Αριθμός Βουλεύματος 125/2022
Περίληψη
Μη αναστολή προθεσμιών μηνός Αυγούστου για το δικαίωμα υποβολής υπομνήματος.
Η αναιτιολόγητη εισαγγελική πρόταση δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της απόφασης.
Στη διάταξη του άρθρου 473§4 ΚΠΔ ρητά ορίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου αναστέλλονται μόνον οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, καθώς και για την άσκηση οιονεί ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων. Το υπόμνημα όμως, που υποβάλλει ο υπό παραπομπή κατηγορούμενος στον Πρόεδρο Εφετών, αμυνόμενος κατά της παραπεμπτικής εισαγγελικής προτάσεως δεν αποδίδει σφάλμα σε προηγούμενη δικαιοδοτική κρίση, ούτε επιδιώκει τον έλεγχό της από ανώτερο όργανο και για το λόγο αυτό δεν αποτελεί ένδικο μέσο γνήσιο, ούτε οιονεί, ούτε ένδικο βοήθημα. Απορριπτέος, ως νομικά αβάσιμος, ο ισχυρισμός περί αναστολής προθεσμιών προς υποβολή υπομνήματος για το μήνα Αύγουστο.
Η διατύπωση ότι «ο Εισαγγελέας Εφετών προτείνει» δεν εκφράζει νομοθετική βούληση να περιβληθεί η πρόταση με τα εχέγγυα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και δεν καθιστά το εκδιδόμενο βούλευμα αναιρετέο (άρθρα 483 και 484 ΚΠΔ).
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ
Αριθμός Βουλεύματος 125/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου-Εισηγητή και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες.
Συνήλθε στο γραφείο διασκέψεών του, την 20 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Καλλιόπης Δερμάτη, για να διασκεφθεί και να αποφασίσει για την κατωτέρω ποινική υπόθεση, επί της οποίας έχει υποβληθεί σε αυτό η υπ’ αριθμ. 98/2022 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, Ευάγγελου Ιωαννίδη, η οποία έχει ως εξής:
«Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου Σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2-4, 138 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, την από 6-9-2022 αίτηση του ………………. την οποία ενεχείρησε αυτοπροσώπως ενώπιον μας αυθημερόν, περί κήρυξης της ακυρότητας των δικονομικών πράξεων της προδικασίας καθώς και της αυτοπρόσωπης εμφάνισής του ενώπιον του Συμβουλίου Σας και Σας εκθέτω τα ακόλουθα :
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 309 του ΚΠΔ ορίζεται ότι : «1. Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων: του ν.δ.86/1969, των νόμων 998/1979, 2168/1993, 2960/2001, 4002/2011 (άρθρο 52), 4139/2013, 4174/2013 και 4251/2014, καθώς και των άρθρων 374 και 380 ΠΚ εφόσον η υπόθεση ανήκει στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς ή τριμελούς εφετείου, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο. Οι διατάξεις των άρθρων 128 και 129 εφαρμόζονται αναλόγως και σε τούτη την περίπτωση. 2. Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει σχετική πρόταση, πριν την υποβάλλει προς τον πρόεδρο εφετών, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως τους διάδικους ή τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε κατά την ανάκριση, και αν δεν έχει δηλωθεί, έστω τηλεφωνικά, προκειμένου να λάβουν αντίγραφο της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους. To αντίγραφο της πρότασης αποστέλλεται στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο. Στην περίπτωση αυτή, αφού παρέλθουν δέκα (10) ημέρες από την ειδοποίηση, η οποία αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία, και σε περίπτωση ηλεκτρονικής ειδοποίησης με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και με εκτύπωση του μηνύματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δικογραφία διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών. H υποχρέωση για την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας δεν ισχύει αν συντρέχει, κατά την κρίση του εισαγγελέα, κίνδυνος άμεσης παραγραφής ή συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης οπότε η δικογραφία διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών, μετά την παρέλευση σαράντα οκτώ (48) ωρών. Εφόσον ο πρόεδρος εφετών διατυπώσει σύμφωνη γνώμη, για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας εφετών εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή. Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι : « Ο εισαγγελέας έχει υποχρέωση να υποβάλλει πάντοτε, προφορικά ή γραπτά, προτάσεις αιτιολογημένες και αιτήσεις ειδικές και δεν μπορεί να αφεθεί στην κρίση του δικαστηρίου ή του ανακριτή», ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 139 ορίζεται ότι : « 1. Οι αποφάσεις, οι ποινικές διαταγές και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του άρθρου του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται. Μόνη η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου δεν αρκεί για την αιτιολογία. 2. Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε». Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 4 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι : « 4. Οι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων καθώς και για την άσκηση οιονεί ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου.». Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ’ του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι : « Απόλυτη ακυρότητα υπάρχει:1. Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: […] δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε.», ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 174 παρ. 1 του ίδιου κώδικα ορίζεται οτι « 1. Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο.». Τέλος σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 176 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι : « Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας και προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά του βουλεύματος ή της απόφασης ασκήθηκε ένδικο μέσο, η αρμοδιότητα για την κήρυξη της ακυρότητας ανήκει στο συμβούλιο ή το δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο.2. Η ακυρότητα μιας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας. Ο δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρες και πράξεις σύγχρονες ή προγενέστερες, μόνο όταν είναι συναφείς με εκείνη που ακυρώθηκε. 3. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο κηρύσσοντας την ακυρότητα διατάσσει την επανάληψη των άκυρων πράξεων, αν τούτο είναι αναγκαίο και εφικτό.». Η διάταξη του άρθρου 309 εισήχθη το πρώτον στον ΚΠΔ ως άρθρο 308 Α με την διάταξη του άρθρου 16 του ν. 3904/2010, ενώ μετά την θέση σε ισχύ του νέου ΚΠΔ περιορίστηκε κατά τι ο κατάλογος των περιπτώσεων της κατ΄εξαίρεση περάτωσης της κυρίας ανάκρισης και προβλέφθηκε βελτιωτικά ότι ο εισαγγελέας εφετών προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση απευθείας στο ακροατήριο, μαζί με τα τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα, έτσι ώστε να εφαρμόζονται αναλόγως και σε αυτή την περίπτωση οι διατάξεις των άρθρων 128 και 129 ΚΠΔ [ Δαλακούρας «Ο νέος κώδικας ποινικής δικονομίας» σελ. 232 ]. Η ουσιαστική περάτωση της κυρίας ανάκρισης για κακούργημα με απευθείας κλήση του εισαγγελέα εφετών, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του προέδρου εφετών, διατηρήθηκε μεν ως τρόπος παραπομπής του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, με ιδιαίτερες όμως επιφυλάξεις λόγω του δεδομένου δικαιοκρατικού ελλείμματος [ το δικαιοκρατικό αυτό έλλειμμα έχει αναδείξει με ενάργεια ο καθηγητής Γ. Καλφέλης στα έργα του : Η απευθείας κλήση στο ακροατήριο 1990 – Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο 2000] και με την προοπτική να εγκαταλειφθεί όταν αναστραφούν οι πιεστικές ανάγκες της δικαστικής πραγματικότητας. Ωστόσο, η επιλεγείσα τελικά διατήρηση συνοδεύεται από μέτρα παράπλευρα που καθιστούν την εφαρμογή του άκρως περιορισμένη και ταυτόχρονα δικαιοπολιτικά ενισχυμένη. Πιο αναλυτικά […] Κρίσιμες προς την κατεύθυνση ενισχύσεως των δικαιοκρατικών αναφορών της απευθείας κλήσεως, είναι οι ακόλουθες δύο συμπληρωματικές προβλέψεις της : από τη μια, η πρόβλεψη για υποχρέωση του εισαγγελέα εφετών να ενημερώσει ως προς το περιεχόμενο της πρότασής του τον ενδιαφερόμενο κατηγορούμενο, ο οποίος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα ακροάσεως υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις του, από την άλλη, η αφαίρεση από τον πρόεδρο εφετών της δυνατότητας εκδόσεως εντάλματος συλλήψεως ή προσωρινής κρατήσεως. Με ένα τέτοιο κανονιστικό πλαίσιο, εκτιμάται ότι οι απευθείας κλήση αποτελεί έναν «ανεκτό» τρόπο παραπομπής, που μπορεί, σε επίπεδο προσωρινότητας, να δώσει μια πνοή ταχύτητας στην τελματωμένη ποινική δικαιοσύνη […] [ βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 3904/2010 σελ. 8 ]. Σύμφωνα δε με τον καθηγητή Μαργαρίτη «…η όλη διαδικασία υλοποιήσεως της απευθείας κλήσης ουσιαστικοποιήθηκε με μια ακόμη ασφαλιστική δικλείδα: την υποχρέωση του εισαγγελέα για σύνταξη πρότασης αντί για υποβολή αιτήματος προς τον Πρόεδρο Εφετών. Δεν πρόκειται για απλή νομοτεχνική αναδιατύπωση αλλά για μια πρόδηλη ποιοτική μεταβολή της οποίας ούτε η νομική ούτε η συμβολική σημασία μπορεί να υποτιμηθεί [Λ.Μαργαρίτης – Θ Παπακυριάκου «Η δικονομική μεταχείριση αδικημάτων φοροδιαφυγής του ν. 2523/1997 στο πλαίσιο του νέου άρθρου 308Α ΚΠΔ μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις των προϋποθέσεων δίωξης τους με τον ν . 3899/2010 και 3943/2011 -Παρατηρήσεις με αφορμή το βούλευμα του ΣυμΠλημΘεσ 84/2012» ΠοινΔ 2012, 139-154 ]. Επειδή ναι μεν κατά το άρ. 32 παρ. 4 του ΚΠΔ, ο εισαγγελέας έχει υποχρέωση να υποβάλλει πάντοτε, προφορικά ή γραπτά, αιτιολογημένες προτάσεις, αλλά ούτε από την διάταξη αυτή, ούτε εκείνη του αρ. 139 παρ. 1 του ΚΠΔ που επιτάσσει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όχι των προτάσεων, αλλά μόνο των εισαγγελικών διατάξεων, ούτε από κάποια άλλη διάταξη του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι η παράλειψη της υποχρέωσης προς αιτιολόγηση της εισαγγελικής πρότασης ιδρύει κάποιον αναιρετικό λόγο της απόφασης του Δικαστηρίου, προς το οποίο υποβλήθηκε τέτοια εισαγγελική πρόταση για την ενοχή του κατηγορούμενου [ ΑΠ 296/2007 ΠΧ ΝΗ’ 45, ΑΠ 1189 / 2004 ΠΧ ΝΕ’, 522, εν προκειμένω όσον αφορά την ανάγκη αιτιολογία ο Μ. Μαργαρίτης αναφέρει ότι «Αιτιολογία της εισαγγελικής πρότασης δεν αξιώνει ο νόμος … φρονούμε όμως ότι η ιδιαιτερότητα της περίπτωσης επιβάλλει μια σύντομη και ορθολογική αιτιολόγηση της πρότασης …» [Μ.Μαργαρίτης – Α. Μαργαρίτη «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας» υπό αρ. 309 ΚΠΔ σελ. 830], ενώ ο Π.Μπρακουμάτσος αναφέρει ότι «… Η πρόταση του εισαγγελέα εφετών βεβαίως δεν έχει τα χαρακτηριστικά και τη δομή της πρότασης προς το δικαστικό συμβούλιο, κατ΄άρθρο 308 παρ. 1, ωστόσο πρέπει να έχει τα βασικά στοιχεία της αιτιολογίας …» [ Π.Μπρακουμάτσος «Ν. 3904/2010 – Προβληματισμοί και αναφυόμενα ζητήματα» ΠοινΔ. 2011, σελ. 347 ]. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η παραβίαση της ως άνω υποχρέωση εκ μέρους του εισαγγελία ουδεμία ακυρότητα επάγεται, αλλά συνιστά μόνο πειθαρχική ευθύνη αυτού και ενδεχομένως και παράβαση καθήκοντος εάν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 259 του ΚΠΔ [ Κονταξής «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας» εκδ. δ’, τομ. Ι υπό αρ. 32 σελ. 450, ομοίως Π. Καίσαρης σε «Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» υπό την επιμέλεια του Λ. Μαργαρίτη τομ. Ι υπό αρ. 32 ΚΠΔ σελ. 131 ].Εξάλλου η παραβίαση της υποχρέωσης γνωστοποίησης της εισαγγελικής πρότασης και της προθεσμίας παραμονής της δικογραφίας στην γραμματεία της εισαγγελίας προκειμένου ο κατηγορούμενος να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασης επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ του ΚΠΔ, καθόσον προσβάλει το δικαίωμα υπεράσπισης και το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορούμενου [ΑΠ 23/2021, ΑΠ 1301/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΣυμβΕφΑθ 1280/2018 ΠοινΔ 2018, 892, ΕΔΔΑ Romicκ.α κατά Κροατίας της 14-5-2020, ΕΔΔΑ Bajc κατά Βόρειας Μακεδονίας της 10-6-2021, ΕΔΔΑ Adem Serken Gundogdu κατά Τουρκίας της 16-1-2019],πρέπει δε τόσο η πρόταση όσο και η αυτεπάγγελτη εξέταση των αναφερομένων στο άρθρο 171 ακυροτήτων που αφορούν πράξεις της προδικασίας να γίνει μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο και εν προκειμένω μέχρι την έγκυρη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος κατά του οποίου δεν χωρεί προσφυγή. [ ΑΠ 954/2020, ΑΠ 1701/2019 ΤΝΠ Νόμος ]. Τέλος, η οριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 προθεσμία δεν αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου καθόσον δεν αφορά στην άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή οιονεί ενδίκου μέσου στα οποία παραπέμπει ρητά η διάταξη του άρθρου 473 παρ. 4.
Ο αιτών με την υπό κρίση αίτησή του, την οποία ενεχείρησε ενώπιόν μας αυθημερόν και ασκήθηκε παραδεκτά πριν επιδοθεί σε αυτόν κλητήριο θέσπισμα καθιστώντας αμετάκλητη της παραπομπή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα καθώς και το δικαίωμα ακρόασής του καθόσον η από 13-8-2022 εισαγγελική πρόταση που του επιδόθηκε την 12-8-2022 από αστυνομικό του ΑΤ Περάματος δεν απαντά στις ενστάσεις και στους ισχυρισμούς του καθώς και στα αιτήματα που υπέβαλε κατά την κυρία ανάκριση, πρόκειται δε για έγγραφο αμιγώς διαδικαστικού χαρακτήρα με συνέπεια να αδυνατεί να υποβάλει υπόμνημα για να το αντικρούσει και ότι κατά γενική αρχή του δικαίου κατά τον μήνα Αύγουστο που περιλαμβάνεται στις δικαστικές διακοπές δεν αφετηριάζεται η προθεσμία για την υποβολή υπομνήματος επί της εισαγγελικής πρότασης και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να διαβιβαστεί η δικογραφία προς την Πρόεδρο Εφετών, η οποία εξέδωσε την με αριθμό 116/2022 σύμφωνη γνώμη για την με απευθείας παραπομπή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων στερούμενος του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, ζητεί δε την ακύρωση της από 13-8-2022 πρότασης μας προς την Πρόεδρο Εφετών καθώς και της με αριθμό 116/2022 σύμφωνης γνώμης – πράξης της Προέδρου Εφετών, την επιστροφή της δικογραφίας ενώπιόν μας προκειμένου να υποβάλει υπόμνημα και να αντικρούσει τις εκκρεμείς σε βάρος του κατηγορίες και τέλος να του επιτραπεί να εμφανιστεί ενώπιον του Συμβουλίου Σας προκειμένου να αναπτύξει τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της αιτήσεώς του.
Στην προκειμένη όμως περίπτωση από το με ημερομηνία 12-8-2022 αποδεικτικό επίδοσης του αστυνομικού του ΑΤ Περάματος, Δημητρίου ΤΣΟΤΣΗ καθώς από την με ημερομηνία 7-9-2022 υπηρεσιακή βεβαίωση της γραμματέως του Τμήματος του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιά προκύπτει ότι στο Πέραμα, την 12-8-2022 επιδόθηκε στο ίδιο τον αιτούντα η από 13-8-2022 πρότασή μας επί της υπ΄αριθμόν ΤΕΚ 22 – 73 ποινικής δικογραφίας και ότι την 29-8-2022 η προαναφερθείσα δικογραφία διαβιβάστηκε στην Προέδρο Εφετών οπότε και εκδόθηκε στην συνέχεια η ως άνω σύμφωνη γνώμη – πράξη της δυνάμει της οποίας παρασχέθηκε η σύμφωνη γνώμη της για την με απευθείας παραπομπή του ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και διατηρήθηκαν σε ισχύ οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν κατά την προδικασία.Εν όψει των ανωτέρω ο αιτών – κατηγορούμενος έλαβε γνώση του περιεχομένου της πρότασής μας προς την Προέδρο Εφετών και παρέλαβε αυτή αυτοπροσώπως, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή η αναγραφή της εσφαλμένης ημερομηνίας έκδοσής της[13-8-2022] η οποία ετέθη εκ προφανούς παραδρομής σε αυτήν. Ακολούθως η συναφής δικογραφία παρέμεινε πλέον των δέκα ημερών στην γραμματεία της Εισαγγελίας Εφετών/Τμήμα Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων πριν διαβιβαστεί την 29-8-2022 στην Πρόεδρο Εφετών, χωρίς να συντρέχει εν προκειμένω νόμιμος λόγος αναστολής της προθεσμίας αυτής για τον λόγο ότι η γνωστοποίηση της πρότασης και η διαβίβαση της δικογραφίας έλαβαν χώρα εντός του μηνός Αυγούστου. Περιλαμβάνει δε η πρότασή μας που συνοδεύει την δικογραφία τα στοιχεία της ταυτότητας του κατηγορούμενου και τις πράξεις για τις οποίες ζητείται προς την Πρόεδρο Εφετών η έκδοση σύμφωνης γνώμης για την με απευθείας κλήση παραπομπή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά καθώς και η διατήρηση των περιοριστικών όρων καθόσον προέκυψαν από την κυρία ανάκριση επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του για τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη προανακριτικά, χωρίς εν προκειμένω από την πλημμελή ή ελλειπή αιτιολογία αυτής να προσβάλλεται, όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, το δικαίωμα ακρόασής του και συνεπώς ουδεμία ακυρότητα προκαλείται τόσο της πρότασής μας, όσο και της μεταγενέστερης και άμεσα εξαρτώμενης από αυτήν ως άνω γνώμης – πράξης της Προέδρου Εφετών. Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο της ως άνω πρότασής μας ήταν σύμφωνο με την φύση και τους σκοπούς του θεσμού της κατ΄ εξαίρεση ουσιαστικής περάτωσης της κυρίας ανάκρισης καθόσον δεν απαιτείται κατά την κρατούσα άποψη να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και την δομή της εισαγγελικής πρότασης προς το δικαστικό συμβούλιο. Σημειώνεται ότι ο αιτών από την γνωστοποίηση σε αυτόν του πέρατος της κυρίας ανάκρισης έως την γνωστοποίηση της πρότασής μας είχε επαρκές χρονικό διάστημα να υποβάλει ενώπιόν μας υπόμνημα με τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς και τα τυχόν αιτήματά του, χωρίς ωστόσο να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό. Τέλος, όσον αφορά το αίτημα του αιτούντος – κατηγορούμενου περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του Συμβουλίου Σας θα πρέπει να απορριφθεί καθόσον δεν προβλέπεται τέτοιο δικαίωμα από τις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται επί αίτησης ακυρότητας δικονομικής πράξης, ενώ εκτενώς, με πληρότητα και σαφήνεια, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ – ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Ν’ απορριφθεί η από 6-9-2022 αίτηση του ………., περί κήρυξης της ακυρότητας των δικονομικών πράξεων της προδικασίας και δη της από 13-8-2022 εισαγγελικής πρότασης προς την Πρόεδρο Εφετών επί της υπ΄αριθ. ΤΕΚ 2022/73 ποινική δικογραφίας ως και της υπ΄αριθμόν 116/2022 σύμφωνης γνώμης – πράξης της Προέδρου Εφετών και
Ν΄απορριφθεί το αίτημα του ως άνω κατηγορούμενου περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης του ενώπιον του Συμβουλίου Σας.
Πειραιάς 14 Σεπτεμβρίου 2022
Ο Εισαγγελέας
(υπογραφή)
Ευάγγελος Β.Ιωαννίδης
Αντεισαγγελέας Εφετών»
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την ένδικη από 6.9.2022 αίτηση του κατηγορουμένου ………….. και για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους πλήττεται για απόλυτη ακυρότητα η υποβολή από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς της σε βάρος αυτού και των πιο κάτω αναφερόμενων συγκατηγορουμένων του σχηματισθείσας δικογραφίας στην Πρόεδρο Εφετών Πειραιώς κατά το άρθρο 309 § 1 του ισχύοντος ΚΠΔ, που οδήγησε στην έκδοση της υπ’ αριθμ. 116/29.8.2022 Πράξης, με την οποία διατυπώθηκε η σύμφωνη γνώμη αυτής για την παραπομπή [και] του αιτούντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για να δικαστεί ως υπαίτιος α] λαθρεμπορίας εκ της οποίας οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο υπερβαίνουν το ποσόν των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000 €), τελεσθείσας κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση και β] της από κοινού εξακολουθητικής νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Η παραπομπή αυτή αποτελεί την τελευταία μέχρι τώρα δικονομική ενέργεια στα πλαίσια μιας διαδικαστικής πορείας, που ως προς τα κύρια σημεία της οριοθετείται από: Α] την υποβολή προς την Ελεγκτική Υπηρεσία Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Αττικής ανώνυμης επιστολικής καταγγελίας για διακίνηση λαθραίων καυσίμων εκ μέρους της εφοδιαστικής πλοίων ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …………» και έδρα στο Πέραμα Αττικής, ναυλώτριας του εφοδιαστικού δεξαμενόπλοιου …………, που ανήκε στην πλοιοκτησία της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία …………….., νόμιμος εκπρόσωπος αμφοτέρων των οποίων τυγχάνει ο αιτών κατηγορούμενος, Β] τη διενέργεια από την ΕΛ.Υ.Τ. στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της και σε εκτέλεση της σχετικής υπ’ αριθμ. ΕΟΕ 177/2016/13.6.2016 παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ελέγχου της εταιρίας αυτής, προκειμένου να διερευνηθεί το σύννομο των δραστηριοτήτων της και, μετά την ολοκλήρωσή του με τη σύνταξη της από 22.6.2018 Έκθεσης Ελέγχου – Πορισματικής Αναφοράς, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω εταιρία κατείχε άγνωστης προέλευσης και υποκείμενα σε δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις καύσιμα χωρίς την έγγραφη άδεια της αρμόδιας τελωνειακής Αρχής, την υποβολή στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς της με αριθμό ΕΜΠ 343/22.6.2018 μηνυτήριας αναφοράς του Προϊσταμένου της ως άνω ελεγκτικής Υπηρεσίας σε βάρος του αιτούντος και των Ιωάννη Βαλτζή του Παναγιώτη και της Αιμιλίας, που γεννήθηκε στις 30.11.1972 στον Πειραιά και κατοικεί στη Σαλαμίνα, επί της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη αρ. 4, πλοιάρχου του ως άνω εφοδιαστικού πλοίου και Δημητρίου Ψωμά του Ευστρατίου και της Ελένης, που γεννήθηκε στις 21.12.1974 στην Αθήνα και κατοικεί στο Κερατσίνι Πειραιώς, επί της συμβολής των οδών Κανάρη αρ. 12 και Κοραή αρ. 60, μηχανικού του ιδίου πλοίου αλλά και κατά παντός τρίτου συμμετόχου στη λαθρεμπορική δραστηριότητα που περιγράφηκε στη μηνυτήρια αναφορά, στην οποία επισυνάφθηκε και η αντίστοιχη Έκθεση Προσδιορισμού αναλογούντων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, που συντάχθηκε από το Δ΄ Τελωνείο Επίβλεψης Συγκροτημάτων (ΤΕΣ Πειραιώς), Γ] την άσκηση ποινικής δίωξης με την από 10.4.2019 εισαγγελική παραγγελία, όπως αυτή συμπληρώθηκε στις 7.4.2022, για τη διεξαγωγή κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου να διερευνηθεί αν οι καταμηνυθέντες τέλεσαν τις παραπάνω συρρέουσες αξιόποινες πράξεις, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26, 27 § 1, 45, 98 του νέου ΠΚ, 40, 155 §§ 1 α΄, β΄, 2 περ. ζ΄, 157 § 1 περ. γ΄, 160 του Ν. 2960/2001, όπως ισχύει και 1, 2 §§ 1, 2 περ. β΄, γ΄, δ΄, 3 §§ 1, 4 περ. στ΄, υποπερ. ιστβ΄, 39 § 1 περ. α΄, β΄, υποπερ. αα΄ και 40 του Ν. 4557/2018, όπως ισχύει και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, Δ] την διενέργεια τακτικής ανάκρισης από την Αναπληρώτρια Ανακρίτρια του Ε΄ Ανακριτικού Τμήματος του Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που, αφού συγκέντρωσε έγγραφα, εξέτασε μάρτυρες και έλαβε την από 17.5.2020 δήλωση του Ελληνικού Δημοσίου περί παραστάσεώς του στην ποινική διαδικασία προς υποστήριξη της κατηγορίας, απήγγειλε αυτήν, συνιστάμενη, συνοπτικώς, στο ότι οι κατηγορούμενοι, υπό τις ως άνω ιδιότητές τους, έχοντας εισαγάγει από άγνωστο (εκτός πάντως της Ευρωπαϊκής Ένωσης) τόπο εντός του τελωνειακού εδάφους του ΤΕΣ Πειραιώς συγκεκριμένες ποσότητες καυσίμων (πετρελαίου και μαζούτ), τις οποίες και κατείχαν χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής Αρχής, παρέδιδαν αυτές, με χρήση του ως άνω πλοίου και δυνάμει συμβάσεων πωλήσεως, σε πλοία αγκυροβολημένα εκτός του λιμενικού χώρου (ράδα), ανεφοδιάζοντας αυτά με καύσιμα τα οποία διακινούσαν χωρίς νόμιμα παραστατικά, με αποτέλεσμα να στερήσουν από το Ελληνικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, συνολικού ύψους εννιακοσίων ενενήντα μιας χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (991.745,24 €), την οποία (κατηγορία) οι κατηγορούμενοι, απολογούμενοι, αρνήθηκαν και υποστήριξαν, μεταξύ άλλων και προεχόντως, ότι τα επίμαχα καύσιμα ήσαν ναυτιλιακά και ως εκ τούτου απαλλασσόμενα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και από το φόρο προστιθέμενης αξίας, κατ’ εφαρμογή των Ν. 2127/1993 και 2859/2000, αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετείται για νομικούς λόγους ούτε το έγκλημα της λαθρεμπορίας ούτε εκείνο της νομιμοποίησης εσόδων, που προϋποθέτει παράνομη προέλευση των εσόδων στα οποία ακολούθως προσδίδεται νομιμοφάνεια ως προς την κτήση τους, Ε] την επέκταση εκ μέρους της Ανακρίτριας, κατ’ άρθρο 250 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠΔ, της ποινικής δίωξης και σε βάρος των ……………………………… οι οποίοι είχαν παράσχει έγγραφες εξηγήσεις στους προανακριτικούς υπαλλήλους της ΕΛ.Υ.Τ. για την εμπλοκή τους, με την ιδιότητα του πλοιάρχου ο καθένας τους του ως άνω εφοδιαστικού πλοίου, στη συγκεκριμένη λαθρεμπορική δραστηριότητα, εναντίον των οποίων όμως, δεν απαγγέλθηκε κατηγορία για τους λόγους που εξηγήθηκαν στο με αριθμό πρωτοκόλλου 3/3.5.2022 διαβιβαστικό περαιωμένης δικογραφίας προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς έγγραφο της Ανακρίτριας, καθώς και στις από 26.4.2022 δύο [2] αντίστοιχες τυπικές κλήσεις, που για το σκοπό αυτό η ίδια εξέδωσε, ΣΤ] την, κατά τα λοιπά, περάτωση της κύριας ανάκρισης με την έκδοση ισάριθμων προς τους κατηγορούμενους που απολογήθηκαν, ανακριτικών Διατάξεων περί επιβολής περιοριστικών όρων και τη γνωστοποίηση σ’ αυτούς του πέρατός της, στα πλαίσια της οποίας είχε ήδη διερευνηθεί ο ως άνω ισχυρισμός τους με τη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων αρμοδίων υπαλλήλων (κυρίως της ΕΛ.Υ.Τ.), από τις οποίες προέκυπτε ότι, κατά την γνώμη τους, τα διακινηθέντα καύσιμα δεν είχαν το χαρακτήρα ναυτιλιακών καυσίμων και δεν απολάμβαναν φορολογικής ατέλειας, επειδή δεν αποδεικνυόταν η προέλευσή τους από τελωνειακώς επιβλεπόμενο διυλιστήριο και επειδή για την κατοχή και την διάθεσή τους δεν είχε εκδοθεί σχετικό τελωνειακό παραστατικό, Ζ] την διαβίβαση της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 309 § 1 ΚΠΔ στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς, ο οποίος είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να παύσει οριστικά η κατ’ αμφοτέρων των κατηγορουμένων ………………….. ποινική δίωξη και για το λόγο αυτό προέβη σε χωρισμό της υποθέσεως ως προς αυτούς, για τους οποίους απευθύνθηκε ήδη κατ’ άρθρο 309 § 5 ΚΠΔ στο παρόν Συμβούλιο και Η] την έκδοση με πρότασή του της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. 116/29.8.2022 Πράξης της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, με την οποία διατυπώθηκε η σύμφωνη γνώμη της για την παραπομπή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς των λοιπών τριών [3] κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και ο ήδη αιτών.
- II. Στη διάταξη του άρθρου 171 § 1 του ισχύοντος ΚΠΔ, αποτυπώνονται κανονιστικά οι μορφές της απόλυτης ακυρότητας. Κατά τη διάταξη αυτή απόλυτη ακυρότητα, μεταξύ άλλων, συνεπάγεται, όπως και υπό το προγενέστερο καθεστώς, η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε. (περ. δ΄). Ο συγκεκριμένος λόγος απόλυτης ακυρότητας αποτελεί αναμφίβολα τον συχνότερα στην πράξη εμφανιζόμενο και τον σημαντικότερο από άποψη ουσίας σε δογματικό επίπεδο λόγο. Όπως γίνεται φανερό από τη διατύπωσή της, από την εν λόγω διάταξη δεν συνάγονται αμέσως οι περιπτώσεις, στις οποίες προκαλείται η απόλυτη ακυρότητα αλλά η συνδρομή της εξαρτάται από την εξέταση των συναφών ποινικών δικονομικών ρυθμίσεων, αφού η κατάφασή της προϋποθέτει την έρευνα ενός ζεύγους διατάξεων, καθόσον, ειδικότερα, ο νόμος θέτει στο άρθρο 171 § 1 ΚΠΔ μια γενική ρήτρα, η οποία εξειδικεύεται κατά περίπτωση με βάση μια άλλη ειδική ποινική δικονομική διάταξη. Έτσι, αν θεωρηθεί ότι η αντίστοιχη ειδική πρόβλεψη καθορίζει την εμφάνιση, την εκπροσώπηση ή την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή αν παρέχει σ’ αυτόν ένα συγκεκριμένο δικαίωμα, τότε η παραβίαση αυτής της διάταξης καλεί σε εφαρμογή το άρθρο 171 § 1 ΚΠΔ, αφού η in concreto αποστέρηση του κατηγορουμένου από τη δυνατότητα άσκησης συγκεκριμένου δικαιώματός του με υπαιτιότητα του αρμόδιου δικαστικού οργάνου παράγει απόλυτη ακυρότητα (ΣυμβΕφΠειρ. 110/2016, αδημ.). Περαιτέρω, με τον όρο «εμφάνιση» του κατηγορουμένου καλύπτονται όλες εκείνες οι διατάξεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την προσωπική συμμετοχή του στην ποινική διαδικασία, στον όρο «εκπροσώπηση» του κατηγορουμένου περιλαμβάνονται όλες όσες καθορίζουν τη δυνατότητα και τον τρόπο αντιπροσώπευσής του στην ποινική διαδικασία μέσω άλλου προσώπου και τέλος ο όρος «υπεράσπιση» του κατηγορουμένου έχει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση και σ’ αυτόν περικλείονται όλες οι διατάξεις, οι οποίες συμβάλλουν με οποιοδήποτε τρόπο στην υπεράσπισή του (Α. Kαρράς, Η αναίρεση στην ποινική δίκη, 2009, σελ. 123 επομ., Αγγ. Μπουρόπουλος, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ’ άρθρον, τόμος Α, 1957, άρθρο 171, σελ. 242, Λ. Λυμπερόπουλος, Η ανίσχυρη διαδικαστική πράξη, Η ακυρότητα στην ποινική διαδικασία, 2008, σελ. 116 επομ.). Εξάλλου, κατά την διάταξη της § 1 εδαφ. β΄ του άρθρου 174 ΚΠΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες, που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να ληφθούν υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθούν ωσότου να γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, ενώ, κατά το επόμενο άρθρο 175 § 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται. Κατά δε το άρθρο 176 § 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, προπαρασκευαστικής και κύριας, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 1/2008, ΠΧ 2008/305 = ΠΛογ 2008/21 = Αρμ. 2008/617 = Δ 2008/563), καθώς και ότι αρμόδιο για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 954/2020, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΕφΘεσ. 93/2016, ΠοινΔνη 2016/504). Έτσι: α) επί παραπομπής με βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι αυτό να καταστεί αμετάκλητο (ΣυμβΑΠ 589/2018, Αρμ. 2018/493), καθόσον μάλιστα, επί κακουργήματος, προβλέπεται ειδικός λόγος έφεσης κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος (άρθρο 478 § 1 περ. α ΚΠΔ, βλ και Π. Μπρακουμάτσου, Η δικονομική ακυρότητα και τα στάδια ίασης αυτής, σε ΠοινΔνη 2005/733 επομ. [735]) και β) επί παραπομπής με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του πλημμελειοδικείου ή του τριμελούς εφετείου πλημμελημάτων οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας μπορούν να προταθούν στο αρμόδιο συμβούλιο, εάν μεν χωρεί προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, μέχρι την άπρακτη παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής αυτής (άρθρα 322 και 323 ΚΠΔ), ενώ εάν δεν χωρεί προσφυγή, μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος (ΑΠ 304/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 539/1989, ΠΧ 1990/27, ΔιατΕισΕφΠειρ. 64/2012, ΠοινΔνη 2013/151, Π. Παπανδρέου, σε Λ. Μαργαρίτη [επιμ.] Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, τόμος πρώτος, 2020, άρθρο 174, αρ. 2 και 4, σελ. 942). Εξάλλου, αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών για κήρυξη δικονομικής ακυρότητας πράξεων της προδικασίας ανακύπτει όταν αυτό επιλαμβάνεται μετά από έφεση κατά βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών (άρθρο 317 § 1 περ. α΄ ΚΠΔ) ή όταν η ανάκριση περατώνεται με αμετάκλητο βούλευμα του ιδίου, όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση του άρθρου 28 § 2 ΚΠΔ, στην περίπτωση προσφυγής προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας που παραπέμπεται απευθείας με κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα εφετών (άρθρο 323 ΚΠΔ), καθώς και όταν η υπόθεση διαβιβάζεται στον εισαγγελέα εφετών κατά το άρθρο 309 ΚΠΔ (ΣυμβΕφΠειρ. 80/2015, ΠοινΔνη 2015/603, ΣυμβΕφΘεσ. 125/2014, ΠοινΔνη 2014/948), το οποίο ρυθμίζει κατά τρόπο ειδικό και εξαιρετικό τον τρόπο της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης για τις εκεί και πιο κάτω αναφερόμενες κακουργηματικές (και συναφείς πλημμεληματικές) πράξεις, μεταξύ των οποίων και παραβάσεις της ειδικής τελωνειακής νομοθεσίας (Ν. 2960/2001) και της παραπομπής του κατηγορουμένου γι’ αυτές στο ακροατήριο, η οποία λαμβάνει χώρα απευθείας με κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα εφετών κατόπιν σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών και χωρίς δικαίωμα του κατηγορουμένου να προσφύγει κατ’ αυτής. Την αρμοδιότητά του αυτή, όμως, διατηρεί το συμβούλιο εφετών υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι κατά το χρόνο προτάσεως της ακυρότητας η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο δεν έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη (ΣυμβΑΠ 1259/2000, ΠΧ 2001/440 = ΠΛογ 2001/649). Ενόψει τούτου, ζήτημα ανακύπτει στην περίπτωση κατά την οποία η απόλυτη ακυρότητα εντοπίζεται στην ίδια την διαδικασία της παραπομπής (πρόταση του εισαγγελέα εφετών και πράξη του προέδρου εφετών με την οποία διατυπώνεται η συμφωνία του για την παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του αρμόδιου εφετείου (μονομελούς ή τριμελούς). Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή η συμφωνία προέδρου και εισαγγελέα εφετών, που αποτελεί προϋπόθεση της παραπομπής (ΣυμβΑΠ 1262/2011, ΠΧ 2012/428), υποκαθιστά το παραπεμπτικό βούλευμα ως προς την κρίση περί της νομιμότητας της κατηγορίας, ως προς την αξιολόγηση του ανακριτικού υλικού και ως προς την αρμοδιότητα (υλική και τοπική) του δικαστηρίου, στο ακροατήριο του οποίου γίνεται η παραπομπή. Επειδή, μάλιστα, η συμφωνία των δύο ως άνω δικαστικών οργάνων δεν υπόκειται ούτε σε δευτεροβάθμιο ουσιαστικό ούτε και σε αναιρετικό έλεγχο (Γρ. Καλφέλης, Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, 2000, σελ. 146 επομ., Ν. Βασιλειάδης, Συμβούλιο Εφετών και αμετάκλητη παραπομπή κατηγορουμένου, 2015, σελ. 54, Α. Τριανταφύλλου, Η παραπομπή του κατηγορουμένου για κακούργημα στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, σε ΠειρΝ 2010/129 επομ. [134], Λ. Μαργαρίτης, Συναφή κακουργήματα ίσης βαρύτητας και συρροή τρόπων ουσιαστικής περατώσεως της κυρίας ανακρίσεως, σε ΠοινΔνη 2007/870 επομ. [871], Π. Παπανδρέου, Η περάτωση της κύριας ανάκρισης για κακουργήματα, σε ΠοινΔνη 2007/863 επομ. [866]), αποτελεί το δικονομικό ισοδύναμο του αμετάκλητου παραπεμπτικού βουλεύματος (ΣυμβΕφΠειρ. 110/2016, ο.π., ΣυμβΕφΘεσ. 125/2014, ΠοινΔνη 2014/948, βλ. και ΑΠ 1129/1996, ΠΧ 1997/784 = Υπερ. 1997/562), με αποτέλεσμα με την έκδοση της πράξης του προέδρου εφετών η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο να καθίσταται αμέσως αμετάκλητη. Όπως γίνεται δε δεκτό, μετά το αμετάκλητο της απευθείας παραπομπής δια της ως άνω συμφωνίας, είναι αυτή (η παραπομπή) υποχρεωτική για τον εισαγγελέα των εφετών και όχι δυνητική, η δε εκ μέρους του επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος είναι απλώς θέμα χρόνου (ΣυμβΕφΠειρ. 146/2019, αδημ., Χ. Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος ΙΙΙ, 2015, άρθρο 308Α, αρ. 28, σελ. 3829, ενώ για το αντίστοιχο ζήτημα στα πλαίσια του προηγούμενου καθεστώτος βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ο Ν. 663/1977 και οι αρμοδιότητες του εφετείου και του πλημμελειοδικείου, σε ΠΧ 1988/929 επομ. [933 – 934]). Ενόψει δε και του ότι κατά του κλητηρίου αυτού θεσπίσματος εξακολουθεί να είναι, όπως και υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, ρητά απαγορευμένη η προσφυγή (άρθρο 309 § 2 εδαφ. γ΄ του νέου ΚΠΔ), οι ενδεχόμενες πλημμέλειές του θα κριθούν μόνον από το δικαστήριο της παραπομπής (Α. Παπαδαμάκης, παρατηρήσεις σε ΠοινΔνη 2003/154). Επομένως, στην περίπτωση της παρακάμψεως του πρωτοβάθμιου δικαστικού συμβουλίου και της απευθείας παραπομπής, το απώτατο χρονικό όριο για την εμπρόθεσμη πρόταση της απόλυτης ακυρότητας που κατά τα ανωτέρω εμφιλοχώρησε συμπίπτει με το χρονικό σημείο που η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο γίνεται αμετάκλητη. Επειδή όμως ο αποκλεισμός της προβολής της υπαρκτής απόλυτης ακυρότητας θα συνιστούσε δικαιοκρατικό έλλειμα στο πλέγμα των δικονομικών εγγυήσεων των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, έχει προταθεί από τη θεωρία (Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία – Η δομή της ποινικής δίκης, 2019, αρ. 558, σελ. 369, Ν. Αποστολίδης, Η παραπομπή του κατηγορουμένου για κακούργημα υπό το νέο ΚΠΔ, σε ΝοΒ 2020/492 επομ. [508] η [και υπό το προγενέστερο καθεστώς γενόμενη από τη νομολογία (ΣυμβΕφΑθ. 1820/2018, ΠΧ 2019/57) δεκτή] δυνατότητα της προβολής της απόλυτης ακυρότητας στο συμβούλιο εφετών είτε από τον κατηγορούμενο με αυτοτελή αίτησή του είτε από τον εισαγγελέα εφετών με σχετική πρότασή του μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, όπως ακριβώς συμβαίνει και επί παραπομπής με απευθείας κλήση στα πλημμελήματα όπου δεν επιτρέπεται προσφυγή (ΣυμβΕφΠειρ. 83/2021, αδημ.).
Σύμφωνα, επομένως, με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, νομότυπα με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 98/14.9.2022 εισαγγελική πρόταση εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου τούτου το ζήτημα της κήρυξης ή μη της απόλυτης ακυρότητας που φέρεται ότι εμφιλοχώρησε κατά την διαδικασία παραπομπής του αιτούντος και, συγκεκριμένα, με την εισαγγελική υποβολή της δικογραφίας στην Πρόεδρο Εφετών Πειραιώς μετά την οποία εκδόθηκε η με αριθμό 116/29.8.2022 Πράξη της, με την οποία διατυπώθηκε η κατ’ άρθρο 309 § 2 ΚΠΔ συμφωνία της για την απευθείας παραπομπή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Να σημειωθεί ότι για την κατάρτιση της προτάσεως αυτής, που αφορά σε παρεμπίπτον ζήτημα, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 138 § 3 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 7 § 19 του Ν. 4637/2019, ο συνήγορος και αντίκλητος του αιτούντος ……………….., προκειμένου να λάβει γνώση αυτής (βλ. την από 14.9.2022 έγγραφη βεβαίωση της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς).
ΙΙΙ. Με το άρθρο 309 του νέου ΚΠΔ (Ν. 4620/2019), όπως ισχύει μετά το άρθρο 7 § 33 του Ν. 4637/2019, οι διατάξεις του οποίου αποδίδουν κατά βάση το περιεχόμενο του άρθρου 308Α του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, διατηρήθηκε, προς το σκοπό επιταχύνσεως της ποινικής δίκης, η παρέκκλιση από τον κανόνα της παραπομπής του κατηγορουμένου για κακούργημα στο ακροατήριο με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, υποκείμενο σε έφεση (για περιορισμένους λόγους) και η δυνατότητα παράκαμψης της ενδιάμεσης διαδικασίας και ορίστηκε ότι κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις κακουργημάτων αρμοδιότητας μονομελούς ή τριμελούς εφετείου και προβλεπόμενων στο ΒΔ 86/1969 (Δασικός Κώδικας), στους νόμους 998/1979 (περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας), 2168/1993 (διακεκριμένες παραβάσεις της νομοθεσίας περί όπλων), 2960/2001 (λαθρεμπορία), 4139/2011 (κακουργήματα της περί ναρκωτικών ουσιών ειδικής νομοθεσίας), 4174/2014 (κακουργήματα φοροδιαφυγής) και 4251/2014 (Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης), καθώς και στα άρθρα 52 του Ν. 4002/2011 (παίγνια) και 374 (διακεκριμένες κλοπές) και 380 (ληστεία) του ΠΚ, η δικογραφία, μετά την περάτωση της ανάκρισης, υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο. Σε περίπτωση που ο πρόεδρος εφετών διατυπώσει σύμφωνη για την παραπομπή γνώμη, ο εισαγγελέας εφετών εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή και οι τυχόν επιβληθέντες περιοριστικοί όροι ή η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου διατηρούν την ισχύ τους με απρόσβλητη διάταξη του προέδρου εφετών, ενώ επί διαφωνίας αυτού ή όταν από την αρχή ο εισαγγελέας εφετών φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ή ότι θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, η δικογραφία επαναδιαβιβάζεται από αυτόν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, προκειμένου να εισαχθεί στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, το δε συμβούλιο εφετών διατηρεί την αρμοδιότητά του μόνον όταν, επί περισσότερων κατηγορουμένων για ορισμένους από τους οποίους διατυπώθηκε ήδη σύμφωνη περί παραπομπής τους γνώμη του προέδρου εφετών, ο εισαγγελέας εφετών, έχοντας εξ αρχής αντίθετη γνώμη για τους υπόλοιπους, χωρίζει την υπόθεση και απευθύνεται σ’ αυτό με απαλλακτική πρόταση ως προς αυτούς. Ως αντιστάθμισμα του δυσμενούς χαρακτήρα της εξαιρετικής αυτής διαδικασίας παραπομπής για τον κατηγορούμενο, του οποίου η δικονομική θέση αναμφίβολα επιδεινώνεται, αφού η εναντίον του κατηγορία δεν κρίνεται από δικαστικό σχηματισμό ούτε του επιτρέπεται να αμυνθεί κατά της παραπομπής του, ο πρόσφατος ποινικός δικονομικός νομοθέτης επανέλαβε τις ρυθμίσεις που είχαν προς τούτο προστεθεί στον προϊσχύσαντα ΚΠΔ με το άρθρο 16 του Ν. 3904/2010 και στην § 2 του άρθρου 309 ορίζει ήδη, μετά και το Ν. 4937/2022, ότι «Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει σχετική πρόταση, πριν την υποβάλλει προς τον πρόεδρο εφετών, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως τους διάδικους ή τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε κατά την ανάκριση, και αν δεν έχει δηλωθεί, έστω τηλεφωνικά, προκειμένου να λάβουν αντίγραφο της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους. Το αντίγραφο της πρότασης αποστέλλεται στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο. Στην περίπτωση αυτή, αφού παρέλθουν δέκα (10) ημέρες από την ειδοποίηση, η οποία αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία, και σε περίπτωση ηλεκτρονικής ειδοποίησης με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και με εκτύπωση του μηνύματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δικογραφία διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών. H υποχρέωση για την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας δεν ισχύει αν συντρέχει, κατά την κρίση του εισαγγελέα, κίνδυνος άμεσης παραγραφής ή συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης οπότε η δικογραφία διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών, μετά την παρέλευση σαράντα οκτώ (48) ωρών». Από τις διατάξεις αυτές, των οποίων η παραβίαση συνεπάγεται την πρόκληση απόλυτης ακυρότητας κατ’ άρθρο 171 § 1 περ. δ΄ ΚΠΔ (Α. Ζαχαριάδης, σε Λ. Μαργαρίτη [επιμ.] Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, τόμος πρώτος, 2020, άρθρο 309, αρ. 22, σελ. 1778), αφού, κατά τα προαναφερθέντα, ο κατηγορούμενος αποστερείται από τη δυνατότητα άσκησης συγκεκριμένου δικαιώματός του με υπαιτιότητα του αρμόδιου δικαστικού οργάνου, συνάγεται, πρώτον, ότι η ενημέρωση του κατηγορουμένου γίνεται αμέσως μόλις ο εισαγγελέας καταρτίσει την πρότασή του και πριν τη διαβιβάσει στον πρόεδρο εφετών, δεύτερον, ότι για να ενημερωθεί ο κατηγορούμενος δεν απαιτείται η υποβολή προηγούμενου σχετικού αιτήματός του, τρίτον, ότι η ενημέρωση γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο, τέταρτον, ότι αποσκοπεί να προπαρασκευάσει το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου, που δικαιούται να λάβει αντίγραφο της εισαγγελικής προτάσεως και να υποβάλει υπόμνημα στον πρόεδρο εφετών, αμυνόμενος έτσι κατά της παραπεμπτικής εισαγγελικής πρόθεσης και, πέμπτον, ότι το υπόμνημα αυτό μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε μέχρι τη διατύπωση της σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών, όμως, η δικογραφία δεν διαβιβάζεται σ’ αυτόν πριν την πάροδο δέκα [10] ημερών από την ενημέρωση του κατηγορουμένου. Επομένως, σκοπό της ενημέρωσης συνιστά η διευκόλυνση του κατηγορουμένου στην άσκηση του δικαιώματος ακροάσεως αλλά αντικείμενο αυτής δεν είναι η γνωστοποίηση σ’ αυτόν του δικαιώματός του, το οποίο απονέμει ο νόμος αλλά η πληροφόρησή του περί του ότι καταρτίστηκε η εισαγγελική πρόταση και πως η σε βάρος του δικογραφία πρόκειται μετά την πάροδο δεκαημέρου να διαβιβαστεί στον πρόεδρο εφετών. Είναι δε προφανές ότι ο σκοπός του νόμου πληρούται και όταν, αντί της τηλεφωνικής ή με άλλον τρόπο ενημέρωσής του, ο εισαγγελέας μεριμνήσει για την επίδοση στον κατηγορούμενο αντιγράφου της πρότασής του, η οποία, βέβαια, από καμία διάταξη δεν αποκλείεται να περιληφθεί στο έγγραφο με το οποίο η δικογραφία θα διαβιβαστεί στον πρόεδρο εφετών, αρκεί η διαβίβαση αυτή να μην υλοποιηθεί πριν την πάροδο της ως άνω νόμιμης προθεσμίας.
Εν προκειμένω, μετά την (τυπική) περάτωση της κύριας ανάκρισης ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το από 15.6.2022 έγγραφό του διαβίβασε τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 309 ΚΠΔ. Ο τελευταίος μέχρι τις 12.8.2022 είχε μελετήσει την υπόθεση και μορφώσει γνώμη περί παραπομπής του αιτούντος και των συγκατηγορουμένων του …………….. Για το λόγο αυτό στις 12.8.2022 συνέταξε έγγραφο προς τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιώς, στο οποίο εκ παραδρομής τέθηκε ως ημεροχρονολογία καταρτίσεώς του η 13η.8.2022, με το οποίο εξέφρασε την κρίση του περί του ότι «από την διενεργηθείσα κύρια ανάκριση προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή τους» και υπέβαλε αίτημα για την εκδήλωση συμφωνίας του Προέδρου Εφετών Πειραιώς. Αυθημερόν δε παρήγγειλε την επίδοση του εγγράφου αυτού στους υπό παραπομπή κατηγορούμενους, προκειμένου να λάβουν γνώση της προτάσεώς του ώστε να ασκήσουν το δικαίωμα ακροάσεώς τους με την υποβολή υπομνήματος προς τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιώς. Το έγγραφο αυτό, με το οποίο ο Εισαγγελέας Εφετών εξέφραζε την παραπεμπτική κρίση του και, ταυτόχρονα, παρήγγελλε τη διαβίβαση της δικογραφίας στον Πρόεδρο Εφετών, επιδόθηκε στον αιτούντα, ο οποίος το παρέλαβε, την ίδια εκείνη ημέρα (12.8.2022), όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως που συνέταξε ο Δημήτριος Τσότσης, Υπαρχιφύλακας του Αστυνομικού Τμήματος Περάματος και έχει επισυναφθεί στη δικογραφία. Από δε το από 7.9.2022 έγγραφο πιστοποιητικό της Γραμματείας της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς προκύπτει ότι η δικογραφία διαβιβάστηκε στην Πρόεδρο Εφετών Πειραιώς στις 29.8.2022, δηλαδή μετά την πάροδο δεκαεπτά [17] ημερών.
Επομένως, ο πρώτος λόγος της ερευνώμενης αιτήσεως (που διατυπώνεται στην § 8 του δικογράφου της), με τον οποίο ο αιτών διαμαρτύρεται επειδή δεν ενημερώθηκε για την κατάρτιση εισαγγελικής προτάσεως «πριν υποβληθεί το ανωτέρω από 13.8.2022» έγγραφο, προκειμένου «να λάβ[ει] αντίγραφό της και να ασκήσ[ει] το δικαίωμα ακρόασης υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις [τ]ου», είναι αυταπόδεικτα αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος.
Απορριπτέος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος της αίτησης (που διατυπώνεται στην § 9 του δικογράφου της), με τον οποίο ο αιτών υποστηρίζει ότι δεν ενημερώθηκε σχετικά με το δικαίωμά του να υποβάλει υπόμνημα. Η αιτίαση αυτή είναι νομικά αβάσιμη, δεδομένου ότι, όπως ήδη σημειώθηκε, το αντικείμενο της ενημέρωσής του εξαντλείται στη γνωστοποίηση της καταρτίσεως της εισαγγελικής πρότασης και δεν συμπεριλαμβάνει πληροφόρηση του κατηγορουμένου περί των υπερασπιστικών δυνατοτήτων του, τις οποίες προβλέπει ο νόμος.
ΙV. Ομοίως απορριπτέος, ως νομικά αβάσιμος, κρίνεται και ο επόμενος λόγος της αίτησης (που διατυπώνεται στην § 10 στοιχ. Δ του δικογράφου της), με τον οποίο ο αιτών συνομολογεί μεν την προς αυτόν επίδοση του από 13.8.2022 εισαγγελικού εγγράφου, διατείνεται όμως ότι αυτή δεν αρκούσε για την εκκίνηση της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρου 309 § 2 ΚΠΔ, επειδή «κατά γενική αρχή του δικαίου κατά το μήνα Αύγουστο που περιλαμβάνεται στις “δικαστικές διακοπές” ΔΕΝ αφετηριάζεται ούτε τρέχει οποιαδήποτε προθεσμία», με αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη του, μέχρι το τέλος Αυγούστου να μην είναι δυνατή η συμπλήρωση του δεκαημέρου. Υπό την εκδοχή του αιτούντος η νόμιμη προθεσμία θα εκκινούσε να διαδράμει την 1η.9.2022 και θα συμπληρωνόταν στις 10.9.2022, ώστε μέχρι τότε, αφενός, ο ίδιος να διατηρεί το δικαίωμα υποβολής υπομνήματος και, αφετέρου, η δικογραφία να παραμένει στην Εισαγγελία Εφετών Πειραιώς. Ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει νόμιμο έρεισμα. Από καμία διάταξη δεν προβλέπεται αναστολή των προθεσμιών προς υποβολή υπομνήματος κατά το μήνα Αύγουστο. Αντιθέτως, στη διάταξη του άρθρου 473 § 4 ΚΠΔ ρητά ορίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου αναστέλλονται μόνον οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, καθώς και για την άσκηση οιονεί ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων. Το υπόμνημα, όμως, που υποβάλλει ο υπό παραπομπή κατηγορούμενος στον πρόεδρο εφετών αμυνόμενος κατά της παραπεμπτικής εισαγγελικής προτάσεως δεν αποδίδει σφάλμα σε προηγούμενη δικαιοδοτική κρίση ούτε επιδιώκει τον έλεγχό της από ανώτερο όργανο και για το λόγο αυτό δεν αποτελεί, βέβαια, ένδικο μέσο ούτε γνήσιο, στρεφόμενο κατ’ αποφάσεως ή βουλεύματος ούτε οιονεί, στρεφόμενο κατά διατάξεων του εισαγγελέα (στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ πρότασή του) ή του ανακριτή. Ούτε όμως και ένδικο βοήθημα συνιστά, αφού με αυτό δεν διατυπώνεται αίτημα επανεκτιμήσεως κάποιας δικαιοδοτικής κρίσης που έχει ήδη εκφερθεί ή κάποιων δεδομένων που συνεπάγονται έννομες συνέπειες, αφού σκοπεί ακριβώς να επηρεάσει, θετικά για τον κατηγορούμενο, την κρίση του προέδρου εφετών, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η εισαγγελική πρόταση περί παραπομπής του στο ακροατήριο (περί αυτών βλ. ΑΠ 56/2021 και εισαγγελική πρόταση στην ΣυμβΑΠ 1913/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Μαργαρίτη, σε Λ. Μαργαρίτη [επιμ.] Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, τόμος δεύτερος, 2020, άρθρο 463, αρ. 2, σελ. 79, Γ. Καλφέλη, Η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως, 1990, σελ. 24 – 34).
- V. Με τον τελευταίο λόγο της αίτησής του (που διατυπώνεται στην § 10 στοιχ. Α – Γ του δικογράφου της) ο αιτών υποστηρίζει ότι το δικαίωμά του σε δικαστική ακρόαση προσβλήθηκε, επειδή στερήθηκε τη δυνατότητα να υποβάλει υπόμνημα με τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του, που αποδομούν πλήρως τις κακουργηματικές κατηγορίες που του αποδόθηκαν, επειδή το από 13.8.2022 «έγγραφο» του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς «προφανώς και ΔΕΝ συνιστά “εισαγγελική πρόταση” και μάλιστα επί δικογραφίας ΑΝΩ ΤΩΝ 3.000 σελίδων και χωρίς να αναφέρεται ή να απαντά σε ενστάσεις και αιτήματά μου που υπέβαλα κατά την κύρια ανάκριση, η δε αναφορά σε αυτήν ότι “προέκυψαν ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο” επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ΕΓΓΡΑΦΟ αμιγώς διαδικαστικού (“Σας διαβιβάζουμε”) και όχι ουσιαστικού χαρακτήρα».
Ο λόγος αυτός δεν είναι νόμιμος, δεδομένου ότι η αναιτιολόγητη εισαγγελική πρόταση δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως ούτε της απόφασης (ΑΠ 296/2007, ΠΧ 2008/45, ΑΠ 1189/2004, ΠΛογ 2004/1434 = ΠΧ 2005/523, Σ. Παππάς, σε Λ. Μαργαρίτη [επιμ.] Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, τόμος πρώτος, 2020, άρθρο 30, αρ. 11, σελ. 109), καθόσον ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 30 § 4 και 139 ΚΠΔ ούτε και από άλλη διάταξη του ίδιου Κώδικα συνάγεται τέτοιο συμπέρασμα, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των αναιρετικών λόγων περιλαμβάνεται και η απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 510 § 1 περ. Α ΚΠΔ). Είναι, βέβαια, γεγονός ότι τελευταία δείχνει να παγιώνεται στη νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού η άποψη ότι η έλλειψη αιτιολογίας συνιστά λόγο απόλυτης ακυρότητας, καθώς συμπεριλαμβάνεται στο δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, που προβλέπεται στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1819/2016, ΝοΒ 2017/1390, με σημ. Δ. Αρβανίτη, ΑΠ 1821/2016, ΠΧ 2017/427, με παρατ. Α. Κωσνταντινίδη = ΠοινΔνη 2017/843, με παρατ. Κ. Χατζηϊωάννου = Αρμ. 2017/640, με σημ. Α. Ζαχαριάδη, ΑΠ 101/2018, ΠΧ 2018/517 = ΠοινΔνη 2018/412, με παρατ. Α. Ζαχαριάδη, ΑΠ 349/2019, ΑΠ 1363/2020, ΑΠ 1165/2021, ΑΠ 99/2022, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όμως η ακυρότητα αυτή αφορά αποκλειστικά τη διαδικασία στο ακροατήριο (βλ. όμως και Κ. Μούρτζιου, Η έλλειψη αιτιολογίας ως λόγος έφεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών μετά το Ν. 3904/2010, σε ΠοινΔνη 2016/1017 επομ., που υποστηρίζει την επέκταση και στο στάδιο της ενδιάμεσης διαδικασίας της απόλυτης ακυρότητας για έλλειψη ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος). Σημειώνεται, πάντως, εδώ ότι η απόρριψη του ερευνώμενου λόγου λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι η παραπεμπτική κρίση του εισαγγελέα εφετών δεν αποβάλλει το χαρακτήρα της ως πρότασης κατά την έννοια του άρθρου 309 ΚΠΔ από μόνο το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνεται στο έγγραφο με το οποίο η δικογραφία θα διαβιβαστεί στον πρόεδρο εφετών μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας, δεύτερον, του ότι ο αιτών δεν διευκρινίζει το περιεχόμενο των «ενστάσεων» και των «αιτημάτων», που επικαλείται ότι υπέβαλε κατά την κύρια ανάκριση, ώστε να κριθεί αν ήταν νόμιμα, καθόσον ούτε ο εισαγγελέας ούτε το δικαστικό συμβούλιο ούτε το δικαστήριο έχουν υποχρέωση να ασχολούνται με νομικά ανεπέρειστους ισχυρισμούς, τρίτον, του ότι εισαγγελική πρόταση κατά την έννοια του νόμου δεν παύει να συνιστά και η αναιτιολόγητη (ΑΠ 296/2007, ο.π.), τέταρτον, ότι η πρόταση του εισαγγελέα εφετών περί παραπομπής του κατηγορουμένου ενέχει αυτονόητα και [σιωπηρή] πρόταση περί απορρίψεως των υποβληθέντων [νομίμων] αιτημάτων ή ισχυρισμών του, χωρίς εξαιτίας της μορφής που λαμβάνει η τέτοια απορριπτική κρίση του να παράγεται απόλυτη ακυρότητα (πρβλ ΑΠ 174/2021, ΑΠ 815/2013, ΑΠ 1154/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, πέμπτον, του ότι δεν καθίσταται αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο ο αιτών στερήθηκε τη δυνατότητα υποβολής υπομνήματος στον πρόεδρο εφετών επειδή η εισαγγελική πρόταση δεν απάντησε στις «ενστάσεις» και στα «αιτήματά» του, δεδομένου ότι περί αυτών θα μπορούσε κάλλιστα να αναφερθεί με λεπτομέρεια στο υπόμνημά του, αν τέτοιο είχε υποβάλει, χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να αντικρούσει εκεί τις τυχόν αντίθετες επισημάνσεις του εισαγγελέα εφετών. Είναι, όμως, άξιο επισημάνσεως ότι εν προκειμένω ο αιτών τέτοιο υπόμνημα δεν υπέβαλε. Αντιθέτως, επέλεξε να προβάλει την ακυρότητα της διαδικασίας παραπομπής του επικαλούμενος προσβολή δικαιώματος που δεν άσκησε μολονότι του παρασχέθηκε η ακώλυτη δυνατότητα.
- VI. Επειδή, όμως, από έγκριτους εκπροσώπους της νομικής ποινικοδικονομικής θεωρίας είτε με έρεισμα το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 309 § 1 ΚΠΔ, που περιγράφοντας την ενέργεια του εισαγγελέα εφετών, απευθυνόμενου στον πρόεδρο εφετών, κάνει χρήση του ρήματος «προτείνει» είτε με αμιγώς δικαιοπολιτικά επιχειρήματα, υποστηρίζεται, αφενός, ότι υπό την ισχύουσα ρύθμιση δεν αρκεί η απλή υποβολή εισαγγελικού αιτήματος περί παραπομπής αλλά απαιτείται η σύνταξη και υποβολή γραπτής πρότασης, η οποία έχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 30 § 4 και 139 ΚΠΔ (Λ. Μαργαρίτης, στην κοινή μελέτη αυτού και του Θ. Παπακυριάκου, Η δικονομική μεταχείριση των αδικημάτων φοροδιαφυγής του Ν. 2325/1997 στο πλαίσιο του νέου άρθρου 308Α ΚΠΔ μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις των προϋποθέσεων δίωξής τους με τους νόμους 3888/2010 και 3943/2011, σε ΠοινΔνη 2012/139 επομ. [142], κατά τον οποίο η σύνταξη εισαγγελικής προτάσεως συνιστά ασφαλιστική, εγγυητική των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, δικλείδα της διαδικασίας υλοποίησης της απευθείας κλήσης και δεν πρόκειται απλώς για νομοτεχνική διατύπωση αλλά για πρόδηλη ποιοτική μεταβολή, της οποίας ούτε η νομική ούτε η συμβολική σημασία μπορεί να υποτιμηθεί) και, αφετέρου, ότι για την προστασία του κατηγορουμένου επιβάλλεται, ως ελάχιστη εγγύησή της, η διατύπωση κατά τρόπο ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο και της σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών (Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2011, αρ. 589, σελ. 583), κρίνεται σκόπιμο να σημειωθούν εδώ και τα ακόλουθα.
Πριν την ενσωμάτωση στον ΚΠΔ, με το άρθρο 16 του Ν. 3904/2010, της διαδικασίας παραπομπής του κατηγορουμένου για κακούργημα με κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα των εφετών, η δι’ απευθείας κλήσεως παραπομπή του προβλεπόταν σε διάφορα νομοθετήματα (που σκοπό είχαν όλα την επιτάχυνση της ποινικής δίκης με την παράκαμψη της ενδιάμεσης διαδικασίας) υπό διαφορετικές διατυπώσεις. Συγκεκριμένα, στα άρθρα 16 § 2 του Ν. 480/1976, 13 § 4 του Ν. 495/1976 και 20 § 1 του Ν. 663/1977 οριζόταν ότι ο εισαγγελέας εφετών «υποχρεούται, εφόσον συμφωνεί ο πρόεδρος εφετών, να εισαγάγει την υπόθεση δι’ απευθείας κλήσεως στο ακροατήριο», ενώ στα άρθρα 27 του Ν. 1419/1984, 71 § 2 του Ν. 3028/2002 και 6 § 2 γ΄ του Ν. 3074/2002 οριζόταν ότι ο εισαγγελέας εφετών «εισάγει με σύμφωνη γνώμη του προέδρου εφετών [ή εφόσον συμφωνεί ο πρόεδρος εφετών] την υπόθεση με απευθείας κλήση στο ακροατήριο». Στο άρθρο 308Α ΚΠΔ ορίστηκε ότι ο εισαγγελέας εφετών «αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, …., απευθείας στο ακροατήριο», ενώ η διατύπωση αυτή διατηρήθηκε απαράλλακτη και στο κείμενο του άρθρου 309 § 1 του νέου ΚΠΔ. Οι αντιρρήσεις κατά του συγκεκριμένου τρόπου παραπομπής στο ακροατήριο εστίαζαν στο «δεδομένο δικαιοκρατικό έλλειμά του» (βλ. την ΑιτΕκθ του Ν. 3904/2010) και στηλίτευαν την αποστέρηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμά του να αμυνθεί κατά της παραπομπής του τόσο πριν από αυτήν, αφού δεν είχε δυνατότητα γνώσης της εισαγγελικής πρότασης, ώστε να την αντικρούσει εκθέτοντας τις δικές του απόψεις με υπόμνημα, όσο και μετά από αυτήν, αφού δεν είχε δικαίωμα προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος. Για την εξισορρόπηση από τη μια της ανάγκης ταχείας παραπομπής και από την άλλη της προστασίας του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου ο Ν. 3904 «προς την κατεύθυνση ενισχύσεως των δικαιοκρατικών αναφορών της απευθείας κλήσεως», σύμφωνα με την ΑιτΕκθ αυτού, περιέλαβε δύο συμπληρωματικές προβλέψεις. Αφενός θέσπισε υποχρέωση του εισαγγελέα εφετών να ενημερώσει ως προς το περιεχόμενο της προτάσεώς του τον ενδιαφερόμενο κατηγορούμενο, ώστε αυτός να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα ακροάσεως, με την υποβολή στον πρόεδρο εφετών υπομνήματος με τις απόψεις του και προς αντίκρουση της παραπομπής του και αφετέρου αφαίρεσε από τον πρόεδρο εφετών τη δυνατότητα εκδόσεως εντάλματος σύλληψης ή προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου, καθώς κρίθηκε ότι οι νομοθετικές αυτές παρεμβάσεις θα δημιουργούσαν ένα κανονιστικό πλαίσιο που θα καθιστούσε την απευθείας κλήση έναν «ανεκτό» τρόπο παραπομπής, ικανό να δώσει προσωρινά «μια πνοή ταχύτητας στην τελματωμένη ποινική δικαιοσύνη» (κατά την αυτή ΑιτΕκθ). Από τις ίδιες αντιλήψεις εμφορείται και ο νομοθέτης του νέου ΚΠΔ, καθώς στην ΑιτΕκθ του ΣχΚΠΔ δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε αντίθετο (βλ. και Θ. Δαλακούρα, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Συνοπτική ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, 2020, σελ. 232). Συνεπώς, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η διατύπωση «ο εισαγγελέας εφετών προτείνει» εκφράζει νομοθετική βούληση να περιβληθεί η υποβολή της δικογραφίας στον πρόεδρο εφετών, δια της οποίας εκφράζεται η κρίση του εισαγγελέα εφετών περί της ανάγκης ακροαματικής έρευνας της κατηγορίας, με τα εχέγγυα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ούτε, βέβαια, πολύ περισσότερο, να καταστεί απολύτως άκυρη μια εισαγγελική γνώμη αναιτιολόγητη, τη στιγμή που η έλλειψη αιτιολογίας δεν συνεπάγεται ακυρότητα ούτε της εισαγγελικής πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο μήτε καθιστά το επ’ αυτής εκδιδόμενο βούλευμα αναιρετέο (άρθρα 483 και 484 ΚΠΔ). Από αυτά συνάγεται, αντιθέτως, ότι η συγκεκριμένη διατύπωση αποτελεί μάλλον νομοτεχνική βελτίωση, χωρίς ειδικότερο κανονιστικό περιεχόμενο, ανταποκρινόμενη περισσότερο στα πράγματα, καθόσον, αφού για την απευθείας παραπομπή απαιτείται η σύμπραξη δύο ανώτατων δικαστικών λειτουργών, ο εξ αυτών έχων την εισαγγελική ιδιότητα δεν μπορεί παρά να υποβάλλει στον έχοντα την δικαστική ιδιότητα «πρόταση» (άρθρο 30 § 4 ΚΠΔ) και όχι «να εισάγει την υπόθεση στο ακροατήριο με σύμφωνη γνώμη» ούτε να «υποχρεούται να εισαγάγει την υπόθεση στο ακροατήριο, εφόσον συμφωνεί ο πρόεδρος εφετών». Για τους λόγους αυτούς βάσιμα υποστηρίζεται ότι «η πρόταση του εισαγγελέα εφετών βεβαίως δεν έχει τα χαρακτηριστικά και τη δομή της πρότασης προς το δικαστικό συμβούλιο, ωστόσο πρέπει να έχει τα βασικά στοιχεία της αιτιολογίας» (Π. Μπρακουμάτσος, Ν. 3904/2010 – Προβληματισμοί και αναφυόμενα ζητήματα, σε ΠοινΔνη 2011/347 επομ. [349]), Χ. Σεβαστίδης, ο.π., άρθρο 308Α, αρ. 15, σελ. 3822). Εντούτοις, δεν είναι ευχερές να προσδιοριστεί τι περιλαμβάνεται στα «βασικά στοιχεία της αιτιολογίας», ενόψει του ότι αυτή ή θα είναι πλήρης, ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά τις επιταγές του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος ή θα είναι ελλειπτική και κατά τούτο ανεπαρκής. Ως συντεταγμένες του ζητήματος μπορούν να θεωρηθούν: α] το γεγονός ότι η ταχεία εκδίκαση των αναφερόμενων στο άρθρο 309 ΚΠΔ κακουργημάτων αποτελεί αξίωση της Πολιτείας που αντιστοιχεί σε δεσμευτική υποχρέωση των δικαστικών οργάνων, β] το γεγονός ότι η αιτιολογία της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στη νομιμότητα της εναντίον του κατηγορίας, στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου από το οποίο θα εκδικαστεί δημόσια, γ] το γεγονός ότι κάθε δικαιοδοτική κρίση, της εισαγγελικής πρότασης συμπεριλαμβανομένης, πρέπει να είναι πείθουσα και τέτοιο χαρακτήρα έχει όταν αναφέρεται στις ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου και στην επάρκειά τους και στην αβασιμότητα των τυχόν ισχυρισμών του, που αποσκοπούν στην κατάλυση της κατηγορίας ή στην αποδυνάμωση των σε βάρος του ενδείξεων και δ] το γεγονός ότι η υποβολή της δικογραφίας στον πρόεδρο εφετών αποσκοπεί στη λήψη της σύμφωνης γνώμης του για την έκδοση κλητηρίου θεσπίσματος. Από το συνδυασμό όλων αυτών συνάγεται ότι αναγκαίο ελάχιστο περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης αποτελούν οπωσδήποτε τα στοιχεία που θα περιλάβει, επί προεδρικής συμφωνίας, το κλητήριο θέσπισμα που θα συντάξει ο εισαγγελέας εφετών και δια του οποίου θα επιτευχθεί η μετάβαση της κατηγορίας από το στάδιο της προδικασίας στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, αφού κατ’ ουσίαν επί του περιεχομένου αυτού καλείται ο πρόεδρος εφετών να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Η ύπαρξή τους καθιστά την πρόταση αιτιολογημένη και η ανυπαρξία τους αναιτιολόγητη, χωρίς, πάντως, ούτε και τότε να προκαλείται απόλυτη ακυρότητα υπό την έννοια του άρθρου 171 § 1 περ. δ ΚΠΔ, δεδομένου ότι ούτε και η διατύπωση της σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών, που εκφράζεται στην σχετικώς εκδιδόμενη πράξη του, έχει ανάγκη αιτιολογίας, όπως αντιθέτως συμβαίνει με τη διάταξή του που εκδίδεται κατ’ άρθρο 309 § 4 ΚΠΔ (επιχείρημα από το άρθρο 139 § 2 ΚΠΔ). Από τα στοιχεία που το άρθρο 321 § 1 ΚΠΔ απαιτεί για την πληρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος κρίσιμα είναι ο ακριβής καθορισμός της πράξης για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος (που του είναι πάντως γνωστή, αφού η κατηγορία του έχει ήδη απαγγελθεί από τον ανακριτή με πληρότητα και σαφήνεια όπως επιτάσσει ο νόμος [άρθρο 273 2 ΚΠΔ]) και η μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, αφού δι’ αμφοτέρων αυτών αιτιολογείται η νομιμότητα της κατηγορίας. Εφόσον βέβαια ο εισαγγελέας εφετών φρονεί ότι η κατηγορία πρέπει επιτρεπτώς να μεταβληθεί, πρέπει να διαλάβει σχετική, αιτιολογημένη, μνεία στην πρότασή του, ώστε ο κατηγορούμενος να δυνηθεί να την αντικρούσει, εφόσον είναι δυσμενέστερη γι’ αυτόν. Το ζήτημα, επομένως, εντοπίζεται στο αν η κατ’ άρθρο 309 § 1 ΚΠΔ εισαγγελική πρόταση πρέπει να αξιολογεί τόσο το αποδεικτικό υλικό όσο και τη βασιμότητα των αμυντικών ισχυρισμών του κατηγορουμένου, προκειμένου να αιτιολογείται η κρίση περί της επάρκειας των ενδείξεων ενοχής του, που δικαιολογεί την υποβολή της δικογραφίας στον πρόεδρο εφετών. Λόγω της ανάγκης επιτάχυνσης της διαδικασίας παραπομπής, στην πράξη η αξιολόγηση αυτή υπονοείται ότι έχει γίνει (με αρνητικό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα) με την αναφορά του εισαγγελέα στα στοιχεία που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση, η δε απόρριψη των ισχυρισμών του λαμβάνει χώρα σιωπηρά, εφόσον αυτοί έχουν βέβαια διατυπωθεί κατά την απολογία του ή με υπόμνημα που έχει υποβάλει στον εισαγγελέα εφετών μετά τη γνωστοποίηση σ’ αυτόν του πέρατος της ανακρίσεως (άρθρο 308 § 4 ΚΠΔ), οπότε και λαμβάνει γνώση του συνόλου των αποδείξεων που έχουν συλλεγεί κατ’ αυτήν (άρθρο 100 § 2 ΚΠΔ). Η πρακτική αυτή, μολονότι ανταποκρίνεται στο νομοθετικό σκοπό της εξαιρετικής διαδικασίας παραπομπής, είναι αμφίβολης ορθότητας, ιδίως όταν κατά το στάδιο της κύριας ανάκρισης έχουν προβληθεί από τον κατηγορούμενο νομικοί και πραγματικοί ισχυρισμοί καταλυτικοί της κατηγορίας, οι οποίοι δεν διερευνήθηκαν από τον ανακριτή και, παρά ταύτα, ο εισαγγελέας εφετών φρονεί ότι η τακτική ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση. Ακόμα και τότε, όμως, ως κύρωση δεν προβλέπεται η ακυρότητα της προδικασίας και η παραπομπή, αν οι ανακριτικές πλημμέλειες δεν εντοπιστούν ούτε από τον πρόεδρο εφετών, χωρεί ακωλύτως, η δε κατηγορία κρίνεται από νομική και ουσιαστική άποψη στο ακροατήριο. Από όλα όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι ανεξαρτήτως της δικαιοπολιτικής διάστασης του ζητήματος, σε καμία περίπτωση το αναιτιολόγητο της εισαγγελικής κατ’ άρθρο 309 § 1 ΚΠΔ πρότασης δεν μπορεί να οδηγήσει σε παραγωγή απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 § 1 περ. δ΄ ΚΠΔ.
Ενόψει των ανωτέρω στην υπόθεση που κρίνεται διαπιστώνεται από το σώμα της ότι στην πληττώμενη για απόλυτη ακυρότητα λόγω έλλειψης αιτιολογίας από 13.8.2022 πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς έχουν μνημονευθεί 1] τα στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου, 2] η υλική και τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, στο ακροατήριο του οποίου θα εκδικαστεί η κατηγορία, όπως και οι διατάξεις στις οποίες αυτή θεμελιώνεται, 3] η περιγραφή στο νόμο των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορείται και οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που τα κολάζουν και 4] η κρίση του προτείνοντος ως προς την επάρκεια των ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για τα εγκλήματα αυτά. Η κρίση αυτή αιτιολογείται με αναφορά στην «διενεργηθείσα κύρια ανάκριση», η οποία υπονοεί ότι για την ουσιαστική αξιολόγηση των ενδείξεων ελήφθησαν υπόψη οι ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν κατά την ανακριτική διερεύνηση της υπόθεσης, όπως και η απολογία του κατηγορουμένου και όλοι οι προβληθέντες κατ’ αυτήν νόμιμοι ισχυρισμοί του. Με αυτά που διέλαβε η εισαγγελική πρόταση είχε επαρκή, για τις ανάγκες και τους σκοπούς του άρθρου 309 § 1 ΚΠΔ, αιτιολογία και, από την άποψη αυτή, ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης αίτησης τυγχάνει αβάσιμος και κατ’ ουσίαν. Ακόμα, όμως, και αν η ως άνω αιτιολογία θεωρηθεί ανεπαρκής, η απόσταση μεταξύ της παραδοχής αυτής και της κατάφασης απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας παραπομπής, που διαπλάθεται από νόμο έτσι ώστε να θάλπεται η επιτάχυνση της ποινικής δίκης, είναι μεγάλη και δεν καλύπτεται με την επίκληση προσβολής υπερασπιστικού δικαιώματος, όταν αυτό φέρεται να φαλκιδεύεται εξαιτίας της έλλειψης ή της ανεπάρκειας της αιτιολογίας, αφού ούτε από νομική ούτε από λογική άποψη η πληρότητα της εισαγγελικής αιτιολογίας είναι προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι, πρώτον, οι ίδιοι ισχυρισμοί θα προβληθούν από αυτόν ενώπιον του προέδρου εφετών είτε έχουν προηγουμένως αντικρουστεί είτε έχουν αγνοηθεί από τον εισαγγελέα εφετών και, δεύτερον, είναι αυτονόητο ότι μια αναιτιολόγητη εισαγγελική πρόταση δεν μπορεί να έχει ουσιωδέστερη (και δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο) επίδραση στη διαμόρφωση της κρίσης του προέδρου εφετών από μια ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, ιδίως αν η πρώτη αντικρουστεί με αναλυτικό υπόμνημα του ενδιαφερόμενου για την απαλλαγή του κατηγορούμενου.
VIΙ. Περαιτέρω, το υποβληθέν με την ένδικη αίτηση αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αιτούντος μετά του συνηγόρου του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου για την παροχή διευκρινίσεων θα απορριφθεί, καθόσον, κατά την έννοια του άρθρου 310 § 2 εδαφ. α΄ και β΄ ΚΠΔ, που εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την ενώπιον του συμβουλίου εφετών διαδικασία κατ’ άρθρο 316 § 2 του ίδιου Κώδικα και ορίζει ότι «Το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιον του όλων των διαδίκων, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας», η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου επαφίεται στην κρίση του συμβουλίου εφετών και διατάσσεται αυτεπαγγέλτως, για συγκεκριμένους και εξαιρετικούς λόγους (περί των οποίων βλ. Α. Ζαχαριάδη, Δικαστικά Συμβούλια – Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, 2012, σελ. 201), μόνον όταν κρίνεται η ουσία της υποθέσεως και η προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου (επιχ. από τα άρθρα 310 § 1 και 315 § 4 ΚΠΔ) και όχι όταν το συμβούλιο αποφαίνεται επί παρεμπιπτόντων ζητημάτων, όπως η κήρυξη ή μη της ακυρότητας πράξεων της ενδιάμεσης διαδικασίας, όπως εν προκειμένω, χωρίς η υποβολή σχετικού αιτήματος να θεμελιώνει στις περιπτώσεις αυτές οποιοδήποτε δικαίωμα του κατηγορουμένου. Απορριπτέο, όμως, ως αβάσιμο θα ήταν το ίδιο αίτημα ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 310 § 2 ΚΠΔ και σε κάθε άλλη – πέραν της ουσίας της υποθέσεως – περίπτωση κρίσεως από το συμβούλιο εφετών ενός ζητήματος στα πλαίσια της ενδιάμεσης διαδικασίας, όπως το ερευνηθέν, διότι με την αίτηση που κρίθηκε διατυπώθηκαν αναλυτικά και με σαφήνεια όλοι οι ισχυρισμοί του αιτούντος, οι σχετικοί με τα νομικά ζητήματα που έθιξε, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει λόγος για την ενώπιον του Συμβουλίου επαναδιατύπωσή τους από τον ίδιο ή το συνήγορό του.
VIII. Τέλος, διάταξη επιβολής στον αιτούντα των δικαστικών εξόδων το παρόν δεν θα περιλάβει, επειδή δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση (άρθρα 576 και 578 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6.9.2022 αίτηση του κατηγορουμένου……….. για την κήρυξη απόλυτης ακυρότητας.
Απορρίπτει το αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αιτούντος ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20 Οκτωβρίου 2022 και εκδόθηκε στον ίδιο τόπο την …… Νοεμβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΦΕΒΡΩΝΙΑ ΤΣΕΡΚΕΖΟΓΛΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΔΕΡΜΑΤΗ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Α΄ ΔΕ