Με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, δόθηκε το όνομα του παιδιού -για το οποίο διαφωνούσαν οι γονείς του-, και καταχωρίστηκε ορθά στην ληξιαρχική πράξη γέννησης. Διαγράφηκε, όμως, κατόπιν αίτησης του γονέα που προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας του Δήμου και αρχικού σύμφωνου εγγράφου του Υπουργείου Εσωτερικών. Μετά την παρέμβαση και τις διευκρινίσεις του Συνηγόρου προς όλους τους φορείς, το δικαίωμα του παιδιού στην ταυτότητα αποκαταστάθηκε, με την επανακαταχώριση του νόμιμου ονόματός του στην ληξιαρχική πράξη. Μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης όμως, μεταβολή στο πρόσωπο του Ληξιάρχου είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου διαγραφή του ονόματος και διαιώνιση της εκκρεμότητας.
Σύνοψη Διαμεσολάβησης
Καταχώριση ονόματος παιδιού γονέων που διαφωνούν μετά από δικαστική απόφαση
Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Θεώνη Κουφονικολάκου
Ειδική επιστήμονας: Μαρία Μπλιάτη
Μάιος 2024
Ο Συνήγορος έλαβε αναφορά από γονέα ανήλικου τέκνου, σχετικά με μη ορθή εφαρμογή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία λύθηκε η διαφωνία των γονέων για το κύριο όνομα του τέκνου τους, από το αρμόδιο Ληξιαρχείο.
Ειδικότερα, το Ληξιαρχείο είχε προβεί στην καταχώριση του ονόματος, που έδινε η εφετειακή απόφαση. Ωστόσο, κατόπιν αίτησης διαγραφής από μέρους του άλλου γονέα, υπέρ του ονόματος επιλογής του οποίου είχε αποφανθεί η πρωτόδικη απόφαση και είχε προσφύγει στον Άρειο Πάγο, η νομική υπηρεσία του Δήμου γνωμοδότησε ότι απαιτείται αμετάκλητη απόφαση και δεν αρκεί η τελεσίδικη που προσκομίστηκε.
Ο Συνήγορος διευκρίνισε προς το Ληξιαρχείο ότι στην περίπτωση αυτή δεν απαιτούνταν αμετάκλητη δικαστική απόφαση, που προβλέπει το άρ.14 ν.344/1976, διότι δεν επρόκειτο για
«προσθήκη ή μεταβολή» ήδη υφιστάμενου ονόματος, που αφορά το εν λόγω άρθρο.
Αντίθετα, επρόκειτο για επίλυση της διαφωνίας των γονέων ως προς το όνομα του τέκνου, κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, με δικαστική απόφαση, η διαπλαστική ενέργεια της οποίας επέρχεται με την τελεσιδικία της και η οποία δίνει για πρώτη φορά όνομα στο παιδί.
Ο Ληξίαρχος είχε ήδη απευθύνει σχετικό ερώτημα στην αρμόδια Διεύθυνση Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών, στην οποία προώθησε το έγγραφο του Συνηγόρου. Η Διεύθυνση του Υπουργείου, μετά τη λήψη του εγγράφου του Συνηγόρου, αντιλήφθηκε ότι η αρχική της απάντηση, περί αμετακλήτου της απόφασης που απαιτείται, ήταν εσφαλμένη και προέβη άμεσα στην ανάκλησή της, χωρίς όμως να απαντήσει επί της ουσίας στο ερώτημα, για το οποίο παρέπεμψε στη νομική υπηρεσία του Δήμου.
Στο μεταξύ, ο γονέας που είχε προσφύγει στον Άρειο Πάγο είχε απαιτήσει από το Ληξιαρχείο να προβεί στη διαγραφή του ονόματος, κατόπιν της αρχικής απάντησης του Υπουργείου, την οποία και πέτυχε, δεδομένου ότι η νομική υπηρεσία θεώρησε ότι η Διεύθυνση του Υπουργείου συντάσσεται με τη θέση της περί αμετακλήτου, παρά την ανάκληση του αρχικού εγγράφου της.
Ο Συνήγορος ενημέρωσε το Υπουργείο για την παρερμήνευση του ανακλητικού εγγράφου του, οπότε ακολούθησε νεότερο έγγραφο της Διεύθυνσης, που διευκρίνιζε ότι δεν συντάσσεται με την άποψη της νομικής υπηρεσίας του Δήμου, περί αμετακλήτου της δικαστικής απόφασης.
Ως εκ τούτου, το Ληξιαρχείο αποκατέστησε, όπως ζήτησε ο Συνήγορος, την καταχώριση του ονόματος που είχε δοθεί με την τελεσίδικη δικαστική απόφαση, στη ληξιαρχική πράξη γέννησης, αποκαθιστώντας ταυτόχρονα το δικαίωμα του παιδιού στην ταυτότητά του.
Ωστόσο, η Αρχή ενημερώθηκε ότι μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασής της έλαβε χώρα αλλαγή στο πρόσωπο του Ληξιάρχου, η δε νέα Ληξίαρχος διέγραψε εκ νέου το όνομα του τέκνου, εν αναμονή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, επαναφέροντας την εκκρεμότητα στην ολοκλήρωση της ονοματοδοσίας.