ΣτΕ 685/2019 Ολομ.
Πρόεδρος : Αικ. Σακελλαροπούλου
Εισηγητής : Χρ. Ντουχάνης, Σύμβουλος
1. […]
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 34844/11.7.2016 κοινής απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΑΑΠ 145), με την οποία ορίσθηκαν τα κριτήρια προσδιορισμού της οικιστικής πύκνωσης, κατά την έννοια του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 153 παρ. ΙΑ του ν. 4389/2016 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο.
2. […]
3. […]
4. […]
5. […]
6. […]
7.Επειδή, οι διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη (παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με τα άρθρα 55 ν. 4030/2011 και 7 παρ. 10 του ν. 4164/2013 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 153 παρ. ΙΑ΄ του ν. 4389/2016) μεριμνούν ώστε στο χαρτογραφικό υπόβαθρο του υπό κατάρτιση δασικού χάρτη, ο οποίος θα περιλαμβάνει (άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 3889/2010) τις υπαγόμενες στη δασική νομοθεσία εκτάσεις και μόνον αυτές, να επισημανθούν ευκρινώς δύο κατηγορίες εκτάσεων: οι πρώτες, εμφαινόμενες με περίγραμμα πορτοκαλί χρώματος, απoτελούν εκτάσεις είτε πολεοδομημένες είτε εμπίπτουσες εντός οικισμών οριοθετημένων κατά τις πάγιες διατάξεις, ανάλογα με την κατηγορία τους [προϋφιστάμενοι του 1923 (από 2.3.1981 πρ. δ/μα, Δ΄ 138), οικισμοί κάτω των 2.000 κατοίκων (από 24.4.1985 πρ. δ/μα, Δ΄ 181) κ.λπ.]. Οι δεύτερες επισημαίνονται με περίγραμμα κίτρινου χρώματος και συνιστούν εκτάσεις που είτε δεν έχουν, μεν, πολεοδομηθεί, αλλά έχουν περιληφθεί σε μη εγκεκριμένα σχέδια πόλεων (ν. δ. της 17.7.1923) ή πολεοδομικές μελέτες (ν. 1337/1983), είτε εμπίπτουν σε οικισμούς που δεν έχουν, μεν, οριοθετηθεί κατά τις διατάξεις που αναφέρονται παραπάνω, αλλά με άλλες, έστω και αν αυτές δεν παρέχουν, ενδεχομένως, ασφαλή εικόνα για τα χαρακτηριστικά τους, ή δεν έχουν σαφή όρια και ορίζονται μόνο με ακτίνα από ορισμένο σημείο, ή προϋφίστανται αναμφιβόλως του έτους 1923, αλλά, παρά ταύτα, δεν έχουν οριοθετηθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ή, τέλος, εμπίπτουν σε υπό εκπόνηση σχέδια πόλεως ή πολεοδομικές μελέτες ή υπό καθορισμό όρια οικισμών κάτω των 2000 κατοίκων. Οι εκτάσεις των δύο αυτών κατηγοριών αποτυπώνονται στα χαρτογραφικά υπόβαθρα των δασικών χαρτών για διαφορετικούς λόγους. Οι εκτάσεις των πορτοκαλί περιγραμμάτων, όσες, δηλαδή, έχουν πολεοδομηθεί ή εμπίπτουν εντός οικισμών νομίμως και κανονικώς οριοθετημένων, επισημαίνονται προκειμένου να μη συμπεριληφθούν στους δασικούς χάρτες, αφού, με την εξαίρεση των πάρκων και αλσών, ως προς τα οποία εφαρμόζεται η δασική νομοθεσία (άρθρο 23 παρ. 3 του ν. 3889/2010), καθώς και των εκτάσεων δασικού χαρακτήρα που, κατ’ εξαίρεση και υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία (ΣτΕ 1980/2017 επταμ., σκ. 9, 3369/2014 επταμ. σκ. 6, 838/2014 επταμ. σκ. 12), μπορούν να εντάσσονται σε σχέδιο πόλεως, επί των εκτάσεων αυτών δεν έχει εφαρμογή, κατά γενικό κανόνα, η δασική νομοθεσία. Και τούτο, διότι η θεμελιώδης αντίληψη του, κατ’ αρχήν, αλληλοαποκλεισμού του δασικού χαρακτήρα ορισμένης έκτασης και της πολεοδόμησής της, από την οποία εμφορείται αρχήθεν ο νομοθέτης (άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 998/1979, Α΄ 289), διατηρήθηκε και μετά τις τροποποιήσεις του άρθρου 3 που επέφερε, αφενός, το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3208/2003 (Α΄ 303) και, αφετέρου, το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3818/2010 (Α΄ 17). Αντιθέτως, οι εκτάσεις κίτρινου περιγράμματος επισημαίνονται και αυτές στα χαρτογραφικά υπόβαθρα, όχι, όμως, για να αποσυνδεθούν οριστικώς από το περιεχόμενο του υπό εξέλιξη δασικού χάρτη, όπως οι εμφαινόμενες με πορτοκαλί, αλλά για να εξαιρεθούν από την ανάρτηση και, κατά συνεκδοχή, από τη διαδικασία υποβολής ενστάσεων και εξέτασής τους, που ενεργοποιεί η ανάρτηση. Οι εκτάσεις αυτές δεν θεωρούνται, επομένως, αποσυνδεδεμένες από τη δασική νομοθεσία, όπως συμβαίνει, καταρχήν, με τις εκτάσεις του πορτοκαλί περιγράμματος, αλλά η διάγνωση του δασικού ή μη χαρακτήρα τους παραμένει εκκρεμής μέχρι την ολοκλήρωση της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 24 του ν. 3889/2010, ανάλογα με την έκβαση της οποίας συμπληρώνονται οι δασικοί χάρτες (άρθρο 24 παρ. 6 του ν. 3889/2010, όπως ισχύει).
8. […]
9. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση του δευτέρου εδαφίου του ως άνω άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 34844/11.7.2016 κοινή απόφαση του Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΑΑΠ 145), με την οποία ορίσθηκαν τα κριτήρια προσδιορισμού της οικιστικής πύκνωσης, κατά την έννοια του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως ισχύει [..].
10. Επειδή, με την 1942/2017 παραπεμπτική απόφαση του Ε΄ Τμήματος προς την Ολομέλεια, η οποία εκδόθηκε επί της παρούσης αιτήσεως, οι διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 153 παρ. ΙΑ΄ του ν. 4389/2016, κατ’ εξουσιοδότηση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, κρίθηκαν ως αντίθετες προς το Σύνταγμα από δύο απόψεις. Κρίθηκε, κατά πρώτον, ότι οι ως άνω εξουσιοδοτικές διατάξεις προσκρούουν στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι περιέχουν τον όρο της “οικιστικής πύκνωσης”, χωρίς, όμως, να τον προσδιορίζουν εννοιολογικώς ούτε να προβλέπουν τα χαρακτηριστικά της οικιστικής πύκνωσης ή ορισμένη διαδικασία για το χαρακτηρισμό της, αναθέτουν δε εξ ολοκλήρου την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών στη Διοίκηση με την έκδοση υπουργικής απόφασης και όχι προεδρικού διατάγματος, όπως θα ήταν, συνεπεία των ανωτέρω, επιβεβλημένο. Κρίθηκε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία, ότι οι ίδιες εξουσιοδοτικές διατάξεις, οι οποίες εξαιρούν από την ανάρτηση των δασικών χαρτών τις δασικές περιοχές που περικλείονται από το περίγραμμα ιώδους χρώματος των οικιστικών πυκνώσεων, είναι αντίθετες και με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο δε, διότι για αυτές δεν προβλέπεται, πάντως, άλλη διαδικασία για τη διάγνωση του τυχόν δασικού τους χαρακτήρα, η οποία να υποκαθιστά την ανάρτηση και την υποβολή ενστάσεων, όπως συμβαίνει προκειμένου περί των εκτάσεων που απεικονίζονται με κίτρινο περίγραμμα (βλ. άρθρο 24 του ν. 3889/2010), με αποτέλεσμα οι εν λόγω δασικές εκτάσεις του ιώδους περιγράμματος να μην συμπεριληφθούν στους δασικούς χάρτες, οποτεδήποτε αυτοί κυρωθούν.
11. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 522-4/2015 Ολομ., 2307/2014 Ολομ., 4754-5/2012 Ολομ.), σε περίπτωση που διάταξη τυπικού νόμου επηρεάζει το αντικείμενο της δίκης και τίθεται ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 1-2 του π.δ/τος 18/1989, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αυτό χωρίς, κατ’ αρχήν, να ερευνά την συνταγματικότητα της νεότερης αυτής διάταξης νόμου. Η συμφωνία ή μη της τελευταίας αυτής διάταξης προς τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1, εδάφιο α΄ του Συντάγματος ερευνάται μόνον σε περιπτώσεις που με το νεότερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση, υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής, διαφοράς που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε καταργώντας αναδρομικά ή μη την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, θεσπίζοντας, ενδεχομένως, ο ίδιος ατομική ρύθμιση προς επίτευξη του σκοπού που επεδίωκε με την επίμαχη πράξη, είτε κυρώνοντας την πράξη αυτή (ΣτΕ 522-4/2015 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 1661/2009 Ολομ., 1847/2008 Ολομ., 3633/2004 Ολομ., 4362/1997 Ολομ.), είτε, ακόμη, θεραπεύοντας την πλημμέλεια που θα οδηγούσε στην αποδοχή της αιτήσεως και την ακύρωση της προσβληθείσης πράξεως.
12. Επειδή, η ως άνω παραπεμπτική απόφαση δημοσιεύθηκε στις 21.7.2017 και άλλες τρεις αποφάσεις με όμοιο περιεχόμενο (ΣτΕ 1975-7/2017), που εκδόθηκαν επί αιτήσεων άλλων αιτούντων κατά της ίδιας προσβαλλόμενης πράξης, δημοσιεύθηκαν στις 28.7.2017. Εξάλλου, στις 21.9.2017 δημοσιεύθηκε ο ν. 4489/2017 (Α΄ 140), με το άρθρο 39 του οποίου αντικαταστάθηκε η παράγραφος 4 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010, η οποία περιέχει την εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και προστέθηκαν παράγραφοι 5, 6 και 7 στο άρθρο αυτό […]
13. Επειδή, οι αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη νεότερες διατάξεις τυπικού νόμου ρυθμίζουν το ίδιο θέμα με την προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση και, μάλιστα, με πανομοιότυπο περιεχόμενο με αυτήν. Η ισχύς, εξάλλου, των διατάξεων αυτών ανατρέχει, κατά ρητή πρόβλεψή τους, στις 20.7.2016, δηλαδή στο χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης, με την οποία το θέμα ρυθμίστηκε για πρώτη φορά. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4489/2017, νέας, δηλαδή, πολιτειακής πράξης που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα, δεν θα κατέλειπαν, πάντως, πεδίο ισχύος και εφαρμογής της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, αφού η επισήμανση με ιώδες περίγραμμα των οικιστικών πυκνώσεων επί των χαρτογραφικών υποβάθρων των δασικών χαρτών, με τα ουσιαστικά κριτήρια και τη διαδικασία που προέβλεπε η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση, θα διενεργείται εφεξής βάσει των διατάξεων του άρθρου 39 του ν. 4489/2017, οι οποίες, μάλιστα, παρέχουν αναδρομικώς νέο νομικό έρεισμα και στην αποτύπωση των οικιστικών πυκνώσεων που έχει ήδη διενεργηθεί κατ’ εφαρμογή της προσβαλλόμενης πράξης. Ενόψει τούτων, οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4489/2017 εγείρουν ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989 (πρβλ. ΣτΕ 522-4/2015 Ολομ.), οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάργηση της παρούσας δίκης.
14. Επειδή, [η] αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν στη Βουλή οι διατάξεις του μετέπειτα άρθρου 39 του ν. 4489/2017 […] δεν υποδηλώνει, καθ’ εαυτή, πρόθεση του νομοθέτη να επέμβει στην παρούσα δίκη, και μάλιστα υπέρ της διάδικης διοικητικής αρχής, αφού καμία αναφορά δεν γίνεται στην εκκρεμή αυτή δίκη, η δε νομοθετική επιλογή φαίνεται να υπαγορεύεται από την ανάγκη επίσπευσης της διαδικασίας κατάρτισης των δασικών χαρτών, έστω και με την εξαίρεση των περικλειομένων από ιώδη περιγράμματα περιοχών. Η ίδια έκθεση, όμως, δεν περιλαμβάνει, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, τους λόγους για τους οποίους, ενώ η ίδια ανάγκη επίσπευσης των δασικών χαρτών είχε οδηγήσει στη θέσπιση του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως η παράγραφος αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 153 παρ. ΙΑ, και, κατ’ εξουσιοδότησή του, στην έκδοση της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης, δηλαδή, πλέγματος διατάξεων με πανομοιότυπο περιεχόμενο με αυτό του άρθρου 39 του ν. 4489/2017, κατέστη, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, αναγκαία και, μάλιστα, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, η επανάληψη των ίδιων ακριβώς ρυθμίσεων με νεότερο τυπικό νόμο. Οι λόγοι αυτοί προκύπτουν από τις οικείες συζητήσεις στη Βουλή […] προκύπτει ότι με το άρθρο 39 του ν. 4489/2017 αποσκοπήθηκε πράγματι επέμβαση στην παρούσα, μεταξύ άλλων, δίκη, η οποία έχει δύο πλευρές. Με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε, αφ’ ενός, η θεραπεία της πρώτης νομικής πλημμέλειας της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία διαγνώσθηκε με την 1942/2017 παραπεμπτική απόφαση και συνίσταται στη μη νόμιμη, κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, έκδοσή της υπό τον τύπο της κανονιστικής υπουργικής απόφασης. Επιχειρήθηκε, αφ’ ετέρου, η διατήρηση των ίδιων ουσιαστικών ρυθμίσεων περί οικιστικών πυκνώσεων και εξαίρεσής τους από την ήδη προβλεπόμενη για τις λοιπές εκτάσεις ανάρτηση των δασικών χαρτών, παρ’ ότι η συνταγματικότητα των τελευταίων είχε επίσης αμφισβητηθεί από το αιτούν και εξ επόψεως του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, η δε παραπεμπτική 1942/2017 απόφαση του Δικαστηρίου είχε αχθεί, κατά πλειοψηφία, προς την αποδοχή και των λόγων αυτών ακυρώσεως και το ζήτημα αυτό εκκρεμούσε, επίσης, ενώπιον της Ολομελείας. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 4489/2017, με τις οποίες επιχειρείται η υποκατάσταση του νομικού ερείσματος, και μάλιστα αναδρομικώς, της εφαρμογής περιγραμμάτων οικιστικών πυκνώσεων επί των δασικών χαρτών και εξαίρεσής τους από την ανάρτηση και την περαιτέρω διαδικασία κύρωσης των τελευταίων, κατά τρόπο που θα αποστερούσε το Δικαστήριο από τη δυνατότητα επίλυσης του ζητήματος και το αιτούν από τη δικαστική προστασία που δικαιούται, είναι αντίθετες με τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη 11, οι διατάξεις αυτές, ως ανίσχυρες, δεν επιφέρουν, κατά το άρθρο 32 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989, την κατάργηση της παρούσας δίκης, η οποία διατηρεί το αντικείμενό της. [μειοψ.]
15. Από τις ανωτέρω διατάξεις (άρθρο 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος) συνάγεται ότι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, ως φυσικά αγαθά, και ανεξαρτήτως της ειδικότερης ονομασίας ή της θέσης τους, υπάγονται σε ιδιαίτερο και αυστηρό προστατευτικό καθεστώς, με σκοπό τη διατήρηση της κατά προορισμό χρήσης τους, ανατίθεται δε στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση των επιβαλλομένων προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων για την επίτευξη του σκοπού αυτού (πρβλ. ΣτΕ 2153/2015 Ολομ. κ.ά.). Η συνταγματική υποχρέωση διαφύλαξης του εν γένει δασικού πλούτου της χώρας καθιστά κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρεπτή τη μεταβολή της μορφής των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, τούτο δε εφόσον προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση, επιβαλλόμενη από λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ 2499/2012 Ολομ.). Προέχουσα χρήση υπό την ανωτέρω έννοια, ουδέποτε αποτελεί η αξιοποίηση δασικού χαρακτήρα εκτάσεων για οικιστικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν συνιστούν λόγους υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος, που θα δικαιολογούσαν τη μεταβολή του προορισμού του δάσους (βλ. ΣτΕ 2855/2003 Ολομ., πρβλ. 533/2003 Ολομ., 3754/1981 Ολομ.). Περαιτέρω, ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται να εξυπηρετηθεί με την απώλεια δασικού πλούτου και δεν μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να είναι η οικιστική αξιοποίηση, οφείλει, πάντως, να σταθμίζεται προς τη διατήρηση άθικτου του τελευταίου, η οποία αποτελεί εξ ορισμού σκοπό δημοσίου συμφέροντος, συνταγματικής, μάλιστα, εμβελείας (ΣτΕ 2153/2015 Ολομ.). Η στάθμιση αυτή πρέπει να διενεργείται από τα αρμόδια δημόσια όργανα, νομοθετικά και διοικητικά, δεν είναι δε ανεκτή η καταστροφή της δασικής βλάστησης ορισμένης δασικού χαρακτήρα εκτάσεως από οποιονδήποτε τρίτο. Η καταστροφή αυτή, εφόσον, παρά ταύτα, λάβει χώρα, καθιστά υποχρεωτικώς ληπτέο το συνταγματικό μέτρο της αναδάσωσης και, περαιτέρω, την υπαγωγή της δασικής έκτασης που καταστράφηκε σε προστατευτικό καθεστώς ακόμη αυστηρότερο από το προβλεπόμενο για τις εκτάσεις που διατηρούν τη δασική τους μορφή (πρβλ. ΣτΕ 2153/2015 Ολομ., 2499/2012 Ολομ., 2778/1988 Ολομ.). Εξάλλου, ο συνταγματικός νομοθέτης, γνωρίζοντας ότι η προστατευτική του δασικού πλούτου νομοθεσία, οσοδήποτε ολοκληρωμένη και αυστηρή, δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την αποτελεσματική προστασία του χωρίς τον έγκυρο εντοπισμό και την καταγραφή των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, ανήγαγε σε συνταγματική υποχρέωση την κατάρτιση Δασολογίου, προαπαιτούμενο της οποίας είναι η κατάρτιση δασικών χαρτών (άρθρο 20 παρ. 3 του ν. 3889/2010, όπως το άρθρο αυτό είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 55 του ν. 4030/2011 και το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 4164/2013 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 153 παρ. Η του ν. 4389/2016). Τούτο δε, προκειμένου, τα δασικά όργανα να προβαίνουν έγκαιρα στις αναγκαίες ενέργειες σε περίπτωση αθέμιτων επεμβάσεων σε δάσος ή δασική έκταση και να διευκολύνεται η άμεση αποκατάσταση της δασικής μορφής σε περιπτώσεις αλλοίωσης ή μεταβολής της από ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα αίτια.
16. Επειδή, οι προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της τελευταίας, προβλέπουν, κατά το ρητό τους γράμμα, την αποτύπωση και εξαίρεση από την ανάρτηση δασικών χαρτών των περιοχών όπου έχουν αναπτυχθεί «οικιστικές πυκνώσεις», των οποίων δεν περιέχει ορισμό. Οι εν λόγω συγκεντρώσεις κτιρίων, πάντως, δεν εμπίπτουν, κατά την έννοια του νόμου, ούτε σε περιοχές εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων ή νομίμως υφισταμένων οικισμών, οι οποίες, κατά το σύστημα του νόμου, αποτυπώνονται στο υπόβαθρο του δασικού χάρτη με πορτοκαλί χρώμα, ούτε σε περιοχές οικισμών που στερούνται νόμιμης έγκρισης ή, έστω, υπό έγκριση σχεδίων ή υπό οριοθέτηση οικισμών, οι οποίες αποτυπώνονται με κίτρινο χρώμα. Περαιτέρω, η εξαίρεσή τους από τον αναρτώμενο δασικό χάρτη και τη διαδικασία αντιρρήσεων κατ’ αυτού νοείται από το νομοθέτη, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, ως οριστική. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές αφενός δεν προβλέπουν άλλη διαδικασία, η οποία θα διασφάλιζε ότι οι εντός των «πυκνώσεων» δασικές εκτάσεις θα συμπεριληφθούν στους οριστικούς δασικούς χάρτες και, εν τέλει, στο Δασολόγιο (πρβλ. σχετικώς, άρθρο 24 για τις περιοχές μη εγκύρως οριοθετημένων οικισμών κ.λπ.), αφετέρου δε από τον ρητώς διατυπούμενο σκοπό τους, που είναι η «περιβαλλοντική και πολεοδομική διαχείριση» των «οικιστικών πυκνώσεων», τμήματα των οποίων έχουν, εν τούτοις, εγνωσμένο δασικό χαρακτήρα (βλ. προπαρακευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4389/2016, ανωτέρω). Η εξαίρεση, εξάλλου, αυτών των περιοχών από τους δασικούς χάρτες και, κατ’ επέκταση, από το Δασολόγιο δεν υπαγορεύεται από κανένα σκοπό δημοσίου συμφέροντος, είναι δε, ιδίως, απρόσφορη για την επιτάχυνση της κύρωσης των δασικών χαρτών. Τούτο δε διότι, για μεν τα τμήματα των δασικών χαρτών ως προς τα οποία δεν υποβλήθηκαν αντιρρήσεις, η κύρωση των δασικών χαρτών προβλέπεται ως άμεση και χωρεί ανεξαρτήτως της εκβάσεως των αντιρρήσεων (άρθρο 17 του ν. 3889/2010), που, άλλωστε, δεν αφορούν τα τμήματα αυτά, για δε τα υπόλοιπα τμήματα, ως προς τα οποία υποβλήθηκαν αντιρρήσεις, η κύρωση και η πρόσδοση σ’ αυτούς οριστικής ισχύος μετατίθεται μεν για το μετά την εξέταση των αντιρρήσεων χρόνο, γεγονός που επιφέρει μοιραίως τις αναγκαίες καθυστερήσεις, πρόσφορος, όμως, τρόπος αντιμετώπισής τους δεν είναι η εκ προοιμίου έκταξή τους από τους δασικούς χάρτες, η οποία αφενός μεν στερεί χωρίς αποχρώντα λόγο τα τμήματα αυτά και από την προσωρινή, αλλά άμεση ισχύ της καταγραφής τους ως δασικών στον καταρτισθέντα χάρτη (άρθρο 17 παρ. 7), και, αφετέρου, όχι απλώς δεν επιταχύνει, αλλά ματαιώνει, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, την συμπερίληψή τους στο Δασολόγιο. Είναι, βεβαίως, άλλο το ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος της αυθαίρετης δόμησης εντός δασικών εκτάσεων, η οποία, πάντως, δεν μπορεί (άρθρο 4 και 25 Συντ.) να συνιστά επιβράβευση της αυθαίρετης δόμησης εντός δασών και μεταχείριση όσων την επιχειρούν ευνοϊκότερη ακόμη και έναντι εκείνων που δόμησαν σε εκτάσεις κίτρινου περιγράμματος. Πράγματι, ενώ ο νομοθέτης προβλέπει ειδική διαδικασία για την προσθήκη στο δασικό χάρτη και, εν τέλει, στο δασολόγιο, των δασικών εκτάσεων των κιτρίνων περιγραμμάτων, όσων, δηλαδή, περιλαμβάνονται ακόμη και σε περιοχές για τις οποίες έχουν εκδοθεί διοικητικές πράξεις που, ενδεχομένως, ενθάρρυναν την πεποίθηση των πολιτών ότι αυτές δεν είναι δασικές (μη νόμιμες ή ασαφείς οριοθετήσεις οικισμών, ημιτελείς πολεοδομήσεις κ.λπ.), ο ίδιος νομοθέτης εμφανίζεται, ταυτοχρόνως, να εξαιρεί, και από την ανάρτηση ακόμη των δασικών χαρτών, εκτάσεις, ορισμένες από τις οποίες δομήθηκαν όλως αυθαιρέτως, χωρίς καμία ένδειξη νομιμοφάνειας και κατά προφανή παράβαση των κανόνων του κράτους δικαίου. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση η όποια αντιμετώπιση του προβλήματος της αθρόας, όσο και αυθαίρετης δόμησης εντός δασικών εκτάσεων, όχι μόνο δεν πρέπει να αποκλείει, αλλά, αντιθέτως, προϋποθέτει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, την έγκυρη καταγραφή των εκτάσεων αυτών ως δασικών στον αναρτώμενο δασικό χάρτη. Περαιτέρω, η εξαίρεση των περιοχών αυτών από τους δασικούς χάρτες, περιστέλλουσα την πληρότητα του υπό κατάρτιση Δασολογίου, δεν είναι πρόσφορο μέσο ούτε για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της ενημέρωσης της Διοίκησης ως προς τα χαρακτηριστικά των «οικιστικών πυκνώσεων», αφού, αντιθέτως, το σκοπό αυτό θα εξυπηρετούσε η υπαγωγή και των εκτάσεων αυτών στη διαδικασία ανάρτησης των δασικών χαρτών και των κατ’ αυτών αντιρρήσεων, με τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι θα έθεταν οι ίδιοι υπόψη της Διοίκησης οποιοδήποτε στοιχείο θα συνηγορούσε υπέρ των απόψεών τους, στην περίπτωση δε αυτή θα εξηρούντο από το Δασολόγιο μόνον οι εκτάσεις για τις οποίες θα συνέτρεχε νόμιμος λόγος και όχι όλες συλλήβδην οι εκτάσεις που αποτελούν την «οικιστική πύκνωση», είτε δομημένες αυθαιρέτως είτε και αδόμητες. Τέλος, η πρόβλεψη στις επίμαχες διατάξεις ότι σε όσες από τις ως άνω περιοχές έχουν δασικό χαρακτήρα, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η δασική νομοθεσία, δεν θεραπεύει τις ως άνω πλημμέλειές τους, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, προκειμένου η νομοθεσία αυτή να επιτελέσει τον προστατευτικό της ρόλο, προϋποτίθεται, κατά το Σύνταγμα, η προσήκουσα απογραφή των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων με το Δασολόγιο, την οποία, όμως, ματαιώνουν επ’ αόριστον οι επίμαχες διατάξεις. Ενόψει τούτων, οι διατάξεις του άρθρο 23 παρ. 4 του ν. 3889/2010, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εξαιρεί από τη διαδικασία των δασικών χαρτών τις οικιστικές πυκνώσεις, εντοπιζόμενες, μάλιστα, και υποδεικνυόμενες από τους οικείους Ο.Τ.Α., αντίκειται στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος. [μειοψ.]
17. […]
Δέχεται την αίτηση.