λάστιχο) στο Α’ υπόγειο και να γίνει διαβροχή του χώρου, όπου είχε δημιουργηθεί υπερβολική σκόνη στον κλειστό χώρο, διότι καθίστατο δυσχερής η συνέχιση των εργασιών. Αφού άνοιξε τη βρύση και την παροχή νερού στους άλλους εργάτες που συνέχισαν την εργασία τους, κατά την κάθοδό του από το κλιμακοστάσιο, λόγω της έλλειψης φυσικού ή τεχνικού φωτισμού και πλευρικής προστασίας, όπως κιγκλιδώματος, ή άλλου εμποδίου που να παρεμπόδιζε την πτώση, έπεσε από τον ισόγειο όροφο στο πλατύσκαλο στο Β’ υπόγειο, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του λόγω βαρύτατων κακώσεων κεφαλής και αυχένος. Η χήρα και τα τέκνα του θανόντος άσκησαν αγωγή κατά της κυρίας του έργου (ήδη κυρίως ενάγουσας), της εργολάβου (ήδη κυρίως εναγομένης) και της υπεργολάβου εταιρίας (παρεμπιπτόντως εναγομένης), όπως και κατά της εταιρίας “…”, που είχε αναλάβει με την από 17.3.2003 σύμβαση με την εταιρία “….”, ως σύμβουλος την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης ασφαλείας (άρθ. 4, 5 Π.Δ. 17/1996), καθώς και του ορισθέντος από την τελευταία ως τεχνικού ασφαλείας Ι.Π., με την οποία ζητούσαν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης λόγω του εργατικού ατυχήματος. Υπεύθυνες για το επελθόν αποτέλεσμα (θανατηφόρο εργατικό ατύχημα), που προκλήθηκε από συγκλίνουσα αμέλεια αυτών ως προς την λήψη των προβλεπόμενων μέτρων ασφαλείας, είναι οι τρεις εταιρίες ήδη διάδικοι στην παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα, α) η κυρίως ενάγουσα εταιρία, ως κυρία του έργου συμμετέχοντας στην εκτέλεση αυτού, επιφυλάσσοντας ρητώς για τον εαυτό της την επίβλεψη εκτέλεσης του έργου και ασκώντας τη διοίκηση αυτού μέσω της εταιρίας “…”, στην οποία είχε δοθεί η σχετική εξουσιοδότηση επίβλεψης των εργασιών (άρθ. 1 περ. γ του από 27.2.2003 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ της ενάγουσας και της εργολάβου εταιρίας), προστήσασα την εργολάβο, β) η κυρίως εναγομένη-εκκαλούσα εταιρία, εργολάβος του έργου, αναθέτοντας στην παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρία την εκτέλεση, υπεργολαβικά, μέρους του έργου, όπως προαναφέρθηκε, καθιστώντας την προστηθείσα αυτής και ευθυνόμενη, έστω και αν δεν επιφύλαξε για τον εαυτό της το δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του συγκεκριμένου τμήματος του έργου (άρθ. 3 και 5 ν. 1396/1983) και γ) η παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρία που απασχόλησε για το συγκεκριμένο έργο τον θανόντα στο ατύχημα, αμέλησαν να εξασφαλίσουν την ασφαλή παροχή εργασίας και την υγεία του παθόντος ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας του (άρθ. 7παρ.1 Π.Δ. 17/1996). Ειδικότερα, όφειλαν να είχαν συμμορφωθεί στις υποδείξεις της εταιρίας “…” και του τεχνικού ασφαλείας Ι.Π., οι οποίοι είχαν εγκαίρως επισημάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να ληφθούν, όπως να είχαν τοποθετήσει, πριν τη διενέργεια των εργασιών, πλευρική προστασία (κιγκλίδωμα) στο κλιμακοστάσιο, όπου συνέβη το ατύχημα (άρθ. 20,21 Π.Δ. 778/1980, 40 παρ.1 Π.Δ. 1073/1981), να έχουν εγκαταστήσει επαρκή τεχνικό φωτισμό στο υπόγειο, όπου γίνονταν οι εργασίες του συνεργείου, στο οποίο συμμετείχε ο θανών (άρθ. 43 σε συνδ. με άρθ. 82 παρ.1 Π.Δ. 1073/1981) και να μην επιτρέπουν την εργασία του προσωπικού στο συγκεκριμένο σημείο πριν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας (άρθ. 12 Π.Δ. 305/1996). Με τις παραλείψεις αυτές συνέβαλαν αιτιωδώς στην πρόκληση του προπεριγραφέντος εργατικού ατυχήματος και στο επελθόν αποτέλεσμα. Δεν αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο παθών δεν ήταν εργαζόμενος της παρεμπιπτόντως εναγομένης εταιρίας κατά το χρόνο του δυστυχήματος και ότι είχε συναφθεί σύμβαση δανεισμού των υπηρεσιών του τελευταίου, με συναίνεση και του ιδίου, στην εργολάβο, κυρίως εναγομένη, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε η πρώτη. Τα ανωτέρω κρίθηκαν αμετάκλητα και με την υπ’ αριθμ. 1958/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών στην αγωγή των κληρονόμων του παθόντος μετά και την απόρριψη των αναιρέσεων των διαδίκων με τις υπ’ αριθμ. 1021/2012, 1022/2012 και 1023/2012 αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Με την ως άνω απόφαση του Εφετείου οι ήδη διάδικοι εταιρίες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στους ενάγοντες κληρονόμους του παθόντος, εις ολόκληρον η καθεμία, στη χήρα του 69.956 ευρώ και σε καθένα των δύο τέκνων του 50.000 ευρώ, ενώ αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των ιδίων να καταβάλουν σε καθένα των εναγόντων 20.000 ευρώ πλέον δικαστικών εξόδων 11.000 ευρώ. Η κυρίως ενάγουσα, εταιρία “… Α.Ε. Ανάπτυξης και Αξιοποίησης Ακινήτων”, κατέβαλε στις 7.11.2011 και στις 22.10.2012 στους ενάγοντες, κληρονόμους του παθόντος, προς συμμόρφωση στην αμετάκλητη απόφαση εις βάρος της, συνολικό ποσό 284.949,41 ευρώ, για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και 5.873,36 ευρώ ως τέλος χαρτοσήμου (3,6%) επί του συνολικού επιδικασθέντος κεφαλαίου, τόκων και δικαστικής δαπάνης, δηλαδή η αγωγική απαίτησή της ανέρχεται σε 290.822,77 ευρώ, ποσό που δεν αμφισβητήθηκε και από τους λοιπούς διαδίκους. Επίσης, η παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρία, υπεργολάβος, κατέβαλε στους ενάγοντες κληρονόμους το ποσό των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 46 της γενικής συγγραφής υποχρεώσεων στην από 27.2.2003 σύμβαση μεταξύ της κυρίως ενάγουσας (εργοδότη) και της εργολάβου εναγομένης, όπως η σύμβαση τροποποιήθηκε με το από 18.7.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο εργολάβος είναι υπεύθυνος και υποχρεούται να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα νόμιμα μέτρα ασφαλείας και υγιεινής, ότι οφείλει να συμμορφώνεται προς τους κανονισμούς ασφαλείας των εργαζομένων που θα ισχύουν κάθε φορά και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης. Ότι αναλαμβάνει και φέρει προσωπικά και αποκλειστικά όλες τις ευθύνες απέναντι στις Αρχές και θα αποζημιώσει τον εργοδότη για ατυχήματα που τυχόν θα συμβούν από τις δραστηριότητες του σε εργατοτεχνίτες ή υπαλλήλους του ή στο προσωπικό του εργοδότη ή και σε οποιονδήποτε τρίτον. Ότι υποχρεούται να είναι ασφαλισμένος για την ευθύνη από ατυχήματα και για κάθε υποχρέωση αποζημίωσης από ατυχήματα των ανωτέρω προσώπων. Ότι, σε περίπτωση που εγερθεί αγωγή οποιουδήποτε τρίτου κατά του εργοδότη με την οποία να απαιτείται αποζημίωση και η οποία να έχει άμεση ή έμμεση σχέση με το έργο που έχει εκτελέσει ο εργολάβος, αυτός έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργοδότη ό,τι τυχόν υποχρεωθεί να πληρώσει εκείνος προς τον ενάγοντα τρίτο για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Ότι, αν για οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 46 αιτίες αποδοθεί οποιασδήποτε φύσης ευθύνη στον εργοδότη, ο εργολάβος είναι υποχρεωμένος να τον αποζημιώσει στο ακέραιο. Κατά συνέπεια, η κυρίως εναγομένη, εργολάβος του έργου, ευθύνεται έναντι της κυρίως ενάγουσας, κυρίας του έργου, για την απόδοση του ποσού που κατέβαλε η τελευταία σε εκτέλεση της ως άνω αμετάκλητης απόφασης βάσει των όρων της έγκυρης μεταξύ τους σύμβασης. Επιπλέον, όσον αφορά την παρεμπίπτουσα αγωγή, η εργολάβος εταιρία, παρεπιμπτόντως ενάγουσα, και η υπεργολάβος εταιρία για μέρος του έργου, παρεμπιπτόντως εναγομένη, στην οποία εργαζόταν με σύμβαση ο θανών εργάτης, είναι συνυπεύθυνοι για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας κατά τη διάρκεια των εργασιών, έστω και αν η εργολάβος δεν επιφύλαξε για τον εαυτό της το δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου που ανέθεσε στην υπεργολάβο ή αν συμφώνησαν ότι δεν θα έχει την ευθύνη της επίβλεψης σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Οι όροι των από 27.2.2003 και 10.8.2003 ιδιωτικών συμφωνητικών υπεργολαβίας μεταξύ της εργολάβου “….” και “….”, σύμφωνα με τους οποίους η υπεργολάβος ευθύνεται για περιουσιακή ζημία ή σωματική βλάβη σε τρίτους ή στους εργαζόμενους στο τμήμα του έργου που ανέλαβε κατά την εκτέλεση των εργασιών, ότι αναλαμβάνει την ανόρθωση κάθε ζημίας που θα προκληθεί από τις αιτίες αυτές, ότι υποχρεούται να καταβάλει στην εργολάβο κάθε ποσό που θα υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει ως αποζημίωση για τις ίδιες αιτίες σε σχέση με τη λήψη των μέτρων ασφαλείας στο έργο (άρθ. 6 και 7 των συμβάσεων), δεν ασκούν επιρροή ως προς την προκύψασα ευθύνη αμφοτέρων των συμβαλλομένων σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 1396/1983. Ενόψει των παραλείψεων, που προαναφέρθηκαν, στη λήψη των κατάλληλων μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των εργασιών στο συγκεκριμένο έργο, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κρίνεται ότι η εργολάβος και η υπεργολάβος είναι συνυπεύθυνες για το επελθόν αποτέλεσμα κατά ποσοστό 40% η πρώτη και 60% η δεύτερη, όπως εν μέρει βάσιμα ισχυρίσθηκε η τελευταία. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιδικάζοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση, υπέρ της κυρίως ενάγουσας, το άνω ποσό των 290.822,77 ευρώ εις βάρος της κυρίως εναγόμενης και εκκαλούσας στην από 15.4.2016 έφεση, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης, αναγνωρίζοντας ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη εταιρία και εκκαλούσα στην από 22.7.2016 έφεση είναι συνυπεύθυνη κατά ποσοστό 60% για την επέλευση του θανατηφόρου εργατικού ατυχήματος και επομένως υποχρεούται να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα, συνυπεύθυνη κατά ποσοστό 40%, το ποσό των 158.493,66 ευρώ, που αναλογεί στο ποσοστό αυτό, επί της καταβληθείσης αποζημιώσεως στους κληρονόμους του παθόντος, μετ’ αφαίρεση των ήδη καταβληθέντων, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τις εκκαλούσες με τις κρινόμενες εφέσεις τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, σχετικά με το ενδιαφέρον, κατά την έρευνα των τριών πρώτων λόγων αναιρέσεως, ζήτημα της μεταξύ της εργολάβου “….”, της οποίας οιονεί καθολική διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα και της δεύτερης αναιρεσίβλητης, εσωτερικής σχέσης, Α)αφού δέχθηκε ότι για τον επισυμβάντα θάνατο του εργαζομένου D. D. (εργατικό ατύχημα), ευθύνονται οι ως άνω διάδικοι, η μεν κυρία του έργου, ως επιφυλάξασα για τον εαυτό της την επίβλεψη εκτέλεσης του αναφερομένου έργου, ασκώντας και τη διοίκηση αυτού, η δε εργολάβος, ως υπ’ αυτής προστηθείσα και η υπεργολάβος εταιρεία, που απασχολούσε τον εργαζόμενο, λόγω μη λήψεως των κατάλληλων μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των εργασιών και ότι η κυρία του έργου (πρώτη αναιρεσίβλητη) σε εκτέλεση της αμετακλήτου 1958/2011 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου κατέβαλε στους ενάγοντες-κληρονόμους του αποθανόντος εργαζομένου το συνολικό ποσό των 290.822,77 ευρώ, ακολούθως, κρίνοντας έγκυρη και ισχυρή την μεταξύ αυτής (κυρίας του έργου) και της εργολάβου σύμβαση ελευθερώσεως, όπως ανωτέρω εκτίθεται, αναγνώρισε την ευθύνη της τελευταίας να καταβάλει στην πρώτη το ως άνω ποσό και απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε αποφανθεί ομοίως, Β) σχετικά με την παρεμπίπτουσα αγωγή, έκρινε ότι, οι όροι της μεταξύ της εργολάβου και της υπεργολάβου συμβάσεως με βάση τους οποίους, η υπεργολάβος ευθύνεται για περιουσιακή ζημία ή βλάβη σε τρίτους ή στους εργαζομένους στο τμήμα του έργου που ανέλαβε κατά την εκτέλεση των εργασιών, ότι αναλαμβάνει την ανόρθωση κάθε ζημίας που θα προκληθεί από τις αιτίες αυτές, ότι υποχρεούται να καταβάλει στην εργολάβο κάθε ποσό που θα υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει ως αποζημίωση για τις ίδιες αιτίες σε σχέση με τη λήψη των μέτρων ασφαλείας στο έργο (άρθρο 6 και 7 των συμβάσεων), δεν ασκούν επιρροή ως προς την προκύψασα ευθύνη αμφοτέρων των συμβαλλομένων σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 1396/1983 και στη συνέχεια ότι οι ίδιες (εργολάβος και υπεργολάβος) είναι συνυπεύθυνες για το επελθόν αποτέλεσμα κατά ποσοστό 40% η πρώτη και 60% η δεύτερη, ακολούθως απέρριψε τις αντίστοιχες εφέσεις επικυρώνοντας και για το ζήτημα αυτό την πρωτόδικη απόφαση. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς το παραπάνω κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της εγκυρότητος καιισχύος της μεταξύ των διαδίκων, (“…” και “…”) συμβάσεως ελευθερώσεως (άρθρο 478 ΑΚ), ότι δηλαδή αυτή είναι άκυρη, γιατί προσκρούει στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 1396/1983 και του Π.Δ 778/1980, υπολαμβάνον εσφαλμένα ότι η με αυτή συμφωνία προέβλεπε απαλλαγή της εργολάβου από τη θεσπιζόμενη με αυτές υποχρέωσή της, ως προς την τήρηση των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση του έργου, παραβίασε ευθέως τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 478 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, 5 του ν. 1396/1983 και 1, 21 του ΠΔ 778/1980 11. Τούτο δε διότι, ναι μεν οι άνω διατάξεις του Π.Δ. 778/1980 και του Ν.1396/1983 είναι δημοσίας τάξεως και κάθε συμφωνία περί απαλλαγής από την ευθύνη των υπευθύνων για την τήρηση των καθοριζομένων από αυτές μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών είναι άκυρη (άρθρ. 174 Α.Κ.) [ΑΠ 1210/2006], όμως η τοιαύτη ακυρότητα της συμφωνίας απαλλαγής από τη ευθύνη τήρησης των μέτρων ασφαλείας, έχει έννομη συνέπεια ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη των συμβαλλομένων (εργολάβου, υπεργολάβου) έναντι του παθόντος, ενώ, αντιθέτως, στις μεταξύ των συμβαλλομένων σχέσεις, δημιουργείται μια ανεξάρτητη ενοχική σχέση εσωτερικού χαρακτήρα, από την οποία απορρέει αυτοτελής ενοχή, η οποία είναι έγκυρη και ισχυρή (άρθρα 361, 478 ΑΚ). Επομένως, ο πρώτος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίο, το Εφετείο που δέχθηκε ότι η μεταξύ της εργολάβου “…” και της υπεργολάβου “….” σύμβαση ελευθερώσεως κατά τα άρθρα 361,478 ΑΚ, είναι άκυρη, ως προσκρούουσα στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 1396/1983 και Π.Δ 778/1980 τις οποίες και παραβίασε,είναι βάσιμος.
Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδεται στην πληττομένη απόφαση η από το άρθρο 559 αριθμ. 19 KΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας τον προαναφερθέντα αγωγικό της ισχυρισμό, τον οποίο η αναιρεσείουσα προέβαλε με τον 5ο λόγο της εφέσεως της, ότι η μεταξύ εργολάβου και υπεργολάβου σύμβαση ελευθερώσεως είναι έγκυρη και ισχυρή δεσμεύουσα τη δεύτερη να την αποζημιώσει σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, με ελλιπείς αιτιολογίες, παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 361, 478 ΑΚ, σε συνδυασμό με το ν. 1396/1983 και το Π.Δ. 778/1980. Όμως, ο συγκεκριμένος αναιρετικός λόγος δεν στοιχειοθετείται, καθόσον το δικαστήριο δεν εισήλθε στην ουσιαστική έρευνα του πιο πάνω αγωγικού ισχυρισμού και δεν εκτίμησε πραγματικά περιστατικά, ώστε να είναι δυνατό να υπάρξουν ελλείψεις στην περιγραφή τους, αλλά τον απέρριψε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης, ως μη νόμιμο ( Ολ. ΑΠ 3/1997, ΑΠ 751/2019, ΑΠ405/2017, ΑΠ 841/2017).
Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπ` όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και έτσι θεμελιώνουν το αίτημά των. Επομένως, δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων, τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ωσαύτως, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ουσιώδη ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 751/2019, ΑΠ 841/2017, ΑΠ 2166/2009).
Συνεπώς, αβάσιμος είναι ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 8 KΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην αναιρεσιβαλλομένη την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον 5ο λόγο της εφέσεώς της, με τον οποίο επανέφερε τον προαναφερθέντα αγωγικό της ισχυρισμό, περί της μεταξύ της εργολάβου και υπεργολάβου ύπαρξης έγκυρης και ισχυρής συμβάσεως ελευθερώσεως,και τούτο διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και τοναπέρριψε ως μη νόμιμο και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται ούτε ο λόγος αυτός.
Λόγοι αναίρεσης, που κρίνονται απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, είναι, εκτός άλλων, και εκείνοι που προτείνονται επικουρικά, δηλαδή για την περίπτωση και μόνο που ήθελε κριθεί αβάσιμος ο προβαλλόμενος ως κύριος λόγος αναίρεσης ( ΑΠ 1520/2010). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, μετά την έκθεση του προαναφερομένου πρώτου κύριου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος κατά τα ως άνω εκτεθέντα κρίθηκε βάσιμος, προβάλει: Α) με τους 4ο και 5ο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, επικουρικά, στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε κριθεί αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, ότι η αναιρεσιβαλλομένη, α) με ανύπαρκτες και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε τον 6ο λόγο της εφέσεώς της, με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι η πρώτη αναιρεσιβαλλομένη, κυρία του έργου, έφερε επί πλέον και την ιδιότητα της εργολάβου, και β) παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη, αφού δεν απάντησε ειδικώς, τον ως άνω, προβληθέντα με τον αυτό λόγο της εφέσεώς της, ισχυρισμό. Β) με τους 6ο και 7ο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, επικουρικά και στην περίπτωση που οι 4ος και 5ος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως κριθούν αβάσιμοι, ότι η αναιρεσιβαλλομένη α) εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσετις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 361, 478 ΑΚ, 3, 5 του ν. 1396/1983, 1, 21 του Π.Δ. 778/1980, απορρίπτοντας τον 7ο λόγο της εφέσεώς της, με τον οποίο προέβαλλε τον ισχυρισμό ότι η πρώτη αναιρεσιβαλλομένη λόγω της ιδιότητός της ως εργοδότη και προστήσασα την εργολάβο …. στην εκτέλεση του έργου, δεν μπορούσε εγκύρως να συμφωνήσει την απαλλαγή της με την ένδικη σύμβαση ελευθερώσεως κατ’ άρθρο 478 ΑΚλόγω αντίθεσης προς τις προεκτεθείσες αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, β) με ανύπαρκτες αιτιολογίες απέρριψε τον αυτό ως άνω ισχυρισμό, που προέβαλε με τον ίδιο λόγο εφέσεως. Οι λόγοι αυτοί, όπως προβάλλονται και ενόψει ότι ο πρώτος κύριος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως έγινε δεκτός ως βάσιμος, πρέπει να απορριφθούν, ως αλυσιτελείς.
Μετά από αυτά, πρέπει: Α) 1) να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αυτής, ως προς το κεφάλαιο της παρεμπίπτουσας αγωγής, ως προς την αναιρεσείουσα και την δεύτερη αναιρεσίβλητη, 2) να αναιρεθεί η απόφαση αυτή, ως προς το κεφάλαιο που προαναφέρθηκε και ως προς τους παραπάνω διαδίκους και, ακολούθως, 3) να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο κεφάλαιό της, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 KΠολΔ), Β) να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, σε αυτή (άρθρ. 495 παρ. 3 εδάφ. ε` KΠολΔ). Τέλος, να καταδικασθεί η δεύτερη αναιρεσίβλητη και η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενες (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας και της πρώτης αναιρεσίβλητης, αντιστοίχως, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 4141/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς το κεφάλαιο της παρεμπίπτουσας αγωγής.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Επιβάλλει στην δεύτερη αναιρεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Απορρίπτει την από 26-10-2018 αίτηση αναιρέσεως της εταιρείας με την επωνυμία “….”, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη. Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας την δικαστική δαπάνη της πρώτης αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαΐου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ (Και τούτου αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία, ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1100 / 2022 ΕΥΘΥΝΗ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΓΙΑ ΜΗ ΛΗΨΗ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ – ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ -ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ
Πηγή :