Βασίλειος Παπαβασιλείου
Οικονομολόγος, Μ.Β.Α.
Εισαγωγικά στοιχεία
Πλήθος επιχειρήσεων καλούνται να καλύψουν τις απολύτως μεταβαλλόμενες ανάγκες τους, οι οποίες κάποιες φορές διαμορφώνονται από περιστάσεις εκτός των ορίων οποιασδήποτε πρόβλεψης. Δεν είναι, όμως, δυνατό να διαθέτουν κάποιες φορές σημαντικό αριθμό εργαζομένων στη λογική «μήπως κάποια στιγμή κάποιον/κάποιους χρειαστώ», αφού τα σχετικά κόστη θα ήταν δυσβάστακτα και αποτρεπτικά. Κατάλληλη λύση για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις και περιπτώσεις είναι οι συμβάσεις ετοιμότητας.
Ειδικότερα, η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχει ως αντικείμενο τη θέση της εργασιακής δύναμης του μισθωτού (σωματικής ή πνευματικής), στη διάθεση των παραγωγικών σκοπών του εργοδότη. Στα πλαίσια της διεύρυνσης της έννοιας «παροχή εργασίας» έχει ενταχθεί και η ετοιμότητα του εργαζομένου για παροχή της εργασίας του, ως δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του και θέση της εργασιακής του δύναμης στη διάθεση του εργοδότη, για να τη χρησιμοποιήσει όποτε εκείνος κρίνει. Ουσιαστικά, η ετοιμότητα εργασίας υπάρχει όταν κάποιο πρόσωπο δέχεται να περιορίσει χρονικά την προσωπική του ελευθερία, για χάρη κάποιου άλλου προσώπου, με σκοπό να του προσφέρει μέσα στο χρόνο που συμφωνήθηκε εργασία, κάθε φορά που θα του ζητηθεί.
Η ετοιμότητα προς εργασία διακρίνεται σε δύο ιδιαίτερες μορφές, τη γνήσια ετοιμότητα για εργασία και την απλή ετοιμότητα ή ετοιμότητα κλήσης για παροχή εργασίας.
Σύμβαση ετοιμότητας προς εργασία υπάρχει όταν ο εργαζόμενος, κατά την κατάρτιση της σύμβασης ή κατά τη διάρκειά της, αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει είτε μερικώς, είτε πλήρως την ελευθερία των κινήσεών του υπέρ του εργοδότη του, χωρίς να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις στη διάθεση αυτού κάθε στιγμή. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται λόγος για απλή (μη γνήσια δηλαδή) σύμβαση ετοιμότητας.
Αντίθετα, αν ο μισθωτός έχει συμφωνήσει κατά τις ώρες εργασίας του να μην εργάζεται μεν παραγωγικά, αλλά να διατηρεί τις πνευματικές και τις σωματικές του δυνάμεις ενεργές υπέρ του εργοδότη, σε συγκεκριμένο χώρο και για συγκεκριμένο χρόνο, κρίνεται κατά την θεωρεία του δικαίου και τη νομολογία ότι πρόκειται για σύμβαση ετοιμότητας γνήσιας μορφής (Α.Π.1/2008, Α.Π.802/2003, Α.Π.1328/2006).
Ετοιμότητα προς εργασία και οι ιδιαίτερες μορφές συμβάσεων
Θεωρία και δικαστηριακή νομολογία έχουν δεχθεί ότι είναι καθ΄ όλα νόμιμη μία σύμβαση εργασίας που ρυθμίζεται από τα άρθρα 648 επ. του Αστικού Κώδικα και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 του Κώδικα αυτού, περί της ελευθερίας των συμβάσεων, αφού μία τέτοια συμφωνία δεν απαγορεύεται από κάποια άλλη διάταξη ουσιαστικού ή τυπικού νόμου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη σχετική νομολογία των δικαστηρίων, επί τη βάσει της οποίας και λειτουργεί το είδος αυτό των συμβάσεων, η διάκριση αυτή σε απλή και σε γνήσια έχει τις παρακάτω συνέπειες.
Στην πρώτη περίπτωση (απλή ή μη γνήσια), η σύμβαση φέρει μεν τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας των άρθρων 648 επ. του Α.Κ., λόγω, όμως, της ιδιομορφίας της δεν υπόκειται στις διατάξεις των ειδικών εργασιακού περιεχομένου νόμων ή Σ.Σ.Ε., αναφορικά με το ελάχιστο όριο αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυχτερινή, Κυριακή, υπερωριακή ή άλλη εργασία, σε ημέρα ανάπαυσης, γιατί αυτές αν δεν συμφωνήθηκε ειδικά με τη σύμβαση το αντίθετο, εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση κανονικής απασχόλησης ή πάντως σε περίπτωση διατήρησης σε εγρήγορση των σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων του μισθωτού στις καθορισμένες για κάθε περίπτωση ώρες (Ολ.Α.Π. 10/2009, Α.Π.962/2007, Α.Π.678/2007, Α.Π.1234/1990).
Αν, επομένως, με τη σύμβαση συμφωνήθηκε η διατήρηση των πνευματικών και σωματικών δυνάμεων του εργαζομένου για ορισμένο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο χρόνο ή ο τόπος στον οποίο αυτός θα αναμένει την κλήση του εργοδότη, για να αναλάβει την παραγωγική του εργασία ανάλογα με την ειδικότητά του, έχουμε τον τύπο και την μορφή της γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, επί της οποίας, κατά την πάγια νομολογία, εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί του νόμιμου μισθού, των προσαυξήσεων του μισθού, των υπερωριών, της κανονικής άδειας, των δώρων εορτών κ.λπ., αφού με αυτή τη μορφή της σύμβασης θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης κανονική απασχόληση και έτσι η κατάσταση της ετοιμότητας εξομοιώνεται με την κανονική εργασία. Τούτο δε, διότι εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας υπάρχει και εγρήγορση των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων του μισθωτού.
Η πρώτη μορφή της σύμβασης αυτής (απλή) εμφανίζεται νομολογιακά και με τη μορφή της ετοιμότητας κλήσης. Τη σύμβαση αυτή η δικαστηριακή νομολογία την αντιμετωπίζει ως προς τις έννομες συνέπειες, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει και την απλή ετοιμότητα προς εργασία, συνήθως δε εξισώνει τα δύο αυτά είδη της μη γνήσιας ετοιμότητας, αναφερόμενη σε αυτά εναλλακτικά, σαν να μην υφίσταται καμία διαφορά μεταξύ τους (Α.Π.124/2008, Α.Π. 802/2003).
Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τόσο στην απλή ετοιμότητα προς εργασία, όσο και στην ετοιμότητα κλήσης που ο εργαζόμενος δεν βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης, η διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά είδη ετοιμότητας είναι ουσιώδης.
- Στην απλή ετοιμότητα η δέσμευση της προσωπικής ελευθερίας του μισθωτού είναι όχι μόνο χρονική αλλά και τοπική, αφού ο εργαζόμενος δεν μπορεί να απομακρύνεται από τον τόπο εργασίας του.
- Στην ετοιμότητα κλήσης υπάρχει μόνο χρονική δέσμευση της ελευθερίας του μισθωτού, δυναμένου να βρίσκεται όπου επιθυμεί, υπό την μόνη προϋπόθεση ότι θα είναι διαρκώς δυνατή η επικοινωνία μαζί του.
Επομένως, ουσιαστικά, κατά την άποψη πάντα της νομολογίας, Στη γνήσια ετοιμότητα ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να βρίσκεται για ορισμένο χρονικό διάστημα ημερησίως στη διάθεση του εργοδότη, στον τόπο παροχής της εργασίας του, τελώντας σε κατάσταση διαρκούς σωματικής και πνευματικής εγρήγορσής, προκειμένου να προσφέρει την εργασία του αμέσως μόλις του ζητηθεί.
Αντίθετα, στην απλή ετοιμότητα ο εργαζόμενος είναι μεν επίσης υποχρεωμένος να βρίσκεται για ορισμένο χρόνο σε τόπο που έχει ορίσει ο εργοδότης και να είναι έτοιμος να παράσχει την εργασία του μόλις του ζητηθεί, κατά τη διάρκεια, όμως, αυτής της ετοιμότητας δεν τελεί σε κατάσταση διαρκούς σωματικής και πνευματικής εγρήγορσης, αλλά δύναται να χρησιμοποιεί τον χρόνο του κατά βούληση, δηλαδή ακόμη και να αναπαύεται ή να κοιμάται ή να αυτοαπασχολείται, ως ανεξάρτητος επαγγελματίας για να μπορεί να μετακινείται όταν χρειασθεί.
Τέλος, στην ετοιμότητα κλήσης ο εργαζόμενος βρίσκεται σε τόπο που ο ίδιος έχει επιλέξει, χωρίς να έχει τις σωματικές και τις πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση. Οφείλει, όμως, να φροντίσει ώστε να είναι κάθε στιγμή δυνατή η επικοινωνία μαζί του, ώστε αν χρειαστεί να μπορέσει να προσφέρει την εργασία του όσο πιο σύντομα γίνεται.
Μερική απασχόληση – τηλεργασία και ετοιμότητα προς εργασία
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/1990 «…αν η μερική απασχόληση έχει καθοριστεί με ημερήσιο ωράριο μικρότερης διάρκειας από το κανονικό, η παροχή της συμφωνημένης εργασίας των μερικώς απασχολούμενων πρέπει να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μία φορά την ημέρα.» Ωστόσο, με το άρθρο57 του Ν.4808/2021 το πλαίσιο απασχόλησης των μερικώς απασχολούμενων μεταβλήθηκε, αφήνοντας περιθώρια για καταστρατηγήσεις.
Συγκεκριμένα, δόθηκε η δυνατότητα να παρέχεται εργασία σε διάστημα μη συνεχόμενο, σε σχέση με το συμφωνημένο ωράριο της ίδιας ημέρας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί ημερήσιας ανάπαυσης. Ως δικλίδα ασφαλείας ο νομοθέτης εισάγει μόνο τη σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου. Η ρύθμιση αυτή δημιουργεί μεγαλύτερο προβληματισμό σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η σύμβαση μερικής απασχόλησης συνδυάζεται με καταστάσεις απλής ετοιμότητας προς εργασία. Δημιουργώντας, έτσι, τον κίνδυνο εργαζόμενοι με συμβάσεις απασχόλησης μιας ή δύο ωρών να βρίσκονται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, καλούμενοι να εργαστούν ξανά για μικρό χρονικό διάστημα μετά από αναμονή πολλών ωρών, χωρίς μάλιστα να γίνεται μνεία σε οποιοδήποτε όριο κλήσεων για παροχή πρόσθετης εργασίας στη μερική απασχόληση.
Η σύμβαση τηλεργασίας, λόγω του ευέλικτου χαρακτήρα της, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ανάμεσα στα όρια χρόνου εργασίας και ελεύθερου χρόνου.
Οι δυνατότητες τηλεργασίας και τηλε-ετοιμότητας των απασχολούμενων συχνά δυσχεραίνουν τον υπολογισμό του εργάσιμου χρόνου και οδηγούν στη μείωση της αμειβόμενης εργασίας, αλλά και στην παράλληλη διεύρυνση της δέσμευσης του εργαζομένου. Τα ανωτέρω ζητήματα επιχείρησε να επιλύσει ο Ν.4808/2021 με το άρθρο 67, προβλέποντας ότι εντός οκτώ (8) ημερών από την έναρξη της τηλεργασίας ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, τους όρους εργασίας που διαφοροποιούνται λόγω της τηλεργασίας και εφόσον υπάρχει συμφωνία περί τηλε-ετοιμότητας τα χρονικά όρια αυτής και τις προθεσμίες ανταπόκρισης του εργαζομένου.
Οδηγίες και Προεδρικά Διατάγματα
Η πάγια θέση της δικαστηριακής νομολογίας για την διάκριση μεταξύ της γνήσιας και της απλής ετοιμότητας προς εργασία, αναφορικά με το θέμα της αμοιβής του μισθωτού, δεν διαφοροποιείται με το Π.Δ. 88/1999, με το οποίο εναρμονίσθηκε το εσωτερικό δίκαιο με την 93/104 Ε.Κ. Οδηγία του Συμβουλίου της 23/11/1993, η οποία τροποποιήθηκε με την 2000/34 Ε.Κ. Οδηγία του Συμβουλίου της 22/6/2000 και σε συμμόρφωση προς αυτήν το Π.Δ. 88/1999 τροποποιήθηκε με το Π.Δ.76/2005. Με την 2003/88/Ε.Κ. του Συμβουλίου της 4/11/2003 κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις για την οργάνωση του χρόνου εργασίας, η οποία ουσιαστικά κωδικοποίησε τις διατάξεις των δύο προηγούμενων Οδηγιών.
Εν κατακλείδι
Οι συμβάσεις ετοιμότητας για συγκεκριμένες δραστηριότητες και κλάδους επιχειρήσεων αποτελούν μια απτή ανάγκη. Σε πολλές επιχειρήσεις εξάλλου λειτουργούν ήδη και παράγουν θετικά αποτελέσματα τόσο για τις ίδιες, όσο και για τους εργαζόμενους.
Η νομιμότητα της σύναψής τους δεν αμφισβητείται.
Το ρυθμιστικό τους πλαίσιο, εντούτοις, καθορίζεται μόνον νομολογιακά και όχι νομοθετικά. Το δεδομένο αυτό οδηγεί, κατ΄ αναπόφευκτη συνέπεια, σε ανασφάλεια δικαίου, επηρεάζοντας τους εργαζόμενους και ιδιαιτέρως τις επιχειρήσεις.
Τέλος, οι αποφάσεις για τις συμβάσεις ετοιμότητας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες συγκεκριμένων κλάδων και επιχειρήσεων, τις αυξημένες ανάγκες τους να διαθέτουν εργαζόμενους σε ετοιμότητα σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ή/και για συγκεκριμένες δραστηριότητες, τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας και την πραγματικότητα που αυτή διαμορφώνει, αλλά και την προστασία των εργαζομένων.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2024 του περιοδικού Epsilon7. Στο πλήρες άρθρο, μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά και στη διαφορετική νομική μεταχείριση στα διάφορα ήδη ετοιμότητας και στη σχετική νομολογία.