ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Βαρβάρα Πάπαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας – καλούσας: Σ., θυγατέρας Ε. Δ., πρώην συζύγου Α. Κ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Τσιρογιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου – καθού η κλήση: Α. Κ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Κουφό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-12-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 150/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 21/2016 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Κατά της τελευταίας απόφασης ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 694/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 16-6-2016 αίτησης αναίρεσης της Σ. Δ. για αναίρεση της με αριθμό 21/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την υπόθεση επαναφέρει προς συζήτηση η καλούσα με την από 21-1-2022 κλήση της ενώπιον του Αρείου Πάγου. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 21-1-2022 κλήση της ήδη αναιρεσείουσας κατά του ήδη αναιρεσιβλήτου, νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 16-06-2016 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 21/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, μετά την έκδοση της με αριθ. 694/2021 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. Η κρινόμενη από 16-06-2016 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 21/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ).Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1400 παρ. 1, 2 και 1401 εδ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση συμμετοχής του ενός συζύγου στα αποκτήματα του άλλου προϋποθέτει: λύση ή ακύρωση του γάμου, ή κατ` ανάλογη εφαρμογή, διάσταση των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια, αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου και τη μη επέλευση της (διετούς) παραγραφής της αξιώσεως (ΑΠ 1004/2022, ΑΠ 955/2022, ΑΠ163/2018). Στην περίπτωση της τριετούς διαστάσεως, η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που η αξίωση γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΚ 251), δηλαδή, από τη συμπλήρωση τριετίας στη διάσταση των συζύγων. Εφ` όσον, όμως, υφίσταται και διαρκεί ο γάμος, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τη λύση ή την ακύρωση αυτού (ΑΚ 256 αρ. 1, 1381, 1438, βλ. ΑΠ 1502/2009, ΑΠ 1372/2000). Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής (ΑΚ 257, ΑΠ 781/2014).Μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου, ο χρόνος αυτής τρέχει εκ νέου και για να συμπληρωθεί πρέπει να περάσουν δύο χρόνια από το αμετάκλητο της σχετικής απόφασης (ΑΠ 163/2018). Αμετάκλητη είναι η οριστική δικαστική απόφαση, που δεν υπόκειται σε προσβολή, όχι μόνο με τα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής και της έφεσης, αλλά ούτε και με τα έκτακτα ένδικα μέσα της αναίρεσης και της αναψηλάφησης. Αυτό μπορεί να γίνει είτε γιατί ασκήθηκαν όλα τα ένδικα μέσα, αλλά απορρίφθηκαν, είτε γιατί εξέπνευσε άπρακτη η προθεσμία της άσκησής τους, είτε γιατί οι διάδικοι παραιτήθηκαν νομότυπα από αυτά μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου που την εξέδωσε (άρθρο 606 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εδώ χρόνο και πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015). Οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων μέσων τρέχουν είτε από την επίδοση της οριστικής απόφασης, όταν έγινε επίδοση, είτε από τη δημοσίευση της απόφασης, εάν δεν έγινε επίδοση. Στην περίπτωση της μη επίδοσης της απόφασης το αμετάκλητο επέρχεται μετά από έξι έτη, δηλαδή τρία έτη για την έφεση και τρία έτη για την αναψηλάφηση και την αναίρεση (άρθρα 518 παρ. 2, 545, 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 255, 257 του ΑΚ, συνάγεται ότι η παραγραφή των αξιώσεων, αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος, α) εμποδίστηκε, μεταξύ άλλων και από λόγο ανώτερης βίας, να ασκήσει το δικαίωμά του κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής και β) μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της, απετράπη με δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου από την άσκησή της. Η διάταξη αυτή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο δόλος δεν είναι ανεκτός, ενώ η έννοια της ανώτερης βίας είναι και για την προκειμένη περίπτωση η γενικώς παραδεκτή, δηλαδή ανώτερη βία αποτελεί κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα επιμέλεια και σύνεση και εξ αιτίας του οποίου καθίσταται ανέφικτο στον δικαιούχο να προβεί ο ίδιος ή με τη συνδρομή άλλου προσώπου στην επιβαλλόμενη σε αυτόν ενέργεια (ΑΠ 429/2016,ΑΠ 1387/2015). Συνέπεια της αναστολής είναι ότι το χρονικό διάστημα αυτής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής και όταν πάψει η αναστολή η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες. Ο ισχυρισμός του δικαιούχου περί αναστολής της παραγραφής συνιστά καταχρηστική ένσταση, προβαλλόμενη ως αντένσταση στην προτεινόμενη ένσταση περί συμπλήρωσης του χρόνου της παραγραφής (ΑΠ 1280/2018,ΑΠ 299/2010,ΑΠ 715/2006, ΑΠ 1569/2002). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, (όπως ίσχυε πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015), σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 269 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 2 με το άρθρο 27 του ν. 3994/2011 και πριν την αντικατάστασή της με το ν. 4335/2015), προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός ορισμένων περιπτώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη που προβλέπεται από την παράγραφο 2 περ. γ` της δεύτερης από αυτές, σύμφωνα με την οποία, κατ` εξαίρεση, η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ` έφεση δίκη επιτρέπεται και όταν αυτοί αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (527 ΚΠολΔ) ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων το πρώτον ενώπιον του εφετείου είναι απαράδεκτη, αν δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες σ’ αυτήν εξαιρέσεις, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που προβάλλονται για τη θεμελίωση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, όχι όμως και εκείνοι που συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ΑΠ 1453/2019, ΑΠ 714/2007). Ο διάδικος που προβάλλει τους νέους πραγματικούς ισχυρισμούς οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τη συνδρομή των εξαιρετικών περιπτώσεων, οι οποίες επιτρέπουν την προβολή τους (ΑΠ 961/2019, ΑΠ 1097/2017, ΑΠ 1143/2015, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 9/2014) και, συγκεκριμένα, στην περίπτωση της παρ. 2 περ. γ` του άρθρ. 269 ΚΠολΔ, πρέπει να επικαλεστεί τη δικαστική ομολογία ή τα έγγραφα, τα οποία πρέπει να προσκομίσει, από τα οποία αποδεικνύεται ο νέος πραγματικός ισχυρισμός (ΑΠ 961/2019, ΑΠ 462/2008). Η απόδειξη, όμως, αυτή πρέπει να προκύπτει άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από την επικαλούμενη δικαστική ομολογία και το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 755/2021, ΑΠ 664/2021,ΑΠ 961/2019,ΑΠ 98/2015, ΑΠ 1087/2014). Η παραπάνω ομολογία, δηλαδή η παραδοχή με μονομερή δήλωση, απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη, ενός κρίσιμου γεγονότος, από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του, πρέπει να γίνει με πρόθεσή του προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος. Απόδειξη δηλαδή δεν αποτελεί κάθε ομολογία, αλλά μόνο η γενόμενη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος (ΑΠ 1445/2017, ΑΠ 188/2017, ΑΠ 2225/2007, ΑΠ 597/2001, ΑΠ 692/1988, ΑΠ 304/1984). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, δικαστική ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι μόνο εκείνη που γίνεται γραπτώς ή προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, ενώ εξώδικη, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, είναι κάθε άλλη ομολογία που γίνεται ενώπιον άλλου δικαστηρίου στο πλαίσιο άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), ακόμα δε και εκείνη που έγινε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη στην οποία γίνεται επίκληση της ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 264/2009, ΑΠ 860/11, ΑΠ 11/2004), αλλά σε αγωγή προηγούμενης δίκης μεταξύ των διαδίκων (ΑΠ 1398/2010), καθώς και εκείνη που περιέχεται σε έγγραφα εκδιδόμενα από το διάδικο (ΑΠ 128/2014, ΑΠ 414/2000). Περαιτέρω, σύμφωνα με τον αριθ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως πράγματα, των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 22/2005, Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 757/2015). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (AΠ 50/2020, ΑΠ 1795/2008).Επομένως, δεν αποτελούν πράγματα οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ’ αυτούς, ούτε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ΟλΑΠ 8/2013, Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1142/2019, ΑΠ 630/2020). Ως εκ τούτου, και ο λόγος εφέσεως αποτελεί πράγμα κατά την ως άνω έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, μόνον όταν επαναφέρει προς κρίση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό και όχι άρνηση της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 1187/2021, 1588/2017). Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού, το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις, μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΑΠ 84/2020, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 752/2011). Το απαράδεκτο της υποβολής νέων αιτήσεων ή νέων ισχυρισμών (άρθρ. 223, 224, 526 και 527 ΚΠολΔ) ελέγχεται αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθμούς 8 εδάφ. α` και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ Ολομ.2/2005, ΑΠ 84/2020,ΑΠ 394/2011, ΑΠ 128/2008).Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αρ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λ.π.) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (Ολ. Α.Π. 1/2019, Ολ.Α.Π.25/2008, ΑΠ 1383/2021). Με την ως άνω διάταξη εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων, που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσης (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 933/2019). Ειδικότερα, με τον όρο απαράδεκτο νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 480/2020, ΑΠ 175/2019, ΑΠ 1496/2017). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το απαράδεκτο αφορά μόνο στις επιτευκτικές διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ’ αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής (ΑΠ 927/2019, ΑΠ 357/2018). Έτσι, με τον ανωτέρω, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων εφέσεως, της αντεφέσεως, των ανακοπών (άρθρα 583 επ. 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών, καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (ΑΠ 1206/2019, ΑΠ 2081/2018). Αντιθέτως, το απαράδεκτο της ως άνω διάταξης δεν αφορά αρνητικούς της αγωγής ή της ένστασης ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 68 Κ. Πολ. Δ., που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προς τα άρθρα 556, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ιδίου κώδικα, που ορίζουν ποιά πρόσωπα δικαιούνται να ασκήσουν αναίρεση (άρθρο 556) και ποιά είναι τα αναγκαία στοιχεία του αναιρετηρίου (άρθρο 566 παρ. 1), καθώς και την υποχρέωση του Αρείου Πάγου, μετά την εξέταση του παραδεκτού της αναίρεσης, να εξετάσει και το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 557 παρ.3), συνάγεται ότι, αν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, εφ’ όσον η μία αιτιολογία από αυτές δεν πλήττεται καθόλου ή δεν πλήττεται αποτελεσματικά με ειδικό λόγο αναίρεσης, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν τις λοιπές αιτιολογίες θα πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς, γιατί η μη πληττόμενη ή η μη πληττόμενη αποτελεσματικά αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 25/1994, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 175/2020, ΑΠ 876/2017). Τέλος, όταν προβάλλεται αιτίαση και εκτίθενται στο αναιρετήριο με πληρότητα όλα τα αναγκαία περιστατικά, ο Άρειος Πάγος εκτιμώντας το δικόγραφο υπάγει αυτεπαγγέλτως αυτά στον προσήκοντα λόγο αναίρεσης, έστω και αν από τον αναιρεσείοντα δεν γίνεται ή γίνεται εσφαλμένα επίκληση της σχετικής διάταξης από το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1252/2017, ΑΠ 301/2013, ΑΠ 648/2009).
3. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο μεταξύ των διαδίκων γάμος, ο οποίος τελέσθηκε στις 31.7.1983, στο …, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, λύθηκε λόγω τετραετούς διάστασης με την υπ’αριθμ. 98/2006 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Η τελευταία κατέστη αμετάκλητη στις 29.6.2007 και εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. … διαζευκτήριο της Ιεράς Μητρόπολης …. Η εφεσίβλητη-ενάγουσα (αναιρεσείουσα), άσκησε την ένδικη αγωγή περί συμμετοχής της στα αποκτήματα του εκκαλούντος-εναγομένου (αναιρεσιβλήτου), πρώην συζύγου της, στις 30.12.2009 (κατάθεση 29.12.2009 και επίδοση στον εναγόμενο 30.12.2009). Επομένως, η αγωγική αξίωση της, η παραγραφή της οποίας άρχισε την επομένη της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους (30.6.2007), συμπληρώθηκε στις 30.6.2009, με την πάροδο δύο ετών, από την αμετάκλητη λύση του γάμου τους. Κατά το χρόνο λοιπόν άσκησης της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, είχε ήδη υποπέσει η αξίωση συμμετοχής στα, κατά τη διάρκεια του μεταξύ των διαδίκων γάμου, εκτεθέντα περιουσιακά στοιχεία, στη διετή παραγραφή του άρθρου 1401 εδ. γ’ ΑΚ. Επομένως, η ένσταση παραγραφής, η οποία,… παραδεκτά προβάλλεται εκ μέρους του εκκαλούντος – εναγομένου για πρώτη φορά, κατά τρόπο ορισμένο, στο παρόν Δικαστήριο ως ειδικός (πρώτος) λόγος έφεσης, είναι βάσιμη, καθώς αποδεικνύεται με δικαστική ομολογία της ενάγουσας- εφεσίβλητης, αλλά και με έγγραφα, κατ’ άρθρο 527 παρ. 3 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 παρ. 2 περ. γ’ του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει το τελευταίο μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 27 ν. 3994/2011. Και τούτο, διότι πράγματι η ενάγουσα ομολογεί στην από 28.12.2009 και με αριθμ. έκθ. καταθ. 446/2009 ένδικη αγωγή της ότι ο χρόνος αμετάκλητου της υπ’ αριθμ. 98/2006 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων ήταν στις 29.6.2007 και έχει ήδη εκδοθεί διαζευκτήριο (βλ. 1η σελίδα αγωγής), ενώ ο χρόνος κατάθεσης της αγωγής (29.12.2009) αποδεικνύεται από το ίδιο διαδικαστικό δημόσιο έγγραφο, η δε επίδοση αυτής έγινε βέβαια αργότερα στις 30.12.2009, όπως ομολογείται επίσης από την ενάγουσα- εφεσίβλητη με την υπ’ αριθμ. 7865/30.12.2009 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Τρικάλων Χ. Κ.- Τ. (βλ.1η σελίδα των κατατεθεισών προτάσεων της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), δηλαδή μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης από το άρθρο 1401 εδ. γ’ ΑΚ διετίας από την αμετάκλητη λύση του γάμου. Προς αντίκρουση του λόγου αυτού της έφεσης, η εφεσίβλητη προέβαλε παραδεκτά με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τον ισχυρισμό ότι από το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου τους μέχρι και την άσκηση της αγωγής, ήτοι επί 2,5 έτη, βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τον εκκαλούντα προς διευθέτηση των εκατέρωθεν απαιτήσεων και υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων, η επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης αναφορικά με τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους και τα περιουσιακά τους στοιχεία. Ότι, ενώ η ίδια ανέμενε την πρόταση του εκκαλούντος- εναγομένου μέχρι το έτος 2009, όταν ο τελευταίος ήλθε στην Ελλάδα από τη …, όπου διαμένει, το μήνα Αύγουστο του έτους 2009, της πρότεινε την καταβολή ποσού 250 ευρώ μηνιαίως ως διατροφή του τέκνου τους και της υποσχέθηκε ότι θα κατέβαλε το ποσό των 100.000 ευρώ για τη συμμετοχή της στα αποκτήματα, χωρίς όμως να οριστικοποιήσουν τη συμφωνία αυτή, αλλά αναβλήθηκε τούτο για το μήνα Οκτώβριο του ίδιου έτους, οπότε μετά την πάροδο και της ημερομηνίας αυτής, αντιλήφθηκε ότι οι παραπάνω διαβεβαιώσεις του εκκαλούντος ήταν παραπλανητικές και έγιναν με σκοπό να αποτρέψουν αυτήν (εφεσίβλητη-ενάγουσα) από τη δικαστική επιδίωξη της προκείμενης αξίωσής της στα αποκτήματα. Ο ισχυρισμός αυτός της εφεσίβλητης που αποτελεί τη στηριζόμενη στο άρθρο 255 εδ. β’ΑΚ αντένσταση και με τα ίδια πραγματικά περιστατικά προβάλλεται εκ μέρους της παράλληλα και ως καταχρηστική άσκηση της ένστασης παραγραφής (άρθρο 281 ΑΚ), πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, είναι προεχόντως αόριστος και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος, εφόσον δεν μνημονεύονται σ’ αυτόν (άνω ισχυρισμό) με σαφήνεια ποιες είναι οι ειδικότερες πράξεις του εκκαλούντος, με τις οποίες ενεργούσε παρελκυστικά και ποιες ήταν οι παραπλανητικές υποσχέσεις που έδινε, καθώς και δεν προσδιορίζονται τα χρονικά σημεία μέσα στο κρίσιμο διάστημα από 30.6.2007 έως 30.6.2009 και ιδίως στο τελευταίο εξάμηνο πριν την ημερομηνία συμπλήρωσης της παραγραφής, που εκδηλώθηκαν αυτές οι ενέργειες και οι υποσχέσεις αυτού (εκκαλούντος), ώστε να δικαιολογείται επί τόσο χρόνο η παραπλάνηση της εφεσίβλητης εξαιτίας της οποίας δεν επιδίωξε εγκαίρως την ικανοποίηση της απαίτησής της δικαστικώς. Τα επικαλούμενα από την εφεσίβλητη προαναφερόμενα γεγονότα κατά τους μήνες Αύγουστο και Οκτώβριο του έτους 2009, αλυσιτελώς προβάλλονται, καθόσον αυτά ανάγονται σε χρόνο μετά τη συμπληρωθείσα παραγραφή (30.6.2009) της ένδικης απαίτησης και ως εκ τούτου δεν ασκούν έννομη επιρροή στην υπόψη περίπτωση. Ούτε εξάλλου, για τον ίδιο λόγο, τα παραπάνω περιστατικά και αν ακόμη ήταν αληθή, αρκούν για να θεμελιώσουν το πραγματικό του άρθρου 281 ΑΚ.”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση του εναγομένου- αναιρεσιβλήτου ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή της αναιρεσείουσας και είχε αναγνωρίσει ότι η συμβολή αυτής στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσιβλήτου ανέρχεται σε ποσοστό 1/2 και ότι ο τελευταίος υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 178.000 ευρώ, στη συνέχεια δε, κρατώντας και δικάζοντας την αγωγή, απέρριψε αυτήν, κατά παραδοχή της προβληθείσας από τον αναιρεσίβλητο, ένστασης παραγραφής της ένδικης αξίωσης της αναιρεσείουσας.
4. Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο ότι παρά το νόμο παρέλειψε να κηρύξει απαράδεκτη την ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, αν και προβλήθηκε από τον αναιρεσίβλητο για πρώτη φορά ενώπιόν του ως λόγος εφέσεως χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 269 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, ενόψει του ότι δεν υφίστατο δικαστική ομολογία από την αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής ότι είχε εκδοθεί διαζευκτήριο στις 29-6-2007. Ο λόγος αυτός, από τον αρ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (και όχι από τον αρ.8 όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα), είναι προεχόντως αλυσιτελής και συνεπώς απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί πλήττει μόνο την αιτιολογία της απόφασης, με την οποία κρίθηκε παραδεκτή η προβολή της ένστασης του αναιρεσιβλήτου για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου κατ’ άρθρο 527 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 269 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, ως αποδεικνυόμενη με δικαστική ομολογία, ενώ δεν πλήττει καθόλου την επάλληλη αιτιολογία, με την οποία κρίθηκε παραδεκτή η προβολή της ίδιας ένστασης ως αποδεικνυόμενη δι’ εγγράφου (προσκομισθέντος διαζευκτηρίου), η οποία αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το παραδεκτό της ένστασης και συνεπώς και το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι και αβάσιμος, διότι, ναι μεν ο ισχυρισμός περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης δεν είχε προβληθεί στο πρωτόδικο δικαστήριο, κατά τα προαναφερόμενα, αλλά, το πρώτον, ενώπιον του Εφετείου, με την έφεση, πλην όμως η επικαλούμενη για την απόδειξή του ομολογία, ως προκύπτουσα από την ένδικη αγωγή, συνιστά δικαστική ομολογία, την οποία απαιτεί η διάταξη του άρθρου 269 παρ. 2 περ. γ`ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η επικαλούμενη περικοπή στην ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας (σελ. 1) “…Ο γάμος μου με τον εναγόμενο δεν εξελίχθηκε αρμονικά… με αποτέλεσμα να λυθεί οριστικά με την υπ’αριθμ.98/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 29-06-2007 και έχει εκδοθεί ήδη διαζευκτήριο από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή…” συνιστά δικαστική ομολογία της αναιρεσείουσας, η οποία (ομολογία) έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, ο δε ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, η οποία προβάλει και αιτιάσεις από τους αρ.10 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι αυτή (ομολογία) εκτιμάται ελεύθερα διότι πρόκειται περί γαμικής διαφοράς στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή, η οποία κατατέθηκε πριν την 1-1-2016, δηλ.πριν την ισχύ του ν. 4335/2015, εκδικάστηκε με την τακτική διαδικασία. Επομένως, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, όχι παρά το νόμο, και ειδικά κατά παράβαση των πιο πάνω δικονομικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 269 παρ. 2 περ. γ` και 527 αριθ. 3 του ΚΠολΔ, έκρινε ότι παραδεκτώς προβλήθηκε η άνω ένσταση παραγραφής του αναιρεσιβλήτου, για πρώτη φορά ενώπιόν του, γιατί αποδεικνυόταν με την επικαλούμενη δικαστική ομολογία και με έγγραφο και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
5. Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο, ότι παρά το νόμο απέρριψε τη στηριζόμενη στο άρθρο 255β’ του ΑΚ αντένσταση αναστολής της παραγραφής της ένδικης αξίωσής της, που προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις της ενώπιόν του, σε αντίκρουση της ένστασης παραγραφής που πρόβαλε ο αναιρεσίβλητος ως λόγο εφέσεως, ως αόριστη, ενώ ήταν ορισμένη. Από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων που ως εφεσίβλητη κατέθεσε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Εφετείου προκύπτει, ότι αυτή ισχυρίστηκε τα εξής: “…Από την αμετάκλητη λύση του γάμου με το υπ’ αριθμ. πρωτ. … διαζευκτήριο του Μητροπολίτη … μέχρι και την άσκηση της κρινομένης αγωγής μου στις 30.12.2009, δηλαδή για χρονικό διάστημα 2,5 ετών, ο αντίδικος προσπάθησε επανειλημμένως με δόλιο τρόπο και κατάφερε να με αποτρέψει από την έγκαιρη άσκηση της αξίωσης εντός του χρόνου της διετούς παραγραφής. Πιο συγκεκριμένα ο εκκαλών προκάλεσε φαινομενικές όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων διαπραγματεύσεις προς την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, ώστε να απόσχω από την άσκηση της αγωγής, διότι προφανώς γνώριζε πολύ καλά ότι λόγω της μεγάλης αξίας της περιουσίας που είχαμε αποκτήσει μετά το γάμο μας, το ποσοστό της συμμετοχής μου σ’ αυτήν θα ήταν πολύ μεγάλο. Στην πραγματικότητα όμως η δόλια αυτή συμπεριφορά του κατευθύνονταν στην απραξία τη δική μου και στην μη άσκηση της αγωγής μέσα στη διετία της παραγραφής. Ειδικότερα, από το γάμο μας με τον αντίδικο δεν αποκτήσαμε δικά μας παιδιά. Μετά από κοινή μας απόφαση στις 28.08.1997 υιοθετήσαμε ένα κοριτσάκι, τη Χ.- Μ.. Λόγω του σοβαρού τραυματισμού μου σε τροχαίο ατύχημα και της κακής εξέλιξης που είχε ο γάμος μας μετά από αυτό από αποκλειστική υπαιτιότητα του αντιδίκου, ο οποίος με εγκατέλειψε και βρήκε άλλη γυναίκα, προσπάθησα λόγω κυρίως του παιδιού, του οποίου την αποκλειστική επιμέλεια ανέλαβα εγώ μετά την εγκατάστασή μου στην Ελλάδα, να διατηρήσω όσο μπορούσα καλή σχέση με τον αντίδικο, κυρίως λόγω του παιδιού μου. Αρχικά κατέθεσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στις 30.09.2003, η συζήτηση της οποίας και ματαιώθηκε στις 05-11-2003 μετά από κοινή μας απόφαση με τον αντίδικο, ο οποίος και υποσχέθηκε ότι θα καταβάλει μία στοιχειώδη διατροφή. Στη συνέχεια, αφού ο αντίδικος προχώρησε σε κατ’ αντιδικία έκδοση του διαζυγίου διαμένοντας έκτοτε μόνιμα πλέον στη … με τη νέα οικογένεια που έκανε, πειθόμενη εγώ στις συνεχείς υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις του ότι θα ρυθμίσει τη διατροφή της ανήλικης και ότι θα βρούμε λύση στα περιουσιακά μας στοιχεία, ανέμενα μέχρι και το έτος 2009 να οριστικοποιήσουμε τη συμφωνία και να συμφωνήσουμε στην παροχή σε μένα της συμμετοχής μου στα αποκτήματα από την κοινή μας εργασία στην Ελλάδα και κυρίως στη …, η οποία εκτίθεται κατωτέρω. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αντιδίκου θα έπρεπε να ασκήσω την αγωγή μέχρι και 30.06.2009. Ο αντίδικος, ο οποίος έρχεται στην Ελλάδα μόνο στις θερινές διακοπές, όταν κλείνει το κατάστημα στη …, και για να δει και το παιδί συνήθως Ιούλιο με Αύγουστο κάθε χρόνο, ζήτησε από εμένα εκείνο το χρονικό διάστημα να μην ακολουθήσω τη δικαστική οδό τόσο για τη διατροφή του παιδιού, όσο και για τη συμμετοχή στα αποχτήματα, αλλά να συναντηθούμε και να συμφωνήσουμε τόσο ως προς τη διατροφή του ανηλίκου, όσο και ως προς τα αποκτήματα κατά τις θερινές διακοπές που θα επισκεπτόταν την Ελλάδα και θα είχε επικοινωνία με το παιδί το μήνα Αύγουστο του 2009.Συγκεκριμένα μου πρότεινε ότι θα μου κατέβαλε 250 ευρώ μηνιαία διατροφή για το ανήλικο τέκνο μου και μία ιδιωτική ασφάλεια για το παιδί στη …, ενώ ως αποζημίωση για τη συμμετοχή μου στα αποκτήματα υποσχέθηκε ότι θα μου κατέβαλε ένα ποσό μέχρι 100.000 ευρώ εφάπαξ και ότι θα μεταβίβαζε και ένα ακίνητο στην ανήλικη θυγατέρα μας, το οποίο βρίσκεται στη …. Κατά τη συνάντηση όμως αυτή που είχαμε ο αντίδικος δεν έδωσε οριστική απάντηση, ζήτησε και άλλο χρόνο για να μου απαντήσει μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του 2009 και επειδή ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι προσπαθούσε να αποφύγει τον εξώδικο συμβιβασμό και ότι η συμπεριφορά του ήταν καθαρά παρελκυστική, αναγκάστηκα να ασκήσω 1. την από 10.11.2009 αγωγή περί διατροφής (αριθμ. καταθ. …) τόσο εμού όσο και του ανηλίκου τέκνου μου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων και 2. στη συνέχεια άσκησα την κρινομένη από 28.12.2009 αγωγή μου για τα αποκτήματα…”. Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα περιστατικά, συγκροτείται το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 255β’του ΑΚ και η προβληθείσα από την αναιρεσείουσα, ως εφεσίβλητη, αντένσταση αναστολής της παραγραφής της ένδικης αξίωσής της, την οποία παραδεκτά προέβαλε με τις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προς αντίκρουση της ένστασης παραγραφής που πρόβαλε ο αναιρεσίβλητος, ήταν ορισμένη, αφού αναφέρονται με σαφήνεια οι ειδικότερες πράξεις του αναιρεσιβλήτου, με τις οποίες ενεργούσε παρελκυστικά και οι παραπλανητικές υποσχέσεις που έδινε, και επίσης προσδιορίζονται τα χρονικά σημεία μέσα στο κρίσιμο διάστημα από 30.6.2007 έως 30.6.2009, και ιδίως στο τελευταίο εξάμηνο πριν την ημερομηνία συμπλήρωσης της παραγραφής, που εκδηλώθηκαν αυτές οι ενέργειες και οι υποσχέσεις αυτού, ώστε να δικαιολογείται η επί τόσο χρόνο παραπλάνηση της αναιρεσείουσας, εξαιτίας της οποίας δεν επιδίωξε εγκαίρως την ικανοποίηση της απαίτησής της δικαστικώς, τα δε επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα γεγονότα κατά τους μήνες Αύγουστο και Οκτώβριο του έτους 2009 συνδέονται με τις παραπλανητικές υποσχέσεις του αναιρεσιβλήτου που κατά τους ισχυρισμούς της έλαβαν χώρα σε προηγούμενο χρόνο. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την προβληθείσα ως άνω αντένσταση της αναιρεσείουσας ως αόριστη, υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά το νόμο κηρύξεως απαραδέκτου και, ως εκ τούτου, ο ανωτέρω από τον αρ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πιο πάνω αιτίαση, είναι βάσιμος.
6
.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006 ΑΠ 1382/2019). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ18/2008, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1382/2019). ΑΠ 1185/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο απέρριψε, με επάλληλη αιτιολογία, την προβληθείσα ως άνω αντένσταση ως αναπόδεικτη (ουσιαστικά αβάσιμη), διαλαμβάνοντας μόνον την παραδοχή “πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο”. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον δεν διέλαβε καθόλου αιτιολογίες, μη εκθέτοντας με θετικό τρόπο τι ακριβώς περί του ανωτέρω ζητήματος αποδείχθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 255β’ του ΑΚ. Ειδικότερα, το Εφετείο, δεν διαλαμβάνει καθόλου παραδοχές σχετικά με τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, τα οποία η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε προς θεμελίωση του προαναφερόμενου κρίσιμου ισχυρισμού της, ότι δηλαδή ο χρόνος της σχετικής διαπίστωσης των δολίων (κατά τον κρίσιμο χρόνο) ενεργειών του αναιρεσιβλήτου ήταν ο Νοέμβριος του 2012, ήτοι: 1) την ματαίωση στις 5-11-2003 της συζήτησης της αγωγής διατροφής της ανηλίκου θυγατέρας τους λόγω εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, 2) ότι μέχρι το 2009 δεν είχε γίνει κανένα δικαστήριο μεταξύ τους για οποιοδήποτε θέμα, 3) ότι ο αναιρεσίβλητος, όντας κάτοικος …ς, υποσχέθηκε ότι θα προσέλθει για να καθορίσουν τα της διατροφής της ανήλικης και την αποζημίωση της αναιρεσείουσας για τ’ αποκτήματα στο χρονικό διάστημα που ο ίδιος καθόρισε κατά τους μήνες από Ιούνιο μέχρι και Αύγουστο 2009 και ότι της πρότεινε ότι θα της κατέβαλε 250 ευρώ μηνιαία διατροφή για το ανήλικο τέκνο και μία ιδιωτική ασφάλεια για το παιδί στη …, ενώ ως αποζημίωση για τη συμμετοχή της στα αποκτήματα υποσχέθηκε ότι θα της κατέβαλε ένα ποσό μέχρι 100.000 ευρώ εφάπαξ και ότι θα μεταβίβαζε και ένα ακίνητο στην ανήλικη θυγατέρα τους, το οποίο βρίσκεται στη …, κατά δε τη συνάντηση που είχαν δεν έδωσε οριστική απάντηση και ζήτησε και άλλο χρόνο για να της απαντήσει μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του 2009, 4) ότι λόγω της κωλυσιεργίας και της εν γένει συμπεριφοράς του αναιρεσιβλήτου και αφού δεν προσήλθε για να καθορίσουν τα της διατροφής της ανήλικης και την αποζημίωσή της για τ’ αποκτήματα στο χρονικό διάστημα που ο ίδιος καθόρισε, κατέθεσε εκτός από την ένδικη αγωγή αποζημίωσης για συμμετοχή της στ’ αποκτήματα και την υπ’ αριθμ. … αγωγή για διατροφή ατομικά και για λογαριασμό της ανήλικης. Έτσι, εξ αιτίας της παντελούς έλλειψης αιτιολογίας στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς το παραπάνω κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα, το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου την πιο πάνω διάταξη και, συνεπώς, ο από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται οι πιο πάνω αιτιάσεις, αφορώντες την επάλληλη αιτιολογία, είναι βάσιμος.
7.Κατ`ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την αντένσταση αναστολής της παραγραφής συνεπεία δόλιας συμπεριφοράς του αναιρεσιβλήτου και να παραπεμφθεί, κατά τούτο η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (αρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά της έξοδα (αρθρ.176, 183 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ.21/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Δεκεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΤράπεζες. Νέα δεδομένα στις μεταφορές χρημάτων μεταξύ λογαριασμών