ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)
της 16ης Μαΐου 2024 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε περίπτωση σημαντικής καθυστερήσεως της πτήσεως – Άρθρο 5, παράγραφος 3 – Απαλλαγή από την υποχρέωση αποζημιώσεως – Έκτακτες περιστάσεις – Έλλειψη προσωπικού του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα που παρέχει υπηρεσίες φορτώσεως αποσκευών»
Στην υπόθεση C‑405/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht Köln (πρωτοδικείο Κολωνίας, Γερμανία) με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Ιουλίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Touristic Aviation Services Ltd
κατά
Flightright GmbH,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),
συγκείμενο από τους O. Spineanu-Matei, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin (εισηγητή) και L. S. Rossi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Touristic Aviation Services Ltd, εκπροσωπούμενη από την S. Hendrix, Rechtsanwältin,
– η Flightright GmbH, εκπροσωπούμενη από τους M. Michel και R. Weist, Rechtsanwälte,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K. Bulterman και τον J. M. Hoogveld,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. von Rintelen και την N. Yerrell,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1).
2 Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Touristic Aviation Services Ltd (στο εξής: TAS) και της Flightright GmbH σχετικά με την αποζημίωση την οποία αξιώνει η Flightright, η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, από την TAS, ως πραγματικό αερομεταφορέα, λόγω μεγάλης καθυστερήσεως της πτήσεως.
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 5 του κανονισμού 261/2004 προβλέπει τα εξής:
«1. Σε περίπτωση ματαίωσης μιας πτήσης, οι επιβάτες δικαιούνται
[…]
γ) αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7, εκτός αν:
i) έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση δύο εβδομάδες τουλάχιστον πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης,
ή
ii) έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση μία έως δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με εναλλακτική πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από δύο ώρες νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από τέσσερις ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης, ή
iii) έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση λιγότερο από επτά ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από μία ώρα νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.
[…]
3. Ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 7 αν μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.
[…]»
4 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:
«Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους:
α) 250 ευρώ για όλες τις πτήσεις έως και 1 500 χιλιομέτρων·
β) 400 ευρώ για όλες τις ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1 500 χιλιομέτρων και όλες τις άλλες πτήσεις μεταξύ 1 500 και 3 500 χιλιομέτρων·
γ) 600 ευρώ για όλες τις πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α) ή β).
[…]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
5 Στις 4 Ιουλίου 2021 πτήση από το αεροδρόμιο της Κολωνίας-Βόννης (Γερμανία) με προορισμό το αεροδρόμιο της Κω (Ελλάδα) (στο εξής: επίμαχη πτήση), εκτελούμενη από την TAS, καθυστέρησε 3 ώρες και 49 λεπτά κατά την άφιξη.
6 Η καθυστέρηση αυτή οφειλόταν στο γεγονός, πρώτον, ότι η προηγούμενη πτήση είχε ήδη καθυστερήσει 1 ώρα και 17 λεπτά ελλείψει προσωπικού αρμόδιου για την καταγραφή των επιβατών, δεύτερον, ότι η φόρτωση των αποσκευών στο αεροσκάφος εκτελέσθηκε με βραδύτητα επίσης ελλείψει επαρκούς προσωπικού του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα αυτού, υπεύθυνου για τη συγκεκριμένη υπηρεσία, με αποτέλεσμα πρόσθετη καθυστέρηση 2 ωρών και 13 λεπτών, και, τρίτον, ότι οι μετεωρολογικές συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν μετά το κλείσιμο των θυρών καθυστέρησαν περαιτέρω την απογείωση κατά 19 λεπτά.
7 Στο πλαίσιο αυτό, η Flightright, στην οποία ορισμένοι επιβάτες της επίμαχης πτήσεως εκχώρησαν τα δικαιώματά τους αποζημιώσεως, άσκησε αγωγή ενώπιον του Amtsgericht Köln (ειρηνοδικείου Κολωνίας, Γερμανία), με αίτημα να υποχρεωθεί η TAS να της καταβάλει το ποσό των 800 ευρώ ανά επιβάτη, πλέον τόκων, βάσει του κανονισμού 261/2004. Η Flightright υποστήριξε ενώπιον του δικαστηρίου ότι η καθυστέρηση της επίμαχης πτήσεως δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί λόγω της συνδρομής έκτακτων περιστάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού.
8 Το Amtsgericht Köln δέχθηκε την αγωγή χωρίς να εξετάσει το τελευταίο αυτό ζήτημα, κρίνοντας ότι η καθυστέρηση θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να είχε αποφευχθεί από την TAS, αν είχε λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για την αντιμετώπισή της. Συγκεκριμένα, εφόσον η ίδια η TAS ισχυριζόταν ότι είχε λάβει χρονοθυρίδες για την προηγούμενη πτήση με καθυστέρηση, θα έπρεπε να συναχθεί εξ αυτού ότι γνώριζε ότι η επίμαχη πτήση θα είχε καθυστέρηση τουλάχιστον 3 ωρών. Ωστόσο, η TAS δεν απέδειξε ότι κατόπιν αυτού είχε λάβει όλα τα μέτρα τα οποία μπορούσε ευλόγως να λάβει προκειμένου να αποφύγει ή να μειώσει την καθυστέρηση.
9 Η TAS άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως ενώπιον του Landgericht Köln (πρωτοδικείου Κολωνίας, Γερμανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το ζήτημα αν η έλλειψη προσωπικού του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Κολωνίας-Βόννης, την οποία επικαλέσθηκε η TAS ως αιτία της μεγάλης καθυστερήσεως της επίμαχης πτήσεως, συνιστούσε «έκτακτη περίσταση», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004.
10 Συγκεκριμένα, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό η TAS δεν θα έπρεπε να υποχρεωθεί να αποζημιώσει τη Flightright, στο μέτρο που το καταλογιστέο σε αυτήν τμήμα της καθυστερήσεως της επίμαχης πτήσεως δεν θα συμπλήρωνε τις 3 ώρες. Αν, αντιθέτως, γινόταν δεκτό ότι οι εργασίες φορτώσεως των αποσκευών, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι εκτελούνται από τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα, είναι συμφυείς με τη συνήθη δραστηριότητα του αερομεταφορέα, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι ο αριθμός του προσωπικού του εν λόγω φορέα εκμεταλλεύσεως είναι ανεπαρκής δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «έκτακτη περίσταση». Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να επικυρωθεί η εις βάρος της TAS πρωτόδικη απόφαση, δεδομένου ότι μόνον η καθυστέρηση των 19 λεπτών μετά το κλείσιμο των θυρών λόγω των μετεωρολογικών συνθηκών θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη, ενώ θα εξακολουθούσε να υφίσταται καθυστέρηση μεγαλύτερη των 3 ωρών καταλογιστέα στην TAS.
11 Κατά το αιτούν δικαστήριο, αφενός, η υπηρεσία φορτώσεως των αποσκευών θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, στο μέτρο που εξυπηρετεί ευθέως την παροχή της μεταφοράς που οφείλει στους επιβάτες ο οικείος αερομεταφορέας, ανεξαρτήτως του αν η παροχή της υπηρεσίας αυτής βαρύνει τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα. Αφετέρου, θα μπορούσε ακριβώς να συναχθεί από το γεγονός ότι η εν λόγω υπηρεσία παρέχεται από τον εν λόγω φορέα εκμεταλλεύσεως, και όχι από τον ίδιο τον μεταφορέα ή από παρέχοντα υπηρεσίες τον οποίον αυτός έχει ορίσει, ότι η έλλειψη προσωπικού φορτώσεως πρέπει να θεωρηθεί ως «εξωτερική αιτία» η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του εν λόγω μεταφορέα και η οποία επηρέασε τη συνήθη δραστηριότητά του, γεγονός που δικαιολογεί την απαλλαγή του από την υποχρέωση αποζημιώσεως. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στη Γερμανία, η υπηρεσία αυτή παρέχεται, κατ’ αρχήν, από επιχείρηση διαχειρίσεως του αερολιμένα, έστω και αν η γερμανική νομοθεσία προβλέπει ότι οι χρήστες ενός αερολιμένα μπορούν επίσης είτε να παρέχουν οι ίδιοι τις υπηρεσίες επίγειας εξυπηρετήσεως είτε να τις αναθέτουν σε παρέχοντα υπηρεσίες της επιλογής τους.
12 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Köln (πρωτοδικείο Κολωνίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 3, του [κανονισμού 261/2004] την έννοια ότι οι ελλείψεις στο προσωπικό του φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα, ή της επιχειρήσεως στην οποία έχει ανατεθεί από τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα η εκτελεστέα από τον τελευταίο φόρτωση αποσκευών, συνιστούν έκτακτη περίσταση, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, η οποία πηγάζει από εξωτερικά αίτια, είναι αδύνατο να ελεγχθεί και επηρεάζει την κανονική δραστηριότητα του αερομεταφορέα ο οποίος κάνει χρήση της ανωτέρω υπηρεσίας, παρεχόμενης είτε από τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα είτε από την επιχείρηση στην οποία ο τελευταίος έχει αναθέσει την παροχή της, ή πρέπει η φόρτωση αποσκευών, εκτελούμενη είτε από τον φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα είτε από την επιχείρηση στην οποία ο τελευταίος την έχει αναθέσει, καθώς και υφιστάμενες ελλείψεις αυτών σε προσωπικό φορτοεκφορτώσεως να συγκαταλέγονται στην κανονική άσκηση της δραστηριότητας του εν λόγω αερομεταφορέα, ούτως ώστε η απαλλαγή του από την ευθύνη δυνάμει [της εν λόγω διατάξεως] να είναι νοητή μόνον όταν ο λόγος της ελλείψεως προσωπικού συνιστά έκτακτη περίσταση κατά την έννοια της [ίδιας] διατάξεως;»
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
13 Η Flightright προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, στο μέτρο που η αίτηση αυτή δεν περιέχει τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, ήτοι αν η TAS ασκεί έλεγχο επί του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Κολωνίας-Βόννης, υπεύθυνου για τις εργασίες φορτώσεως των αποσκευών στα αεροπλάνα, λόγω της μεταξύ τους συμβατικής σχέσεως.
14 Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο, τα οποία θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Συνεπώς, εφόσον το υποβαλλόμενο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να απαντήσει, εκτός αν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, αν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, αν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Unedic, C‑125/23, EU:C:2024:163, σκέψη 35).
15 Εν προκειμένω, μολονότι είναι ακριβές ότι το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αν η TAS ασκεί ή όχι πραγματικό έλεγχο επί του φορέα εκμεταλλεύσεως του αεροδρομίου της Κολωνίας-Βόννης τούτο δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, λαμβάνοντας υπόψη τις δύο αυτές δυνατότητες.
16 Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
17 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι το προσωπικό του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα που είναι υπεύθυνο για τις εργασίες φορτώσεως των αποσκευών στα αεροσκάφη είναι ανεπαρκές μπορεί να συνιστά «έκτακτη περίσταση», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
18 Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι τα άρθρα 5 και 7 του κανονισμού 261/2004, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, έχουν την έννοια ότι οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση μπορούν, αφενός, να εξομοιωθούν με τους επιβάτες πτήσεων οι οποίες ματαιώθηκαν όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημιώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού και, αφετέρου, να προβάλουν το εν λόγω δικαίωμα αποζημιώσεως όταν υφίστανται, λόγω καθυστερήσεως πτήσεως, απώλεια χρόνου τουλάχιστον 3 ωρών, δηλαδή όταν φθάνουν στον τελικό προορισμό τους 3 και πλέον ώρες μετά την ώρα αφίξεως που είχε αρχικώς προγραμματίσει ο αερομεταφορέας (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2024, Laudamotion και Ryanair, C‑54/23, EU:C:2024:74, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
19 Επομένως, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 261/2004, οι επιβάτες της πτήσεως η οποία καθυστέρησε 3 ή πλέον ώρες κατά την άφιξη στον τελικό προορισμό της δικαιούνται αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού, εκτός αν είχαν προηγουμένως ενημερωθεί για την καθυστέρηση εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημεία i έως iii, του εν λόγω κανονισμού.
20 Εντούτοις, μια τέτοια καθυστέρηση δεν θεμελιώνει δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών αν ο πραγματικός αερομεταφορέας μπορεί να αποδείξει ότι η μεγάλη καθυστέρηση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 (απόφαση της 7ης Ιουλίου 2022, SATA International – Azores Airlines (Βλάβη του συστήματος ανεφοδιασμού με καύσιμα), C‑308/21, EU:C:2022:53319, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
21 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια των «έκτακτων περιστάσεων» του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία, ως εκ της φύσεως και των αιτίων τους, δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και επί των οποίων αυτός δεν έχει πραγματικό έλεγχο, οι δύο δε αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς και να εξετάζονται κατά περίπτωση [απόφαση της 11ης Μαΐου 2023, TAP Portugal (Θάνατος του συγκυβερνήτη), C‑156/22 έως C‑158/22, EU:C:2023:393, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
22 Εν προκειμένω, μολονότι η καθυστέρηση άνω των 3 ωρών που διαπιστώθηκε κατά την άφιξη της επίμαχης πτήσεως οφείλεται σε πολλούς λόγους, το προδικαστικό ερώτημα αφορά αποκλειστικά την καθυστέρηση που συνδέεται με την ανεπάρκεια του προσωπικού το οποίο απασχολεί ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα για τη φόρτωση των αποσκευών.
23 Κατά πρώτον, όσον αφορά την προϋπόθεση κατά την οποία το επίμαχο γεγονός δεν πρέπει να είναι, ως εκ της φύσεως ή των αιτίων του, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά τις πράξεις εφοδιασμού του αεροσκάφους με καύσιμα, ότι, ακόμη και αν οι πράξεις αυτές εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στην κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα, πληρούσε την προϋπόθεση αυτή πρόβλημα το οποίο ανέκυψε στο πλαίσιο των εν λόγω πράξεων λόγω γενικευμένης βλάβης του συστήματος για τον εφοδιασμό με καύσιμα του οποίου τη διαχείριση είχε ο αερολιμένας, εφόσον ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται αναπόσπαστα με τη λειτουργία του αεροσκάφους που εκτέλεσε την καθυστερημένη πτήση [πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2022, SATA International – Azores Airlines (Βλάβη του συστήματος ανεφοδιασμού με καύσιμα), C‑308/21, EU:C:2022:533, σκέψεις 22 και 23].
24 Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, αν, εν προκειμένω, οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά τις εργασίες φορτώσεως των αποσκευών πρέπει να θεωρηθούν γενικευμένες, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη. Επομένως, αν συνέβη κάτι τέτοιο, τέτοιες ελλείψεις δεν θα μπορούσαν να συνιστούν, ως εκ της φύσεως ή των αιτίων τους, γεγονός αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα.
25 Κατά δεύτερον, όσον αφορά την προϋπόθεση κατά την οποία το επίμαχο γεγονός πρέπει να εκφεύγει του αποτελεσματικού ελέγχου του οικείου πραγματικού αερομεταφορέα, υπενθυμίζεται ότι τα γεγονότα των οποίων η αιτία είναι «εσωτερική» πρέπει να διακρίνονται από εκείνα των οποίων η αιτία είναι «αλλότρια» προς τον πραγματικό αερομεταφορέα. Εμπίπτουν επομένως στην έννοια αυτή, ως «αλλότρια» γεγονότα, εκείνα που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του αερομεταφορέα και εξωτερικές περιστάσεις, κατά το μάλλον ή ήττον συχνές στην πράξη, επί των οποίων όμως ο αερομεταφορέας δεν έχει έλεγχο, διότι οφείλονται σε φυσικό γεγονός ή σε ενέργεια τρίτου, όπως άλλου αερομεταφορέα ή δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα που παρεμβαίνει στην αεροπορική δραστηριότητα ή στη δραστηριότητα εντός του αερολιμένα. Τούτο ισχύει ιδίως όταν το σύστημα εφοδιασμού με καύσιμα ενός αερολιμένα το οποίο διαχειρίζεται ο φορέας εκμεταλλεύσεώς του ή τρίτος παρουσιάζει γενικευμένη βλάβη [πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2022, SATA International – Azores Airlines (Βλάβη του συστήματος ανεφοδιασμού με καύσιμα), C‑308/21, EU:C:2022:533, σκέψεις 25 και 26].
26 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η φόρτωση των αποσκευών στο αεροσκάφος της TAS εκτελέσθηκε με βραδύτητα λόγω της ανεπάρκειας του προσωπικού το οποίο απασχολούσε στις εργασίες αυτές ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα της Κολωνίας-Βόννης
27 Εναπόκειται στο δικαστήριο αυτό να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, αν οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά τις εργασίες φορτώσεως των αποσκευών στο αεροδρόμιο της Κολωνίας-Βόννης εξέφευγαν του ελέγχου της TAS. Συναφώς, επισημαίνεται ότι τούτο δεν μπορούσε να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, αν η TAS είχε την εξουσία να ασκεί πραγματικό έλεγχο επί του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα αυτού.
28 Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η μεγάλη καθυστέρηση της επίμαχης πτήσεως είχε πράγματι προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, σε αυτό εναπόκειται επίσης να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο οικείος αερομεταφορέας, αν αυτός απέδειξε ότι οι περιστάσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και ότι ο ίδιος έλαβε τα κατάλληλα για την περίσταση, μέτρα που ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της καταστάσεως, χωρίς να υποβληθεί σε θυσίες υπερβαίνουσες τις δυνατότητες της επιχειρήσεώς του στο δεδομένο χρονικό σημείο [πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2022, SATA International – Azores Airlines (Βλάβη του συστήματος ανεφοδιασμού με καύσιμα), C‑308/21, EU:C:2022:533, σκέψη 27].
29 Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εν λόγω αερομεταφορέας ήταν σε θέση να αποφύγει τη διαπιστωθείσα καθυστέρηση κατά τη φόρτωση των αποσκευών, αν, για παράδειγμα, του ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσει προς τούτο τις υπηρεσίες άλλου παρέχοντα, ο οποίος διέθετε επαρκή ικανότητα για την παροχή των υπηρεσιών αυτών χωρίς καθυστέρηση, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο αερομεταφορέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο φορέας εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα δεν διέθετε τέτοια ικανότητα.
30 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι το προσωπικό του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα που είναι υπεύθυνο για τις εργασίες φορτώσεως των αποσκευών στα αεροσκάφη είναι ανεπαρκές μπορεί να συνιστά «έκτακτη περίσταση», κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Εντούτοις, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποζημιώσεως των επιβατών την οποία προβλέπει το άρθρο 7 του ανωτέρω κανονισμού, ο αερομεταφορέας του οποίου η πτήση καθυστέρησε σημαντικά εξαιτίας τοιαύτης έκτακτης περιστάσεως οφείλει να αποδείξει ότι η περίσταση αυτή δεν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και ότι ο ίδιος έλαβε τα κατάλληλα για την περίσταση μέτρα που ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της.
Επί των δικαστικών εξόδων
31 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91,
έχει την έννοια ότι:
το γεγονός ότι το προσωπικό του φορέα εκμεταλλεύσεως του αερολιμένα που είναι υπεύθυνο για τις εργασίες φορτώσεως των αποσκευών στα αεροσκάφη είναι ανεπαρκές μπορεί να συνιστά «έκτακτη περίσταση», κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Εντούτοις, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποζημιώσεως των επιβατών την οποία προβλέπει το άρθρο 7 του ανωτέρω κανονισμού, ο αερομεταφορέας του οποίου η πτήση καθυστέρησε σημαντικά εξαιτίας τοιαύτης έκτακτης περιστάσεως οφείλει να αποδείξει ότι η περίσταση αυτή δεν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και ότι ο ίδιος έλαβε τα κατάλληλα για την περίσταση μέτρα που ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της.
(υπογραφές)