Απόφαση 652 / 2021 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Χ. του Α. χας Ι. Μ., κατοίκου …, 2) Σ. Μ. του Ι., κατοίκου …, 3) Δ. Μ. του Ι. και 4) Α. Μ. του Ι., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δήμητρα Φράγκου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Τ. Α. (T. A.) του Χ. (X.), κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΑΕ” και το δ.τ. “INTERAMERICAN”, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Δρακόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-11-2011 αγωγή της ήδη 1ης των αναιρεσειόντων, με την ιδιότητά της ως δικαστικής συμπαραστάτριας του Ι. Μ. του Δ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου και συνεκδικάστηκε με την από 27-8-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και άλλων προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 390/2016 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19-11-2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αικατερίνη Βλάχου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες και η 2η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την 11147Γ/2-9-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου Γ. Λ., που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση της υπόθεσης, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 19-11-2018 και με αριθμό εκθ. καταθ. 72/19-11-2018 αίτησης αναίρεσης, με την κάτω από αυτή πράξη κατάθεσης, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο αναιρεσίβλητο. Ωστόσο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο (κατά τη σημερινή δικάσιμο) ο τελευταίος δεν παραστάθηκε ούτε κατέθεσε δήλωση μη παράστασης, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του (άρθρ. 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β` και 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Δεν αποκλείεται καταρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά, που το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων οχημάτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ. Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος, ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων αυτών, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 90/2019, ΑΠ 49/2019, ΑΠ 301/2018). Περαιτέρω, με τα άρθρα 4, 12, 16 και 19 του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) θεσπίζονται κανόνες προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνονται οι οδηγοί, ώστε να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα οχημάτων και πεζών. Ειδικότερα κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο του ένδικου ατυχήματος “Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή …..”. Κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του ΚΟΚ “Οι ρυθμιστικές της κυκλοφορίας πινακίδες Ρ-1 μέχρι Ρ-77 τοποθετούνται για να πληροφορούν αυτούς που χρησιμοποιούν τις οδούς για τις ειδικές υποχρεώσεις, περιορισμούς ή απαγορεύσεις, προς τις οποίες πρέπει αυτοί να συμμορφώνονται”. Κατά το άρθρο 16 παρ. 7 του ΚΟΚ “Σε μονόδρομους (οδούς μοναδικής κατεύθυνσης), οι οποίοι έχουν ειδικά σημανθεί, ο οδηγός δεν επιτρέπεται να οδηγεί αντίθετα με την κατεύθυνση του μονόδρομου”, ενώ κατά το άρθρο 19 παρ. 1 αυτού “o οδηγός οδικού οχήματος επιβάλλεται να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς”. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ως προς τη συνδρομή των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε, ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 91/2019, ΑΠ 49/2019). Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη πρώτη αναιρεσείουσα Δ. Χ., με την από 8-11-2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ΕΓα/1443/2011) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου κατά των αναιρεσιβλήτων, ζήτησε, υπό την ιδιότητά της ως δικαστικής συμπαραστάτριας του συζύγου της Ι. Μ., αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας του τραυματισμού του σε αυτοκινητικό ατύχημα που συνέβη στις 5-11-2010 στο Άργος Αργολίδας με τη σύγκρουση του …. ΙΧΦ αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πρώτος αναιρεσίβλητος και ήταν ασφαλισμένο στη δεύτερη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία και του …. δίκυκλου μοτοσποδηλάτου που οδηγούσε ο συμπαραστατούμενος, από υπαιτιότητα του πρώτου αναιρεσιβλήτου. Κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο Ι. Μ. απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι αναιρεσείοντες (σύζυγος και τέκνα), ως νόμιμοι κληρονόμοι του. Οι τελευταίοι και οι Θ. Μ., Ε. Μ., Μ. Μ. και Ε. Μ. (αδελφοί του θανόντος Ι. Μ.) άσκησαν ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 27-8-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ΕΓα/925/2013) αγωγή τους κατά των αναιρεσιβλήτων, με την οποία, ισχυριζόμενοι ότι στις 11-3-2012 επήλθε ο θάνατος του συζύγου και συγγενούς τους Ι. Μ. συνεπεία του τραυματισμού του κατά το ατύχημα που προαναφέρθηκε, ζήτησαν, υπό τις σ’ αυτή αναφερόμενες διακρίσεις, αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Οι αγωγές αυτές συνεκδικάστηκαν και απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν με την 29/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, γιατί κρίθηκε ως αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος ο θανών, οδηγός του … δίκυκλου μοτοποδηλάτου, Ι. Μ.. Κατά της προαναφερόμενης απόφασης οι ενάγοντες και των δύο αγωγών άσκησαν την από 11-6-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. 74/2014) έφεσή τους ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, το οποίο, με την προσβαλλομένη, 390/21-11-2016 οριστική του απόφαση, έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος είναι ο θανών Ι. Μ. και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση. Ειδικότερα, σε σχέση με τις συνθήκες του ατυχήματος και την υπαιτιότητα για την πρόκλησή του, το Εφετείο δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά ως προς τα πραγματικά γεγονότα κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις 5.11.2010 και περί ώρα 14.20 στο Άργος ο 1ος των εφεσίβλητων (1ος των εναγόμενων τόσο της Α όσο και της Β αγωγής) έβαινε επί της δημοτικής οδού Εθνικής Αντιστάσεως με κατεύθυνση προς την οδό Παπανικολάου, οδηγώντας το υπ’ αρ. κυκλοφορίας … Ι.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο, το οποίο ανήκε στην ιδιοκτησία (κυριότητα) αυτού και ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από βλάβες προσώπων και πραγμάτων κατά τη λειτουργία του στη 2η των εφεσίβλητων (2η των εναγόμενων τόσο της Α όσο και της Β αγωγής) ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία. Η οδός Εθνικής Αντιστάσεως είναι μονής κατευθύνσεως, έχει πλάτος 7,70 μέτρα και στο τελείωμά της συμβάλλεται (διασταυρώνεται) με τη δημοτική οδό Αγίου Κωνσταντίνου. Αμέσως μετά από τη συμβολή (διασταύρωση) αυτή αρχίζει η οδός Παπανικολάου, που αποτελεί προέκταση της οδού Εθνικής Αντιστάσεως πέραν της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Η κυκλοφορία στην ως άνω συμβολή (ισόπεδο οδικό κόμβο) της οδού Εθνικής Αντιστάσεως, με την οδό Αγίου Κωνσταντίνου ρυθμίζεται με πινακίδα Ρ-2 υποχρεωτικής; διακοπής της πορείας με την ένδειξη “STOP” για τα επί της οδού Εθνικής Αντιστάσεως κινούμενα οχήματα. Κατά την ως άνω ημεροχρονολογία που συνέβη το ατύχημα η κατάσταση των ως άνω οδών ήταν ξηρά και οι συνθήκες φωτισμού καλές, καθώς ήταν μέρα, ενώ η ορατότητα δεν περιοριζόταν από κάποιο φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο. Την ίδια ώρα, επί της δημοτικής οδού Αγίου Κωνσταντίνου εκινείτο κάθετα προς την πορεία του 1ου εφεσίβλητου (1ου εναγόμενου αμφοτέρων των αγωγών) και συγκεκριμένα με κατεύθυνση από την οδό Καποδιστρίου προς τη συμβολή (διασταύρωση) της οδού Αγίου Κωνσταντίνου με την οδό Εθνικής Αντιστάσεως, ήτοι από βορρά προς νότο, ο Ι. Μ. του Δ., οδηγώντας το υπ’ αρ. κυκλοφορίας … δίκυκλο μοτοποδήλατο, της κυριότητας του Σ. Ρ. και με συνεπιβάτη τον ανήλικο τότε υιό του και ήδη 4° των εκκαλούντων (4° των εναγόντων τόσο της Α όσο και της Β αγωγής) Α. Μ.. Η οδός Αγίου Κωνσταντίνου ενώνει τις οδούς Καποδιστρίου και Μεσσηνίας-Αρκαδίας. Η οδός Αγίου Κωνσταντίνου ι) αφενός μεν από τη συμβολή της με την οδό Εθνικής Αντιστάσεως και προς την οδό Καποδιστρίου (προς βορρά) είναι μονής κατευθύνσεως, με επιτρεπόμενη κίνηση των οχημάτων από νότο προς βορρά, δηλαδή από την οδό Εθνικής Αντιστάσεως προς την οδό Καποδιστρίου, ιι) αφετέρου δε από τη συμβολή της με την οδό Εθνικής Αντιστάσεως και προς την οδό Μεσσηνίας-Αρκαδίας (προς νότο) είναι διπλής κατευθύνσεως. Δηλαδή στο παραπάνω υπό στ. ι τμήμα της η οδός Αγίου Κωνσταντίνου είναι μονόδρομος με επιτρεπόμενη κίνηση από νότο προς βορρά, δηλαδή από την οδό Εθνικής Αντιστάσεως προς την οδό Καποδιστρίου και απαγορευμένη την αντίθετη κίνηση από βορρά προς νότο, δηλαδή από την οδό Καποδιστρίου προς την οδό Εθνικής Αντιστάσεως, γεγονός που είχε ειδικά σημανθεί με ευρισκόμενη στο ως άνω τμήμα της οδού Αγίου Κωνσταντίνου ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ-7, που απαγόρευε την είσοδο σε όλα τα οχήματα που κινούνταν από την οδό Καποδιστρίου προς την οδό Εθνικής Αντιστάσεως. Παρ’ όλα αυτά, ο οδηγός της μοτοποδηλάτου Ι. Μ. εκινείτο αντίθετα με την κατεύθυνση του παραπάνω μονόδρομου, οδηγούσε δηλαδή με κατεύθυνση από βορρά προς νότο και συγκεκριμένα από την οδό Καποδιστρίου προς τη συμβολή της οδού Αγίου Κωνσταντίνου με την οδό Εθνικής Αντιστάσεως), όπως ήδη εκτέθηκε (άρθρο 16 παρ. 7 συνδ. 4 παρ. 3 ΚΟΚ). Επιπλέον, ο Ι. Μ. οδηγούσε το ως άνω μοτοποδήλατο, χωρίς να έχει την αναγκαία σωματική ικανότητα και επιδεξιότητα για να οδηγεί δίκυκλο όχημα, καθώς έφερε τεχνητό αριστερό οφθαλμό (άρθρο 13 παρ. 2 εδ. α’ και παρ. 3 ΚΟΚ). Ένεκα τούτου, οδηγούσε το ως άνω μοτοποδήλατο δίχως να έχει τον πλήρη έλεγχο αυτού, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς (άρθρο 19 παρ. 1 ΚΟΚ). Μόλις ο 1ος εφεσίβλητος (1ου εναγόμενος αμφοτέρων των αγωγών) πλησίασε την παραπάνω συμβολή (διασταύρωση) της οδού Εθνικής Αντιστάσεως, όπου εκινείτο, με την οδό Αγίου Κωνσταντίνου, συμμορφώθηκε προς την ευρισκόμενη στην πορεία του, επί της οδού Εθνικής Αντιστάσεως, ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ-2 (STOP) και συγκεκριμένα διέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου του ακινητοποιώντας το πριν από τη διασταύρωση και ήλεγξε την κίνηση των οχημάτων στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου πρώτα προς τα αριστερά και έπειτα προς τα δεξιά, εν συνεχεία δε ξεκίνησε να διασχίζει την παραπάνω διασταύρωση. Ακολούθως και ενώ ο 10ς εφεσίβλητος είχε ήδη διανύσει το μεγαλύτερο τμήμα της διασταύρωσης, το δε εμπρόσθιο τμήμα του αυτοκινήτου του είχε εισέλθει στην οδό Παπανικολάου, εντελώς ξαφνικά ο Ι. Μ. κινούμενος αντικανονικά και αντίθετα προς την επιτρεπόμενη κίνηση των οχημάτων επί του τμήματος αυτού της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, επέπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα του δίκυκλου μοτοποδηλάτου που οδηγούσε στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου του 1ου εφεσίβλητου και συγκεκριμένα στην αριστερή εμπρόσθια πόρτα αυτού, καθώς δεν αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του 1ου εφεσίβλητου, αφού δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του μοτοποδηλάτου και της κυκλοφορίας, ένεκα της απροσεξίας αλλά και της προεκτεθείσας σωματικής ανικανότητάς του. Εξαιτίας της παραπάνω σύγκρουσης το μοτοποδήλατο ανετράπη επί της οδού και ο μεν συνεπιβάτης Α. Μ. τραυματίσθηκε στο πόδι, ο δε οδηγός Ι. Μ. τραυματίσθηκε βαρύτατα και συγκεκριμένα υπέστη μεγάλη εγκεφαλική αιμορραγία, εκτεταμένο κροταφοβρεγματικό υποσκληρίδιο αιμάτωμα, διάχυτη εγκεφαλική κάκωση, ένεκα δε των τραυμάτων του αυτών, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε εν συνεχεία και δη στις 11.3.2012 ο θάνατος του. Με την παραπάνω συμπεριφορά του ο οδηγός του δίκυκλου μοτοποδηλάτου Ι. Μ. παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 7 συνδ. 4 παρ. 3, 13 παρ. 2 εδ. α’ και παρ. 3 και 19 παρ. 1 του ΚΟΚ, όπως τούτος ίσχυε κατά το χρόνο του ατυχήματος και δεν κατέβαλε κατά την οδήγηση την προσοχή και περίσκεψη που όφειλε, δηλαδή αυτήν που υπό τις συγκεκριμένες ως άνω περιστάσεις, μπορούσε να επιδείξει ο μέσος, συνετός και ευσυνείδητος οδηγός τέτοιου οχήματος (άρθρο 330 εδ. β’ ΑΚ), ήτοι δίκυκλου μοτοποδηλάτου. Εάν ο ανωτέρω μοτοποδηλάτης δεν εισερχόταν αντικανονικά στην παραπάνω διασταύρωση και αν δεν οδηγούσε απρόσεκτα και με πλημμελή έλεγχο του δίκυκλου μοτοποδηλάτου και της κυκλοφορίας, γεγονός που οφειλόταν και στην προεκτεθείσα σωματική ανικανότητά του, θα είχε αποφευχθεί το ένδικο τροχαίο ατύχημα. Αποκλειστικώς υπαίτιος του ένδικου τροχαίου ατυχήματος και του εντεύθεν τραυματισμού και του συνακόλουθου θανάτου του υπήρξε ο ως άνω μοτοποδηλάτης Ι. Μ. λόγω της προεκτεθείσας παράνομης και αμελούς συμπεριφοράς του, η οποία συνδέεται με το ατύχημα με πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια, αφού ήταν ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να το προκαλέσει και το προκάλεσε, πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αντιθέτως, τον 1° εφεσίβλητο (1ου εναγόμενο αμφοτέρων των αγωγών) δεν τον βαρύνει καμία υπαιτιότητα στην πρόκληση του ως άνω τροχαίου ατυχήματος και στην επέλευση της ως άνω σύγκρουσης, όπως αβασίμως ισχυρίσθηκαν πρωτοδίκως και επαναλαμβάνουν κατ’ έφεση οι εκκαλούντες (ενάγοντες αμφοτέρων των αγωγών). Ειδικότερα, ο 1ος εφεσίβλητος, αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την αντικανονική πορεία του μοτοποδηλάτου ενήργησε τροχοπέδηση, χωρίς όμως να προλάβει να αποφύγει τη σύγκρουση λόγω της αιφνίδιας εισόδου του μοτοποδηλάτου στη διασταύρωση. Ακριβώς λόγω της αιφνίδιας εισόδου αυτής ο 1ος εφεσίβλητος δεν είχε χρονικό περιθώριο να πραγματοποιήσει αποφευκτικό ελιγμό. Ενώ, όπως ήδη προεκτέθηκε, ο 1ος εφεσίβλητος δεν παραβίασε την ευρισκόμενη στην πορεία του πινακίδα STOP. Από όλα τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την από 5.11.2010 έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας Αργούς και το συνημμένο σε αυτήν πρόχειρο σχεδιάγραμμα το σημείο της σύγκρουσης των δύο οχημάτων εντοπίζεται πλησίον της εξόδου της διασταυρώσεως για τα οχήματα που κινούνται στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως προς την οδό Παπανικολάου και περί το μέσο, κατά πλάτος, του οδοστρώματος, γεγονός που καταδεικνύει ότι κατά τη στιγμή της σύγκρουσης το αυτοκίνητο του 1ου εφεσίβλητου είχε διανύσει το μεγαλύτερο τμήμα της διασταύρωσης και εγκατέλειπε τη συμβολή των παραπάνω οδών (Εθνικής Αντιστάσεως και Αγίου Κων/νου) και μάλιστα το εμπρόσθιο τμήμα του είχε ήδη εισέλθει στην οδό Παπανικολάου. Εξάλλου, από τη στιγμή που ο 1ος εφεσίβλητος αντιλήφθηκε την πορεία του μοτοποδηλάτου έως τη στιγμή που ακινητοποίησε πλήρως το αυτοκίνητο του έχει διανύσει απόσταση μόλις 6 μέτρων (βλ. σχετ. ίχνη τροχοπεδήσεως του υπ’ αρ. κυκλ. … αυτ/του στο σχεδιάγραμμα της Τροχαίας). Ενόψει αυτού, ο ως άνω οδηγός δεν είχε αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη των 25 χιλιομέτρων την ώρα, αφού ο συντελεστής τριβής του οδοστρώματος στο συγκεκριμένο σημείο ήταν χαμηλότερος του 0,70 και ανερχόταν σε 0,55 περίπου, καθώς η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν καλή πεπατημένη. Επομένως, είχε νομότυπα ακινητοποιήσει το αυτοκίνητο του για να ελέγξει πριν εισέλθει στη διασταύρωση. Να σημειωθεί, ότι η απόσταση του σημείου όπου αρχίζουν τα ίχνη τροχοπεδήσεως από το σημείο που η οδός Εθνικής Αντιστάσεως αρχίζει να συμβάλλεται με την οδό Αγίου Κωνσταντίνου δεν είναι ούτε 1,10 ούτε 1,60 μέτρα, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, αλλά πολύ μεγαλύτερη. Ο σχετικός ισχυρισμός των εκκαλούντων είναι, επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος. Προεχόντως, όμως, ο εν λόγω ισχυρισμός των εκκαλούντων και εναγόντων αμφοτέρων των αγωγών πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος κατά τα άρθρα 526 εδ. α’ και β’ και 224 εδ. β’ ΚΠολΔ, αφού συνιστά συμπλήρωση και διευκρίνιση των αγωγικών ισχυρισμών και των δύο ένδικων αγωγών (τόσο της Α όσο και της Β αγωγής), ο οποίος δεν είχε γίνει κατά την πρωτόδικη συζήτηση των αγωγών αυτών (με προφορική δήλωση καταχωρισθείσα στα πρωτόδικα πρακτικά και με τις πρωτόδικες προτάσεις), αλλά γίνεται καθυστερημένα για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη και δη με την κρινόμενη υπ’ αρ. εκθ. καταθ. 74/13.6.2014 έφεση των εναγόντων [βλ. Νίκα Πολιτική Δικονομία τ. III (2007), σελ. 246-247]. Εξάλλου, όπως ήδη εκτέθηκε, ο 1ος εφεσίβλητος, αφού ακινητοποίησε το αυτοκίνητο του πριν από τη διασταύρωση ήλεγξε την κίνηση των οχημάτων στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου πρώτα προς τα αριστερά και έπειτα (και τελευταία) προς τα δεξιά και εν συνεχεία ξεκίνησε να διασχίζει τη διασταύρωση. Τήρησε, δηλαδή, πρώτα την αρχή της “αμυντικής οδήγησης”, λαμβάνοντας υπόψη του το τυχόν σφάλμα των άλλων οδηγών, ήτοι την ενδεχόμενη αντικανονική κίνηση οδηγού από τα αριστερά του, ακολούθως δε και αφού ένα τέτοιο ενδεχόμενο λάθους δεν του ήταν εμφανές, κινήθηκε εν συνεχεία νόμιμα με βάση την αρχή της “εμπιστοσύνης”, κατά την οποία εδικαιούτο να πιστεύει ότι και οι λοιποί οδηγοί θα εφαρμόσουν τους στοιχειώδεις κανόνες οδικής κυκλοφορίας και θα επιδείξουν τη στοιχειώδη επιμέλεια κατά την οδήγηση, ότι δηλαδή δεν θα του έλθει κάποιος οδηγός αιφνιδίως και αντικανονικώς από τα αριστερά του, ενόσω διέσχιζε τη διασταύρωση και ετοιμαζόταν να την εγκαταλείψει [για τη νομική έννοια της “αρχής της εμπιστοσύνης”, η οποία δεν έχει σχέση με διαρκή συμπεριφορά δημιουργούσα εύλογη πεποίθηση καλόπιστων τρίτων, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες στην έφεσή τους, καθώς και για τη νομική έννοια της “αρχής της αμυντικής οδήγησης”, όπως αμφότερες οι αρχές αυτές έχουν αναπτυχθεί στο δίκαιο της οδικής κυκλοφορίας βλ. αντί πολλών Ανδρουλάκη Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος τ. I (2000), σελ. 304- 305]. Έτσι ο 1ος εφεσίβλητος, αν και κατέβαλε κατά την οδήγηση την προσοχή και περίσκεψη του μέσου συνετού οδηγού, δεν μπόρεσε (και δεν θα μπορούσε) να προβλέψει την αιφνίδια και αντικανονική είσοδο στη διασταύρωση του ως άνω μοτοποδηλάτη κατά τη στιγμή που ο ίδιος είχε διανύσει το μεγαλύτερο τμήμα αυτής (διασταύρωσης) και είχε αρχίσει να την εγκαταλείπει. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρχαν στο σημείο αυτόπτες μάρτυρες, ενώ οι ενόρκως βεβαιώσαντες τρίτοι είναι μάρτυρες ακοής, ο δε εξετασθείς πρωτοδίκως μάρτυρας έφτασε μετά από τη σύγκρουση στον τόπο του ατυχήματος και, ως εκ τούτου, δεν έχει άμεση γνώση. Η ανωμοτί κατάθεση στην ποινική προδικασία του ανήλικου τότε Α. Μ., ο οποίος σήμερα είναι διάδικος στην προκείμενη πολιτική δίκη (4ος των εκκαλούντων και 4ος των εναγόντων αμφοτέρων των αγωγών) δεν είναι επιβοηθητική, καθώς σε άλλο σημείο της αναφέρεται ότι ο οδηγός του μοτοποδηλάτου φορούσε κράνος, γεγονός που διαψεύδεται τόσο από τον πρωτοδίκως εξετασθέντα μάρτυρα όσο και από την έκθεση αυτοψίας της τροχαίας. Ενόψει όλων αυτών το ένδικο τροχαίο ατύχημα και ο εντεύθεν τραυματισμός και συνακόλουθος θάνατος του μοτοποδηλάτη Ι. Μ. οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητά του.” Με την κρίση του όμως αυτή, ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας στην πρόκληση του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις προπαρατεθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, στις οποίες, κατά τις σχετικές παραδοχές, θεμελιώνεται η αποκλειστική υπαιτιότητα του θανόντος χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε υπαιτιότητα στο πρόσωπο του πρώτου αναιρεσιβλήτου, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για το αν αυτές εφαρμόστηκαν ορθά ή όχι και για το λόγο αυτό στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα το Εφετείο, ενώ δέχεται ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος Τ. Α., κινούμενος με το …. ΙΧΦ αυτοκίνητό του, στην πλάτους 7,70 μέτρων οδό Εθνικής Αντιστάσεως στο Άργος στις 5-11-2010 και περί ώρα 14.20, όταν έφθασε στη διασταύρωση με την οδό Αγίου Κωνσταντίνου, όπου η προτεραιότητα ρυθμιζόταν με πινακίδα Ρ-2 (STOP), διέκοψε την πορεία του πριν τη διασταύρωση και έλεγξε την κίνηση των οχημάτων επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, πρώτα από αριστερά και κατόπιν από δεξιά και μετά ξεκίνησε να διασχίζει τη διασταύρωση, ότι είχε διανύσει το μεγαλύτερο τμήμα της διασταύρωσης, με το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματός του να έχει εισέλθει στην οδό Παπανικολάου (προέκταση της οδού Εθνικής Αντιστάσεως) όταν προσέκρουσε στην αριστερή πόρτα του φορτηγού αυτοκινήτου, με το εμπρόσθιο τμήμα του, το μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο θανών Ι. Μ., ότι το μοτοποδήλατο εκινείτο στη διασταυρούμενη με την παραπάνω οδό Αγίου Κωνσταντίνου αντίθετα προς τη φορά του μονοδρόμου και εισήλθε αιφνίδια και χωρίς να αντιληφθεί το αυτοκίνητο στη διασταύρωση, παραβιάζοντας τη ρυθμιστική πινακίδα Ρ-7 (απαγορεύεται η είσοδος σε όλα τα οχήματα) που υπήρχε προς την κατεύθυνσή του, ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος, μόλις αντιλήφθηκε την αντικανονική πορεία του μοτοποδηλάτου, μη έχοντας χρονικό περιθώριο να εκτελέσει αποφευκτικό ελιγμό, τροχοπέδησε, αφήνοντας στο οδόστρωμα ίχνη τροχοπέδησης 6 μέτρων, τα οποία απέχουν πολύ από το σημείο που αρχίζει η διασταύρωση των οδών Εθνικής Αντιστάσεως και Αγίου Κωνσταντίνου, δεν διευκρινίζει α) σε ποιό σημείο επί της διασταύρωσης βρισκόταν το αυτοκίνητο όταν ο οδηγός του αντιλήφθηκε από αριστερά του το μοτοποδήλατο να κινείται αντικανονικά προς τη διασταύρωση και ποιά ήταν τη στιγμή εκείνη η απόστασή του από το μοτοποδήλατο, β) από ποιό σημείο της οδού Εθνικής Αντιστάσεως και σε πόσο βάθος αριστερά επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου μπορούσε ο οδηγός του αυτοκινήτου να αντιληφθεί το μοτοποδήλατο κινούμενο και ο οδηγός του μοτοποδηλάτου να αντιληφθεί αντίστοιχα από την τελευταία οδό το αυτοκίνητο, γ) ποιό ήταν το πλάτος της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, σε ποιό σημείο της οδού αυτής (σε σχέση με το όλο πλάτος της) και με ποια ταχύτητα εκινείτο το μοτοποδήλατο και πώς βρέθηκε το τελευταίο όχημα στο σημείο εξόδου του αυτοκινήτου από τη διασταύρωση, όπου και κατά τις παραδοχές επήλθε η σύγκρουση και δ) σε ποιό ακριβώς σημείο της διασταύρωσης βρέθηκαν τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου, εάν ξεκινούν και τελειώνουν εντός αυτής (της διασταύρωσης) και ποιά η απόσταση του σημείου έναρξής τους από την είσοδο της διασταύρωσης σε σχέση με την κατεύθυνσή του. Επίσης, δεν αιτιολογεί γιατί, ενώ, υπό τις παραδοχές, ο οδηγός του αυτοκινήτου διέκοψε την πορεία του πριν την πινακίδα STOP, ήτοι πριν την είσοδο της διασταύρωσης και ξεκίνησε αφού έλεγξε την κυκλοφορία και από αριστερά επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, δεν αντιλήφθηκε τότε (κατά τον έλεγχο σε διακοπή πορείας) το μοτοποδήλατο αλλά το αντιλήφθηκε ενώ είχε ξεκινήσει και βρισκόταν εντός της διασταύρωσης και τότε τροχοπέδησε αφήνοντας, με την ταχύτητα εκκίνησης, ίχνη τροχοπέδησης μήκους 6 μέτρων. Λόγω αυτών των ασαφειών και ελλείψεων δεν μπορεί να ελεγχθεί, πέραν της κίνησης του μοτοποδηλάτου επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου αντίθετα προς τη φορά του μονοδρόμου, η αμελής συμπεριφορά του θανόντος οδηγού, η οποία, υπό τις επικρατούσες στον τόπο του ατυχήματος, κατά τις παραδοχές, συνθήκες, προκάλεσε το ατύχημα αλλά και να ερευνηθεί εάν ο οδηγός του φορτηγού μπορούσε να αντιληφθεί έγκαιρα το μοτοποδήλατο και να πράξει οτιδήποτε, πέραν της πέδησης, ώστε να αποτραπεί η σύγκρουση. Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όπως εκτιμάται, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τις αιτιάσεις αυτές είναι βάσιμος. Κατόπιν αυτού παρέλκει η έρευνα του λόγου αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που αφορά στη σωματική ικανότητα του θανόντος να οδηγεί μοτοποδήλατο, γιατί η αναιρετική εμβέλεια του πρώτου καθιστά αλυσιτελή την εξέτασή του, αφού η παραδοχή του οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, την αναίρεση της εφετειακής απόφασης.
Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί στο σύνολό της ως προς τους αναιρεσείοντες η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατόν να συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Πρέπει επίσης, να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες στους ίδιους (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 390/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο Μονομελές Εφετείο Ναυπλίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που έχουν καταθέσει.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Μαρτίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 652 / 2021 Αιφνίδια είσοδος μοτοποδηλάτου σε διασταύρωση- Τροχαίο ατύχημα- Υπαιτιότητα μοτοποδηλάτου
Προηγούμενο άρθροΑθωώθηκε οδηγός ταξί για επεισόδιο με αστυνομικούς