Η εκτίμηση αυτή εναπόκειται στο πρωτοδικείο Μιλάνου
Η έννοια της «ρύπανσης» κατά την οδηγία περί βιομηχανικών εκπομπών περιλαμβάνει τη βλάβη του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Συνεπώς, η προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων της δραστηριότητας μιας εγκατάστασης, όπως το χαλυβουργείο Ilva στη νότια Ιταλία, πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των προβλεπόμενων από την οδηγία διαδικασιών για τη χορήγηση και για την επανεξέταση άδειας λειτουργίας. Κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ρυπαντικές ουσίες που συνδέονται με τη δραστηριότητα της εγκατάστασης, ακόμη και αν δεν αξιολογήθηκαν κατά τη διαδικασία αρχικής αδειοδότησης. Στην περίπτωση σοβαρών και σημαντικών κινδύνων για την ακεραιότητα του περιβάλλοντος και την ανθρώπινη υγεία, η λειτουργία της εγκατάστασης πρέπει να αναστέλλεται.
Το χαλυβουργείο Ilva βρίσκεται στον Τάραντα, στη νότια Ιταλία. Άρχισε να λειτουργεί το 1965. Έχει περίπου 11 000 εργαζομένους και καλύπτει έκταση 1 500 εκταρίων, είναι δε ένα από τα μεγαλύτερα χαλυβουργεία της Ευρώπης.
Το 2019 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπίστωσε ότι το χαλυβουργείο είχε σημαντικές επιβλαβείς επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία των περιοίκων 1. Από το 2012 έχουν προβλεφθεί μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεων, αλλά οι προθεσμίες για την υλοποίησή τους έχουν επανειλημμένα παραταθεί.
Μεγάλος αριθμός κατοίκων της περιοχής προσέφυγε ενώπιον του πρωτοδικείου Μιλάνου, ζητώντας την παύση της λειτουργίας του χαλυβουργείου. Υποστηρίζουν ότι οι εκπομπές του βλάπτουν την υγεία τους και ότι η εγκατάσταση δεν πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας περί βιομηχανικών εκπομπών 2.
Το πρωτοδικείο Μιλάνου διερωτάται αν αντιβαίνουν στην οδηγία η ιταλική νομοθεσία και οι ειδικοί κατά παρέκκλιση κανόνες που ισχύουν για το χαλυβουργείο Ilva προκειμένου να επιτραπεί η συνέχιση της λειτουργίας του. Ως εκ τούτου, υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο τονίζει κατ’ αρχάς τη στενή σχέση μεταξύ της προστασίας της ποιότητας του περιβάλλοντος και της προστασίας της ανθρώπινης υγείας, που αποτελούν βασικούς σκοπούς του δικαίου της Ένωσης, κατοχυρωμένους στον Χάρτη των
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επισημαίνει ότι η οδηγία συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών αυτών και στην προάσπιση του δικαιώματος διαβίωσης σε περιβάλλον που εξασφαλίζει επαρκή προσωπική υγεία και ευημερία.
Ενώ, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η οδηγία δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στην εκτίμηση της βλάβης για την υγεία, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η έννοια της «ρύπανσης» κατά την οδηγία καταλαμβάνει τις βλάβες που προκαλούνται τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ανθρώπινη υγεία. Συνεπώς, η προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων της δραστηριότητας μιας εγκατάστασης, όπως το χαλυβουργείο Ilva, επί των δύο αυτών στοιχείων πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των διαδικασιών για τη χορήγηση και για την επανεξέταση άδειας λειτουργίας. Πλην όμως, κατά το πρωτοδικείο Μιλάνου, η προηγούμενη αυτή απαίτηση δεν τηρήθηκε όσον αφορά τη βλάβη για την υγεία. Ο φορέας εκμετάλλευσης πρέπει επίσης να εκτιμά τις επιπτώσεις αυτές καθ’ όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας της εγκατάστασης.
Επιπλέον, κατά το πρωτοδικείο Μιλάνου, οι ειδικοί κανόνες για το χαλυβουργείο Ilva κατέστησαν δυνατή τη χορήγηση περιβαλλοντικής άδειας και την επανεξέτασή της, χωρίς να συνεκτιμηθούν ορισμένοι ρύποι ή οι επιβλαβείς συνέπειές τους για τους περιοίκους. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης υπέχει την υποχρέωση να παράσχει, με την αρχική αίτηση χορήγησης άδειας, πληροφορίες σχετικά με τη φύση, την ποσότητα και τις δυνητικές επιβλαβείς συνέπειες των εκπομπών που είναι πιθανόν να παράγονται από την εγκατάστασή του. Μόνον οι ρυπαντικές ουσίες για τις οποίες γίνεται δεκτό ότι έχουν αμελητέα επίδραση στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον μπορούν να μην υπόκεινται σε οριακές τιμές εκπομπών στην άδεια λειτουργίας.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Ilva και η Ιταλική Κυβέρνηση, η διαδικασία επανεξέτασης δεν μπορεί να περιορίζεται στον καθορισμό οριακών τιμών μόνο για ρυπαντικές ουσίες των οποίων η εκπομπή μπορούσε να προβλεφθεί. Πρέπει επίσης να συνεκτιμά και τις πραγματικές εκπομπές άλλων ρυπαντικών ουσιών από τη λειτουργία της συγκεκριμένης εγκατάστασης.
Σε περίπτωση παράβασης των όρων της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης, ο φορέας εκμετάλλευσης οφείλει να λάβει αμέσως τα απαιτούμενα μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τους όρους της άδειας το συντομότερο δυνατόν.
Σε περίπτωση σοβαρών και σημαντικών κινδύνων για την ακεραιότητα του περιβάλλοντος και την ανθρώπινη υγεία, η προθεσμία για την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην άδεια λειτουργίας μέτρων προστασίας δεν μπορεί να παρατείνεται επανειλημμένα, και η λειτουργία της εγκατάστασης πρέπει να αναστέλλεται.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 25ης Ιουνίου 2024 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Άρθρο 191 ΣΛΕΕ – Βιομηχανικές εκπομπές – Οδηγία 2010/75/ΕΕ – Ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης – Άρθρα 1, 3, 8, 11, 12, 14, 18, 21 και 23 – Άρθρα 35 και 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας εγκατάστασης και για την επανεξέταση της άδειας αυτής – Μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας – Δικαίωμα σε καθαρό, υγιές και βιώσιμο περιβάλλον»
Στην υπόθεση C‑626/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου, Ιταλία) με απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Οκτωβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης
C. Z. κ.λπ.
κατά
Ilva SpA in Amministrazione Straordinaria,
Acciaierie d’Italia Holding SpA,
Acciaierie d’Italia SpA,
παρισταμένων των:
Regione Puglia,
Gruppo di Intervento Giuridico – ODV,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev (εισηγητή), A. Prechal, K. Jürimäe, F. Biltgen και N. Piçarra, προέδρους τμήματος, S. Rodin, L. S. Rossi, I. Jarukaitis, N. Jääskinen, N. Wahl, J. Passer, Δ. Γρατσία και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Νοεμβρίου 2023,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι C. Z. κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους A. Amenduni και M. Rizzo Striano, avvocati,
– η Ilva SpA in Amministrazione Straordinaria, εκπροσωπούμενη από τους M. Annoni, R. A. Cassano, A. Cogoni, G. Lombardi, M. Merola, L.‑D. Tassinari Vittone και C. Tesauro, avvocati,
– οι Acciaierie d’Italia Holding SpA και Acciaierie d’Italia SpA, εκπροσωπούμενες από τον M. Beraldi, την E. Gardini, τον S. Grassi, τον R. Perini, τον G. C. Rizza, τον G. Scassellati Sforzolini, τον C. Tatozzi, την G. Tombesi και την L. Torchia, avvocati,
– η Regione Puglia, εκπροσωπούμενη από τις A. Bucci και R. Lanza, avvocate,
– η Gruppo di Intervento Giuridico – ODV, εκπροσωπούμενη από τους C. Colapinto και F. Colapinto, avvocati,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Gattinara και την C. Valero,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ 2010, L 334, σ. 17, και διορθωτικό ΕΕ 2012, L 158, σ. 25).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των C. Z. κ.λπ., κατοίκων του Δήμου Τάραντα (Ιταλία) και όμορων δήμων, και, αφετέρου, της Ilva SpA in Amministrazione Straordinaria (στο εξής: Ilva), εταιρίας στην οποία ανήκει χαλυβουργείο ευρισκόμενο στην περιφέρεια του εν λόγω Δήμου (στο εξής: χαλυβουργείο Ilva), της Acciaierie d’Italia Holding SpA και της Acciaierie d’Italia SpA, με αντικείμενο τη ρύπανση από τη δραστηριότητα του χαλυβουργείου και τις βλάβες που αυτή συνεπάγεται για την ανθρώπινη υγεία.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Με την οδηγία 2010/75, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 1, αναδιατυπώνονται επτά οδηγίες μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η οδηγία 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ 2008, L 24, σ. 8), η οποία είχε κωδικοποιήσει την οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (ΕΕ 1996, L 257, σ. 26).
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 12, 15, 27, 29, 43 και 45 της οδηγίας 2010/75 έχουν ως εξής:
«(2) Για να προληφθεί, να μειωθεί και, στο μέτρο του δυνατού, να εξαλειφθεί η ρύπανση που οφείλεται σε βιομηχανικές δραστηριότητες, σύμφωνα με την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” και την αρχή της πρόληψης της ρύπανσης, απαιτείται η θέσπιση γενικού πλαισίου για τον έλεγχο των κύριων βιομηχανικών δραστηριοτήτων με ενέργειες κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και με την εξασφάλιση συνετής διαχείρισης των φυσικών πόρων και λαμβάνοντας υπόψη, όποτε αυτό είναι απαραίτητο, τις οικονομικές συνθήκες και τις τοπικές ιδιαιτερότητες της περιοχής στην οποία αναπτύσσεται η βιομηχανική δραστηριότητα.
[…]
(12) Η άδεια θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του και να διασφαλισθεί ότι η εγκατάσταση λειτουργεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν τις βασικές υποχρεώσεις του φορέα εκμετάλλευσης. Η άδεια θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει οριακές τιμές εκπομπών για τις ρυπαντικές ουσίες ή ισοδύναμες παραμέτρους ή τεχνικά μέτρα, κατάλληλες απαιτήσεις για την προστασία του εδάφους και των υπόγειων υδάτων και απαιτήσεις σχετικά με την παρακολούθηση. Οι όροι της άδειας θα πρέπει να καθορίζονται βάσει βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών [(ΒΔΤ)].
[…]
(15) Είναι σημαντική η παροχή επαρκούς ευελιξίας στις αρμόδιες αρχές για τον καθορισμό οριακών τιμών εκπομπών οι οποίες διασφαλίζουν ότι, υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας, οι εκπομπές δεν υπερβαίνουν τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις [ΒΔΤ]. […] Η συμμόρφωση προς τις οριακές τιμές εκπομπών που τίθενται στις άδειες οδηγούν σε εκπομπές κατώτερες των εν λόγω οριακών τιμών εκπομπών.
[…]
(27) […] Οι ενδιαφερόμενοι πολίτες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη προκειμένου να προστατεύεται το δικαίωμα διαβίωσης σε περιβάλλον που εξασφαλίζει επαρκή προσωπική υγεία και ευημερία.
[…]
(29) Οι μεγάλες μονάδες καύσης συμβάλλουν ευρέως στις εκπομπές ρυπογόνων ουσιών στην ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον. […]
[…]
(43) Προκειμένου να παρασχεθεί επαρκής χρόνος για την τεχνική προσαρμογή των υφιστάμενων εγκαταστάσεων στις νέες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ορισμένες από τις νέες απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύσουν για τις εν λόγω εγκαταστάσεις μετά από καθορισμένη προθεσμία από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Για τις μονάδες καύσης, απαιτείται επαρκής χρόνος για την καθιέρωση των απαραίτητων μέτρων μείωσης των εκπομπών προκειμένου να τηρηθούν οι οριακές τιμές εκπομπών που καθορίζονται στο παράρτημα V.
[…]
(45) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνει, ιδίως, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία επιδιώκει την προαγωγή της εφαρμογής του άρθρου 37 του εν λόγω Χάρτη.»
5 Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο»:
«Με την παρούσα οδηγία θεσπίζονται κανόνες σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης που προκαλούν οι βιομηχανικές δραστηριότητες.
Η παρούσα οδηγία προβλέπει επίσης κανόνες για την αποφυγή και, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, τη μείωση των εκπομπών στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα και το έδαφος, καθώς και για την πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων, ώστε να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του.»
6 Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
2. “ρύπανση”: η άμεση ή έμμεση εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα ή το έδαφος, ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου που ενδέχεται να βλάψουν την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, να υποβαθμίσουν υλικά αγαθά, να παραβλάψουν ή να εμποδίσουν την ψυχαγωγική λειτουργία καθώς και τις άλλες νόμιμες χρήσεις του περιβάλλοντος,
3. “εγκατάσταση”: κάθε σταθερή τεχνική μονάδα εντός της οποίας διεξάγονται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες του Παραρτήματος I ή του μέρους 1 του Παραρτήματος VII, καθώς και όλες οι άλλες άμεσα συνδεδεμένες δραστηριότητες, στον ίδιο χώρο, οι οποίες είναι τεχνικώς συναφείς με τις αναφερόμενες στα εν λόγω παραρτήματα, και ενδέχεται να επηρεάζουν τις εκπομπές και τη ρύπανση,
[…]
5. “οριακή τιμή εκπομπών”: η μάζα, εκφρασμένη σε ορισμένες ειδικές παραμέτρους, η συγκέντρωση ή/και η στάθμη μιας εκπομπής, της οποίας δεν επιτρέπεται η υπέρβαση κατά τη διάρκεια μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων χρονικών περιόδων,
6. “ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος”: δέσμη απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται σε συγκεκριμένο χρόνο από ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ή ένα επιμέρους τμήμα του, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης,
[…]
8. “γενικοί δεσμευτικοί κανόνες”: οι οριακές τιμές εκπομπών ή άλλες προϋποθέσεις, τουλάχιστον σε επίπεδο τομέα, που εγκρίνονται με την πρόθεση να χρησιμοποιηθούν άμεσα για τον καθορισμό των όρων αδειοδότησης,
[…]
10. “[ΒΔΤ]”: το πλέον αποτελεσματικό και προηγμένο στάδιο εξέλιξης των δραστηριοτήτων και των μεθόδων άσκησής τους, που αποδεικνύει την πρακτική καταλληλότητα συγκεκριμένων τεχνικών να συνιστούν τη βάση των οριακών τιμών εκπομπών και άλλων όρων αδειοδότησης για την αποφυγή και, όταν αυτό δεν είναι πρακτικά εφικτό, τη μείωση των εκπομπών και των επιπτώσεων στο περιβάλλον στο σύνολό του:
α) στις “τεχνικές” περιλαμβάνονται τόσο η τεχνολογία που χρησιμοποιείται όσο και ο τρόπος σχεδιασμού, κατασκευής, συντήρησης, λειτουργίας και παροπλισμού της εγκατάστασης,
β) ως “διαθέσιμες τεχνικές” νοούνται οι αναπτυχθείσες σε κλίμακα που επιτρέπει την εφαρμογή τους εντός του οικείου βιομηχανικού κλάδου, υπό οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες συνθήκες, λαμβανομένων υπόψη του κόστους και των πλεονεκτημάτων, ανεξαρτήτως του αν οι ως άνω τεχνικές χρησιμοποιούνται ή παράγονται εντός του οικείου κράτους μέλους, εφόσον εξασφαλίζεται η πρόσβαση του φορέα εκμετάλλευσης σε αυτές με λογικούς όρους,
γ) ως “βέλτιστες” νοούνται οι πλέον αποτελεσματικές όσον αφορά την επίτευξη υψηλού γενικού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του.
[…]»
7 Το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση κατοχής άδειας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι καμία εγκατάσταση ή μονάδα καύσης ή μονάδα αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης αποβλήτων δεν λειτουργεί χωρίς άδεια.
[…]»
8 Το άρθρο 5 της οδηγίας 2010/75, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αδειοδότηση», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Με την επιφύλαξη άλλων απαιτήσεων που καθορίζονται από το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια εφόσον η εγκατάσταση πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.»
9 Το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μη συμμόρφωση», έχει ως εξής:
«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν την τήρηση των όρων της άδειας.
2. Σε περίπτωση παράβασης των όρων της άδειας, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:
α) ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή,
β) ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει αμέσως τα απαιτούμενα μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης το συντομότερο δυνατόν,
γ) η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει όλα τα κατάλληλα συμπληρωματικά μέτρα, τα οποία η αρμόδια αρχή θεωρεί αναγκαία για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης.
Εάν η παράβαση των όρων της άδειας προκαλεί άμεσο κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή απειλεί να έχει [σημαντική και] άμεση αρνητική επίπτωση στο περιβάλλον, και μέχρις ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση, […], η λειτουργία της εγκατάστασης […] αναστέλλεται.»
10 Το άρθρο 10 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:
«Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I και, όπου προβλέπεται, σε όσες φθάνουν στο όριο δυναμικότητας που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.»
11 Το άρθρο 11 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Βασικές αρχές των θεμελιωδών υποχρεώσεων του φορέα εκμετάλλευσης», προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι εγκαταστάσεις λειτουργούν σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:
α) λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα προληπτικά αντιρρυπαντικά μέτρα,
β) εφαρμόζονται οι [ΒΔΤ],
γ) δεν προκαλείται σημαντική ρύπανση,
[…]».
12 Το άρθρο 12 της οδηγίας 2010/75, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αίτηση άδειας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι η αίτηση άδειας περιλαμβάνει περιγραφή των ακόλουθων:
[…]
στ) της φύσης και των ποσοτήτων των προβλεπόμενων εκπομπών της εγκατάστασης σε κάθε επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος καθώς και προσδιορισμό των σημαντικών επιπτώσεων των εκπομπών στο περιβάλλον,
[…]
θ) των άλλων μέτρων που προβλέπονται για τη συμμόρφωση με τις βασικές αρχές των θεμελιωδών υποχρεώσεων του φορέα εκμετάλλευσης που αναφέρονται στο άρθρο 11,
ι) των προβλεπόμενων μέτρων παρακολούθησης των εκπομπών στο περιβάλλον,
[…]».
13 Κατά το άρθρο 14 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Όροι αδειοδότησης»:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η άδεια περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα τήρησης των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 11 και 18.
Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) οριακές τιμές εκπομπών για τις ρυπαντικές ουσίες, που απαριθμούνται στο παράρτημα II, και για άλλες ρυπαντικές ουσίες που είναι πιθανόν να εκπέμπονται από την οικεία εγκατάσταση σε σημαντικές ποσότητες ανάλογα με τη φύση τους και τη δυνατότητα μεταφοράς της ρύπανσης από το ένα επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος στο άλλο,
[…]
2. Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1, οι οριακές τιμές εκπομπών μπορούν να συμπληρώνονται ή να υποκαθίστανται από ισοδύναμες παραμέτρους ή τεχνικά μέτρα που εξασφαλίζουν αντίστοιχο επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας.
3. Τα συμπεράσματα ΒΔΤ αποτελούν τη βάση για τον καθορισμό των όρων αδειοδότησης.
4. Με την επιφύλαξη του άρθρου 18, η αρμόδια αρχή δύναται να θέσει όρους αδειοδότησης αυστηρότερους από αυτούς που επιτυγχάνονται με τη χρήση [ΒΔΤ], οι οποίες περιγράφονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ. Τα κράτη μέλη δύνανται να θέτουν κανόνες με βάση τους οποίους η αρμόδια αρχή να δύναται να θεσπίζει αυστηρότερους όρους αδειοδότησης.
[…]
6. Στις περιπτώσεις που δραστηριότητα ή είδος της διαδικασίας παραγωγής που διεξάγεται εντός εγκατάστασης δεν καλύπτεται από συμπεράσματα αναφοράς ΒΔΤ ή στις περιπτώσεις που τα εν λόγω συμπεράσματα δεν καλύπτουν όλες τις πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της δραστηριότητας ή της διαδικασίας, η αρμόδια αρχή, αφού προηγηθούν διαβουλεύσεις με τον φορέα εκμετάλλευσης, καθορίζει τους όρους αδειοδότησης με βάση τις διαθέσιμες [ΒΔΤ] που έχει προσδιορίσει για τις οικείες δραστηριότητες ή διαδικασίες δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στα κριτήρια που απαριθμούνται στο παράρτημα III.
[…]»
14 Το άρθρο 15 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οριακές τιμές εκπομπών, ισοδύναμες παράμετροι και τεχνικά μέτρα», προβλέπει στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:
«2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 18, οι αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 14 οριακές τιμές εκπομπών και ισοδύναμες παράμετροι και τεχνικά μέτρα βασίζονται στις [ΒΔΤ], χωρίς να προδιαγράφουν τη χρήση μιας συγκεκριμένης τεχνικής ή τεχνολογίας.
3. Η αρμόδια αρχή καθορίζει οριακές τιμές εκπομπών που διασφαλίζουν ότι οι εκπομπές υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας δεν υπερβαίνουν τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις [ΒΔΤ], όπως καθορίζονται στις αποφάσεις για τα συμπεράσματα ΒΔΤ περί των οποίων το άρθρο 13 παράγραφος 5, μέσω:
α) του καθορισμού οριακών τιμών εκπομπών οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις [ΒΔΤ]. Οι εν λόγω οριακές τιμές εκπομπών εκφράζονται για το ίδιο ή βραχύτερο χρονικό διάστημα και υπό τις ίδιες συνθήκες αναφοράς με τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις [ΒΔΤ], ή
β) του καθορισμού οριακών τιμών εκπομπών διαφορετικών από εκείνες του στοιχείου α), όσον αφορά τις τιμές, τις χρονικές περιόδους και τις συνθήκες αναφοράς.
Όταν εφαρμόζεται το στοιχείο β), η αρμόδια αρχή αξιολογεί τουλάχιστον ετησίως τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των εκπομπών προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι εκπομπές υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας δεν έχουν υπερβεί τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις [ΒΔΤ].»
15 Το άρθρο 18 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ποιοτικά πρότυπα περιβάλλοντος», προβλέπει τα εξής:
«Στις περιπτώσεις που ένα ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος επιβάλλει όρους αυστηρότερους από εκείνους που είναι δυνατόν να επιτευχθούν με τη χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, η άδεια περιλαμβάνει πρόσθετους όρους, με την επιφύλαξη άλλων μέτρων που είναι δυνατόν να ληφθούν για την τήρηση των ποιοτικών προτύπων περιβάλλοντος.»
16 Το άρθρο 21 της οδηγίας 2010/75, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επανεξέταση και αναπροσαρμογή των όρων της άδειας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής», ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η αρμόδια αρχή επανεξετάζει περιοδικώς, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5, όλους τους όρους της άδειας και, όπου απαιτείται, τους αναπροσαρμόζει προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία.
2. Κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, ο φορέας εκμετάλλευσης υποβάλλει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την επανεξέταση των όρων της άδειας συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης των εκπομπών και άλλων στοιχείων που επιτρέπουν τη σύγκριση της λειτουργίας της εγκατάστασης με τις [ΒΔΤ], όπως αυτές περιγράφονται στα συμπεράσματα ΒΔΤ, και με τα επίπεδα εκπομπών που συνδέονται με τις [ΒΔΤ].
Κατά την επανεξέταση των όρων της άδειας, η αρμόδια αρχή χρησιμοποιεί κάθε πληροφορία που έχει προκύψει από παρακολούθηση ή επιθεωρήσεις.
3. Εντός τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση των αποφάσεων περί των συμπερασμάτων ΒΔΤ σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 σχετικά με την κύρια δραστηριότητα εγκατάστασης, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι:
α) όλοι οι όροι αδειοδότησης για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση επανεξετάζονται και, εάν υπάρχει ανάγκη, αναπροσαρμόζονται ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, ιδίως προς το άρθρο 15, παράγραφοι 3 και 4, κατά περίπτωση.
β) η εγκατάσταση πληροί τους εν λόγω όρους αδειοδότησης.
[…]
5. Οι όροι αδειοδότησης επανεξετάζονται και, όπου απαιτείται αναπροσαρμόζονται, τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) η ρύπανση από την εγκατάσταση είναι τέτοια ώστε να πρέπει να αναθεωρηθούν οι ισχύουσες οριακές τιμές εκπομπών της άδειας ή να περιληφθούν σε αυτήν νέες οριακές τιμές εκπομπών,
β) η ασφάλεια εκμετάλλευσης απαιτεί την εφαρμογή άλλων τεχνικών,
γ) όπου απαιτείται για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με νέο ή αναθεωρημένο ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 18.»
17 Το άρθρο 23 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις», ορίζει στην παράγραφο 4, τέταρτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, τα εξής:
«Η συστηματική εκτίμηση των περιβαλλοντικών κινδύνων βασίζεται τουλάχιστον στα ακόλουθα κριτήρια:
α) τις πιθανές και πραγματικές επιπτώσεις των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα επίπεδα και τα είδη εκπομπών, την ευαισθησία του τοπικού περιβάλλοντος και τον κίνδυνο ατυχημάτων».
18 Το άρθρο 80 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις […] μέχρι τις 7 Ιανουαρίου 2013.
Εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά από την ίδια αυτή ημερομηνία.
[…]»
19 Το άρθρο 82 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις όπου αναπτύσσονται δραστηριότητες από τις αναφερόμενες στο παράρτημα I[…], τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 80 παράγραφος 1, από τις 7 Ιανουαρίου 2014, εξαιρουμένων του κεφαλαίου ΙΙΙ και του Παραρτήματος V.»
Το ιταλικό δίκαιο
Το νομοθετικό διάταγμα 152/2006
20 Το decreto legislativo n. 152 – Norme in materia ambientale (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 152, Περιβαλλοντικοί κανόνες), της 3ης Απριλίου 2006 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 88 της 14ης Απριλίου 2006), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 152/2006), ρυθμίζει τις βιομηχανικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες, περιλαμβανομένης της χαλυβουργίας, και αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας από τη ρύπανση που προκαλούν οι δραστηριότητες αυτές. Το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα θέτει σε εφαρμογή την οδηγία 2010/75.
21 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 152/2006 προβλέπει ότι εκτίμηση των επιπτώσεων στην υγεία «διενεργείται από τον αιτούντα, βάσει των κατευθυντήριων γραμμών που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας […], προκειμένου να εκτιμηθούν οι συνολικές, άμεσες και έμμεσες, επιπτώσεις της υλοποίησης και της λειτουργίας του έργου στην υγεία του πληθυσμού». Το άρθρο 5 ορίζει επίσης ότι ως «περιβαλλοντικές επιπτώσεις» νοούνται, μεταξύ άλλων, «τα σημαντικά, άμεσα ή έμμεσα, αποτελέσματα σχεδίου, προγράμματος ή έργου» ιδίως στον «πληθυσμό και την ανθρώπινη υγεία». Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι ως «ρύπανση» νοείται, μεταξύ άλλων, η «άμεση ή έμμεση εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα ή το έδαφος, ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, ουσιών, κραδασμών, θερμότητας ή θορύβου, ή γενικότερα φυσικών ή χημικών παραγόντων, που ενδέχεται να βλάψουν την ανθρώπινη υγεία».
22 Κατά το άρθρο 19 του νομοθετικού διατάγματος 152/2006, το οποίο αφορά τη διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ), τα χαρακτηριστικά των έργων πρέπει να αξιολογούνται λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία μεταξύ άλλων και για τον αυτεπάγγελτο έλεγχο περαιτέρω σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πέραν εκείνων που επισήμανε ο αιτών την άδεια, καθώς και των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και όλων των λοιπών εκτιμήσεων που διενεργούνται βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας.
23 Το άρθρο 22 του νομοθετικού διατάγματος 152/2006, το οποίο αφορά τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, προβλέπει ότι ο αιτών την άδεια εκπονεί την εν λόγω μελέτη εκθέτοντας, μεταξύ άλλων, τις ενδεχόμενες σημαντικές συνέπειες του έργου στο περιβάλλον και τα μέτρα για την αποφυγή, την πρόληψη, τη μείωση και την αντιστάθμιση των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και προβλέποντας την παρακολούθηση των δυνητικών σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την υλοποίηση και τη λειτουργία του έργου.
24 Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 152/2006, για την έγκριση της ΕΠΕ η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας, όποιος ζητεί την αδειοδότηση για ορισμένα συγκεκριμένα έργα πρέπει επίσης να υποβάλει και την εκτίμηση επιπτώσεων στην υγεία, ήτοι ειδική αξιολόγηση των επιπτώσεων των δραστηριοτήτων για τις οποίες ενδέχεται να χορηγηθεί η άδεια στην ανθρώπινη υγεία.
25 Κατά το άρθρο 29 quater, παράγραφος 7, του νομοθετικού διατάγματος 152/2006, ο δήμαρχος μπορεί να ζητήσει την επανεξέταση της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας για λόγους δημόσιας υγείας.
26 Το άρθρο 29 decies του νομοθετικού διατάγματος 152/2006 αφορά τις υποχρεώσεις ελέγχου και διαβίβασης δεδομένων τις οποίες υπέχει ο φορέας εκμετάλλευσης, καθώς και τις εξακριβώσεις και τους ελέγχους σχετικά με την τήρηση τόσο των υποχρεώσεων αυτών όσο και των όρων της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας.
Οι ειδικοί κανόνες για την Ilva
27 Τον Ιούλιο του 2012 το Tribunale di Taranto (πρωτοδικείο Τάραντα) διέταξε την προληπτική κατάσχεση, χωρίς δικαίωμα χρήσης, του εξοπλισμού της «ζώνης εγκαταστάσεων θερμικής επεξεργασίας» του χαλυβουργείου Ilva καθώς και του συνόλου των υλικών της Ilva. Με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2012, περί ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας του 2012, ο Ministro dell’ambiente e della tutela del territorio e del mare (Υπουργός Περιβάλλοντος, Φυσικών και Θαλασσίων Πόρων, Ιταλία) προέβη σε επανεξέταση της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας που είχε χορηγηθεί στην Ilva στις 4 Αυγούστου 2011. Η παραγωγή συνεχίστηκε βάσει ειδικών κατά παρέκκλιση κανόνων.
28 Η decreto-legge n. 207, convertito con modificazioni dalla legge 24 dicembre 2012, n. 231 – Disposizioni urgenti a tutela della salute, dell’ambiente e dei livelli di occupazione, in caso di crisi di stabilimenti industriali di interesse strategico nazionale (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 207 η οποία τροποποιήθηκε και κυρώθηκε με τον νόμο 231 της 24ης Δεκεμβρίου 2012 περί επειγόντων μέτρων για την προστασία της υγείας, του περιβάλλοντος και του επιπέδου απασχόλησης σε περίπτωση κρίσης σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις εθνικής στρατηγικής σημασίας), της 3ης Δεκεμβρίου 2012 (GURI αριθ. 282 της 3ης Δεκεμβρίου 2012, σ. 4), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου 207/2012), προέβλεψε με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, την έννοια της «βιομηχανικής εγκατάστασης εθνικής στρατηγικής σημασίας», ορίζοντας ότι, όταν υπάρχει απόλυτη ανάγκη διατήρησης της απασχόλησης και της παραγωγής, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Φυσικών και Θαλασσίων Πόρων μπορεί, κατά την επανεξέταση της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας, να επιτρέψει τη συνέχιση της επίμαχης δραστηριότητας επί 36 μήνες, υπό τον όρο της τήρησης των απαιτήσεων που περιέχονται στην απόφαση για την επανεξέταση της οικείας ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας, ακόμη και αν η δικαστική αρχή έχει διατάξει την κατάσχεση των αγαθών της επιχείρησης, και χωρίς να θίγεται η άσκηση της δραστηριότητας της επιχείρησης. Δυνάμει της ως άνω διάταξης, το χαλυβουργείο Ilva χαρακτηρίστηκε ως βιομηχανική εγκατάσταση εθνικής στρατηγικής σημασίας. Κατά συνέπεια, επιτράπηκε στην Ilva να συνεχίσει τις παραγωγικές δραστηριότητες του χαλυβουργείου και τη διάθεση των προϊόντων του στην αγορά έως τις 3 Δεκεμβρίου 2015.
29 Η decreto-legge n. 61, convertito con modificazioni dalla legge 3 agosto 2013, n. 89 – Nuove disposizioni urgenti a tutela dell’ambiente, della salute e del lavoro nell’esercizio di imprese di interesse strategico nazionale (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 61 η οποία τροποποιήθηκε και κυρώθηκε με τον νόμο 89 της 3ης Αυγούστου 2013 περί νέων επειγόντων μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος, της υγείας και της απασχόλησης στις επιχειρήσεις εθνικής στρατηγικής σημασίας), της 4ης Ιουνίου 2013 (GURI αριθ. 129 της 4ης Ιουνίου 2013, σ. 1), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου 61/2013), προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι είναι δυνατή η υπαγωγή σε καθεστώς «ειδικών εποπτών», ήτοι προσωρινής διοίκησης διοριζόμενης από την κυβέρνηση, οποιασδήποτε επιχείρησης η οποία πληροί ορισμένα κριτήρια μεγέθους και εκμεταλλεύεται βιομηχανική εγκατάσταση εθνικής στρατηγικής σημασίας, στην περίπτωση που «η παραγωγική δραστηριότητα ενείχε και ενέχει αντικειμενικά σοβαρούς και σημαντικούς κινδύνους για την ακεραιότητα του περιβάλλοντος και την υγεία, λόγω της επανειλημμένης μη συμμόρφωσης προς την ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια». Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 61/2013, οι προϋποθέσεις του προβλεπόμενου στο άρθρο 1, παράγραφος 1, εξαιρετικού καθεστώτος πληρούνταν όσον αφορά την Ilva.
30 Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 5, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 61/2013, μια επιτροπή τριών εμπειρογνωμόνων όφειλε να καταρτίσει «σχέδιο μέτρων και δραστηριοτήτων για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας το οποίο προβλέπει τις δράσεις και τις προθεσμίες που απαιτούνται για τη διασφάλιση της τήρησης των απαιτήσεων του νόμου και της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας» και του οποίου η έγκριση «ισοδυναμεί με τροποποίηση της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας». Επιπλέον, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 7, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 61/2013, τα μέτρα που προβλέπει η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια έπρεπε να ολοκληρωθούν εντός «36 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κυρωτικού νόμου [της ως άνω] πράξης νομοθετικού περιεχομένου», ήτοι πριν από την 3η Αυγούστου 2016.
31 Η decreto del Presidente del Consiglio dei Ministri – Approvazione del piano delle misure e delle attività di tutela ambientale e sanitaria, a norma dell’articolo 1, commi 5 e 7, del decreto-legge 4 giugno 2013, n. 61, convertito, con modificazioni, dalla legge 3 agosto 2013, n. 89 (απόφαση του Πρωθυπουργού, περί εγκρίσεως του σχεδίου μέτρων και δραστηριοτήτων για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας, βάσει του άρθρου 1, παράγραφοι 5 και 7, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 61 της 4ης Ιουνίου 2013, όπως τροποποιήθηκε και κυρώθηκε με τον νόμο 89 της 3ης Αυγούστου 2013), της 14ης Μαρτίου 2014 (GURI αριθ. 105 της 8ης Μαΐου 2014, σ. 34) (στο εξής: απόφαση του Πρωθυπουργού του 2014), παρέτεινε τις προθεσμίες για την εφαρμογή των μέτρων περιβαλλοντικής αποκατάστασης που προέβλεπε η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια του 2011 καθώς και εκείνη του 2012.
32 Το άρθρο 2, παράγραφος 5, της decreto-legge n. 1, convertito con modificazioni dalla legge 4 marzo 2015, n. 20 – Disposizioni urgenti per l’esercizio di imprese di interesse strategico nazionale in crisi e per lo sviluppo della città e dell’area di Taranto (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 1 η οποία τροποποιήθηκε και κυρώθηκε με τον νόμο 20 της 4ης Μαρτίου 2015 περί επειγόντων μέτρων για τη λειτουργία προβληματικής επιχείρησης εθνικής στρατηγικής σημασίας και για την ανάπτυξη της πόλης και της περιοχής του Τάραντα), της 5ης Ιανουαρίου 2015 (GURI αριθ. 3 της 5ης Ιανουαρίου 2015, σ. 1), προβλέπει ότι το σχέδιο μέτρων και δραστηριοτήτων για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας που εγκρίθηκε με την απόφαση του Πρωθυπουργού του 2014 θα «θεωρείται ότι έχει εφαρμοστεί εάν, έως την 31η Ιουλίου 2015, έχουν υλοποιηθεί, τουλάχιστον σε ποσοστό 80 %, οι απαιτήσεις που πρέπει να έχουν εκπληρωθεί κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία». Επιπλέον, ως καταληκτική προθεσμία για την εκπλήρωση των λοιπών απαιτήσεων ορίστηκε η 3η Αυγούστου 2016, η οποία στη συνέχεια παρατάθηκε έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2017.
33 Η decreto-legge n. 98, convertito con modificazioni dalla legge 1 agosto 2016, n. 151 – Disposizioni urgenti per il completamento della procedura di cessione dei complessi aziendali del Gruppo Ilva (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 98 η οποία τροποποιήθηκε και κυρώθηκε με τον νόμο 151 της 1ης Αυγούστου 2016 περί έκτακτων διατάξεων για την ολοκλήρωση της διαδικασίας πώλησης επιχειρήσεων του ομίλου Ilva), της 9ης Ιουνίου 2016 (GURI αριθ. 133 της 9ης Ιουνίου 2016, σ. 1), προέβλεψε, μεταξύ άλλων, την έκδοση νέας απόφασης του Πρωθυπουργού με ισχύ ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας, η οποία επέχει θέση ΕΠΕ.
34 Η decreto-legge n. 244, convertito con modificazioni dalla legge 27 febbraio 2017, n. 19 – Proroga e definizione di termini (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 244 η οποία τροποποιήθηκε και κυρώθηκε με τον νόμο 19 της 27ης Φεβρουαρίου 2017, περί παρατάσεως και καθορισμού προθεσμιών), της 30ής Δεκεμβρίου 2016 (GURI αριθ. 304 της 30ής Δεκεμβρίου 2016, σ. 13), παρέτεινε οριστικά την καθορισθείσα προθεσμία για την υλοποίηση των ειδικών μέτρων περιβαλλοντικής αποκατάστασης έως τις 23 Αυγούστου 2023.
35 Τα μέτρα και οι δραστηριότητες προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας που προβλέπονται στην πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 98 της 9ης Ιουνίου 2016 καθορίστηκαν με την decreto del Presidente del Consiglio dei Ministri – Approvazione delle modifiche al Piano delle misure e delle attività di tutela ambientale e sanitaria di cui al decreto del Presidente del Consiglio dei ministri 14 marzo 2014, a norma dell’articolo 1, comma 8.1., del decreto-legge 4 dicembre 2015, n. 191, convertito, con modificazioni, dalla legge 1 febbraio 2016, n. 13 (απόφαση του Πρωθυπουργού περί εγκρίσεως των τροποποιήσεων του σχεδίου μέτρων και δραστηριοτήτων για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας που προβλέπεται στην απόφαση του Πρωθυπουργού της 14ης Μαρτίου 2014, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 8.1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 191 της 4ης Δεκεμβρίου 2015, όπως τροποποιήθηκε και κυρώθηκε με τον νόμο 13 της 1ης Φεβρουαρίου 2016), της 29ης Σεπτεμβρίου 2017 (GURI αριθ. 229, της 30ής Σεπτεμβρίου 2017, σ. 1) (στο εξής: απόφαση του Πρωθυπουργού του 2017), η οποία αποτελεί την ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια του 2017 και περατώνει κάθε διαδικασία για τη χορήγηση ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Φυσικών και Θαλασσίων Πόρων. Η εν λόγω ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια του 2017 επιβεβαίωσε την παράταση της προθεσμίας για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
36 Οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν ενώπιον του Tribunale di Milano (πρωτοδικείου Μιλάνου, Ιταλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, συλλογική αγωγή για την προάσπιση των ομοιογενών δικαιωμάτων περίπου 300 000 κατοίκων του Δήμου Τάραντα και των όμορων δήμων. Υποστηρίζουν ότι αυτά τα δικαιώματα προσβάλλονται κατάφωρα από τη λειτουργία του χαλυβουργείου Ilva.
37 Με την αγωγή τους, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ζητούν να προστατευθεί το δικαίωμά τους στην υγεία, το δικαίωμά τους σε ειρηνική και απρόσκοπτη διαβίβαση, καθώς και το δικαίωμά τους σε βιώσιμο κλίμα. Υποστηρίζουν ότι η προσβολή των ως άνω δικαιωμάτων είναι ενεστώσα και διαρκής, λόγω εκ προθέσεως ενεργειών που προκαλούν ρύπανση από τις εκπομπές του χαλυβουργείου Ilva και εκθέτουν τους κατοίκους σε υψηλότερο κίνδυνο θανάτου και σε περισσότερες ασθένειες. Κατά τους ενάγοντες της κύριας δίκης, οι περιφέρειες των θιγόμενων δήμων έχουν χαρακτηριστεί ως «τοποθεσίες εθνικού ενδιαφέροντος» εξαιτίας της σοβαρής ρύπανσης του νερού, του αέρα και του εδάφους, ήτοι βασικών στοιχείων του περιβάλλοντος.
38 Οι ενάγοντες της κύριας δίκης επικαλούνται προς στήριξη των ισχυρισμών τους εκτιμήσεις βλάβης για την υγεία που καταρτίστηκαν το 2017, το 2018 και το 2021, από τις οποίες προκύπτει η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας των κατοίκων της περιφέρειας Τάραντα και των εκπομπών του χαλυβουργείου Ilva, ιδίως όσον αφορά τα σωματίδια ΑΣ10, των οποίων η διάμετρος είναι έως και δέκα μικρομέτρα, και το βιομηχανικής προέλευσης διοξείδιο του θείου (SO2). Επικαλούνται επίσης την από 12 Ιανουαρίου 2022 «Report of the Special Rapporteur on the issue of human rights obligations relating to the enjoyment of a safe, clean, healthy and sustainable environment» («Έκθεση του ειδικού εισηγητή για τις υποχρεώσεις όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα που συνδέονται με την κατοχύρωση ασφαλούς, καθαρού, υγιούς και βιώσιμου περιβάλλοντος») του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, στην οποία το πολεοδομικό συγκρότημα του Τάραντα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των «θυσιασμένων ζωνών», ήτοι εκείνων που χαρακτηρίζονται από ακραία επίπεδα ρύπανσης και μόλυνσης από τοξικές ουσίες, όπου τα ευάλωτα και περιθωριοποιημένα τμήματα του πληθυσμού υφίστανται πολύ εντονότερα τις επιπτώσεις που έχει η έκθεση στη ρύπανση και στις επικίνδυνες ουσίες στην υγεία, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο περιβάλλον.
39 Οι ενάγοντες της κύριας δίκης έβαλαν επίσης κατά της παράτασης της προθεσμίας των 36 μηνών που προέβλεπε η πράξη νομοθετικού περιεχομένου 207/2012 για την εφαρμογή της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας του 2012. Ζήτησαν μεταξύ άλλων από το αιτούν δικαστήριο να διατάξει το κλείσιμο της «ζώνης εγκαταστάσεων θερμικής επεξεργασίας» του χαλυβουργείου Ilva ή την παύση των αντίστοιχων δραστηριοτήτων. Επικουρικώς, ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να διατάξει τις εναγόμενες της κύριας δίκης να κλείσουν τις εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης ή να παύσουν τις αντίστοιχες δραστηριότητες και, επικουρικότερον, ζήτησαν να τις διατάξει να παύσουν την παραγωγική δραστηριότητα στη «ζώνη εγκαταστάσεων θερμικής επεξεργασίας» έως την πλήρη εφαρμογή των απαιτήσεων του περιβαλλοντικού σχεδίου το οποίο προβλέπει η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια του 2017. Τέλος, ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να διατάξει, σε κάθε περίπτωση, τις εναγόμενες της κύριας δίκης να καταρτίσουν επιχειρησιακό σχέδιο το οποίο να προβλέπει την εξάλειψη τουλάχιστον του 50 % των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που σχετίζονται με εκπομπές από την παραγωγή έξι εκατομμυρίων τόνων χάλυβα ετησίως από την ημερομηνία της αγωγής έως το 2026 ή να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξαλείψουν ή να αμβλύνουν τις συνέπειες των διαπιστωθεισών παραβάσεων.
40 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, πρώτον, ότι το ιταλικό δίκαιο δεν προβλέπει ότι η εκτίμηση βλάβης για την υγεία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας χορήγησης ή επανεξέτασης της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας. Ομοίως, όταν από τα αποτελέσματα της εκτίμησης αυτής προκύπτει μη αποδεκτός κίνδυνος για την υγεία σημαντικού τμήματος του πληθυσμού που επηρεάζεται από τις εκπομπές ρύπων, δεν προβλέπεται ότι η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια πρέπει να επανεξεταστεί εντός σύντομου χρονικού διαστήματος και με αυστηρότητα. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι το ιταλικό δίκαιο προβλέπει, κατ’ ουσίαν, εκ των υστέρων εκτίμηση της βλάβης για την υγεία με την οποία δυνητικά μόνο συνδέεται η επανεξέταση της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας. Ως εκ τούτου, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία μπορεί να αντιβαίνει στην οδηγία 2010/75, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αρχής της προφύλαξης.
41 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, με πράξη της 21ης Μαΐου 2019, ο δήμαρχος του Τάραντα ζήτησε, δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος 152/2006, να επανεξεταστεί η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια του 2017, κυρίως επί τη βάσει εκθέσεων των αρμόδιων υγειονομικών αρχών από τις οποίες προέκυπτε η ύπαρξη μη αποδεκτού κινδύνου για την υγεία του πληθυσμού. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τον Μάιο του 2019, το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Φυσικών και Θαλασσίων Πόρων διέταξε την επανεξέταση της εν λόγω άδειας. Από την έρευνα των αρμόδιων αρχών προέκυψε ότι η παρακολούθηση των εκπομπών του χαλυβουργείου Ilva θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον όλους τους ρύπους που εξετάστηκαν στην καταρτισθείσα το 2018 για την περιφέρεια του Τάραντα τελική έκθεση για την εκτίμηση της βλάβης για την υγεία, καθώς και άλλους ρύπους, όπως ο χαλκός, ο υδράργυρος και το ναφθαλίνιο από διάχυτες εκπομπές του χαλυβουργείου, καθώς και τα σωματίδια ΑΣ2,5 και ΑΣ10 από διάχυτες και διοχετευόμενες εκπομπές. Πρόκειται για το «συμπληρωματικό σύνολο» ρυπαντικών και δυνητικά επιβλαβών για την ανθρώπινη υγεία ουσιών. Εντούτοις, οι ειδικοί κανόνες για την Ilva κατέστησαν δυνατή την επανεξέταση της χορηγηθείσας σε αυτήν ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας χωρίς συνεκτίμηση του συμπληρωματικού συνόλου ρύπων, καθώς και των επιβλαβών συνεπειών τους στον πληθυσμό του Τάραντα.
42 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η συμμόρφωση προς το 80 % τουλάχιστον των απαιτήσεων της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας του 2012 και προς το σχέδιο μέτρων και δραστηριοτήτων για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση του Πρωθυπουργού του 2014 έπρεπε αρχικά να έχει διασφαλιστεί το αργότερο έως τις 31 Ιουλίου 2015. Πλην όμως, η καταληκτική αυτή ημερομηνία μετατέθηκε χρονικά κατά επτάμισι και πλέον έτη, ήτοι συνολικά ένδεκα έτη από την ημερομηνία κατά την οποία ο ανακριτής διέταξε την κατάσχεση που προκάλεσε τη θέσπιση των εκτιθέμενων στις σκέψεις 27 έως 35 της παρούσας απόφασης ειδικών κανόνων για την Ilva. Η εν λόγω χρονική μετάθεση έλαβε χώρα, αφενός, ενώ η βιομηχανική εγκατάσταση, κατά τον ίδιο τον Ιταλό νομοθέτη, ενείχε σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον και, αφετέρου, προκειμένου να υλοποιηθούν και να ολοκληρωθούν εργασίες οι οποίες επρόκειτο να καταστήσουν τη χαλυβουργική δραστηριότητα του χαλυβουργείου Ilva θεωρητικά ασφαλή για την υγεία των περιοίκων.
43 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν η οδηγία [2010/75], και ειδικότερα οι αιτιολογικές της σκέψεις 4, 18, 34, 28 και 29, το άρθρο 3, σημείο 2, και τα άρθρα 11, 12 και 23 της οδηγίας αυτής, καθώς και η αρχή της προφύλαξης και της προστασίας της ανθρώπινης υγείας που προβλέπεται [στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ] την έννοια ότι κράτος μέλος δύναται, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, να προβλέπει ότι η εκτίμηση βλάβης για την υγεία συνιστά πράξη η οποία δεν αποτελεί μέρος της διαδικασίας χορήγησης και επανεξέτασης της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας –εν προκειμένω της απόφασης του Πρωθυπουργού του 2017–, η δε διενέργειά της δεν έχει κατ’ ανάγκην αυτόματα αποτελέσματα όσον αφορά την έγκαιρη και πραγματική συνεκτίμησή της από την αρμόδια αρχή στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας/της απόφασης του Πρωθυπουργού, ιδίως όταν από τα αποτελέσματα της εκτίμησης βλάβης για την υγεία προκύπτει μη αποδεκτός κίνδυνος για την υγεία σημαντικού τμήματος του πληθυσμού που επηρεάζεται από τις εκπομπές ρύπων· ή, αντιθέτως, έχει η οδηγία την έννοια ότι:
i) ο ανεκτός για την ανθρώπινη υγεία κίνδυνος μπορεί να εκτιμηθεί μέσω επιστημονικής ανάλυσης επιδημιολογικού χαρακτήρα·
ii) η εκτίμηση βλάβης για την υγεία πρέπει να συνιστά πράξη η οποία εντάσσεται στη διαδικασία χορήγησης και επανεξέτασης της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας/της απόφασης του Πρωθυπουργού, και δη συνιστά αναγκαία προϋπόθεσή της, υπό την έννοια ότι η αρμόδια για τη χορήγηση και την επανεξέταση της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας αρχή πρέπει πράγματι να την λαμβάνει υπόψη υποχρεωτικώς και εγκαίρως;
2) Έχουν η οδηγία [2010/75], και ειδικότερα οι αιτιολογικές της σκέψεις 4, 1[5], 18, 21, 34, 28 και 29, το άρθρο 3, σημείο 2, και τα άρθρα 11, 14, 15, 18 και 21 της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι κράτος μέλος οφείλει, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, να προβλέπει ότι η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια (εν προκειμένω η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια του 2012, η απόφαση του Πρωθυπουργού του 2014 και η απόφαση του Πρωθυπουργού του 2017) πρέπει να λαμβάνει πάντοτε υπόψη όλες τις ουσίες οι οποίες περιέχονται στις εκπομπές και είναι επιστημονικώς γνωστό ότι είναι επιβλαβείς, περιλαμβανομένων των σωματιδίων ΑΣ10 και ΑΣ2,5, που εν πάση περιπτώσει εκπέμπει η υπό αξιολόγηση εγκατάσταση· ή έχει η οδηγία την έννοια ότι η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια (η διοικητική απόφαση με την οποία χορηγείται η άδεια) πρέπει να περιλαμβάνει μόνον ρυπαντικές ουσίες οι οποίες έχουν προσδιοριστεί εκ των προτέρων λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του είδους της ασκούμενης βιομηχανικής δραστηριότητας;
3) Έχει η οδηγία [2010/75], και ειδικότερα οι αιτιολογικές της σκέψεις 4, 18, 21, 22, 28, 29, 34 και 43, το άρθρο 3, σημεία 2 και 25, και τα άρθρα 11, 14, 16 και 21 της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας, κράτος μέλος δύναται, σε περίπτωση βιομηχανικής δραστηριότητας που ενέχει σοβαρούς και σημαντικούς κινδύνους για την ακεραιότητα του περιβάλλοντος και την ανθρώπινη υγεία, να παρατείνει κατά περίπου επτάμισι έτη, σε σχέση με την αρχικώς ταχθείσα προθεσμία, και για συνολικό διάστημα ένδεκα ετών, την προθεσμία εντός της οποίας ο φορέας εκμετάλλευσης οφείλει να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση της βιομηχανικής δραστηριότητας με τη χορηγηθείσα άδεια, εφαρμόζοντας τα μέτρα και τις δραστηριότητες προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας που προβλέπονται στην εν λόγω άδεια;»
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
44 Οι εναγόμενες της κύριας δίκης φρονούν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη για τρεις λόγους.
45 Πρώτον, υποστηρίζουν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη διότι δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχεία βʹ και γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Κατά την άποψή τους, το αιτούν δικαστήριο δεν περιγράφει επαρκώς το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα και δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους διερωτάται ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορούν τα ερωτήματα αυτά.
46 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Infraestruturas de Portugal και Futrifer Indústrias Ferroviárias, C‑66/22, EU:C:2023:1016, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
47 Επομένως, τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης καλύπτονται από τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Avio Lucos, C‑116/20, EU:C:2022:273, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
48 Υπενθυμίζεται επίσης ότι, δυνάμει του άρθρου 94, στοιχεία αʹ έως γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξειδικεύει, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και να παρέχει τις αναγκαίες εξηγήσεις όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία, καθώς και τη σχέση η οποία, κατά το εν λόγω δικαστήριο, υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εθνικής νομοθεσίας που έχει εφαρμογή επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Επιπλέον, οι σωρευτικές αυτές απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως υπενθυμίζονται στα σημεία 13, 15 και 16 των Συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικών με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2019, C 380, σ. 1) (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Ministerstvo vnútra Slovenskej republiky, C‑283/22, EU:C:2023:886, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι, κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι κρίσιμα για την εκτίμηση του βασίμου των αιτημάτων της αγωγής που έχουν ασκήσει ενώπιόν του οι ενάγοντες της κύριας δίκης. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ρητώς, αφενός, ότι ζητεί να διευκρινιστεί αν, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, ορισμένες ειδικές υποχρεώσεις απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην οποία θα προβεί το Δικαστήριο θα έχει αποφασιστική σημασία όσον αφορά την εκτίμηση της νομιμότητας της βιομηχανικής δραστηριότητας του χαλυβουργείου Ilva. Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης εκτίθεται επαρκώς στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία περιλαμβάνει επίσης όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου το Δικαστήριο να μπορέσει να δώσει χρήσιμη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα.
50 Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο προσδιόρισε, με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, τις εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και τους λόγους για τους οποίους διερωτάται ως προς την ερμηνεία τους. Επιπλέον, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η ερμηνεία των διατάξεων αυτών συνδέεται με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι μπορεί να επηρεάσει την έκβασή της.
51 Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος απαραδέκτου που προέβαλαν οι εναγόμενες της κύριας δίκης.
52 Δεύτερον, κατά τις εναγόμενες της κύριας δίκης, η κρίση περί του ότι η νέα προθεσμία που προβλέπεται για τη διασφάλιση της σύμφωνης προς τα εθνικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας λειτουργίας του χαλυβουργείου Ilva συνάδει με την οδηγία 2010/75 καλύπτεται από δεδικασμένο, κατόπιν γνωμοδότησης του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), του οποίου τις εκτιμήσεις δεν μπορεί να αμφισβητήσει το αιτούν δικαστήριο.
53 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται η σημασία της αρχής του δεδικασμένου τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις. Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία κρίσιμης διατάξεως του δικαίου της Ένωσης την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο, να υποχρεούται, κατ’ αρχήν, εθνικό δικαιοδοτικό όργανο να αναθεωρήσει την απόφασή του που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Avio Lucos, C‑116/20, EU:C:2022:273, σκέψεις 92 και 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
54 Εντούτοις, η αρχή του δεδικασμένου δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν θα ήταν ορθή η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει εθνική διάταξη συμφώνως προς το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί από άλλα δικαστήρια κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Avio Lucos, C‑116/20, EU:C:2022:273, σκέψεις 97 έως 104).
55 Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου που προέβαλαν οι εναγόμενες της κύριας δίκης.
56 Τρίτον, οι εναγόμενες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι, κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο και στο πλαίσιο δίκης μεταξύ ιδιωτών, το πολιτικό δικαστήριο μπορεί να μην εφαρμόσει διοικητική πράξη μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η προσβολή δικαιώματος που επικαλείται ένας από τους διαδίκους δεν συνδέεται με την εκτίμηση της νομιμότητας της διοικητικής αυτής πράξης, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επιπλέον, ακόμη και αν το Δικαστήριο ερμηνεύσει την οδηγία 2010/75 υπό την έννοια ότι η εκτίμηση βλάβης για την υγεία όσον αφορά τη δραστηριότητα μιας εγκατάστασης πρέπει να διενεργείται πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης αυτής ή κατά την επανεξέταση της εν λόγω άδειας, εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη η έκδοση πράξης μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της εκτίμησης αυτής.
57 Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, υπογραμμίζεται ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 62 των προτάσεών της, το γεγονός ότι οι διάδικοι στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι ιδιώτες δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να επισύρει το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Praxair MRC, C‑486/18, EU:C:2019:379, σκέψη 35).
58 Αφετέρου, είναι αληθές ότι, δυνάμει του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της οδηγίας, στον οποίο στηρίζεται η δυνατότητα επίκλησής της, υφίσταται μόνον έναντι «κάθε κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται». Επομένως, κατά πάγια νομολογία, οι οδηγίες δεν μπορούν, αφ’ εαυτών, να δημιουργήσουν υποχρεώσεις στους ιδιώτες και, επομένως, δεν μπορούν να προβάλλονται, αυτές καθ’ εαυτές, έναντι των ιδιωτών ενώπιον εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Sambre & Biesme και Commune de Farciennes, C‑383/21 και C‑384/21, EU:C:2022:1022, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
59 Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οι ιδιώτες δύνανται να επικαλεσθούν οδηγία όχι κατά ιδιώτη, αλλά κράτους μέλους, μπορούν να το πράξουν ανεξαρτήτως της ιδιότητας υπό την οποία αυτό ενεργεί. Πράγματι, θα πρέπει να αποτραπεί η δυνατότητα του κράτους μέλους να επωφεληθεί από τη μη συμμόρφωσή του προς το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Sambre & Biesme και Commune de Farciennes, C‑383/21 και C‑384/21, EU:C:2022:1022, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
60 Συναφώς, δυνάμει της νομολογίας που υπενθυμίζεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, πρέπει να εξομοιώνονται με κράτος μέλος και με τα όργανα της δημόσιας διοίκησής του οι οργανισμοί ή φορείς, ακόμη και ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο δημόσιας αρχής ή οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί από κράτος μέλος με την εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και διαθέτουν, προς τούτο, υπέρμετρες εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Sambre & Biesme και Commune de Farciennes, C‑383/21 και C‑384/21, EU:C:2022:1022, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
61 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η πράξη νομοθετικού περιεχομένου 207/2012 ορίζει, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι το «[χαλυβουργείο Ilva] συνιστά εγκατάσταση εθνικής στρατηγικής σημασίας».
62 Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι η πράξη νομοθετικού περιεχομένου 61/2013 προβλέπει, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι είναι δυνατή η υπαγωγή σε καθεστώς «ειδικών εποπτών» οποιασδήποτε επιχείρησης η οποία πληροί ορισμένα κριτήρια μεγέθους και εκμεταλλεύεται βιομηχανική εγκατάσταση εθνικής στρατηγικής σημασίας, στην περίπτωση που «η παραγωγική δραστηριότητα ενείχε και ενέχει αντικειμενικά σοβαρούς και σημαντικούς κινδύνους για την ακεραιότητα του περιβάλλοντος και την υγεία, λόγω της επανειλημμένης μη συμμόρφωσης προς την ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια». Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 61/2013, οι προϋποθέσεις του προβλεπόμενου στο άρθρο 1, παράγραφος 1, εξαιρετικού καθεστώτος πληρούνταν όσον αφορά την Ilva.
63 Επισημαίνεται τέλος ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι ενάγοντες της κύριας δίκης βάλλουν κατά σειράς ειδικών κανόνων, θεσπισθέντων από τις εθνικές αρχές για την Ilva, οι οποίοι, τόσο λόγω του αντικειμένου που ρυθμίζουν όσο και λόγω της φύσης τους ως lex specialis σε σχέση με το νομοθετικό διάταγμα 152/2006, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75.
64 Κατά συνέπεια, πρέπει επίσης να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος απαραδέκτου που προέβαλαν οι εναγόμενες της κύριας δίκης.
65 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
66 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2010/75, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 191 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων της δραστηριότητας συγκεκριμένης εγκατάστασης τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ανθρώπινη υγεία ως αναπόσπαστο τμήμα των διαδικασιών για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας της εν λόγω εγκατάστασης ή για την επανεξέταση της άδειας αυτής, δυνάμει της οδηγίας.
67 Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι η οδηγία 2010/75 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, που αφορά τις δράσεις που πρέπει να αναλάβει η Ένωση στον τομέα του περιβάλλοντος για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 191 ΣΛΕΕ. Το άρθρο 191 ΣΛΕΕ ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, ότι η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της διατήρησης, προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος, καθώς και της προστασίας της υγείας του ανθρώπου. Δυνάμει του άρθρου 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Ένωσης.
68 Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η προστασία και η βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος και η προστασία της υγείας του ανθρώπου είναι δύο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους συνιστώσες της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, στην οποία εμπίπτει η οδηγία 2010/75.
69 Σκοποί της οδηγίας 2010/75, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, πρώτο εδάφιο, είναι η ολοκληρωμένη πρόληψη και ο έλεγχος της ρύπανσης που προκαλούν οι βιομηχανικές δραστηριότητες. Η εν λόγω οδηγία, κατά το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη της 12, αποσκοπεί στην αποφυγή και, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, στη μείωση των εκπομπών στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα και το έδαφος, καθώς και στην πρόληψη της παραγωγής αποβλήτων, ώστε να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος «στο σύνολό του».
70 Συνεπώς, οι κανόνες που θεσπίζει η οδηγία 2010/75 συγκεκριμενοποιούν τις υποχρεώσεις της Ένωσης όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου, οι οποίες απορρέουν ιδίως από το άρθρο 191, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ.
71 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι το άρθρο 35 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) προβλέπει ότι κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου. Αφετέρου, κατά το άρθρο 37 του Χάρτη, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης και να διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης.
72 Λαμβανομένης υπόψη της στενής σχέσης μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος και της προστασίας της υγείας του ανθρώπου, η οδηγία 2010/75 δεν επιδιώκει την προαγωγή μόνο της εφαρμογής του άρθρου 37 του Χάρτη, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική της σκέψη 45, αλλά επίσης και της εφαρμογής του άρθρου 35 του Χάρτη, δεδομένου ότι υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης. Η οδηγία 2010/75 συμβάλλει κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προάσπιση του δικαιώματος κάθε ατόμου για διαβίωση σε περιβάλλον που εξασφαλίζει επαρκή προσωπική υγεία και ευημερία, του οποίου γίνεται μνεία στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας.
73 Όσον αφορά, κατά πρώτον, τις διατάξεις της οδηγίας 2010/75 που αφορούν τις διαδικασίες χορήγησης άδειας, επισημαίνεται ότι το άρθρο 4 προβλέπει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι καμία εγκατάσταση ή μονάδα καύσης ή μονάδα αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης αποβλήτων δεν λειτουργεί χωρίς άδεια.
74 Ως «εγκατάσταση», η οποία ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 3, της οδηγίας 2010/75, νοείται κάθε σταθερή τεχνική μονάδα εντός της οποίας διεξάγονται μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες του παραρτήματος I της οδηγίας ή του μέρους 1 του παραρτήματος VII της οδηγίας, καθώς και όλες οι άλλες άμεσα συνδεδεμένες δραστηριότητες, στον ίδιο χώρο, οι οποίες είναι τεχνικώς συναφείς με τις αναφερόμενες στα εν λόγω παραρτήματα, και ενδέχεται να επηρεάζουν τις εκπομπές και τη ρύπανση. Το παράρτημα I αφορά, μεταξύ άλλων, τις δραστηριότητες παραγωγής και επεξεργασίας μετάλλων.
75 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2010/75, σε συνδυασμό με το άρθρο της 3, σημείο 3, οι δραστηριότητες παραγωγής και επεξεργασίας μετάλλων οι οποίες φθάνουν το όριο δυναμικότητας που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα I συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που υπόκεινται σε αδειοδότηση.
76 Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς άδεια ένα εργοστάσιο όπως το χαλυβουργείο Ilva ως προς το οποίο δεν αμφισβητείται ότι πρέπει να θεωρηθεί ως εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 3, της οδηγίας 2010/75, και το οποίο φθάνει το ως άνω όριο δυναμικότητας.
77 Η χορήγηση άδειας από την αρμόδια αρχή εξαρτάται, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/75, από την τήρηση των απαιτήσεων που προβλέπει η οδηγία.
78 Σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2010/75, μια εγκατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου II της οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 11 έως 27 που προβλέπουν τις ισχύουσες απαιτήσεις για αυτό το είδος εγκατάστασης.
79 Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, σημείο i, της οδηγίας 2010/75, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι η αίτηση άδειας περιλαμβάνει περιγραφή των μέτρων που προβλέπονται για τη συμμόρφωση με τις βασικές αρχές των θεμελιωδών υποχρεώσεων του φορέα εκμετάλλευσης που αναφέρονται στο άρθρο 11.
80 Κατά το άρθρο 11, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/75, ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης πρέπει να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα προληπτικά «αντιρρυπαντικά» μέτρα.
81 Το άρθρο 11, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2010/75 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι, στο πλαίσιο της λειτουργίας των εγκαταστάσεων, εφαρμόζονται οι ΒΔΤ. Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 3, σημείο 10, της οδηγίας, ως «[ΒΔΤ]» νοούνται το πλέον αποτελεσματικό και προηγμένο στάδιο εξέλιξης των δραστηριοτήτων και των μεθόδων άσκησής τους, που αποδεικνύει την πρακτική καταλληλότητα συγκεκριμένων τεχνικών να συνιστούν τη βάση των οριακών τιμών εκπομπών και άλλων όρων αδειοδότησης για την αποφυγή και, όταν αυτό δεν είναι πρακτικά εφικτό, τη μείωση των εκπομπών και των επιπτώσεων στο περιβάλλον «στο σύνολό του».
82 Δυνάμει του άρθρου 11, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2010/75, ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης υποχρεούται να μεριμνά ώστε να μην προκαλείται σημαντική «ρύπανση».
83 Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2010/75 προβλέπει ότι η αίτηση άδειας περιλαμβάνει περιγραφή της φύσης και των ποσοτήτων των προβλεπόμενων εκπομπών της εγκατάστασης σε κάθε επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος καθώς και προσδιορισμό των σημαντικών επιπτώσεων των εκπομπών στο περιβάλλον. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας επιβάλλει η αίτηση άδειας να περιλαμβάνει περιγραφή των προβλεπόμενων μέτρων παρακολούθησης των εκπομπών στο «περιβάλλον».
84 Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 14 της οδηγίας 2010/75, το οποίο αφορά τους όρους αδειοδότησης, κάνει λόγο, στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, σχετικά με τις οριακές τιμές εκπομπών για τις ρυπαντικές ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας και για άλλες ρυπαντικές ουσίες που είναι πιθανόν να εκπέμπονται από την οικεία εγκατάσταση σε σημαντικές ποσότητες ανάλογα με τη φύση τους και τη δυνατότητα μεταφοράς της «ρύπανσης» από το ένα επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος στο άλλο.
85 Κατά δεύτερον, όσον αφορά την επανεξέταση μιας άδειας, το άρθρο 21, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/75 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι όροι αδειοδότησης επανεξετάζονται όταν η ρύπανση από τη συγκεκριμένη εγκατάσταση είναι τέτοια ώστε να πρέπει να αναθεωρηθούν οι ισχύουσες οριακές τιμές εκπομπών της άδειας λειτουργίας ή να περιληφθούν σε αυτήν νέες οριακές τιμές εκπομπών.
86 Όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η περιοδικότητα της επανεξέτασης της επίμαχης άδειας πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στο μέγεθος και τη φύση της εγκατάστασης. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2010/75 προκύπτει ότι πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές ιδιαιτερότητες της περιοχής στην οποία αναπτύσσεται η βιομηχανική δραστηριότητα. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση που η βιομηχανική δραστηριότητα αναπτύσσεται κοντά σε κατοικίες.
87 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες χορήγησης ή επανεξέτασης άδειας, για τις οποίες γίνεται λόγος στις σκέψεις 80, 82, 84 και 85 της παρούσας απόφασης, αναφέρονται όλες στην έννοια της «ρύπανσης».
88 Κατά το άρθρο 3, σημείο 2, της οδηγίας 2010/75, η έννοια αυτή καλύπτει, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή στην ατμόσφαιρα, τα ύδατα ή το έδαφος ουσιών που ενδέχεται να βλάψουν τόσο την ανθρώπινη υγεία όσο και το περιβάλλον (πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, Sdruzhenie «Za Zemyata – dostap do pravosadie» κ.λπ., C‑375/21, EU:C:2023:173, σκέψη 48).
89 Κατά συνέπεια, για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας 2010/75, η εν λόγω έννοια καταλαμβάνει τις βλάβες που προκαλούνται ή ενδέχεται να προκληθούν τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ανθρώπινη υγεία.
90 Ο ευρύς αυτός ορισμός επιβεβαιώνει τη στενή σχέση, που αναδεικνύεται στις σκέψεις 67 έως 72 της παρούσας απόφασης, ειδικά στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής μεταξύ της προστασίας της ποιότητας του περιβάλλοντος και της προστασίας της ανθρώπινης υγείας.
91 Η κατά τα ανωτέρω ερμηνεία της οδηγίας 2010/75 επιρρωννύεται από το άρθρο της 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, το οποίο προβλέπει ότι, εάν η παράβαση των όρων της άδειας προκαλεί «άμεσο κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων» ή απειλεί να έχει σημαντική άμεση αρνητική επίπτωση στο περιβάλλον, η λειτουργία της συγκεκριμένης εγκατάστασης αναστέλλεται μέχρις ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση.
92 Επιβεβαιώνεται επίσης από το άρθρο 23, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/75, το οποίο, όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις, ορίζει ρητώς ότι η συστηματική εκτίμηση των περιβαλλοντικών κινδύνων βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις πιθανές και πραγματικές επιπτώσεις των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.
93 Η ανωτέρω ανάλυση, που συμπίπτει εξάλλου με την ανάλυση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο, όσον αφορά συγκεκριμένα τη ρύπανση που συνδέεται με τη λειτουργία του χαλυβουργείου Ilva, στηρίχθηκε, για τη διαπίστωση της συνδρομής παράβασης του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, σε επιστημονικές μελέτες σχετικά με τις συνέπειες της ρύπανσης που προκαλείται από το συγκεκριμένο χαλυβουργείο τόσο στο περιβάλλον όσο και στην υγεία των ανθρώπων (απόφαση του ΕΔΔΑ της 24ης Ιανουαρίου 2019, Cordella κ.λπ. κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2019:0124JUD005441413 §§ 163 και 172).
94 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/75 οφείλει, με την αίτηση άδειας, να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις εκπομπές της εγκατάστασής του, καθώς επίσης και να διασφαλίζει, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας της εγκατάστασης, την τήρηση τόσο των θεμελιωδών υποχρεώσεών του δυνάμει της οδηγίας όσο και την τήρηση των μέτρων που προβλέπονται προς τον σκοπό αυτό, μέσω μιας συνεχούς εκτίμησης των επιπτώσεων των δραστηριοτήτων της εγκατάστασης τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ανθρώπινη υγεία.
95 Ομοίως, εναπόκειται στα κράτη μέλη και στις αρμόδιες αρχές τους να προβλέπουν ότι μια τέτοια εκτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των διαδικασιών χορήγησης και επανεξέτασης μιας άδειας.
96 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι κρίσιμες εθνικές διατάξεις προβλέπουν, όσον αφορά τις επιπτώσεις των επίμαχων βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην υγεία, εκ των υστέρων εκτίμηση με την οποία δυνητικά μόνο συνδέεται η επανεξέταση της περιβαλλοντικής άδειας.
97 Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δυνάμει του άρθρου 1bis, παράγραφος 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 207/2012, σε όλες τις περιοχές στις οποίες υπάρχουν εγκαταστάσεις εθνικής στρατηγικής σημασίας, όπως το χαλυβουργείο Ilva, οι αρμόδιες υγειονομικές αρχές της περιοχής «εκπονούν από κοινού, και επικαιροποιούν τουλάχιστον σε ετήσια βάση, έκθεση εκτίμησης της βλάβης για την υγεία, μεταξύ άλλων, βάσει του περιφερειακού μητρώου καρκίνου και των επιδημιολογικών χαρτών για τις κύριες ασθένειες περιβαλλοντικού χαρακτήρα».
98 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει εντούτοις ότι, σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες για την Ilva, δεν προβλέπεται ότι η ως άνω έκθεση εκτίμησης της βλάβης για την υγεία αποτελεί προαπαιτούμενο για τη χορήγηση ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας ή ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των διαδικασιών χορήγησης ή επανεξέτασης της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας.
99 Η κατά το άρθρο 1bis, παράγραφος 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 207/2012 εκτίμηση της βλάβης για την υγεία δεν είναι ικανή, αφ’ εαυτής, να τροποποιήσει μια ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια, αλλά μπορεί μόνο να στηρίξει ενδεχόμενη αίτηση επανεξέτασής της. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα πορίσματα από τη μελέτη των δεδομένων που συγκεντρώνουν οι υγειονομικές αρχές κατατάσσονται σε τρία προοδευτικά επίπεδα εκτίμησης, αναλόγως της σοβαρότητας των διαπιστωθέντων προβλημάτων. Εντούτοις, μόνο το τρίτο από τα επίπεδα αυτά παρέχει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να ζητήσει την επανεξέταση ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας.
100 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, ως εκ τούτου, οι ειδικοί κανόνες για την Ilva δεν προβλέπουν ότι, όταν από τα αποτελέσματα της εκτίμησης αυτής προκύπτει μη αποδεκτός κίνδυνος για την υγεία σημαντικού τμήματος του πληθυσμού που εκτίθεται στις εκπομπές ρύπων, η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια πρέπει οπωσδήποτε να επανεξετάζεται αμελλητί.
101 Όσον αφορά το χαλυβουργείο Ilva, το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι οι καταρτισθείσες από τις αρμόδιες υγειονομικές αρχές εκθέσεις εκτίμησης της βλάβης για την υγεία πιστοποιούν ότι εξακολουθεί να υπάρχει μη αποδεκτός κίνδυνος για την υγεία του πληθυσμού, που συνδέεται με ορισμένες εκπομπές ρύπων από το χαλυβουργείο. Ωστόσο, οι επιπτώσεις αυτών των ρυπαντικών ουσιών στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία δεν εκτιμήθηκαν στο πλαίσιο των ολοκληρωμένων περιβαλλοντικών αδειών του 2011 και του 2012. Κατόπιν των εν λόγω εκθέσεων, ο Δήμαρχος του Τάραντα υπέβαλε στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Φυσικών και Θαλασσίων Πόρων αίτημα να κινήσει τη διαδικασία επανεξέτασης της άδειας του 2017, το οποίο έγινε δεκτό τον Μάιο του 2019. Η εν λόγω διαδικασία επανεξέτασης δεν έχει ακόμη περατωθεί και το χαλυβουργείο Ilva εξακολουθεί τη δραστηριότητά του.
102 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει συναφώς ότι η οδηγία 2010/75 δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στην εκτίμηση της βλάβης για την υγεία ή σε άλλη παρόμοια εκτίμηση του αντικτύπου ή των επιπτώσεων στην υγεία, ως στοιχείο από το οποίο εξαρτάται η χορήγηση των προβλεπόμενων από αυτήν αδειών.
103 Η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ilva υποστηρίζουν επίσης ότι η εκ των προτέρων εκτίμηση και ο προηγούμενος έλεγχος της βλάβης για την υγεία δεν συμβιβάζονται με τον δυναμικό χαρακτήρα των βιομηχανικών δραστηριοτήτων και της αδειοδότησής τους. Επιπλέον, μια τέτοια μέθοδος δεν θα διασφάλισε την έγκαιρη παύση των βλαβών της ανθρώπινης υγείας.
104 Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 67 έως 95 της παρούσας απόφασης, η εκτίμηση των επιπτώσεων της δραστηριότητας μιας εγκατάστασης στην ανθρώπινη υγεία, όπως αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 1bis, παράγραφος 1, της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 207/2012, πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των διαδικασιών για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας της συγκεκριμένης εγκατάστασης ή για την επανεξέταση της άδειας αυτής και να αποτελεί προαπαιτούμενο για τη χορήγηση ή την επανεξέταση της άδειας. Ειδικότερα, η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να λαμβάνεται αποτελεσματικά και έγκαιρα υπόψη από την αρχή που είναι αρμόδια για τη χορήγηση ή για τη επανεξέταση της άδειας. Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από ευχέρεια υποβολής αίτησης την οποία οι υγειονομικές αρχές έχουν μόνο στις σοβαρότερες προβληματικές περιπτώσεις. Όταν από τα αποτελέσματα της εκτίμησης προκύπτει, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, μη αποδεκτός κίνδυνος για την υγεία σημαντικού τμήματος του πληθυσμού που εκτίθεται στις εκπομπές ρύπων, η επίμαχη άδεια θα πρέπει να επανεξετάζεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος.
105 Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2010/75, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 191 ΣΛΕΕ και των άρθρων 35 και 37 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν ότι η προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων της δραστηριότητας συγκεκριμένης εγκατάστασης τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ανθρώπινη υγεία πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των διαδικασιών για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας της εν λόγω εγκατάστασης ή για την επανεξέταση της άδειας αυτής, δυνάμει της οδηγίας.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
106 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2010/75 έχει την έννοια ότι, για τη δυνάμει της οδηγίας αυτής χορήγηση άδειας λειτουργίας μιας εγκατάστασης ή επανεξέταση της εν λόγω άδειας, η αρμόδια αρχή πρέπει να λάβει υπόψη, πέραν των ρυπαντικών ουσιών που μπορούν να προβλεφθούν με βάση τη φύση και το είδος της συγκεκριμένης βιομηχανικής δραστηριότητας, όλες τις επιστημονικά αναγνωρισμένες ως επιβλαβείς ρυπαντικές ουσίες που εκπέμπονται λόγω της δραστηριότητας της συγκεκριμένης εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των παραγόμενων από τη δραστηριότητα αυτή ρυπαντικών ουσιών οι οποίες δεν αξιολογήθηκαν κατά τη διαδικασία αρχικής αδειοδότησης της εγκατάστασης.
107 Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 101 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε εκθέσεις οι οποίες πιστοποιούν την ύπαρξη μη αποδεκτού κινδύνου για την υγεία του πληθυσμού, ο οποίος συνδέεται αποδεδειγμένα με ορισμένες εκπομπές ρύπων από το χαλυβουργείο Ilva, και συγκεκριμένα με εκπομπές λεπτών σωματιδίων ΑΣ2,5 και ΑΣ10, χαλκού, ψευδάργυρου και ναφθαλινίου από διάχυτες πηγές. Ωστόσο, οι επιπτώσεις αυτών των ρυπαντικών ουσιών στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία δεν εκτιμήθηκαν στο πλαίσιο των ολοκληρωμένων περιβαλλοντικών αδειών του 2011 και του 2012.
108 Εξάλλου, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι ειδικοί κανόνες για την Ilva κατέστησαν, κατά το αιτούν δικαστήριο, δυνατή τη χορήγηση ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας για την επίμαχη εγκατάσταση και την επανεξέταση της άδειας αυτής χωρίς να συνεκτιμηθούν οι ρύποι που είχαν κατονομαστεί στο «συμπληρωματικό σύνολο», για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν τα λεπτά σωματίδια ΑΣ2,5 και ΑΣ10, ούτε οι επιβλαβείς συνέπειές τους στον πληθυσμό του Τάραντα και ιδίως της συνοικίας Tamburi.
109 Όσον αφορά, κατά πρώτον, την αίτηση άδειας και τη διαδικασία αδειοδότησης, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2010/75 προβλέπει ότι η αίτηση άδειας περιλαμβάνει περιγραφή της φύσης και των ποσοτήτων των προβλεπόμενων εκπομπών της εγκατάστασης σε κάθε επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος, καθώς και προσδιορισμό των σημαντικών επιπτώσεων των εκπομπών στο περιβάλλον.
110 Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/75 προκύπτει ότι η άδεια πρέπει να προβλέπει οριακές τιμές εκπομπών όχι μόνο για τις ρυπαντικές ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας, αλλά και για τις άλλες ρυπαντικές ουσίες «που είναι πιθανόν να εκπέμπονται» από την οικεία εγκατάσταση.
111 Βεβαίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2010/75, οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν ένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την αξιολόγηση στην οποία καλούνται να προβούν για τον καθορισμό των ρυπαντικών ουσιών για τις οποίες πρέπει να προσδιοριστούν οριακές τιμές εκπομπών στην άδεια λειτουργίας μιας εγκατάστασης.
112 Τούτου δοθέντος, το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/75 προβλέπει ότι η άδεια που χορηγούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές προβλέπει οριακές τιμές εκπομπών, όχι μόνο για τις ρυπαντικές ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας, αλλά επιπλέον και για τις «άλλες» ρυπαντικές ουσίες που είναι πιθανόν να εκπέμπονται «σε σημαντικές ποσότητες ανάλογα με τη φύση τους και τη δυνατότητα μεταφοράς της ρύπανσης από το ένα επιμέρους στοιχείο του περιβάλλοντος στο άλλο».
113 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η φράση αυτή αποτυπώνει τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης κατά την οποία, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης στην οποία στηρίζεται η οδηγία 2010/75, ο καθορισμός της ποσότητας των ρυπαντικών ουσιών των οποίων η εκπομπή μπορεί να επιτραπεί πρέπει να συνδέεται με τον βαθμό βλαπτικότητας των ουσιών αυτών.
114 Κατά συνέπεια, μόνον οι ρυπαντικές ουσίες για τις οποίες γίνεται δεκτό ότι έχουν αμελητέα επίδραση στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον μπορούν να εξαιρεθούν από την κατηγορία των ουσιών για τις οποίες πρέπει να προβλεφθούν οριακές τιμές εκπομπών στην άδεια λειτουργίας μιας εγκατάστασης.
115 Ως εκ τούτου, ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης υπέχει την υποχρέωση να παράσχει, με την αίτηση χορήγησης άδειας για την εν λόγω εγκατάσταση, πληροφορίες σχετικά με τη φύση, την ποσότητα και τις δυνητικές επιβλαβείς συνέπειες των εκπομπών που είναι πιθανόν να παράγονται από αυτήν, προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να καθορίσουν οριακές τιμές για τις εκπομπές, εξαιρουμένων μόνο των εκπομπών οι οποίες, λόγω της φύσης ή της ποσότητάς τους, δεν είναι ικανές να αποτελέσουν κίνδυνο για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία.
116 Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη διαδικασία επανεξέτασης μιας άδειας, το άρθρο 21, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/75 επιτάσσει να επανεξετάζονται οι όροι αδειοδότησης αν η ρύπανση από την εγκατάσταση είναι τέτοια ώστε να πρέπει να αναθεωρηθούν οι ισχύουσες οριακές τιμές εκπομπών της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης «ή να περιληφθούν σε αυτήν νέες οριακές τιμές εκπομπών».
117 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Ilva και η Ιταλική Κυβέρνηση, η διαδικασία επανεξέτασης μιας άδειας δεν μπορεί να περιορίζεται στον καθορισμό οριακών τιμών μόνο για ρυπαντικές ουσίες των οποίων η εκπομπή μπορούσε να προβλεφθεί και οι οποίες ελήφθησαν υπόψη κατά την αρχική διαδικασία αδειοδότησης, χωρίς να συνεκτιμά επίσης και τις πραγματικές εκπομπές άλλων ρυπαντικών ουσιών από τη λειτουργία της συγκεκριμένης εγκατάστασης.
118 Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 133 των προτάσεών της, πρέπει συνεπώς να λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία που αποκτήθηκε στο πλαίσιο της λειτουργίας της συγκεκριμένης εγκατάστασης, η οποία έχει συμπεριληφθεί στα κρίσιμα επιστημονικά δεδομένα, και, ως εκ τούτου, οι πράγματι διαπιστωθείσες εκπομπές.
119 Προστίθεται ότι, ιδίως στο πλαίσιο των προβλεπόμενων από την οδηγία 2010/75 διαδικασιών επανεξέτασης άδειας λειτουργίας μιας εγκατάστασης, απαιτείται, εν πάση περιπτώσει, συνολική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των πηγών ρύπων και του σωρευτικού αποτελέσματός τους, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι το άθροισμα των εκπομπών τους δεν θα έχει σε καμία περίπτωση ως αποτέλεσμα την υπέρβαση των οριακών τιμών για την ποιότητα του αέρα, όπως αυτές καθορίζονται στην οδηγία 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη (ΕΕ 2008, L 152, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1480 της Επιτροπής, της 28ης Αυγούστου 2015 (ΕΕ 2015, L 226, σ. 4) (πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, Sdruzhenie «Za Zemyata – dostap do pravosadie» κ.λπ., C‑375/21, EU:C:2023:173, σκέψη 54).
120 Στην υπόθεση της κύριας δίκης, και όσον αφορά, ειδικότερα, τα σωματίδια ΑΣ10 και ΑΣ2,5, τα οποία, όπως τονίζει το αιτούν δικαστήριο, δεν λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό των οριακών τιμών εκπομπών κατά τη χορήγηση στο χαλυβουργείο Ilva της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας του 2011, επισημαίνεται ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι οριακές τιμές που καθορίζει η οδηγία 2008/50, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2015/1480, συνιστούν «ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 6, και του άρθρου 18 της οδηγίας 2010/75 (πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, Sdruzhenie «Za Zemyata – dostap do pravosadie» κ.λπ., C‑375/21, EU:C:2023:173, σκέψη 59).
121 Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 129 των προτάσεών της, εάν για τη συμμόρφωση προς τα πρότυπα αυτά απαιτείται η επιβολή αυστηρότερων οριακών τιμών εκπομπών στην εγκατάσταση, πρέπει τότε να καθοριστούν οι τιμές αυτές βάσει του άρθρου 18, κατά το οποίο σε μια τέτοια περίπτωση η άδεια πρέπει να περιλαμβάνει πρόσθετους όρους, με την επιφύλαξη άλλων μέτρων που είναι δυνατόν να ληφθούν για την τήρηση των ποιοτικών προτύπων περιβάλλοντος.
122 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2010/75 έχει την έννοια ότι, για τη δυνάμει της οδηγίας χορήγηση άδειας λειτουργίας μιας εγκατάστασης ή επανεξέταση της εν λόγω άδειας, η αρμόδια αρχή πρέπει να λάβει υπόψη, πέραν των ρυπαντικών ουσιών που μπορούν να προβλεφθούν με βάση τη φύση και το είδος της συγκεκριμένης βιομηχανικής δραστηριότητας, όλες τις επιστημονικά αναγνωρισμένες ως επιβλαβείς ρυπαντικές ουσίες που είναι πιθανόν να εκπέμπονται από τη συγκεκριμένη εγκατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των παραγόμενων από τη δραστηριότητα αυτή ρυπαντικών ουσιών οι οποίες δεν αξιολογήθηκαν κατά τη διαδικασία αρχικής αδειοδότησης της εγκατάστασης.
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
123 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2010/75 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας έχει επανειλημμένα παραταθεί η προθεσμία εντός της οποίας ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης οφείλει να συμμορφωθεί προς τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας τα οποία προβλέπει η άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης, μολονότι έχουν αναδειχθεί σοβαροί και σημαντικοί κίνδυνοι για την ακεραιότητα του περιβάλλοντος και την ανθρώπινη υγεία.
124 Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δυνάμει των ειδικών κανόνων για την Ilva, χορηγήθηκαν επανειλημμένες παρατάσεις στο χαλυβουργείο Ilva οι οποίες δεν συνδέονταν πάντοτε με επανεξέταση ή πραγματική αναπροσαρμογή των όρων λειτουργίας της δραστηριότητας του εν λόγω χαλυβουργείου. Η χρονική μετάθεση των προθεσμιών για την υλοποίηση των μέτρων διασφάλισης της συμμόρφωσης προς την ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια του 2011 έγινε, αφενός, για βιομηχανική εγκατάσταση η οποία, κατά τον ίδιο τον νομοθέτη, ενείχε σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον και, αφετέρου, με σκοπό να υλοποιηθούν και να ολοκληρωθούν εργασίες οι οποίες επρόκειτο να καταστήσουν, θεωρητικά, την εγκατάσταση αυτή ασφαλή για την υγεία των περιοίκων. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και επιβεβαιώθηκε από την Ilva και την Ιταλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η λήψη και η υλοποίηση των μέτρων για την επίτευξη του σκοπού αυτού αναβλήθηκαν επανειλημμένα.
125 Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, δεδομένου ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρόκειται για υφιστάμενη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 4, της οδηγίας 96/61, η επίμαχη άδεια ενέπιπτε κατ’ αρχάς στις διατάξεις της οδηγίας αυτής και, εν συνεχεία, στις διατάξεις της οδηγίας 2008/1. Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/1, η προθεσμία συμμόρφωσης όσον αφορά τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις ήταν η 30ή Οκτωβρίου 2007 (απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑50/10, EU:C:2011:200, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, η προθεσμία αυτή δεν τηρήθηκε στην περίπτωση του χαλυβουργείου Ilva, του οποίου η λειτουργία αποτέλεσε αντικείμενο περιβαλλοντικής άδειας μόλις στις 4 Αυγούστου 2011.
126 Κατόπιν της ανωτέρω διευκρινίσεως, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά την οδηγία 2010/75, δυνάμει του άρθρου της 82, παράγραφος 1, για τις εγκαταστάσεις όπως το χαλυβουργείο Ilva, τα κράτη μέλη όφειλαν, από τις 7 Ιανουαρίου 2014, να εφαρμόζουν τις διατάξεις που είχαν θεσπίσει για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην εθνική έννομη τάξη, με την εξαίρεση ορισμένων διατάξεων οι οποίες δεν είναι κρίσιμες στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης. Το άρθρο 21, παράγραφος 3, της οδηγίας 2010/75 προέβλεπε προθεσμία τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση των αποφάσεων περί των συμπερασμάτων ΒΔΤ, οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 5, της οδηγίας, σχετικά με την κύρια δραστηριότητα εγκατάστασης, εν προκειμένω έως τις 28 Φεβρουαρίου 2016, για την προσαρμογή των όρων αδειοδότησης στις νέες τεχνικές.
127 Πρέπει να προστεθεί ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2010/75, σε περίπτωση παράβασης των όρων της άδειας λειτουργίας μιας εγκατάστασης, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν να αναγκαία μέτρα για την άμεση διασφάλιση της τήρησης των όρων αυτών. Ειδικότερα, ο φορέας εκμετάλλευσης της συγκεκριμένης εγκατάστασης οφείλει να λάβει αμέσως τα απαιτούμενα μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τους όρους της άδειας το συντομότερο δυνατόν.
128 Επιπλέον, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 91 της παρούσας απόφασης, εάν η παράβαση των όρων της άδειας προκαλεί άμεσο κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων ή απειλεί να έχει σημαντική άμεση αρνητική επίπτωση στο περιβάλλον, το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2010/75 επιτάσσει να αναστέλλεται η λειτουργία της συγκεκριμένης εγκατάστασης.
129 Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής άδειας του 2011 θα συνεπαγόταν πολυετή διακοπή της δραστηριότητας της εγκατάστασης. Πλην όμως, η συγκεκριμένη εγκατάσταση είναι σημαντική πηγή απασχόλησης για την περιοχή στην οποία βρίσκεται. Κατά συνέπεια, με τη θέσπιση των ειδικών κανόνων για την Ilva γίνεται στάθμιση μεταξύ των εμπλεκομένων συμφερόντων, ήτοι της προστασίας του περιβάλλοντος, αφενός, και της απασχόλησης, αφετέρου.
130 Υπογραμμίζεται ωστόσο ως προς το ζήτημα αυτό ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 43 της οδηγίας 2010/75, ο νομοθέτης προέβλεψε ότι ορισμένες από τις νέες απαιτήσεις θα έπρεπε να ισχύσουν για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, όπως το χαλυβουργείο Ilva, μετά από καθορισμένη προθεσμία από την ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας, προκειμένου «να παρασχεθεί επαρκής χρόνος» για την τεχνική προσαρμογή των υφιστάμενων εγκαταστάσεων στις νέες απαιτήσεις.
131 Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι ειδικοί κανόνες που θεσπίστηκαν για το χαλυβουργείο Ilva είχαν ως αποτέλεσμα την υπερβολική, πέραν της ως άνω μεταβατικής περιόδου καθώς και της προβλεπόμενης στο άρθρο 21, παράγραφος 3, της οδηγίας 2010/75 προθεσμίας, αναβολή της υλοποίησης των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωση προς την ολοκληρωμένη περιβαλλοντική άδεια του 2011, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού σοβαρότητας της αναδειχθείσας βλάβης του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας.
132 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2010/75 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας έχει επανειλημμένα παραταθεί η προθεσμία εντός της οποίας ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης οφείλει να συμμορφωθεί προς τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας τα οποία προβλέπει η άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης, μολονότι έχουν αναδειχθεί σοβαροί και σημαντικοί κίνδυνοι για την ακεραιότητα του περιβάλλοντος και την ανθρώπινη υγεία. Εάν η δραστηριότητα της συγκεκριμένης εγκατάστασης προκαλεί τέτοιους κινδύνους, το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2010/75 επιτάσσει, εν πάση περιπτώσει, την αναστολή της λειτουργίας της.
Επί των δικαστικών εξόδων
133 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
1) Η οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης), ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 191 ΣΛΕΕ και των άρθρων 35 και 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
έχει την έννοια ότι:
τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν ότι η προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων της δραστηριότητας συγκεκριμένης εγκατάστασης τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ανθρώπινη υγεία πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των διαδικασιών για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας της εν λόγω εγκατάστασης ή για την επανεξέταση της άδειας αυτής, δυνάμει της οδηγίας.
2) Η οδηγία 2010/75 έχει την έννοια ότι:
για τη δυνάμει της οδηγίας χορήγηση άδειας λειτουργίας μιας εγκατάστασης ή επανεξέταση της εν λόγω άδειας, η αρμόδια αρχή πρέπει να λάβει υπόψη, πέραν των ρυπαντικών ουσιών που μπορούν να προβλεφθούν με βάση τη φύση και το είδος της συγκεκριμένης βιομηχανικής δραστηριότητας, όλες τις επιστημονικά αναγνωρισμένες ως επιβλαβείς ρυπαντικές ουσίες που είναι πιθανόν να εκπέμπονται από τη συγκεκριμένη εγκατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των παραγόμενων από τη δραστηριότητα αυτή ρυπαντικών ουσιών οι οποίες δεν αξιολογήθηκαν κατά τη διαδικασία αρχικής αδειοδότησης της εγκατάστασης.
3) Η οδηγία 2010/75 έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας έχει επανειλημμένα παραταθεί η προθεσμία εντός της οποίας ο φορέας εκμετάλλευσης μιας εγκατάστασης οφείλει να συμμορφωθεί προς τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας τα οποία προβλέπει η άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης, μολονότι έχουν αναδειχθεί σοβαροί και σημαντικοί κίνδυνοι για την ακεραιότητα του περιβάλλοντος και την ανθρώπινη υγεία. Εάν η δραστηριότητα της συγκεκριμένης εγκατάστασης προκαλεί τέτοιους κινδύνους, το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2010/75 επιτάσσει, εν πάση περιπτώσει, την αναστολή της λειτουργίας της.
(υπογραφές)