ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)
της 6ης Ιουνίου 2024 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής – Κανονισμός (ΕΚ) 4/2009 – Άρθρο 12, παράγραφος 1 – Εκκρεμοδικία – Άρθρο 13 – Συναφείς αγωγές – Έννοια»
Στην υπόθεση C‑381/23 [Geterfer] (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Amtsgericht Mönchengladbach-Rheydt (ειρηνοδικείο του Mönchengladbach-Rheydt, Γερμανία) με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιουνίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
ΖΟ
κατά
JS,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),
συγκείμενο από τους O. Spineanu-Matei, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot και L. S. Rossi (εισηγήτρια), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Vondung και τον W. Wils,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (ΕΕ 2009, L 7, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ZO, τέκνου που ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, και της μητέρας της, JS, σχετικά με την καταβολή διατροφής.
Ο κανονισμός 4/2009
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 15 και 44 του κανονισμού 4/2009 έχουν ως εξής:
«(15) Για να διασφαλισθούν τα συμφέροντα των δικαιούχων διατροφής και να ευνοηθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να προσαρμοσθούν οι κανόνες οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία, όπως απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 [του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1)]. […]
[…]
(44) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τροποποιήσει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 αντικαθιστώντας τις διατάξεις του που εφαρμόζονται σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, να εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση, την κήρυξη κήρυξης της εκτελεστότητας και εκτέλεσης των αποφάσεων καθώς και τη νομική αρωγή αντί των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001, από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.»
4 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:
«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας.»
5 Το κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία», περιλαμβάνει τα άρθρα 3 έως 14.
6 Το άρθρο 3 του κανονισμού ορίζει τα εξής:
«Σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει:
α) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου, ή
β) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, ή
γ) το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η δικαιοδοσία αυτή βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων, ή
[…]».
7 Το άρθρο 12 του κανονισμού 4/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκκρεμοδικία», προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Εάν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.
2. Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί πρέπει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου.»
8 Κατά το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού:
«1. Όταν συναφείς αγωγές εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί να αναστείλει την εκδίκαση.
2. Όταν οι αγωγές αυτές εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων.
3. Είναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.»
9 Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι άρνησης της αναγνώρισης», έχει ως εξής:
«Απόφαση δεν αναγνωρίζεται εάν:
[…]
γ) είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση».
10 Από το άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009 προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 75, παράγραφος 2, ο κανονισμός αυτός τροποποιεί τον κανονισμό 44/2001 αντικαθιστώντας τις διατάξεις του συγκεκριμένου κανονισμού που είναι εφαρμοστέες στον τομέα των υποχρεώσεων διατροφής.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
11 Η ZO, ενάγουσα της κύριας δίκης, γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 2001 από τον γάμο του πατέρα της με την JS, εναγόμενη της κύριας δίκης. Ο γάμος αυτός λύθηκε οριστικά τον Νοέμβριο του 2010.
12 Ο πατέρας της ZO κατοικεί στη Γερμανία, ενώ η μητέρα της κατοικεί στο Βέλγιο.
13 Μετά τον χωρισμό των γονέων της, η ZO διαβιούσε αρχικώς με τη μητέρα της, ο δε πατέρας της υπείχε υποχρέωση μηνιαίας καταβολής στη μητέρα του τέκνου διατροφής για τη ZO και τον αδελφό της δυνάμει αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2014 του tribunal de première instance d’Eupen (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Eurpen, Βέλγιο).
14 Με απόφαση της 31ης Αυγούστου 2017, το tribunal de première instance d’Eupen (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Eurpen) αναγνώρισε στον πατέρα «κύριο δικαίωμα συνοίκησης».
15 Η ZO διαμένει κατά τη διάρκεια της εβδομάδας σε οικοτροφείο στη Γερμανία και κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών έχει ως κύριο τόπο διαμονής την οικία του πατέρα της. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η ZO διατηρεί διεύθυνση στον δήμο όπου κατοικεί η μητέρα της στο Βέλγιο, πλην όμως αρνείται να έλθει σε επαφή μαζί της.
16 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η ZO αξιώνει διατροφή από τη μητέρα της, χωρίς να έχει καθοριστεί ακόμα το ακριβές ποσό, για το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2017 έως χρονικού σημείου που δεν προσδιορίζεται. Η μητέρα προβάλλει ένσταση εκκρεμοδικίας.
17 Συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο έναρξης της υπόθεσης της κύριας δίκης, βρισκόταν σε εξέλιξη ένδικη διαδικασία ενώπιον του tribunal de première instance d’Eupen (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Eupen) κινηθείσα από τη μητέρα της ZO κατά του πατέρα της ZO. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, η μητέρα αξιώνει να της καταβληθεί αποζημίωση για τη στέγαση και διατροφή της θυγατέρας τους από την 1η Αυγούστου 2017 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.
18 Με διάταξη της 3ης Νοεμβρίου 2021, το Amtsgericht Mönchengladbach-Rheydt (ειρηνοδικείο του Mönchengladbach-Rheydt, Γερμανία), στηριζόμενο στο άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 4/2009, διαπίστωσε τη διεθνή του δικαιοδοσία να εξετάσει την αγωγή της ZO. Εντούτοις, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας, με την αιτιολογία ότι είχε κινηθεί προηγουμένως ένδικη διαδικασία ενώπιον του tribunal de première instance d’Eupen (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Eupen) από τη μητέρα. Το Amtsgericht Mönchengladbach-Rheydt (ειρηνοδικείο του Mönchengladbach-Rheydt) επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι αμφότερες οι διαδικασίες είχαν ως αντικείμενο την επιδίκαση διατροφής για τέκνο, διευκρινίζοντας, επιπλέον, ότι στο Βέλγιο, σύμφωνα με τα άρθρα 203 και 203bis του βελγικού αστικού κώδικα, οι γονείς οφείλουν, δυνάμει υποχρεώσεως αμοιβαίας συνεισφοράς, να αναλάβουν τη διατροφή των τέκνων τους έως την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους, ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους στην ηλικία των 18 ετών.
19 Με διάταξη της 26ης Απριλίου 2022, το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ, Γερμανία) έκανε δεκτή την έφεση που άσκησε η ZO κατά της διατάξεως του Amtsgericht Mönchengladbach-Rheydt (ειρηνοδικείου του Mönchengladbach-Rheydt), με την αιτιολογία ότι οι δύο διαδικασίες δεν αφορούν τους ίδιους διαδίκους και δεν έχουν ούτε το ίδιο αντικείμενο ούτε την ίδια αιτία. Ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Amtsgericht Mönchengladbach-Rheydt (ειρηνοδικείου του Mönchengladbach-Rheydt) προς επανεκδίκαση.
20 Το κατ’ αναπομπή επιληφθέν δικαστήριο, το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, εκτιμά, παραπέμποντας στην απόφαση της 19ης Μαΐου 1998, Drouot assurances (C‑351/96, EU:C:1998:242), ότι τα συμφέροντα της ενάγουσας της κύριας δίκης και του πατέρα της, εναγομένου της δίκης ενώπιον του tribunal de première instance d’Eupen (πρωτοβάθμιου δικασηρίου του Eupen), ταυτίζονται σε τέτοιο βαθμό ώστε τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν ως ένας και ο αυτός διάδικος όσον αφορά την εκκρεμοδικία. Επιπλέον, οι δύο εκκρεμείς ένδικες διαδικασίες έχουν το ίδιο αντικείμενο, ήτοι αξίωση για την επιδίκαση διατροφής. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού 4/2009 και ως προς την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 12 στην υπόθεση της κύριας δίκης.
21 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Amtsgericht Mönchengladbach-Rheydt (ειρηνοδικείο του Mönchengladbach-Rheydt) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Υφίσταται άλλη δίκη εκκρεμής για την ίδια επίδικη διαφορά, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009, όταν διεξάγεται δίκη στο Βέλγιο μεταξύ του πατέρα και της μητέρας σχετικά με τη διατροφή του τέκνου και παράλληλα διεξάγεται στη Γερμανία, σε ύστερο χρόνο, δίκη στο πλαίσιο της οποίας το εν τω μεταξύ ενήλικο τέκνο στρέφεται κατά της μητέρας του ζητώντας την καταβολή διατροφής;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
22 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009 έχει την έννοια ότι οι προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις διαπίστωσης εκκρεμοδικίας, ήτοι η ταυτότητα αντικειμένου και η ταυτότητα των διαδίκων των αγωγών, πληρούνται στην περίπτωση που, κατά την άσκηση αγωγής από ενήλικο πλέον τέκνο ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους για επιδίκαση διατροφής κατά της μητέρας του, η μητέρα έχει ασκήσει, σε προγενέστερο χρόνο, αγωγή ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης από τον πατέρα του τέκνου για τη στέγαση και τη διατροφή του τέκνου αυτού.
23 Επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 68, παράγραφος 1, και το άρθρο 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009, ο κανονισμός αυτός αντικατέστησε, σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, τον κανονισμό 44/2001, ο οποίος είχε αντικαταστήσει, μεταξύ των κρατών μελών, τη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση αυτή (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).
24 Όπως υποστήριξε κατ’ ουσίαν η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ερμηνεία στην οποία έχει προβεί το Δικαστήριο όσον αφορά τις διατάξεις ενός εκ των ως άνω νομοθετημάτων ισχύει και για τις διατάξεις των άλλων νομοθετημάτων, σε περίπτωση που οι διατάξεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως «αντίστοιχες» (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2022, London Steam-Ship Owners’ Mutual Insurance Association, C‑700/20, EU:C:2022:488, σκέψη 42).
25 Τέτοια περίπτωση συνιστούν οι διατάξεις περί εκκρεμοδικίας οι οποίες περιέχονται στο άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, της Σύμβασης των Βρυξελλών, στο άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001 καθώς και, όσον αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής, στο άρθρο 12 του κανονισμού 4/2009 και έχουν παρόμοια διατύπωση.
26 Συνεπώς, ομοίως προς το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, της Σύμβασης των Βρυξελλών καθώς και προς το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009 προβλέπει ότι, εάν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία ενώπιόν του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.
27 Ο κανόνας αυτός περί εκκρεμοδικίας, όπως και ο κανόνας του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, της Σύμβασης των Βρυξελλών καθώς και ο κανόνας του άρθρου 27 του κανονισμού 44/2001, αποσκοπεί, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης όπως υπενθυμίζεται ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 4/2009, στο να μειωθεί η πιθανότητα διεξαγωγής παράλληλων διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών και να αποτραπεί το ενδεχόμενο να εκδοθούν ασυμβίβαστες μεταξύ τους αποφάσεις σε περίπτωση κατά την οποία δικαστήρια πλειόνων κρατών έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ίδιας διαφοράς (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2004, Mærsk Olie & Gas, C‑39/02, EU:C:2004:615, σκέψη 31, καθώς και της 22ας Οκτωβρίου 2015, Aannemingsbedrijf Aertssen και Aertssen Terrassements, C‑523/14, EU:C:2015:722, σκέψη 39).
28 Επομένως, σκοπός του άρθρου 12 του κανονισμού 4/2009 είναι να αποκλείσει, κατά το μέτρο του δυνατού, κατάσταση όπως η περιγραφόμενη στο άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, του συγκεκριμένου κανονισμού, ήτοι τη μη αναγνώριση αποφάσεως λόγω του ασυμβίβαστου χαρακτήρα της με απόφαση εκδοθείσα μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνώρισης ή εκτέλεσης (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, Mærsk Olie & Gas, C‑39/02, EU:C:2004:615, σκέψη 31).
29 Ο εν λόγω μηχανισμός για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας έχει αντικειμενικό και αυτόματο χαρακτήρα, στηρίζεται δε στη χρονολογική σειρά κατά την οποία έχουν επιληφθεί της υπόθεσης τα οικεία δικαστήρια (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Aannemingsbedrijf Aertssen και Aertssen Terrassements, C‑523/14, EU:C:2015:722, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Επιπλέον, δεδομένου ότι στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009 δεν απαντά παραπομπή στις έννομες τάξεις των κρατών μελών αλλά αναφορά σε πλείονες ουσιαστικές προϋποθέσεις ως στοιχεία για τη διαπίστωση συνδρομής περίπτωσης εκκρεμοδικίας, οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 12 πρέπει να θεωρηθούν αυτοτελείς (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987, Gubisch Maschinenfabrik, 144/86, EU:C:1987:528, σκέψη 11).
31 Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, για να διαπιστωθεί η συνδρομή περίπτωσης εκκρεμοδικίας πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς πλείονες προϋποθέσεις. Επομένως, περίπτωση εκκρεμοδικίας συντρέχει όταν οι αγωγές έχουν ασκηθεί «μεταξύ των ίδιων διαδίκων», έχουν «το ίδιο αντικείμενο» και «την ίδια αιτία».
32 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πληρούνται οι προϋποθέσεις περί της ταυτότητας των διαδίκων και της ταυτότητας του αντικειμένου των αγωγών που έχουν ασκηθεί στο πλαίσιο των δύο εκκρεμών παράλληλων ένδικων διαδικασιών.
33 Κατά πρώτον, όσον αφορά την προϋπόθεση ότι οι αγωγές πρέπει να έχουν ασκηθεί μεταξύ των «ίδιων διαδίκων», οι αμφιβολίες που διατηρεί το αιτούν δικαστήριο οφείλονται στο γεγονός ότι, ενώ η διαφορά ενώπιον του tribunal de première instance d’Eupen (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Eupen) συνιστά αντιδικία μεταξύ της μητέρας και του πατέρα του τέκνου, αντιθέτως, στην ενώπιόν του διαφορά, αντίδικοι είναι το ενήλικο πλέον τέκνο και η μητέρα του, με αποτέλεσμα, τυπικώς, οι εν λόγω διάδικοι να μην ταυτίζονται.
34 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει βεβαίως κρίνει ότι πρέπει, κατ’ αρχήν, οι διάδικοι να είναι οι ίδιοι, ανεξαρτήτως της θέσης του ενός ή του ετέρου διαδίκου στις δύο παράλληλες διαδικασίες (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, Aannemingsbedrijf Aertssen και Aertssen Terrassements, C‑523/14, EU:C:2015:722, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Εντούτοις, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έκανε δεκτό, με την απόφαση της 19ης Μαΐου 1998, Drouot assurances (C‑351/96, EU:C:1998:242, σκέψεις 19, 23 και 25), η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, της Σύμβασης των Βρυξελλών, ότι τυπικώς διαφορετικοί διάδικοι, ήτοι ένας ασφαλιστής και ο ασφαλισμένος του, μπορούν, σε σχέση με το αντικείμενο των δύο εκκρεμών διαφορών, να έχουν τόσο πανομοιότυπα και αδιαχώριστα συμφέροντα ώστε απόφαση εκδοθείσα κατά του ενός να έχει ισχύ δεδικασμένου έναντι του άλλου, οπότε πρέπει να θεωρηθούν ως ένας και ο αυτός διάδικος για τους σκοπούς της εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης.
36 Ανάλογη ερμηνεία της έννοιας των «ίδιων διαδίκων» χωρεί στο πλαίσιο του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009.
37 Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του ουσιαστικού αντικειμένου του κανονισμού αυτού, το οποίο άπτεται, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού, των υποχρεώσεων διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας και, κατά συνέπεια, αφορά συχνά αξιώσεις διατροφής για ανήλικο τέκνο που προβάλλονται από άλλα πρόσωπα, όπως από έναν και/ή τον άλλον γονέα ή από δημόσιο φορέα κοινωνικών παροχών που έχει υποκατασταθεί εκ του νόμου στα δικαιώματα του οικείου δικαιούχου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το συμφέρον των τυπικώς διαφορετικών διαδίκων σε σχέση με το αντικείμενο δύο εκκρεμών διαφορών, ήτοι το συμφέρον του ενδιαφερόμενου τέκνου ως δικαιούχου διατροφής, μπορεί να είναι σε τέτοιο βαθμό πανομοιότυπο και αδιαχώριστο, ώστε απόφαση που θα εκδοθεί ως προς τον έναν εξ αυτών να έχει ισχύ δεδικασμένου έναντι του άλλου. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι εν λόγω διάδικοι πρέπει να μπορούν να θεωρηθούν ως ένας και ο αυτός διάδικος, κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού.
38 Το άρθρο 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 4/2009 ενισχύει την ανωτέρω ερμηνεία. Ειδικότερα, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι δυνατή η άσκηση παρεπόμενης αγωγής σχετικά με την υποχρέωση διατροφής στο πλαίσιο αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση, όπως είναι η διαδικασία για την έκδοση διαζυγίου, στην οποία διάδικοι είναι κατ’ ανάγκην οι γονείς του δικαιούχου της διατροφής τέκνου και, ταυτόχρονα, τουλάχιστον ένας από τους γονείς αυτούς εκπροσωπεί τα συμφέροντα του τέκνου στο πλαίσιο της παρεπόμενης αγωγής που έχει ασκηθεί σχετικά με την υποχρέωση διατροφής.
39 Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου των παράλληλων διαδικασιών και της ενηλικίωσης της ενάγουσας της κύριας δίκης, τα συμφέροντά της συνδέονται τόσο άρρηκτα με τα συμφέροντα του πατέρα της, εναγομένου ενώπιον του tribunal de première instance d’Eupen (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Eupen), ώστε απόφαση που θα εκδοθεί σε μία από τις υποθέσεις αυτές κατά του ενός εκ των διαδίκων θα έχει ισχύ δεδικασμένου έναντι του ετέρου διαδίκου.
40 Κατά δεύτερον, όσον αφορά την προϋπόθεση περί ταυτότητας του αντικειμένου των αγωγών, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η προϋπόθεση αυτή σημαίνει ότι ο σκοπός των αγωγών πρέπει να είναι ο ίδιος, λαμβανομένων υπόψη των αιτημάτων των εναγόντων στις δύο διαφορές και όχι των αμυντικών ισχυρισμών που προέβαλε, ενδεχομένως, ο εναγόμενος (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, Gantner Electronic, C‑111/01, EU:C:2003:257, σκέψεις 25 και 26 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Συναφώς, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, ενώπιον του tribunal de première instance d’Eupen (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Eupen), η μητέρα ζητεί από τον πατέρα την επιστροφή των εξόδων για τη στέγαση και τη διατροφή της θυγατέρας τους, στα οποία υποβλήθηκε μεταξύ της 1ης Αυγούστου 2017 και της 31ης Δεκεμβρίου 2018, ενώ, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η ενάγουσα της κύριας δίκης ζητεί από τη μητέρα της την καταβολή, σε χρήμα, διατροφής για το χρονικό διάστημα από την 1η Νοεμβρίου 2017 έως απροσδιόριστη ημερομηνία, η οποία όμως μπορεί να τοποθετείται ακόμα και μετά τον Νοέμβριο του 2019, χρόνο κατά τον οποίο η ενάγουσα της κύριας δίκης ενηλικιώθηκε.
42 Επομένως, δεν προκύπτει, όπως υποστήριξε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι τα αιτήματα σε καθεμία από τις διαφορές που περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής έχουν το ίδιο αντικείμενο. Ειδικότερα, μολονότι οι διαφορές αυτές αφορούν, γενικώς, την επιδίκαση διατροφής, προκύπτει εντούτοις ότι οι αξιώσεις των εναγόντων δεν έχουν τον ίδιο σκοπό και δεν καλύπτουν το ίδιο χρονικό διάστημα.
43 Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009 είναι σωρευτικές, δεν μπορεί να διαπιστωθεί εκκρεμοδικία βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο.
44 Πάντως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η έλλειψη εκκρεμοδικίας δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 4/2009 στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι οι επίμαχες αγωγές συνδέονται μεταξύ τους αρκούντως στενά ώστε να μπορούν να θεωρηθούν συναφείς, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 3, όπερ έχει ως αποτέλεσμα ότι το δικαστήριο αυτό, το οποίο επιλαμβάνεται δεύτερο κατά σειρά, μπορεί να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία.
45 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009 έχει την έννοια ότι οι προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις διαπίστωσης εκκρεμοδικίας, ήτοι η ταυτότητα του αντικειμένου και η ταυτότητα των διαδίκων των αγωγών, δεν πληρούνται στην περίπτωση που, κατά την άσκηση αγωγής από ενήλικο πλέον τέκνο ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους για επιδίκαση διατροφής κατά της μητέρας του, η μητέρα έχει ασκήσει, σε προγενέστερο χρόνο, αγωγή ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης από τον πατέρα του τέκνου για τη στέγαση και τη διατροφή του τέκνου, δεδομένου ότι οι αξιώσεις των εναγόντων δεν επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και δεν καλύπτουν το ίδιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν συντρέχει εκκρεμοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009, δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού στην περίπτωση που οι επίμαχες αγωγές συνδέονται μεταξύ τους αρκούντως στενά ώστε να μπορούν να θεωρηθούν συναφείς, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 3, όπερ έχει ως αποτέλεσμα ότι το αιτούν δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται δεύτερο κατά σειρά, μπορεί να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία.
Επί των δικαστικών εξόδων
46 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής,
έχει την έννοια ότι:
οι προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις διαπίστωσης εκκρεμοδικίας, ήτοι η ταυτότητα του αντικειμένου και η ταυτότητα των διαδίκων των αγωγών, δεν πληρούνται στην περίπτωση που, κατά την άσκηση αγωγής από ενήλικο πλέον τέκνο ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους για επιδίκαση διατροφής κατά της μητέρας του, η μητέρα έχει ασκήσει, σε προγενέστερο χρόνο, αγωγή ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης από τον πατέρα του τέκνου για τη στέγαση και τη διατροφή του τέκνου αυτού, δεδομένου ότι οι αξιώσεις των εναγόντων δεν επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και δεν καλύπτουν το ίδιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν συντρέχει εκκρεμοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 4/2009, δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού στην περίπτωση που οι επίμαχες αγωγές συνδέονται μεταξύ τους αρκούντως στενά ώστε να μπορούν να θεωρηθούν συναφείς, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 3, όπερ έχει ως αποτέλεσμα ότι το αιτούν δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται δεύτερο κατά σειρά, μπορεί να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία.
(υπογραφές)