Με την ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαιώσεως, δεν επιτρέπεται παρεμπίπτων έλεγχος λόγων κατά του κύρους του νομίμου τίτλου, βάσει του οποίου εχώρησε η ταμειακή βεβαίωση, η δε δυνατότητα προβολής, με την ανακοπή, λόγων αναγομένων στην βασιμότητα του νόμιμου τίτλου, όταν δεν υφίσταται δεδικασμένο, αφορά στην περίπτωση, κατά την οποία δεν προβλέπεται προσφυγή ουσίας κατά του νομίμου τίτλου και, ενώ έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατ’ αυτού, δεν έχει ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση που να κρίνει την νομιμότητα του. Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, εξετάζονται, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθούν, ισχυρισμοί περί αποσβέσεως της οφειλής, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αφορώντες στην παραγραφή των αξιώσεων του Δημοσίου, εφ’ όσον αποδεικνύονται αμέσως. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε καθ’ ερμηνεία της διατάξεως της παραγράφου 5 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, σε συμφωνία, άλλωστε, με την περαιτέρω παρατεθείσα στην σκέψη 5 της σχετικής νομολογίας, ότι είναι εξεταστέος από τα δικαστήρια της ουσίας σε δίκη ανοιγείσα με ανακοπή κατά ταμειακής βεβαιώσεως, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθεί, ισχυρισμός διαδίκου που αφορά στην κάθε μορφής απόσβεση της οφειλής, στην οποία περιλαμβάνεται και η παραγραφή, εφ’ όσον αποδεικνύεται αμέσως. Επομένως, για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται παραδεκτώς αλλά και βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, ενώπιον του οποίου πρέπει να παραπεμφθεί για νέα νόμιμη κρίση η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, κατ’ εκτίμηση, δε, των περιστάσεων πρέπει το Δημόσιο να απαλλαγεί της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος.
Αριθμός 567/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 1η Απριλίου 2024, με την εξής σύνθεση: Μαρίνα Παπαδοπούλου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Ειρήνη Σταυρουλάκη, Σύμβουλοι, Δημήτριος Τομαράς, Καλλιόπη Κατρά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Σταυρούλα Χάρου, Γραμματέας του Στ’ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 12 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση:
του ., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (.), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Βασίλειο Γεωργίου (A.M. 12180), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου (Α.Α.Δ.Ε.), το οποίο παρέστη με τη Σοφία Μπίκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεως της.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4516/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ειρήνης Σταυρουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το υπ’ αριθμ. κωδ. πληρωμής ./14.2.2020 ηλεκτρονικό παράβολο).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 4516/2019 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 11095/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση απερρίφθη ανακοπή του αναιρεσείοντος κατά της ./4.12.2012 πράξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αμαρουσίου Αττικής, με την οποία είχε βεβαιωθεί ταμειακώς σε βάρος του ποσό ύψους 343.849,86 ευρώ (πλέον νομίμων προσαυξήσεων) αφορών σε πρόστιμα επιβληθέντα σε βάρος του ιδίου με την 2./15.6.2012 πράξη της ως άνω φορολογικής αρχής λόγω παραβάσεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, συνισταμένων στην έκδοση και λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων κατά την χρήση 2003.
3. Επειδή, κατά την έννοια των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213) και 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α’ 240), για το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως επί διαφοράς με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση να προβάλει και να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα περί την ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 578/2023, 1965/2021 7μ., 2880, 1470/2020, 3005, 1782, 389/2019, 969, 261/2018, 1415/2017). Το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν μπορεί να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την συνδρομή λόγων που θεμελιώνουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά την παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 και δη να λάβει αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν τυχόν αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων ή δικαστηρίων της ουσίας καθ’ ότι, όπως προεκτέθηκε, το δικονομικό αυτό βάρος φέρει κατά νόμο αποκλειστικώς ο αναιρεσείων (ΣτΕ 2410, 2361/2020, 58/2019, 2359, 2026/2018, 1918/2017, 2173/2016 7μ., 4016/2015, 2016/2014). Ως νομολογία, δε, νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρισίμου νομικού ζητήματος και όχι επί αναλόγου ή παρομοίου (ΣτΕ 1579/2022, 1965/2021 7μ., 2896/2020, 3005, 2128, 1780, 389/2019, 1963/2018 7μ., 2173/2016 7μ., 4163/2012 7μ.). Περαιτέρω, το απαράδεκτο λόγω μη προβολής αυτοτελών και συγκεκριμένων ισχυρισμών με το ανωτέρω περιεχόμενο δεν μπορεί να θεραπευθεί με βάση την προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, με την οποία μπορεί απλώς να γίνει το πρώτον, το αργότερο μέχρι την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επίκληση ορισμένης, αντίθετης προς την αναιρεσιβαλλομένη, νομολογίας, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι με το εισαγωγικό δικόγραφο έχει τεθεί το αντίστοιχο συγκεκριμένο νομικό ζήτημα με προβολή σχετικού λόγου και έχει προβληθεί, ειδικώς ως προς το εν λόγω νομικό ζήτημα, συγκεκριμένος ισχυρισμός περί ελλείψεως νομολογίας ή περί αντιθέσεως της κρίσεως της αναιρεσιβαλλομένης προς νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 2198, 578, 336/2023, 917, 776/2022, 1590, 764/2021, 1216/2020, 2953, 2670, 631/2020, 2664, 960/2019, 2304, 1365, 678, 436, 131/2018, 1019, 1965/2017).
4. Επειδή, εξ άλλου, ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ, Ν.Δ. 356/1974, Α’ 90), ορίζει ότι τα δημόσια έσοδα, προκειμένου να εισπραχθούν, βεβαιώνονται στις αρμόδιες για την είσπραξη υπηρεσίες δυνάμει του νομίμου τίτλου με τον οποίο έχει προσδιορισθεί το ποσό και η αιτία της σχετικής οφειλής, βάσει, δε, της βεβαιώσεως αυτής αποστέλλεται στον οφειλέτη σχετική «ατομική ειδοποίηση» (άρθρα 1-4). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 63 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, Ν. 2717/1999, Α’ 97), σε προσφυγή ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπόκεινται, μεταξύ άλλων, οι διοικητικές πράξεις, με τις οποίες καταλογίζονται φόροι ή επιβάλλονται κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας. Περαιτέρω, το Δεύτερο Μέρος του ΚΔΔ («Ειδικές Διαδικασίες»), περιλαμβάνει Τμήματα, εκ των οποίων το Πρώτο («Διαδικασία διαφορών διοικητικής εκτέλεσης») περιλαμβάνει Τίτλους, ο Πρώτος των οποίων («Διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημόσιων εσόδων») περιλαμβάνει επτά Κεφάλαια, εκ των οποίων το Κεφάλαιο Β’ («Ανακοπή») ορίζει, στο άρθρο 217 («Προσβαλλόμενες πράξεις») ότι «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) …», στο άρθρο 224 («Εξουσία του δικαστηρίου») ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημα της. 2. … 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος κατά το νόμο και τα πράγματα του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφ’ όσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχο του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. Ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει, δε, να αποδεικνύονται αμέσως» και στο άρθρο 225 ότι «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή τροποποίηση της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής».
5. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 217 του ΚΔΔ ευθέως συνάγεται από τον τίτλο και το γράμμα της αλλά και από την οικεία εισηγητική έκθεση ότι σκοπεί στην εξαντλητική ρύθμιση του σχετικού ζητήματος και δεν προβλέπει δυνατότητα ασκήσεως, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ανακοπής κατά των διοικητικών πράξεων που συνιστούν νόμιμο τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 2 (παρ. 1 και 2, περ. α’) του ΚΕΔΕ. Ειδικώς επί φορολογικών διαφορών, λόγω της προβλέψεως του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής κατά του νομίμου τίτλου, δεν παρέχεται δυνατότητα προβολής παραπόνων το πρώτον με την ανακοπή και με βάση τον νόμο περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων (ΣτΕ 190/2013 – πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 828, 829/2010, Ολομ. 2040/2007, Ολομ. 3325-6/1995), ήτοι το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή δεν μπορεί να εξετάσει λόγο που αμφισβητεί το κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως, για την οποία γίνεται η εκτέλεση, σε περίπτωση που ο ανακόπτων έχει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξεως ενώπιον δικαστηρίου αποφαινομένου με δύναμη δεδικασμένου (ΣτΕ 120/2018, 4432/2011 – πρβλ. ΣτΕ 3322, 1825/2010). Επομένως, η πρόβλεψη δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξεως, ήτοι του νομίμου τίτλου, συνεπάγεται ότι, με την ανακοπή κατά της ταμειακής βεβαιώσεως, δεν επιτρέπεται παρεμπίπτων έλεγχος λόγων κατά του κύρους του ως άνω νομίμου τίτλου, βάσει του οποίου εχώρησε η ταμειακή βεβαίωση (ΣτΕ 243/2020, 644/2018, 3661/2011 – πρβλ. ΣτΕ 120/2018), η δε δυνατότητα προβολής, με την ανακοπή, λόγων αναγομένων στην βασιμότητα του νόμιμου τίτλου, όταν δεν υφίσταται δεδικασμένο, αφορά στην περίπτωση, κατά την οποία δεν προβλέπεται προσφυγή ουσίας κατά του νομίμου τίτλου και, ενώ έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατ’ αυτού, δεν έχει ακόμη εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση που να κρίνει την νομιμότητα του (ΣτΕ 120/2018). Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, εξετάζονται, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθούν, ισχυρισμοί περί αποσβέσεως της οφειλής, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αφορώντες στην παραγραφή των αξιώσεων του Δημοσίου, εφ’ όσον αποδεικνύονται αμέσως (ΣτΕ 2478, 2196-7/2023, 392/2017). Περαιτέρω, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι, γενικώς, η παραγραφή αξιώσεων του Δημοσίου κατά ιδιώτη θα μπορούσε να εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, πάντως, κατά τις ειδικές εν προκειμένω ρυθμίσεις του άρθρου 224 του ΚΔΔ, ο αυτεπάγγελτος αυτός έλεγχος δεν επιτρέπεται στις αγόμενες με ανακοπή, ασκούμενη κατά τους ορισμούς του ΚΔΔ, διαφορές του ΚΕΔΕ (ΣτΕ 4432/2011, 1732/2016 – πρβλ. ΣτΕ 2152/2010).
6. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατά της προαναφερθείσας, από 15-6-2012, καταλογιστικής των επίμαχων προστίμων του ΚΒΣ πράξεως της φορολογικής αρχής, παρ’ ότι αυτή του κοινοποιήθηκε, ο αναιρεσείων δεν άσκησε προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου αλλά, το πρώτον με ανακοπή του κατά της από 4-12-2012 ταμειακής βεβαιώσεως, προέβαλε πλημμέλειες της ως άνω πράξεως επιβολής των προστίμων. Ειδικότερα, προέβαλε ότι η εν λόγω πράξη α) εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη κλήση του προς παροχή εξηγήσεων, β) στηρίχθηκε σε εσφαλμένες και ανύπαρκτες νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, γ) η Διοίκηση δεν απέδειξε την εικονικότητα των τιμολογίων για την έκδοση και λήψη των οποίων εκδόθηκε, δ) στερείται επαρκούς αιτιολογίας, ε) ερείδεται επί άκυρης εκθέσεως ελέγχου, στ) ο καταλογισμός του προστίμου, το οποίο ήταν υπερβολικό και εξοντωτικό, δεν εχώρησε κατ’ ορθή εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 2523/1997 και 1642/1986, ζ) το πρόστιμο έπρεπε να καταλογισθεί όχι σε βάρος του αλλά σε βάρος των πράγματι υποκρυπτόμενων προσώπων που διενήργησαν τις σχετικές πράξεις και συναλλαγές, η) δεν εστοιχειοθετείτο το αδίκημα της συνέργειας σε απάτη, για την τέλεση του οποίου, εν όψει της αποδιδόμενης σε αυτόν φορολογικής παραβάσεως, είχε κινηθεί ποινική διαδικασία σε βάρος του, και θ) είχε παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει τούτο, λόγω παρόδου πενταετίας από τον χρόνο που φερόταν να έχει λάβει χώρα η σε βάρος του αποδιδομένη φορολογική παράβαση. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής, στο σύνολο τους, δεν μπορούσαν να εξετασθούν παρεμπιπτόντως, εφ’ όσον ανάγονταν αποκλειστικώς στην νομιμότητα της καταλογιστικής πράξεως της φορολογικής αρχής, που αποτέλεσε τον νόμιμο τίτλο της επίδικης ταμειακής βεβαιώσεως, κατά της οποίας (καταλογιστικής πράξεως) προβλέπεται άσκηση προσφυγής.
7. Επειδή, ανεξαρτήτως αφ’ ενός του ότι, προφανώς εκ παραδρομής, η οικεία της ένδικης ταμειακής βεβαιώσεως καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής περιγράφεται στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ως “3./27-5-2011” αντί του ορθού “2./15-6-2012” αλλά και ανεξαρτήτως αφ’ ετέρου του παραδεκτού ή μη της προβολής τους εξ απόψεως των κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, προϋποθέσεων, όλοι οι παρατεθέντες στην προηγουμένη σκέψη λόγοι, περιλαμβανομένου του περί αθωώσεως του αναιρεσείοντος για τις επίμαχες φορολογικές παραβάσεις με αμετάκλητες αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων (ΣτΕ 190/2013, σκ. 5), πλην του αφορώντος στην παραγραφή λόγου (περί του οποίου βλ. επόμενη σκέψη), οι οποίοι επαναλαμβάνονται με την κρινομένη αίτηση, είναι, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, απορριπτέοι, προεχόντως ως νόμω αβάσιμοι. Και τούτο, διότι, όπως νομίμως, κατά τούτο, κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ανάγονται σε πλημμέλειες του οικείου νομίμου τίτλου, οι οποίες δεν δύνανται, κατ’ άρθρο 224 παρ. 4 του ΚΔΔ, να ελεγχθούν παρεμπιπτόντως στην επί της ανακοπής δίκη επ’ ευκαιρία προσβολής της οικείας ταμειακής βεβαιώσεως, εφ’ όσον κατά της καταλογιστικής των επίμαχων προστίμων πράξεως της φορολογικής αρχής προβλεπόταν η άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής. Περαιτέρω, εφ’ όσον, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, στις αγόμενες με ανακοπή διαφορές του ΚΕΔΕ δεν επιτρέπεται, πάντως, κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 224 του ΚΔΔ, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου κατά του ιδιώτη, στις οποίες βασίσθηκε ο νόμιμος τίτλος και, συνακολούθως, η ταμειακή βεβαίωση της οικείας οφειλής, είναι ομοίως απορριπτέα, εν πάση περιπτώσει, ως νόμω αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση.
8. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η έκδοση και κοινοποίηση του νομίμου τίτλου, ήτοι της ανωτέρω ./15-6-2012 καταλογιστικής των επίμαχων προστίμων του ΚΒΣ πράξεως της φορολογικής αρχής, εχώρησε σε χρόνο, κατά τον οποίο το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή των εν λόγω προστίμων είχε [σύμφωνα με τα άρθρα 68 παρ. 2 περ. α’ και 84 παρ. 1 και 4 περ. β’ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α’ 151) και 9 παρ. 5 του ν. 2523/1997 (Α’ 179) – βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 512/2022] παραγραφεί, ήτοι σε χρόνο πέραν της πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορούσαν οι καταλογισθείσες φορολογικές παραβάσεις (2003) και ότι, συνεπώς, μη νομίμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε, κατ’ επίκληση της παραγράφου 4 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, ότι (ούτε) το ζήτημα της, κατά τα ανωτέρω, συμπληρώσεως της πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος της φορολογικής αρχής να εκδόσει και να κοινοποιήσει στον αναιρεσείοντα τον νόμιμο τίτλο ήταν, παρά την προβολή σχετικής ενστάσεως από τον τελευταίο, παρεμπιπτόντως εξεταστέο από τα δικαστήρια της ουσίας, ως αναγόμενο στο κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως του Δημοσίου, λόγω της κατά νόμο δυνατότητας ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής κατά του ως άνω νομίμου τίτλου, την οποία ο αναιρεσείων δεν άσκησε. Επομένως, ο αναιρεσείων θέτει με το εισαγωγικό δικόγραφο το νομικό ζήτημα της δυνατότητας αλλά και της υποχρεώσεως, ή μη, εξετάσεως ισχυρισμού διαδίκου περί παρεμπίπτοντος ελέγχου, από τα δικαστήρια της ουσίας, στο πλαίσιο δίκης ανοιγείσης με ανακοπή κατά ταμειακής βεβαιώσεως, λόγων περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να εκδόσει και να κοινοποιήσει στον βαρυνόμενο την αποτελούσα τον νόμιμο τίτλο καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του οικείου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, μεταξύ, δε, άλλων αποφάσεων γίνεται σχετικώς ρητή επίκληση, παραδεκτώς σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 3 της παρούσας, με το κατατεθέν πριν από την συζήτηση της υποθέσεως, στις 29-3-2024, υπόμνημα του αναιρεσείοντος, της 392/2017 αποφάσεως του Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε καθ’ ερμηνεία της διατάξεως της παραγράφου 5 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, σε συμφωνία, άλλωστε, με την περαιτέρω παρατεθείσα στην σκέψη 5 της παρούσας σχετική νομολογία, ότι είναι εξεταστέος από τα δικαστήρια της ουσίας σε δίκη ανοιγείσα με ανακοπή κατά ταμειακής βεβαιώσεως, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθεί, ισχυρισμός διαδίκου που αφορά στην κάθε μορφής απόσβεση της οφειλής, στην οποία περιλαμβάνεται και η παραγραφή, εφ’ όσον αποδεικνύεται αμέσως. Επομένως, για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται παραδεκτώς αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, και βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, ενώπιον του οποίου πρέπει να παραπεμφθεί για νέα νόμιμη κρίση η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, κατ’ εκτίμηση, δε, των περιστάσεων πρέπει το Δημόσιο να απαλλαγεί της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος.
Δ ι ά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί, κατά το αιτιολογικό, την 4516/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση για νέα νόμιμη κρίση.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου.
Κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων απαλλάσσει το Δημόσιο της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2024
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Απριλίου 2024.
Ο Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος