ΑΠΟΦΑΣΗ
Βενιέρης κατά Ελλάδας της 18.04.2024 (αριθ. προσφ. 62048/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων αθωώθηκε αμετάκλητα από το πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο με το σκεπτικό ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την υποκειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας. Ωστόσο, με απόφαση της τελωνειακής αρχής, επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα διοικητικό πρόστιμο 3.885.000 ευρώ για παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας για την λαθρεμπορία. Άσκησε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε γιατί το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η επιβολή του διοικητικού προστίμου για την τελωνειακή παράβαση ήταν ανεξάρτητη από το ποινικό αδίκημα και ότι δεν δεσμεύεται από την προηγούμενη αθώωση, παρά μόνο υποχρεούται να τη λάβει υπόψη του κατά την εκτίμησή του.
Στη συνέχεια και μετά την κατάθεση προσφυγής στο ΕΔΔΑ το 2015 από τον προσφεύγοντα για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του από το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, το ΣτΕ κατόπιν ασκηθείσας αναίρεσης, αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και ακύρωσε το πρόστιμο και την εις ολόκληρον ευθύνη που του καταλογίστηκε, ως εκπροσώπου της εταιρείας, για την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ότι το ΣτΕ δεν αναγνώρισε ότι η δήλωση που περιέχεται στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος, ούτε έγινε προσπάθεια να διορθωθεί αυτό. Όμως λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο της διαδικασίας στο σύνολό της και τις ιδιαιτερότητές της, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ΣτΕ ακύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, όπως επίσης ακύρωσε και το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα για το τελωνειακό αδίκημα της λαθρεμπορίας, με άμεση αναφορά στην αθώωση του. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο διαπίστωσε μη ύπαρξη ένδειξης παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ποινική αθώωση και διοικητική διαδικασία
Ο προσφεύγων ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας «Βενιέρης & Σία-Ναυτικό Πρακτορείο ΕΠΕ» (στο εξής «η εταιρεία»). Κατόπιν τελωνειακού ελέγχου, βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες αδήλωτων τσιγάρων σε εμπορευματοκιβώτια της εταιρείας, τα οποία είχαν τοποθετηθεί σε τερματικό σταθμό. Εναντίον του προσφεύγοντος και του εκτελωνιστή κινήθηκε ποινική δίωξη. Με την με αριθ. 2023/2002 αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αμφότεροι αθωώθηκαν για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Το δικαστήριο έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά, όπως διαπιστώθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την υποκειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας.
Με την με αριθμ. 261/99 απόφαση της 31 Ιανουαρίου 2005, η τελωνειακή αρχή επέβαλε στον προσφεύγοντα διοικητικό πρόστιμο 3.885.000 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 89 § 2 του ν. 1165/1918 (Τελωνειακός Κώδικας) για παράβαση της τελωνειακής νομοθεσίας περί λαθρεμπορίας και τον κατέστησε συνυπεύθυνο για την καταβολή προστίμου 5.637,76 ευρώ που επιβλήθηκε στον εκτελωνιστή. Τον έκρινε επίσης αστικώς συνυπεύθυνο για την καταβολή του συνολικού ποσού των προστίμων ύψους 3.900.637,76 ευρώ.
Ο προσφεύγων προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής. Το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την υπ’ αριθμ. 3046/2014 απόφασή του που εκδόθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014, έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει το τελωνειακό αδίκημα της λαθρεμπορίας. Ειδικότερα, όσον αφορά τον λόγο ότι ο προσφεύγων είχε προηγουμένως αθωωθεί για το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας με τελεσίδικη απόφαση, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η επιβολή του διοικητικού προστίμου για την τελωνειακή παράβαση ήταν ανεξάρτητη από το ποινικό αδίκημα και ότι το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την προηγούμενη αθώωση, παρά μόνο υποχρεούται να τη λάβει υπόψη του κατά την εκτίμησή του.
Επίσης η ανωτέρω εταιρεία άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της τελωνειακής αρχής, η οποία απορρίφθηκε με την με αριθ. 3047/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014 και επιδόθηκε στην εταιρεία στις 11 Ιουνίου 2015. Η απόφαση αυτή αξιολόγησε τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και έκρινε ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο προσφεύγων, διαχειριστής της εταιρείας, είχε διαπράξει το τελωνειακό αδίκημα της λαθρεμπορίας, όπως επιβεβαιώθηκε με την απόφαση υπ’ αριθ. 3046/2014. Σημείωσε ότι η αθώωση του προσφεύγοντος στην ποινική διαδικασία βασίστηκε στο ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν το υποκειμενικό στοιχείο της λαθρεμπορίας, καθώς ο προσφεύγων και ο εκτελωνιστής είχαν εσφαλμένη αντίληψη όσον αφορά το αντικειμενικό στοιχείο της λαθρεμπορίας. Στη συνέχεια, έκρινε ότι, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε την κύρια ευθύνη για το τελωνειακό αδίκημα της λαθρεμπορίας, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί η εταιρεία συνυπεύθυνη για την καταβολή του συνολικού ποσού των 3.900.637,76 ευρώ.
Στις 29 Ιουλίου 2015, ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης με αριθ. 3046/2014 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης επικαλούμενος παραβίαση της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας. Ο ίδιος αναφέρθηκε και επικαλέστηκε και την απόφαση του ΕΔΔΑ Καπετάνιος κ.α. κατά Ελλάδας της 30.04.2015 (αριθ. προσφ. 3453/12 και 2 άλλες). Την ίδια ημερομηνία η εταιρεία άσκησε επίσης αναίρεση κατά της απόφασης με αριθ. 3047/2014 επικαλούμενη παραβίαση της αρχής ne bis in idem , αναφέροντας επίσης την παραπάνω απόφαση του ΕΔΔΑ.
Στις 10 Δεκεμβρίου 2015 ο προσφεύγων κατέθεσε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του.
Μεταγενέστερες εξελίξεις
Στις 29 Απριλίου 2020 το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποφασίζοντας επί της αναίρεσης του προσφεύγοντος, σημείωσε στην απόφασή του με αριθ. 801/2020 ότι ο προσφεύγων είχε επικαλεστεί την αθώωσή του στο ποινικό δικαστήριο με την με αριθ. 2023/2002 αμετάκλητη απόφαση του Πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου και έκρινε ότι η συνέχιση της διοικητικής διαδικασίας για την επιβολή του διοικητικού προστίμου δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί μετά την αθώωση αυτή. Περαιτέρω, έκρινε ότι, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη με αριθμ. 3046/2014 απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είχε έμμεσα κρίνει ότι η αρχή ne bis in idem δεν ήταν εφαρμοστέα στην υπόθεση, ο λόγος αναίρεσης ότι η απόφαση ήταν αντίθετη προς την απόφαση Καπετάνιος κ.α. ήταν παραδεκτός και βάσιμος. Ως εκ τούτου, ακύρωσε την απόφαση με αριθ. 3046/2014 και έκανε δεκτή την αναίρεση του προσφεύγοντος. Ακύρωσε το πρόστιμο ύψους 3.885.000 ευρώ που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα και τη διαπίστωση συνυπευθυνότητας ύψους 5.637,76 ευρώ.
Στις 29 Απριλίου 2020 το ΣτΕ, με την με αριθ. 802/2020 απόφασή του, αποφασίζοντας επί της αναίρεσης της εταιρείας, έκρινε ότι η συνυπευθυνότητα που αποδόθηκε στην εταιρεία είχε επικουρικό χαρακτήρα, καθώς βασιζόταν και εξαρτιόταν από την επιβολή του προστίμου στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας. Στη συνέχεια, έκρινε ότι ενόψει της απόφασης υπ’ αριθμ. 801/2020, η οποία, διαπιστώνοντας παραβίαση της αρχής ne bis in idem, ακύρωσε το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ως νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας, θα πρέπει να ακυρωθεί και η συνυπευθυνότητα που αποδόθηκε στην εταιρεία. Εν συνεχεία, δέχθηκε εν μέρει την αναίρεση της εταιρείας και ακύρωσε την απόφαση με αριθμ. 3047/2014 κατά το μέρος που έκρινε την εταιρεία συνυπεύθυνη για την καταβολή του προστίμου ύψους 3.885.000 ευρώ που είχε επιβληθεί στον προσφεύγοντα. Στη συνέχεια, δέχθηκε την προσφυγή της εταιρείας και ακύρωσε την απόφαση με αριθ. 261/99 κατά το μέρος που η εταιρεία κρίθηκε συνυπεύθυνη για το ποσό αυτό.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Κυβέρνηση προέβαλε τις αντιρρήσεις ότι η προσφυγή είναι καταχρηστική, ότι ο προσφεύγων δεν είχε την ιδιότητα του θύματος και ότι δεν εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Δεν θεώρησε αναγκαίο να εξετάσει τις ενστάσεις αυτές, καθώς η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη για τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω.
Οι γενικές αρχές όσον αφορά την προστασία που παρέχει το τεκμήριο αθωότητας δυνάμει του άρθρου 6 § 2 όταν οι δικαστικές αποφάσεις λαμβάνονται μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας συνοψίζονται στην υπόθεση Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου ([GC], αριθ. προσφ. 25424/09, §§ 95-102). Ειδικότερα, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 6 § 2 και την προστασία του τεκμηρίου αθωότητας σε περιπτώσεις όπου διοικητικά δικαστήρια επιβεβαίωσαν την επιβολή προστίμων για το τελωνειακό αδίκημα της λαθρεμπορίας, ενώ τα πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκαν αυτά είχαν αθωωθεί από τα ποινικά δικαστήρια για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, το Δικαστήριο παραπέμπει στην υπόθεση Καπετάνιος κ.α. κατά Ελλάδας (ό.π., §§ 78-79 και 82-85).
Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 89 § 2 του Νόμου 1165/1918 (Τελωνειακός Κώδικας), χαρακτηρίζεται ως τελωνειακό αδίκημα της λαθρεμπορίας η διακίνηση εμπορευμάτων εντός ή εκτός του κράτους χωρίς την καταβολή των δασμών ή άλλων φόρων με αποτέλεσμα το κράτος να μην εισπράττει τους σχετικούς δασμούς και φόρους. Αυτό υπόκειται σε πρόστιμο (πολλαπλό τέλος), ανεξάρτητα από το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του ποινικού αδικήματος της λαθρεμπορίας.
Στην υπόθεση Καπετάνιος κ.α. το Δικαστήριο έκρινε ότι τα διοικητικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν είχαν ποινικό χαρακτήρα και ότι η διοικητική διαδικασία σχετικά με την επιβολή τους αφορούσε ένα δεύτερο «αδίκημα» που προερχόταν από ταυτόσημες πράξεις με εκείνες που αποτελούσαν το αντικείμενο της αθωωτικής απόφασης η οποία είχε λάβει χώρα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για το αδίκημα της λαθρεμπορίας και είχε καταστεί αμετάκλητη. Διαπίστωσε έτσι παραβίαση της αρχής ne bis in idem του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, αφού αξιολόγησαν το υλικό των δικογραφιών με διαφορετικό τρόπο από τα ποινικά δικαστήρια, τα διοικητικά δικαστήρια έκριναν ότι οι προσφεύγοντες είχαν διαπράξει το ίδιο αδίκημα της λαθρεμπορίας για το οποίο είχαν προηγουμένως αθωωθεί από τα ποινικά δικαστήρια. Δεδομένης της παρόμοιας φύσης των δύο δικογραφιών, των εμπλεκόμενων πραγματικών περιστατικών και των συστατικών στοιχείων των σχετικών αδικημάτων, οι διαπιστώσεις των διοικητικών δικαστηρίων είχαν παραβιάσει το δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητας.
Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, όταν η χρήση ορισμένων διατυπώσεων μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες για τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, έχει σημασία για αυτό, κατά την εξέταση του πλαισίου της διαδικασίας στο σύνολό της και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, αν τα ανώτερα δικαστήρια ασχολήθηκαν ρητά με το ζήτημα αυτό.
Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο αξιολογεί κατά πόσον τα ανώτερα δικαστήρια διόρθωσαν την προβληματική γλώσσα που χρησιμοποίησαν τα κατώτερα δικαστήρια, ώστε να εξαλειφθεί πιθανό ζήτημα βάσει του άρθρου 6§2 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 6§2 σε υποθέσεις στις οποίες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ανώτερα δικαστήρια είτε δεν διόρθωσαν το «σφάλμα» που έκανε το κατώτερο δικαστήριο (βλ. Matijašević κατά Σερβίας, αριθ. 23037/04, § 47, Avaz Zeynalov κατά Αζερμπαϊτζάν της 22.04.2021, αριθ. 37816/12 και 25260/14, § 71) είτε δεν είχαν αναγνωρίσει ένα τέτοιο σφάλμα και δεν το είχαν διορθώσει (βλ. Grubnyk κατά Ουκρανίας της 17.09.2020, αριθ. 58444/15, § 146, Vardan Martirosyan κατά Αρμενίας της 15.06.2021, αριθ. 13610/12, § 88).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την με αριθ. 3047/2014 απόφασή του έκρινε ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο προσφεύγων διέπραξε το τελωνειακό αδίκημα της λαθρεμπορίας, ενώ είχε προηγουμένως αθωωθεί για το σχετικό ποινικό αδίκημα.
Ακόμη και αν η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας που θεσπίστηκε με την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση με αριθ. 2023/2002 του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου, το ΕΔΔΑ σημείωσε τα εξής: στη συνέχεια της προσφυγής του προσφεύγοντος ενώπιον του Δικαστηρίου, η απόφαση με αριθ. 801/2020 του ΣτΕ ακύρωσε την απόφαση με αριθ. 3046/2014, έκανε δεκτή την προσφυγή του προσφεύγοντος και ακύρωσε το πρόστιμο και την εις ολόκληρον ευθύνη που του καταλογίστηκε, ως εκπροσώπου της εταιρείας, για την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας, επιπλέον, η δε με αριθ. 802/2020 απόφαση του ΣτΕ εξέτασε την ακύρωση του προστίμου που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα με την με αριθ. 801/2020 απόφαση και τον επικουρικό χαρακτήρα της ευθύνης της εταιρείας και ακύρωσε την με αριθ. 3047/2014 απόφαση κατά το μέρος που αφορούσε την εις ολόκληρον ευθύνη της για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ΣτΕ δεν έλαβε θέση σχετικά με το κατά πόσον το σκεπτικό του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν σύμφωνο με το τεκμήριο αθωότητας (αντίθεση με την υπόθεση Orr κατά Νορβηγίας της 15.05.2008, αριθ.προσφ. 31283/04 § 54), ούτε αναπαρήγαγε αυτήν την αναφορά. Το εν λόγω εγχώριο δικαστήριο επέλεξε απλά να εξετάσει την αναίρεση με βάση τους λόγους που επικαλέστηκε, δηλαδή την παραβίαση της αρχής ne bis in idem, και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, η με αριθ. 802/2020 απόφαση του ΣτΕ ήταν συνεπής με την με αριθ. 801/2020 απόφασή του, αφού το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ακυρώθηκε, προέκυπτε ότι έπρεπε να ακυρωθεί και η συνυπευθυνότητα της εταιρείας, η οποία είχε επικουρικό χαρακτήρα.
Το ΣτΕ δεν διόρθωσε συγκεκριμένα τη διατύπωση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για την οποία ο προσφεύγων παραπονέθηκε σε σχέση με το τεκμήριο αθωότητας, ότι δηλαδή διέπραξε το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Αντιθέτως, δέχθηκε την αίτηση αναίρεσης της εταιρείας που είχε ως λόγο αναίρεσης την παραβίαση της αρχής ne bis in idem και ακύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να εκλάβει την απόφαση με αριθ. 3047/2014 ως επιβεβαίωση που καταλογίζει «ποινική» ευθύνη στον προσφεύγοντα.
Είναι αλήθεια ότι δεν αναγνωρίστηκε ότι η δήλωση που περιέχεται στην απόφαση με αριθ. 3047/2014 παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος, ούτε έγινε προσπάθεια να διορθωθεί αυτό σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη το πλαίσιο της διαδικασίας στο σύνολό της και τις ιδιαιτερότητές της, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση με αριθ. 3046/2014 ακυρώθηκε καθώς ακυρώθηκε και το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα για το τελωνειακό αδίκημα της λαθρεμπορίας, με άμεση αναφορά στην αθώωση του προσφεύγοντος. Υπό αυτές τις περιστάσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη παραβίασης των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ
echrcaselaw.com