ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Καλλιθέα, 27.2.2024
Αριθμός απόφασης: 520
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α4
Ταχ. Δ/νση : Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας : 176 71 – Καλλιθέα
Τηλέφωνο : 213 1604526
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έχοντας υπ’ όψη:
1. Τις διατάξεις :
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α΄ 170), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
β. Του άρθρου 10 της Δ. ΟΡΓ. Α 1125859 ΕΞ 2020/23.10.2020 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ Β΄4738/26.10.2020) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
γ. Της ΠΟΛ 1064/28.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β’ 1440/27-04-2014) «Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή), καθορισμός λεπτομερειών για τη λειτουργία της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων αυτής και ρύθμιση ζητημάτων καταβολής και αναστολής καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής».
δ. της με αριθ. Α.1165/22.11.2022 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ με θέμα: «Υποβολή ενδικοφανών προσφυγών και αιτημάτων αναστολής του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4987/2022), αποκλειστικά ψηφιακά μέσω διαδικτύου από το διαδικτυακό τόπο της ΑΑΔΕ» (ΦΕΚ 6009/τ.Β΄/25.11.2022).
- Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του
Υπουργείου Οικονομικών.
- Την αριθ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β’ / 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
- Τη με ημερομηνία κατάθεσης ……………. και με αριθμό πρωτοκόλλου ……………… ενδικοφανή προσφυγή της επιχείρησης …………….., εδρεύουσας ……………… κατά α) της υπ’ αριθ. ………………. οριστικής πράξεως διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ, φορολογικού έτους 2017 και β) του υπ’ αριθ. ………………………… Οριστικού Προσδιορισμού Προστίμου του Προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ, φορολογικού έτους 2023, καθώς και τα προσκομιζόμενα με αυτή σχετικά έγγραφα.
- Τις ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις, των οποίων ζητείται η ακύρωση, καθώς και την από ………………….. οικεία έκθεση ελέγχου.
- Τις απόψεις του ΚΕΦΟΜΕΠ.
- Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α4, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από ………………. και με αριθμό πρωτοκόλλου ……………. ενδικοφανή προσφυγή της επιχείρησης ……………………., η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα, και μετά τη μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
- Με την υπ’ αριθ. ………………….. οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ, φορολογικού έτους 2017, καταλογίστηκε σε βάρος της προσφεύγουσας κύριος φόρος ποσού 20.155,00 ευρώ πλέον προστίμου φόρου άρθρου 58 Κ.Φ.Δ. ποσού 10.077,50 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 30.232,50 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4172/2013 και του άρθρου 58 του ν. 4174/2013.
- Με τον υπ’ αριθ. ………………….. Οριστικό Προσδιορισμό Προστίμου του Προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ, φορολογικού έτους 2023, επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας πρόστιμο ποσού 250,00 ευρώ καθώς δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα της Φορολογικής Διοίκησης για προσκόμιση των τηρηθέντων βιβλίων.
Οι ως άνω πράξεις εκδόθηκαν κατόπιν των διαπιστώσεων ελέγχου των από …………….. οικείων εκθέσεων μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του ΚΕΦΟΜΕΠ, οι οποίες συντάχθηκαν βάσει της υπ’ αριθ. …………………….. εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας.
Η προσφεύγουσα, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων, προβάλλοντας τους παρακάτω ισχυρισμούς:
Νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη η κρίση του ελέγχου ότι οι επίμαχες τραπεζικές κινήσεις συνιστούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας, καθώς οι εν λόγω πιστώσεις αποτελούν εξόφληση μέρους αγοραπωλησίας που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του με αριθ. ……………………… συμβολαίου.
Επειδή στο άρθρο 47 παρ. 1 και 2 του ν. 4172/2013 ορίζονται τα εξής:
«1. Το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ, του Μέρους Δεύτερου («Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων») του Κ.Φ.Ε., εκτός από τις περιπτώσεις όπου ορίζεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο.
Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης ή διανομής κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, το ποσό που διανέμεται ή κεφαλαιοποιείται φορολογείται σε κάθε περίπτωση ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη φορολογικών ζημιών.
2. Όλα τα έσοδα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που αναφέρονται στις περιπτώσεις του άρθρου 45 θεωρούνται έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.»
Επειδή σύμφωνα με την ΠΟΛ. 1175/2017, με θέμα «Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας»:
«1. Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013, στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (π.χ. εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα Δ’ πηγής του ν.2238/1994, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κ.τλ.), ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον οι εν λόγω πιστώσεις συνεπάγονται φορολογική υποχρέωση στον φόρο εισοδήματος, ο καταλογισμός δεν θα γίνεται κατ’ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά των, κατά περίπτωση, εφαρμοστέων διατάξεων του ν.2238/1994 ή του ν.4172/2013, αναλόγως του είδους του εισοδήματος.
2. Γενικά, επισημαίνεται ότι πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013 του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, είτε την οποία αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την οποία εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.
Σημειώνεται ότι ο φορολογούμενος οφείλει κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.
Σε περίπτωση που δεν προσκομίζονται στοιχεία για επένδυση ή κίνηση λογαριασμού ημεδαπής ή αλλοδαπής, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (για παράδειγμα, διότι έχει παρέλθει ο χρόνος που η τράπεζα ή άλλο ίδρυμα έχει υποχρέωση διαφύλαξης των σχετικών αρχείων), γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του ελεγχόμενου, εκτός αν η φορολογική αρχή αιτιολογημένα απορρίψει αυτούς στη βάση άλλων στοιχείων που διαθέτει. Σε κάθε περίπτωση, εάν διαπιστωθεί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου, ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστερων ετών της ελεγχόμενης περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνεται, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη, εκτός εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής από αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.»
Επειδή όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ 884/2016 τμ. Β’ επταμελές, επί προδικαστικών αιτημάτων:
«Α. Ο φορολογούμενος (τεκμαίρεται ότι) γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του και, συνεπώς, μπορεί ευχερώς και υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να υποδείξει στη φορολογική αρχή την εν λόγω αιτία ή πηγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 § 1 περ. α’ του ΚΦΕ και, ήδη, εκείνη του άρθρου 14 § 1 του ν. 4174/2013, … οφείλει, κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της φορολογικής ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, πληροφοριακά στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, …
Β. … το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ’ αρχήν, το κράτος, ήτοι η φορολογική Διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 4049/2014, ΣτΕ 2442/2013, ΣτΕ 886/2005 κ.ά.) – Ωστόσο, τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της, διότι μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη – Συγκεκριμένα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής επιβάλλει να μην καθιστούν οι αρχές ή οι κανόνες που διέπουν το είδος και το βαθμό απόδειξης της ύπαρξής της αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας από τη Διοίκηση … Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων.
Γ. Κατά την αρκούντως σαφή και προβλέψιμη έννοια της διάταξης (του εδαφίου α’) της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ΚΦΕ (όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν από την προσθήκη σε αυτήν εδαφίου β΄ με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3888/2010), ερμηνευόμενης σε συνδυασμό, αφενός, με τις διατάξεις του άρθρου 66 (παρ. 1) του ίδιου νόμου και ήδη των άρθρων 14 (παρ. 1), 15 (παρ. 3) και 27 (παρ. 1) του ν. 4174/2013 και, αφετέρου, με τον κανόνα περί δυνατότητας έμμεσης απόδειξης ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος και αντίστοιχης φορολογικής παράβασης, ποσό τραπεζικού λογαριασμού και αντίστοιχου εμβάσματος μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού και χορηγήσαντος την εντολή διενέργειας του εμβάσματος, εφόσον δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου…»
Επειδή με βάση την ως άνω Απόφαση του ΣτΕ ο φορολογούμενος τεκμαίρεται ότι γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του και μπορεί ευχερώς και υποχρεούται να υποδείξει στη φορολογική αρχή την πηγή προέλευσης αυτών, τούτο δε, δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Επομένως, ναι μεν επιτρέπεται η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης υπέρ της φορολογικής διοίκησης, όχι όμως χωρίς όρια, δεδομένου ότι ως ασφαλιστική δικλείδα πρέπει να ζητούνται από το φορολογούμενο να αιτιολογήσει τα μεγάλα ποσά, τα οποία σε κάθε περίπτωση κρίνονται από τον έλεγχο μετά τη μελέτη του φακέλου της υπόθεσης.
Επειδή επίσης στο άρθρο 65 του Κ.Φ.Δ ορίζεται: «Σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω αμφισβήτηση φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του φόρου.»
Επειδή, εν προκειμένω, διενεργήθηκε έλεγχος στην προσφεύγουσα αλλοδαπή εταιρεία ιδιοκτησίας ακινήτου βάσει της υπ’ αριθ. …………………… εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ, από τον οποίο προέκυψαν οι κάτωθι έξι (6) πιστώσεις, συνολικού ποσού
69.500,00 €, στον υπ’ αριθ. ΙΒΑΝ …………………… τηρούμενο λογαριασμό οι οποίες κρίθηκαν από τον έλεγχο πρωτογενείς και ζητήθηκε η αιτιολόγησή τους:
Α/Α | Ημερομηνία | Περιγραφή | Αιτιολογία | Ποσό |
1 | …………… | ΣΥΜΨΗΦ/ΚΗ ΕΓΓΡΑΦΗ | METAFORA | 15.000,00 |
2 | …………… | ΣΥΜΨΗΦ/ΚΗ ΕΓΓΡΑΦΗ | METAFORA | 14.000,00 |
3 | …………… | ΣΥΜΨΗΦ/ΚΗ ΕΓΓΡΑΦΗ | METAFORA | 20.000,00 |
4 | …………… | ΣΥΜΨΗΦ/ΚΗ ΕΓΓΡΑΦΗ | METAFORA | 6.000,00 |
5 | …………… | ΣΥΜΨΗΦ/ΚΗ ΕΓΓΡΑΦΗ | METAFORA | 7.000,00 |
6 | …………… | ΣΥΜΨΗΦ/ΚΗ ΕΓΓΡΑΦΗ | METAFORA | 7.500,00 |
ΣΥΝΟΛΟ | 69.500,00 |
Επειδή η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε στον έλεγχο ότι οι ανωτέρω πιστώσεις αποτελούν εξόφληση μέρους αγοραπωλησίας ακινήτου που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του με αριθ. ……………………. Συμβολαίου. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της προσκόμισε α) αντίγραφο του υπ’ αριθ. …………………….. Συμβολαίου Πώλησης, β) εκτύπωση της ………………………….από την οποία προκύπτει ότι ο λογαριασμός από τον οποίο έγιναν οι μεταφορές των χρημάτων ανήκει στην αγοράστρια του ακινήτου ………………….. και γ) αντίγραφα των παραστατικών μεταφοράς (Internet Banking) για πέντε (5) από τις έξι (6) πιστώσεις, συνολικού ποσού 49.500,00 €.
Επειδή ο έλεγχος δεν έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας καθώς στο επίμαχο υπ’ αριθ. ………………….. Συμβόλαιο Πώλησης αναφέρεται ότι η αγοράστρια υποσχέθηκε και ανέλαβε να καταβάλει άτοκα σε μία δόση που θα πληρωθεί έως τις 28 Φεβρουαρίου του έτους 2017, ήτοι προ τρεις (3) μήνες πριν τις επίμαχες πιστώσεις, ολόκληρο το τίμημα της αγοραπωλησίας ποσού 800.000,00 €, ενώ η ελεγχόμενη δεν προσκόμισε παραστατικά εξόφλησης του επίμαχου τιμήματος, αν και της ζητήθηκε με το υπ’ αριθ. ……………………. Αίτημα Παροχής Πληροφοριών.
Επειδή η προσφεύγουσα, η οποία φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του φόρου, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή αμφισβητεί τα ως άνω συμπεράσματα του ελέγχου κι εμμένει στον ισχυρισμό της επικαλούμενη τα ίδια ως άνω προσκομισθέντα δικαιολογητικά χωρίς να προσκομίζει α) παραστατικό μεταφοράς για την κατάθεση με α/α 3 ποσού 20.000,00 €, για την οποία δεν προσκομίσθηκε ούτε στον έλεγχο κανένα παραστατικό, και β) οποιαδήποτε απόδειξη της εξόφλησης του επίμαχου τιμήματος αγοραπωλησίας ποσού 800.000,00 € προκειμένου να αποδείξει πέραν αμφιβολίας τη συσχέτιση με τις επίμαχες πιστώσεις.
Επειδή, οι διαπιστώσεις του ελέγχου, όπως αυτές καταγράφονται στις από …………………. εκθέσεις μερικού ελέγχου εφαρμογής φορολογίας εισοδήματος του ΚΕΦΟΜΕΠ, επί των οποίων εδράζονται οι προσβαλλόμενες πράξεις, κρίνονται βάσιμες, αποδεκτές και πλήρως αιτιολογημένες, η υπό κρίση ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Α π ο φ α σ ί ζ ο υ μ ε
Την απόρριψη της με ημερομηνία κατάθεσης ……………………. και με αριθμό πρωτοκόλλου …………………… ενδικοφανούς προσφυγής της επιχείρησης …………………….. και την επικύρωση α) της υπ’ αριθ. ………………… οριστικής πράξεως διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ, φορολογικού έτους 2017 και β) του υπ’ αριθ. ……………………. Οριστικού Προσδιορισμού Προστίμου του Προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ, φορολογικού έτους 2023.
Οριστική φορολογική υποχρέωση- καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση:
-Φορολογικό έτος 2017
Χρεωστικό ποσό | 20.155,00 |
Πρόστιμο άρθρου 58 Κ.Φ.Δ. | 10.077,50 |
Σύνολο για καταβολή | 30.232,50 |
(Ως η υπ’ αριθ. …………………………. Οριστική Πράξη Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος του Προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ)
-Φορολογικό έτος 2023
Πρόστιμο αρ. 54 ΚΦΔ: 250,00 €
(Ως ο υπ’ αριθ. …………………. Οριστικός Προσδιορισμός Προστίμου του Προϊσταμένου του ΚΕΦΟΜΕΠ)
Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία στον υπόχρεο.
Ακριβές Αντίγραφο Με εντολή του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης
Επίλυσης Διαφορών
Η Προϊστάμενη της
Ο/Η Υπάλληλος του Τμήματος Υποδιεύθυνσης Επανεξέτασης
Διοικητικής Υποστήριξης
ΓΡΑΜΜΑΤΩ ΣΚΟΥΡΑ
Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.