ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
4ο τμήμα
Περίληψη
Κτηματολόγιο, έκτακτη χρησικτησία βρδ δικαίου, δημόσια κτήματα, νήσος Σαλαμίνα, ορισμένο ένστασης ιδίας κυριότητας Δημοσίου, απορρίπτει έφεση.
Αριθμός απόφασης : 576/ 2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Καραγεώργη Σερβίας αριθμ. 10), που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ Θεοδώρα Ιατρέλλη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Δικηγόρο Γεώργιο Κούτση (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25-8-2010 και με αριθμό κατάθεσης ………./2010 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκαν οι με αριθμ. 2642/2013 εν μέρει οριστική και 66/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Τις αποφάσεις αυτές προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 12-2-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2020 έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η δικαστική πληρεξούσια του εκκαλούντος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 12-2-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2020 έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 66/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και της συννεκαλουμένης με αυτήν με αριθμό 2642/2013 εν μέρει μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 21.1.2020 (βλ. την επισημείωση της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς) η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12.2.2020 (άρθρο 518 §1 του ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε στην από 3-9-2010 και με αριθμό κατάθεσης ………../2010 αγωγή του, ότι έχει καταστεί αποκλειστικός κύριος κάτοχος και νομέας του αναλυτικά περιγραφόμενου ακινήτου – αγροτεμαχίου, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Αμπελακίων, κατά τον τίτλο κτήσης, Σεληνίων, κατά το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, του Δήμου Σαλαμίνας. Ότι την κυριότητα αυτού απέκτησε με παράγωγο τρόπο, κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου με την αρ. ……../3.11.1999 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………… που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα του …….. και κατά τα υπόλοιπα 5/8 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του υπ’αρ. ……/3.11.1999 συμβολαίου γονικής παροχής και δωρεάς της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……… που έχει μεταγραφεί νόμιμα, αιτία αφενός γονικής παροχής από τη μητέρα του ……… και αφετέρου δωρεάς από τον αδελφό του ……….. κι επικουρικώς, με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας το χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του (άμεσου και απώτερων), τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, και οι οποίοι διακατείχαν αυτό, ως τμήμα ακινήτου μείζονος έκτασης με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως, πριν από το έτος 1850 με τις διακατοχικές πράξεις που αναφέρονται στην αγωγή (καλλιέργεια, βόσκηση ζώων, δενδροφύτευση, περίφραξη, καταμετρήσεις, ανέγερση κτισμάτων και συναφείς). Ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, το εν λόγω ακίνητο καταχωρίστηκε με ΚΑΕΚ …………. ανακριβώς, ως ανήκοντας στην κυριότητα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά του και να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή του οικείου βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να εγγραφεί αυτός ως αποκλειστικός κύριος του επιδίκου γεωτεμαχίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη συνεκκαλούμενη 2642/2013 απόφασή του, απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής περί παράγωγης κτήσης της κυριότητας καθώς και την επικουρική περί τακτικής χρησικτησίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην απόφαση (διατάξεις της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλονται από το εκκαλούν). Αντίθετα, το Δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς την επικουρική αγωγική βάση περί έκτακτης χρησικτησίας αφενός του βρδ και ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτή, και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί έγγραφο και να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη. Ακολούθως και αφού πραγματοποιήθηκαν τα όσα διέταξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την παραπάνω απόφασή του, τούτο εξέδωσε την 66/2020 οριστική απόφασή του με την οποία, έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, κατά την ως άνω επικουρική της βάση, αναγνώρισε την κυριότητα αυτού και διέταξε την διόρθωση της κτηματολογικής εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής, ώστε να φαίνεται ως κύριος ο ενάγων.
Κατά τη διάταξη για την διάταξη του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο Γ. 4 άρθρου τρίτου Ν.4254/2014, (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014) είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού.» Η διάταξη αυτή είναι φορολογικής φύσεως και θεσπίστηκε για να διασφαλίσει το φορολογικό δικαίωμα του δημοσίου, η δε παράβασή της δεν δημιουργεί διαδικαστικό απαράδεκτο, ως αντικείμενη τόσο στα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα, ώστε να επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, αποτελώντας ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας (ΑΠ 1143/2019, ΑΠ 293/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του το εκκαλούν ελληνικό Δημόσιο παραπονείται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013, επειδή δεν προσκομίστηκε από τον ενάγοντα το πιστοποιητικό καταβολής ΕΝΦΙΑ, για το παραδεκτό της συζήτησης. Με βάση όμως τα όσα εκτέθηκαν η άνω διάταξη δεν καθιερώνει διαδικαστικό απαράδεκτο και σε κάθε περίπτωση ο εφεσίβλητος προσκομίζει στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ των τελευταίων 4 ετών. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την άνω διάταξη ανεφάρμοστη ως αντισυνταγματική δεν έσφαλε, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2, 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019521). Για το ορισμένο αυτής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ωστόσο, δεν απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής να αναφέρονται σ’ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού (βλ. ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 σε ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του και την αναφορά του ΚΑΕΚ αυτού, χωρίς να είναι αναγκαία η επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος. Το ακίνητο όπως περιγράφεται στην αγωγή είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ενώ δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού στο μείζον ακίνητο (των 95.987 τ.μ.), που είχε αποκτήσει η απώτερη δικαιοπάροχος του ενάγοντος. Επιπλέον, αναφορικά με τη βάση της αγωγής που αφορά την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αναφέρονται στην αγωγή με σαφήνεια οι εμφανείς προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις (δηλαδή οι υλικές πράξεις νομής), τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο ένδικο ακίνητο με διάνοια κυρίων και καλή πίστη τόσο ο ενάγων και οι δικαιοπάροχοι του και προηγουμένως, στην μείζονα έκταση από την οποία αυτό προήλθε, διαδοχικώς οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί του από το έτος 1850 (γεωργικές καλλιέργειες κλπ), ενώ προσδιορίζονται και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τους, καθώς και ο χρόνος έναρξης της νομής των ως άνω δικαιοπαρόχων του. Τέλος, ως προς το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται να παρατίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η καλή πίστη των νομέων-δικαιοπαρόχων του ενάγοντος δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, την συνδρομή της καλής πίστης συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι από πριν αλλά και μετά την Επανάσταση του 1821 οι κάτοικοι του χωριού Αμπελακίων εκμεταλλεύονταν την έκταση αυτή, γνωρίζοντάς την ως ιδιωτική, προκειμένου να στηρίξει την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων του Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή αυτή ως προς την επικουρική βάση της περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι» (βλ. ΑΠ 222 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και Γ. Καριψιάδη «Η Ελλάδα ως διάδοχον κράτος», έκδοσιν 2000, σελ. 137 – 145 και 178επ.). Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικά, όμως, για τα οθωμανικά κτήματα που βρίσκονται στην Αττική και στην περιοχή της Εύβοιας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού οι περιοχές αυτές δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών (ΑΠ 73/2018, ΑΠ 638/2016). Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από τον αγώνα για την ανεξαρτησία, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από τη Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Περαιτέρω, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν, και επί των εθνικών δασών, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επ’ αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ’ /1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 19-9-1915 μέχρι και της 16ης-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν. 1539/1938 “Περί προστασίας δημοσίων κτημάτων”, οι οποίες έκτοτε ανέστειλαν και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά (ΑΠ Ολομ. 75/1987, ΑΠ 719/2015, ΑΠ 479/2015, ΑΠ 1919/2014 ΤNΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του Β. Δ/τος 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του διά τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 -1834” όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί”, εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ της 31.1./18.2.1864 “περί βοσκησίμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδιών άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.3./1.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών” κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του ΒΡΔ που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδιών ή βοσκοτόπων από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τα νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και τις 11.9.1915 (ΑΠ 1281/2002, ΑΠ 956/1990). Επομένως η ανωτέρω διάταξη του Β.Δ/τος του 1833 εισήγαγε μαχητό τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λιβάδια, όπως ακριβώς και τα δάση (ΑΠ 987/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα υπ’ αριθμ. 2642/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από την υπ’ αριθμ. ………/2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την ως άνω απόφαση πραγματογνώμονος αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ……….., η οποία, εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (άρθρο 387 ΚΠολΔ) και από όλη, εν γένει, την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: συνολική έκτασης 280 τμ, κατά τον τίτλο κτήσης, 283 τμ, κατά την μέτρηση του Κτηματολογίου, που φέρει ΚΑΕΚ ………….. που εμφαίνεται με τον αριθμό …. του Μ οικοδομικού τετραγώνου (Ο.Τ. Μ) στο από τον Ιούλιο του 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού ………, αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο με αριθμό ………./1961 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, σύμφωνα με το οποίο συνορεύει βόρεια με πλευρά μήκους 20 μέτρων με το υπ αριθμόν … οικόπεδο του ίδιου Ο.Τ. με αριθμό ΚΑΕΚ ……….., ανατολικά με πλευρά-πρόσοψη μήκους μέτρων 14 με αγροτική οδό με αριθμό ΚΑΕΚ ………, νότια με πλευρά μήκους μέτρων 20 με το υπ αριθμόν ………. οικόπεδο του ίδιου Ο.Τ. με αριθμό ΚΑΕΚ ……. και δυτικά με πλευρά μήκους μέτρων 14 με το υπ αριθμόν … οικόπεδο του ίδιου Ο.Τ. με αριθμό ΚΑΕΚ ………. To ακίνητο αυτό βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης και εκτός οικισμού οριοθετημένου κατά την έννοια του από 24-4-1985 ΠΔ (ΦΕΚ Δ’ 181/3-5-1985), ή προϋφιστάμενου του έτους 1923, καθώς ο οικισμός «….», ενώ εμπίπτει στα όρια της Κοινότητας Αμπελακίων και απογράφεται ο πληθυσμός του από το 1971, δεν έχει οριοθετηθεί με οικεία απόφαση του Νομάρχη (βλ. την με αρ. ../2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου μηχανικού . ……………….). Το επίδικο ακίνητο εμπίπτει περαιτέρω στο με αρ. ΒΚ … Δημόσιο κτήμα κτήματος, έκτασης 280.180 τμ., όπως απεικονίζεται στο από 27-02-1939, τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου ………. (βλ. η προαναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης και το από το τοπογραφικό διάγραμμα του Τεχνικού Τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. πρωτ. …./15-9-2011 έγγραφο του Τμήματος Δημόσιων Κτημάτων της ίδιας Υπηρεσίας) και με αυτή την έννοια φέρεται καταρχάς ότι ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. To ακίνητο αυτό απέκτησε ο ενάγων σε ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος στις 30-12-1997 πατέρα του ………, δυνάμει του με αριθμό ……/1999 συμβολαίου αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία Βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …, α.α. …), ενώ δυνάμει του με αριθμό …../1999 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή και γονικής παροχής της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …, α.α. …), απέκτησε ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας από την μητέρα του . ……. και ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας από τον αδελφό του …….., οι οποίοι απέκτησαν τα ανωτέρω ποσοστά συγκυριότητας δυνάμει της προαναφερόμενης συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ……….. Ο …………. είχε αποκτήσει την πλήρη κυριότητα του επίδικου ακινήτου δυνάμει του με αριθμό ……../1989 συμβολαίου αγοράς του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία Βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. ….., α.α…. .) από την ……….. ενώ η τελευταία το αγόρασε από την . ………………. . δυνάμει του με αριθμό ………/1963 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία Βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. .., α.α. …). Η . ………………. είχε καταστεί κύρια ευρύτερης έκτασης 95.987 τ.μ. δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …., αμέσως μετά την αγορά της οποίας, προέβη σε κατάτμηση αυτής σε περισσότερα, αυτοτελή, αγροτεμάχια, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……….., τα οποία διαχωρίζονταν από ιδιωτικές οδούς, και ακολούθως, μεταβίβασε αυτά, λόγω πώλησης, στην απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος ………, ένα από τα οποία απέκτησε ο ………, πατέρας του ενάγοντος. Οι δικαιοπάροχοι της ………………. . είναι 25 άτομα τέκνα, διάδοχοι λόγω κληρονομικής διαδοχής του αρχικού – απώτερου δικαιοπαρόχου αυτών ………………. ., που απεβίωσε αδιάθετος το έτος 1932 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του ………………. ………………. και τα δέκα τέκνα του 1) . ………………., 2) . ………………., 3) . ………………., 4) . ………………., 5) … ………………., 6) . ………………., 7) ………, 8) ………, 9) …….. και 10) ……………….., οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κληρονομιά ασκώντας τις υλικές πράξεις νομής που προσιδίαζαν στη φύση του ακινήτου, όπως επίβλεψη, οριοθέτηση, παραχώρηση δικαιώματος ξύλευσης και βόσκησης, με καλή πίστη και την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου. Ειδικότερα, η ………………. . κατέστη, κατά τα ανωτέρω συγκυρία κατά ποσοστό 450/1800 και κατά ποσοστό 135/1800, οι λοιποί κληρονόμοι, εξ αδιαιρέτου με παράγωγο τρόπο λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Όταν, κατά το έτος 1937, απεβίωσε και η . ………………., οι ανωτέρω, τέκνα αυτής και του ………………. . κατέστησαν κληρονόμοι αυτής στο από 450/1800 ποσοστό συγκυριότητας της και συγκύριοι μεταξύ τους κατά ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, λόγω κληρονομικής διαδοχής με βάση τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομιά και ασκώντας τις ίδιες παραπάνω πράξεις νομής. Στη συνέχεια απεβίωσε από τους συγκύριους ο . ……………….. .., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του …. φιλικού, και τα πέντε (5) τέκνα του: 1) ………………. ………………., 2) . ………………., 3) . ………………., 4) ………., και 5) . ………………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου . ………………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800, 27/1800 και 27/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου και πατρός τους (1951), συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1952, απεβίωσε από τους συγκύριους ο ……………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και συνεπώς εξ αδιαθέτου κληρονόμους τους, τη σύζυγο του …………, και τα έξι (6) τέκνα του: 1) ………………. ., 2) . ………………., 3) . ………………., 4) . ………………., 5) . ………………., και 6) . ………………., ενώ, κατά το έτος 1954 απεβίωσε και ο υιός του . ……………….. (6°ς), χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη μητέρα του ………………., και τα πέντε (5) αδέλφια του, ………………. ., . ………………., . ………………., . ………………., και . ………………., οι οποίοι αποδέχθηκαν, καταρχήν, την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους, . ………………., για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού τους και αδελφού, αντίστοιχα, . ………………., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, αποτελούμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου . ………………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . ………………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 45/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800, 22,50/1800 και 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, και ακολούθως, αποδέχτηκαν την επαχθείσα κληρονομιά του υιού και αδελφού τους, . ………………., συγκείμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . ………………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι το ποσοστό (συγκυριότητας τους επί του ακινήτου αυτού, ανήλθε σε 48,75/1800 (48,75/1800 = 45/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800 (26,25/1800 = 22,50/1800 + 3,75/1800, όπου 3,75/1800 = 22,50/1800 : 6), 26,25/1800, 26,25/1800, 26,25/1800 και 26,25/1800 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου των κληρονομούμενων συζύγου και πατρός τους και υιού και αδελφού τους (1952 και 1954), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Κατά το έτος 1958, απεβίωσε από τους συγκυρίους ο …….., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και κατ’ επέκταση εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του . ………………., ., τα επτά (7) εν ζωή αδέλφια του: 1) . ………………. ., 2) . ………………. ……………., 3) . . ………………., 4) …………., 5) ………., 6) ………… ., και 7)………………., τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1951) αδελφού του . ………………. το ……………….: α) . . ………………., β) . . ………………., γ) . ………………., δ) . ………………. του ………………., και ε) . ……… ………………., και τα πέντε (5) τέκνα του προαποβιώσαντος (1952) αδελφού του………………. του ……………….: α) ………………., β) ………………. ………………., γ) …….., δ) …………, και ε) ……….., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό του κληρονομούμενου . ………………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών . ………………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 90/1800, 190/1800 (190/1800 = 180/1800 + 10/1800, όπου 10/1800 = 180/1800 : 2 : 9), 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 190/1800, 29/1800 (29/1800 = 27/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800: 5), 28,25/1800 (28,25/1800 = 26,25/1800 + 2/1800, όπου 2/1800 = 10/1800 : 5), 28,25/1800, 28,25/1800, 28,25/1800 και 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου συζύγου, αδελφού και θείου τους (1958), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. Το έτος 1960 απεβίωσε από τους συγκύριους η . ………………., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς, και κατ΄επέκταση εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, το σύζυγο της, . ………………. ., και τα πέντε (5) τέκνα της: 1) ……….., 2) ……., 3) ………………. ., 4) . ………………. ., και 5) ……….., οι οποίοι αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, συγκείμενη από το 190/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομούμενης .. ………………. επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά ποσοστό 47,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800, 28,50/1800 και 28,50/1800 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ενώ, επιπλέον, από το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης συζύγου και μητέρας τους (1960), αντίστοιχα, συννέμονταν το ακίνητο κατά τα ανωτέρω ποσοστά, ασκώντας, ειδικότερα, όλες τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση και τον προορισμό του, όπως οριοθέτηση, επίβλεψη, άτυπη παραχώρηση σε τρίτους προς βόσκηση και ξύλευση. ¨Όπως ήδη προαναφέρθηκε οι ανωτέρω συγκύριοι δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών . ………………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο .. με αύξοντα αριθμό …, δηλαδή οι: 1) ……… (190/1800), 2) ………..(190/1800), 3) ………….(190/1800), 4) ……….. (190/1800), 5) ……….. (190/1800), 6) ……….. (190/1800), 7) …………. (45/1800), 8) ……………. (29/1800), 9) ………. (29/1800), 10) ………….. (29/1800), 11) ……………. (29/1800), 12) . ………………. (29/1800), 13) …………. (48,75/1800), 14) ………………. …. (28,25/1800), 15) ……………… (28,25/1800), 16) …………….. (28,25/1800), ………………. (28,25/1800), 18) ………….. |28,25/1800), 19) ………….. (90/1800), 20) ………….. (47,50/1800), 21) ………. (28,50/1800), 22) ………….. (28,50/1800), 23) ……….. (28,50/1800), 24) ……………. (28,50/1800), και 25) ………. (28,50/1800), μεταβίβασαν, λόγω πώλησης, το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τ.μ., στην ………………., και της παρέδωσαν τη νομή αυτού. Ο δικαιοπάροχος των ανωτέρω …………… είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό ως ευρύτερη έκταση 111.987 τμ, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου από κληρονομία από τον πατέρα του …………….., που απεβίωσε το έτος 1899, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ως μοναδικός ενήλικος κληρονόμους του, που αναμίχθηκε στην κληρονομιά, ασκώντας τη συννομή επ’ αυτού, κατά τον ίδιο τρόπο, όπως ο κληρονομούμενος πατέρας του, και, μάλιστα, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαίωμα τρίτου, Λίγα χρόνια μετά, ο ανωτέρω …………….., αποκτά και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του ακινήτου αυτού, με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω αγοράς από τους συγκυρίους – λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις διατάξεις της εξ αδιαθέτου διαδοχής του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου-, υιούς του ….., … και . ………………., δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….. Εδαφικό τμήμα 16.000 τμ. πώλησε το έτος 1925 δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/29.3.1925 πωλητήριου συμβολαίου του Συμβ/φου Σαλαμίνος στον ………, οπότε απέμεινε το ακίνητο των 95.987 τμ., που όπως προεκτέθηκε, απέκτησε το έτος 1961 η ………………. . – ……………….. Οι δικαιοπάροχοι αυτού …………. πατέρας των ………………. και … και ο αδελφός του …………. είχαν καταστεί κύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, της ανωτέρω μείζονος έκτασης, η οποία συνορεύει ανατολικά με ακίνητο κληρονόμων Παπαμιχαήλ, δυτικά με ακίνητο κληρονόμων ……….., κλπ. και βόρεια με θάλασσα (Κόλπο Αμπελακίων) και ακίνητα αγνώστων και νότια με θάλασσα επιφανείας 111.987 τμ., καθώς, είχαν εγκαταστήσει εντός αυτής ποιμνιοστάσια, τη χρησιμοποιούσαν ως βοσκότοπο και καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα της, (όπως και όλοι οι μετέπειτα διάδοχοι αυτών), στους οποίους είχε περιέλθει, πριν από το 1845, τις ίδιες δε πράξεις νομής αυτών συνέχισε ο …………, αρχικά ως συννομέας και τελικώς ως αποκλειστικός κύριος και νομέας. Τα όρια του ακινήτου, το ½ του οποίου αγόρασε ο ……………….., ενώ ήδη κατείχε το υπόλοιπο ½, όπως αναφέρονται στο με αρ. 136/1908 συμβόλαιο είναι ανατολικώς αγρός ……….., δυτικώς Καμίνια και αγρός ……….., αρκτικώς και μεσημβρινώς θάλασσα. Ως έκταση αναφέρεται έκταση 50 περίπου στρέμματα, όμως την εποχή εκείνη ήταν συνήθης πρακτική η έκταση να αναφέρεται κατά προσέγγιση (ώστε μπορεί να είναι και παραπάνω) με απλή αναφορά των ορίων. Το ίδιο ανατολικό όριο (κληρονόμοι Παπαμιχαήλ) αναφέρεται και στον τίτλο κτήσεως της . ………………., ταυτίζονται επίσης το βόρειο και νότιο όριο (αρκτικώς – μεσημβρινώς), που είναι η θάλασσα (προς βορράν κόλπος Αμπελακίων και νότο θάλασσα Σεληνίων). Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στο μέσο περίπου της ιδιοκτησίας της . ………………. και του δημοσίου κτήματος με αρ. ΑΒΚ … (βλ. το από 18.10.2011 διάγραμμα εφαρμογής του κόλπου «……..», βάσει του αρχικού από 27.2.1939 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών ……….. με τοποθέτηση του ΑΒΚ ……. και του επιδίκου ακινήτου και το από Ιανουάριο του 2009 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών ………. και ……….. της ιδίας υπηρεσίας) και στα όρια της κοινότητας στα όρια της τέως κοινότητας Αμπελακίων, σύμφωνα με την υπ αριθμόν ……./2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ………., αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού. Αφού συνεπώς το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στο μέσο περίπου της ιδιοκτησίας και προς νότο κρίνεται ότι περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσεως του απώτερου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος . ………………., χωρίς την ανάγκη αποσαφήνισης του εύρους της αληθινής έκτασης της ιδιοκτησίας αυτού, ή του δυτικού ορίου αυτής. Στο ανωτέρω από 27.3.1939 τοπογραφικό διάγραμμα, απεικονίζεται με αύξοντα αριθμό 12 το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ ……., το οποίο έχει εμβαδό 288.190 τ.μ., εντός του οποίου, όπως εκτέθηκε οριοθετείται η ιδιοκτησία της . ………………., όπου καταγράφεται ανατολικώς επίσης η ιδιοκτησία ……. και στη συνέχεια, προς νότον, (όπως είναι η διαμόρφωση της Χερσονήσου) ακολουθεί η θάλασσα. Κατά το ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα ο ………….., φέρεται να κατέχει μία πολύ μικρή έκταση στο βόρειο τμήμα της Χερσονήσου, από το έτος 1928 μόλις 3.860 στρεμμάτων, με αύξοντα αριθμό 7 και στο υπόμνημα του άνω τοπογραφικού αναφέρεται ότι η έκταση από την οδό προς Σελήνια έως τον αγρό του ………. είχε κατατμηθεί σε 8 μεγάλα γήπεδα κι έκτοτε δημοπρατείτο από την Οικονομική Εφορία Σαλαμίνας. Το έτος 1940 το Ελληνικό Δημόσιο, εξέδωσε σε βάρος του κληρονόμου αυτού …………….., το από 7 Μαρτίου του 1940 πρωτόκολλο γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρον 5 του Ν. 5595 Επιτροπής, με το οποίο του επέβαλε να πληρώσει ως μίσθωμα για τη χρήση τριάντα περίπου στρεμμάτων γης από την παραπάνω έκταση, το ποσό των 150 δραχμών για τα έτη 1928-1939. Όμως κατόπιν άσκησης ανακοπής από τον ανωτέρω το πρωτόκολλο αυτό ακυρώθηκε με την 27/29.7.1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος, καθώς κρίθηκε ότι «εκ των κατατεθέντων νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων εν συνδυασμώ προς τα υπ’ αριθμ. …../1908 συμβόλαια του Συμ/φούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνης …../1910 Συμ/φου Σαλαμίνος ……. και ……./1925 Συμ/φου Σαλαμίνος ……… απεδείχθη ότι η έκτασις η αφορώσα τα’ ανακοπτόμενα Πρωτόκολλα μετ΄άλλης συνεχομένης προς δυσμάς εκτάσεως ανήκεν εις τον πάπον του ανακόπτοντος …………. κατεχομένη και νεμομένη υπ’ αυτού μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος προ 50ετίας ότι περιήλθε αύτη εις τον υιόν του και πατέραν του ανακόπτοντος …. και τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1932 εις τον ανακόπτοντα όστις έκτοτε κατέχη και νέμεται ταύτην ήτοι απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είναι κύριος νομεύς και κάτοχος της εκτάσεως…». Εξάλλου οι Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων (υπήρχε σημείωση στο από 1939 τοπογραφικό ότι διεκδικούσαν το ολόκληρη την έκταση του το ΑΒΚ ……..) που καταγράφεται ως έκταση του Δημοσίου, ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων. Οι κοινότητες αυτές άσκησαν αγωγές κατά της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος . ………………. και ειδικότερα η Κοινότητα Σεληνίων, την από 5.8.1963 αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς (αριθ. έκθ. κατ.: ……../16-08-1963), ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία εδαφικού τμήματος τυγχάνει εμβαδού 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων, που είχε καταλάβει η εναγόμενη, ως κυρία (2) ακινήτων ακινήτων εμβαδών 456,250 και 6 στρεμμάτων, που είχε αποκτήσει, ως καθολική διάδοχος του Δήμου Σαλαμίνας και κατά τη σύσταση του ο Δήμος Σαλαμίνας και την από 15-04-1965 αγωγή της (αριθ. έκθ. κατ. ……/05-05-1965), με όμοιο περιεχόμενο, αγωγές όμως που ουδέποτε συζητήθηκαν. Η κοινότητα Αμπελακίων άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την από 30-12-1964 αγωγή της κατά της . ………………. (αριθ. έκθ. κατ. ……/30-12-1964), με την οποία, αφού στήριζε την κτήση κυριότητας στα περιστατικά που τη στήριζαν και οι αγωγές της τότε Κοινότητας Σεληνίων, ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, το οποίο, με βάση τα διαλαμβανόμενα, είχε καταλάβει, χωρίς νόμιμο δικαίωμα, η εναγόμενη, καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να της αποδώσει τη νομή αυτού. Η αγωγή όμως αυτή καταργήθηκε με εξώδικο συμβιβασμό (με αρ. αριθ. …../1969 ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………………. ., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 81/1969 απόφαση, και την υπ’ αριθ. πρωτ. …./10-06-1969 και κατόπιν, δυνάμει της υπ’ αριθ. 17802/1969 απόφασης της Νομαρχίας Πειραιώς, μετά την καταβολή από την τότε εναγόμενη προς την Κοινότητα Αμπελακίων ποσού 200.000 δρχ. Εξάλλου το έτος 1969 με την Ε13862/5745/2.8.1969 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών κι Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ 167/13.9.1969) κηρύχθηκε απαλλοτρίωση στη Χερσόνησο Κυνόσουρας στο βόρειο τμήμα αυτής καταλαμβάνοντας και τμήμα του ΑΒΚ ….. (βλ. το από 18.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα των αγρονόμου τοπογράφου ……… και τοπογράφου μηχανικού …….. της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς) για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένα του Πειραιά, υπέρ και με δαπάνες του ΟΛΠ. Διενεργήθηκε επίσης απαλλοτρίωση και στο νότιο τμήμα με την ΚΥΑ 342/175/16.2.1972 (ΦΕΚ 45/25.2.1972), η οποία ανακλήθηκε με την με αρ ΚΥΑ 4159/2170/Ν 11549/20.4.1975. Οι αποφάσεις κήρυξης απαλλοτρίωσης μεταγράφηκαν κανονικά στις μερίδες των φερόμενων ως ιδιοκτητών και μεταξύ αυτών και της . ………………., η οποία αναγνωρίστηκε δικαιούχος της αποζημίωσης με την με αρ. 44/1971 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (πρώτη απαλλοτρίωση). Για την ανακληθείσα δεύτερη απαλλοτρίωση, οι αρχικώς φερόμενοι δικαιούχοι ιδιώτες (μεταξύ των οποίων και η . ……………….) επρόκειτο να αποζημιωθούν για εδαφικά τμήματα που εμπίπτουν στο δημόσιο κτήμα ΑΒΚ …… και στην με αρ. 93/1974 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης αναφέρεται η ίδια ως φερόμενη δικαιούχος αποζημίωσης. Έπεται ότι αν επρόκειτο για αδιαμφισβήτητη έκταση που ανήκε στο Δημόσιο, δεν θα παρίστατο ανάγκη καθόλου να κηρυχθούν οι άνω απαλλοτριώσεις. Με αφορμή την πρώτη απαλλοτρίωση διενεργήθηκε έρευνα για τα δικαιώματα του Δημοσίου και τις καταπατήσεις εκτάσεων στη Χερσόνησο Κυνόσουρας, από την οποία προέκυψε ότι, εκτός από τις ίδιες τις καταχωρήσεις στα βιβλία δημοσίων κτημάτων, δεν κατέστη δυνατό να τεκμηριωθούν με άλλο τρόπο δικαιώματα του Δημοσίου, καθώς δεν υπήρχε καταχωρημένος τίτλος κτήσεως του Δημοσίου, ούτε στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων, ούτε στο υποθηκοφυλακείο (βλ. το με αρ. πρωτ. 15.10.1970 έγγραφο του μηχανικού ……… και Επιθεωρητή ………… και το με αρ. πρωτ. …./3.8.1974 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας …………….). Είναι ακόμα άξιο μνείας ότι η Οικονομική Εφορία Σαλαμίνας, στο με αριθμό …./1974 έγγραφο της, αναφέρει ότι τα δημόσια κτήματα ΑΒΚ ….. έως ΑΒΚ ….. συνολικού εμβαδού 402.060 τμ, αποτελούν αγρούς και όχι δασικές εκτάσεις, βρίσκονται εντός των ορίων της κοινότητας Αμπελακίων και το Ελληνικό Δημόσιο δεν κατέχει τίτλους ιδιοκτησίας. Σύμφωνα, δε, με το ανωτέρω έγγραφο, ήδη από το 1940 το Ελληνικό Δημόσιο κοινοποίησε στους αγρότες της περιοχής τα από 7-4-1940 πρωτόκολλα γνωμοδότησης, με τα οποία προσδιόρισε το απαιτούμενο μίσθωμα παρ αυτών για τις αυθαιρέτως κατεχόμενες εκτάσεις. Επί των ανωτέρω πρωτοκόλλων ασκήθηκαν από τους θιγόμενους ασκήσεις ανακοπής, επί των οποίων εκδόθηκαν οι υπ αριθμόν 19, 20, 21, 22, 24, 25, 26, 27, 29, 30, 31, 36, 38/1940 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, (η με αρ. 27/1940 αφορά όπως εκτέθηκε τον . ……………….), με τις οποίες ακυρώθηκαν όλα τα κοινοποιηθέντα πρωτόκολλα και το εναγόμενο καταδικάστηκε στη σχετική δαπάνη. Σύμφωνα με την από 18-11-1998 έκθεση ελέγχου της κτηματικής υπηρεσίας Πειραιά, το δημόσιο κτήμα ΑΒΚ ……, εμβαδού 288.180 τμ, αποτελεί αγροτεμάχιο, κείμενο στην περιοχή Αμπελακίων και αποτελείται από δομημένα και χέρσα τμήματα. Δεδομένου ότι η κοινότητα Σεληνίων ήταν αυτοτελής μέχρι την κατάργηση της με το ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244Α/1997), προκύπτει το συμπέρασμα ότι το εναγόμενο έχει αποδεχθεί σε σειρά εγγράφων του ότι το δημόσιο κτήμα ΑΒΚ ……. εμπίπτει στα όρια της τέως κοινότητας Αμπελακίων. Σύμφωνα με την υπ αριθμόν ……/2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ………., αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού, ως τοπωνύμιο ……. χαρακτηρίζεται η χερσόνησος που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της νήσου Σαλαμίνας, οριζόμενη Βορείως με τον όρμο Αμπελακίων, Κατόπιν αυτών η καταχώρηση του επιδίκου (και της ευρύτερης έκτασης που αυτό βρίσκεται) ως Δημοσίου κτήματος δεν τεκμηριώνει την κυριότητα του Δημοσίου και δεν αναιρεί τις πράξεις νομής του ενάγοντος και του δικαιοπαρόχων αυτού, οι οποίες ήταν συνεχείς και αδιάλλειπτες με αφετηρία, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, το έτος 1845, (νομή από τους απώτερους δικαιοπαρόχους ευρύτερης έκτασης 111.987 τμ και μετά πώληση τμήματος αυτής 16.000 τμ, έκτασης 95.987 τμ, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο). Απλώς το Ελληνικό Δημόσιο το έτος 1940 αμφισβήτησε τη νομή τους και κατά τα έτη 1963-1965, η νομή τους αμφισβητήθηκε αρχικά από την Κοινότητα Σεληνίων και, στη συνέχεια, από την Κοινότητα Αμπελακίων. Έτσι, στις 11.9.1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, ……………. είχε καταστεί κύριος με πρωτότυπο τρόπο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τριακονταετή νομή με καλή πίστη, με προσμέτρηση και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του. Σημειώνεται ότι τα περί άσκησης των προαναφερόμενων διακατοχικών πράξεων από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος ……….. έως την αγορά από την …………. έχουν γίνει δεκτά και με τις με αρ. 634/2017, 650/2017, 199/2018, 499/2018, 436/2019 και 437/2019, 286/2020 και 349/2020 ήδη τελεσίδικες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, επί αγωγών που άσκησαν οι κάτοικοι στην ίδια περιοχή που αγόρασαν ομοίως εδαφικά τμήματα από την ………….. Η κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως υπαλλήλου της κτηματικής υπηρεσίας Πειραιώς, δεν προσέθεσε κάτι επιπλέον διαφορετικό, πέραν των όσων ήδη σχολιάσθηκαν, αφού βασίζεται στο φάκελο της υπηρεσίας. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει με την έφεσή του, ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει και πρωτοδίκως, επικαλούμενο ότι το επίδικο αγροτεμάχιο ως τμήμα του υπ’ αριθ. ΑΒΚ ….. δημοσίου κτήματος συνολικής έκτασης 288.190 μ2, απέκτησε α) «δικαιώματι πολέμου», διότι αποτελούσε δημόσια γαία, που ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, β) άλλως ανήκε στους Οθωμανούς υπηκόους και κατελήφθη από αυτό την 21-1/3-2-1830, γ) άλλως ως δημόσια δασική έκταση, δ) άλλως, διότι αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο κατά την 3/15-12-1833, ε) άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας νεμόμενο αυτό με καλή πίστη από την Ελληνική Επανάσταση του έτους 1821 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής στ) άλλως, διότι ήταν αδέσποτο κατά την 21-6/10-7-1837, χωρίς να απαιτείτο η κατάληψή του. Όμως, ο άνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος : κατά το (α) σκέλος του ως μη νόμιμος, με δεδομένο ότι η Αττική και η νήσος Σαλαμίνα δεν κατακτήθηκε διά των όπλων, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τα (δ), (ε) και (στ) σκέλη του ως αόριστος, διότι το εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για την θεμελίωση αυτών περιστατικά (ποιός ήταν ο οθωμανός κύριος του επιδίκου ή πότε έγινε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο με πρόθεση παραιτήσεως από του δικαιώματος κυριότητας). ΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι αποτελούσε δασική έκταση πρέπει να σημειωθούν τα εξής : Το έτος 1845 ολοκληρώθηκαν στη νήσο Σαλαμίνα οι εργασίες της αρμόδιας, επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής, η οποία, με την υπ’ αριθ. 305/24-01-1845 απόφαση της, αναγνώρισε αυτά (δάση) ως ιδιωτικά, εκτός εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή ……………, γεγονός που επικυρώθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3208/2003. Στα τελευταία (δημόσια δάση) δεν περιλαμβάνεται το επίδικο γεωτεμάχιο (βλ. τα με αριθμ. πρωτ. ……./18.3.2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς και το με αρ. ……../7.2.2021 έγγραφο της Δασάρχη Πειραιά). Σύμφωνα με τα έγγραφα αυτά η ευρύτερη έκταση, στην οποία περιλαμβάνεται το επίδικο έφερε τα στοιχεία δασικής έκτασης στις αεροφωτογραφίες του 1945, χωρίς όμως εξειδίκευση των χαρακτηριστικών αυτής. Όμως το ΒΚ ……… Δημόσιο Κτήμα, μέρος του οποίου αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, και το επίδικο ακίνητο, καταγράφηκε το πρώτον ως δημόσια έκταση, συνολικού εμβαδού 288.180 τ.μ., περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε δασικό χαρακτήρα αυτού, καθώς στην περιθωριακή στήλη του οικείου Γενικού βιβλίου καταγραφής ως «Είδος Κτήματος», αναφέρεται ως «Τεμάχιον Γαιών». Συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο και η ευρύτερη περιοχή του περιλαμβανόταν σε δημόσια δασική έκταση, αφού δεν ανήκε στα δημόσια δάση της διαλυμένης Μονής ………., η δε καταχώρησή του ως Δημόσιο Κτήμα έγινε χωρίς καμία αναφορά στο δασικό του χαρακτήρα. Άλλωστε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου κυριότητας του εναγομένου επί δημόσιας δασικής έκτασης είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών” (βλ. ΑΠ 148/2016 ό.π.). Σημειώνεται επίσης ότι ο τρόπος απόκτησης κυριότητας από πλευράς του Δημοσίου θα πρέπει να στηρίζεται στη θετική επίκληση και απόδειξη από αυτό των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και όχι στην αρνητική επίκληση της όποιας έλλειψης παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης για τη θεμελίωση της δικής του κυριότητας, διότι από την ύπαρξη μιας τέτοιας έλλειψης δεν τεκμαίρεται η ύπαρξη κυριότητας του Δημοσίου (ΑΠ 368/2015). Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 21 παρ.13 του ν. 3208/2003 κατά την οποία στις ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις του άνω νόμου δεν υπάγονται οι καταγεγραμμένες στα βιβλία δημοσίων κτημάτων του υπουργείου Οικονομικών ως δημόσια κτήματα, δεν αναφέρεται στα δάση της νήσου Σαλαμίνας, αφού γι΄αυτά υπάρχει ειδική ρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση ως άνω ισχυρισμοί, όπως και ο ισχυρισμός για κτήση κυριότητας από αυτό με έκτακτη χρησικτησία, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικώς αβάσιμοι, αφού από το αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν οθωμανικό κτήμα ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ημερομηνία της 3/15-12-1833 ή ότι ήταν αδέσποτο. Εξάλλου η περιοχή κηρύχθηκε σε κτηματογράφηση στο πλαίσιο εργασιών για την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα προς τον Ν. 2308 /1995 και κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε με ΚΑΕΚ ……….. ως ιδιοκτησία του εναγομένου ΚΑΕΚ. Η αρχική, όμως, αυτή εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου, η οποία αφορά στο επίδικο ακίνητο είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητος, αφού, βάσει των προαναφερθέντων, αυτό ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και κάνοντας δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα ως κύριο του επιδίκου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με το ως άνω ΚΑΕΚ, εμβαδού 283,00 τμ. (280 κατά τον τίτλο κτήσης) ο ενάγων ως κύριος αυτού κατά ποσοστό 100%, με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, οι δε πλημμελείς σε ορισμένα σημεία αιτιολογίες συμπληρώνονται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν αυτού καθώς δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 § 2, 183 ΚΠολΔ και 22 § 1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 26.11.2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ