ΑΠΟΦΑΣΗ
Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας της 04.06.2024 (αριθ. 3) (προσφ. αριθ. 57246/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Πρόσβαση σε δικαστήριο. Αγωγή αποζημίωσης κατά του δημοσίου για ζημία που προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε κατά πλειοψηφία, αλλάζοντας την μέχρι τότε νομολογία, ότι το εθνικό δίκαιο περί ευθύνης του κράτους δεν επιτρέπει αξιώσεις για ζημία που προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα δικαστικού οργάνου μέχρι τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας που να ρυθμίζει δικαιοδοσία δικαστηρίου την ευθύνη αυτή.
Κατά το ΕΔΔΑ η ερμηνεία αυτή του ΣτΕ δεν συνάδει με προηγούμενη νομολογία του σε ίδιες υποθέσεις λόγω της απουσίας ειδικής νομοθεσίας και είχε ως αποτέλεσμα να διαπιστωθεί για πρώτη φορά απαράδεκτο στην περίπτωση της αγωγής του προσφεύγοντος. Δεν υπήρξε δε καμία ένδειξη μεταστροφής της νομολογίας. Η νέα ερμηνεία είχε ως αποτέλεσμα η αξίωση του προσφεύγοντος να μην είναι ad infinitum επιλέξιμη για δικαστικό έλεγχο και αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για τυχόν μελλοντικές αξιώσεις αποζημίωσης κατά του ελληνικού δημοσίου για τα πρόδηλα σφάλματα των δικαστηρίων μέχρι την ενδεχόμενη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας.
Το Στρασβούργο έκρινε ότι ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο του προσφεύγοντος για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα δημιουργεί σε βάρος του ανασφάλεια δικαίου, συνιστά δυσανάλογη επιβάρυνσή του και θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος αυτού.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.860 ευρώ για τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Ιωάννης Ζουμπουλίδης, είναι Έλληνας υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1960 και ζει στην Γερμανία (Ντίσελντορφ).
Από το 1992 εργαζόταν με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως βοηθητικό προσωπικό στην ελληνική πρεσβεία στη Γερμανία. Άσκησε αγωγή για επίδομα το 1998. Κατόπιν διαδικασίας ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, απερρίφθη η αγωγή του και το 2001, προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας, αριθ. προσφ. 77574/01).
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και του επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη, καθώς η απόρριψη της αγωγής του ισοδυναμούσε με υπερβολικό φορμαλισμό.
«..Η Αγωγή και η έφεση του προσφεύγοντος ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
10. Στις 13 Δεκεμβρίου 2007, ο προσφεύγων, επικαλούμενος το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (“ΕισΝΑΚ”) περί ευθύνης του Δημοσίου, άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας από το δικαστήριο να αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει εντόκως 280 δολάρια ΗΠΑ και 16.860 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την έκδοση της με αριθ. 1143/2001 απόφασης του Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε αστική δίκη. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή ήταν παράνομη, καθόσον απέρριψε ως αόριστους τους δύο λόγους αναίρεσής του, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά του να προσφύγει σε δικαστήριο, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, όπως είχε διαπιστώσει προηγουμένως το Δικαστήριο. Υποστήριξε ότι αν το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν είχε κηρύξει παρανόμως τους δύο λόγους απαράδεκτους, αλλά τους είχε εξετάσει επί της ουσίας, θα τους είχε δεχθεί υπό το πρίσμα της εξέλιξης της νομολογίας που είχε λάβει χώρα. Στη συνέχεια, θα ακύρωνε την απόφαση του Εφετείου και θα παρέπεμπε το ακυρωθέν μέρος στο δικαστήριο αυτό, το οποίο στη συνέχεια θα διέταζε το Δημόσιο να καταβάλει το υψηλότερο ποσό για τα εξαρτώμενα τέκνα για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1993 έως 24 Μαρτίου 1998 σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του.
11. Στις 28 Απριλίου 2014 η Ολομέλεια του ΣτΕ αποφάνθηκε επί αναίρεσης μετά την απόρριψη αγωγής που είχε ασκήσει άλλος ενάγων για αποζημίωση από το Δημόσιο σχετικά με το κλείσιμο επιχείρησης και την κατάσχεση εμπορευμάτων από την αστυνομία με εντολή του εισαγγελέα. Με την απόφαση με αριθ. 1501/2014 έκρινε ότι το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος προβλέπει ότι το κράτος ευθύνεται για τις πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, όταν οι πράξεις αυτές είναι παράνομες ή όταν είναι νόμιμες αλλά προκαλούν σοβαρή και σημαντική ζημία. Το άρθρο 4 § 5 απαιτούσε να καθορίζει ο νομοθέτης τους όρους για την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται από οποιοδήποτε κρατικό όργανο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την αποστολή των οργάνων που ασκούν τις δραστηριότητες του κράτους στο πλαίσιο των τριών κλάδων του (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία). Δέχθηκε ότι το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ εφαρμόζεται άμεσα στα όργανα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας – δεν αναφέρεται ειδικά στις πράξεις των δικαστικών οργάνων, διότι η ευθύνη του κράτους για αποζημίωση λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του δικαίου ή εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών δεν συμβιβάζεται με τη φύση του δικαστικού έργου, ως προς το οποίο το Σύνταγμα εγγυάται τη δικαστική ανεξαρτησία. Το δικαστήριο έκρινε, επομένως, ότι το κράτος ευθύνεται για την αποκατάσταση μόνο της ζημίας που προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα των δικαστικών οργάνων. Δεδομένου ότι το Σύνταγμα δεν επέτρεπε να παραμείνει ακαταλόγιστη η ζημία που προκάλεσαν τα κρατικά όργανα, το δικαστήριο έκρινε ότι, έως ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδική νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη του κράτους για τις πράξεις των δικαστικών οργάνων, το άρθρο 105 θα πρέπει να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις περιπτώσεις που η ζημία αποδίδεται σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ένα σφάλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδηλο ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης που καθιστούσαν το σφάλμα δικαιολογημένο ή όχι.
12. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αποφασίζοντας επί της προσφυγής του προσφεύγοντος, εξέδωσε την απόφαση με αριθ. 4997/2015 στις 20 Απριλίου 2015. Στην απόφαση αυτή εφάρμοσε κατ’ αναλογία το άρθρο 105 όσον αφορά τη ζημία που προκλήθηκε από δικαστικές πράξεις οι οποίες αποδίδονται σε πρόδηλο σφάλμα. Το δικαστήριο, επικαλούμενο την με αριθ. 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, έκρινε ότι θα ήταν ασυμβίβαστο με το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος να μην αποζημιωθεί η ζημία που προκλήθηκε από τη συμπεριφορά οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Στη συνέχεια, απέρριψε την υπό κρίση αγωγή, κρίνοντας ότι το σφάλμα που είχε αποδοθεί από το Δικαστήριο στην απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου δεν ήταν πρόδηλο.
13. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση στις 14 Σεπτεμβρίου 2015. Το Διοικητικό Εφετείο, με την απόφαση με αριθ. 1107/2017 που εκδόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2017, στο ίδιο πνεύμα, εφάρμοσε κατ’ αναλογία το άρθρο 105 σχετικά με τη ζημία που προκλήθηκε από πράξεις της δικαστικής εξουσίας οι οποίες αποδίδονται σε πρόδηλο σφάλμα, κρίνοντας ότι θα ήταν ασυμβίβαστο με το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος να μην αποζημιώνεται η ζημία που προκλήθηκε από τη συμπεριφορά οποιουδήποτε κρατικού οργάνου – το δικαστήριο επικαλέστηκε τις αποφάσεις με αριθ. 1501/2014 (βλ. παρ. 11 ανωτέρω) και 1330/2016 (βλ. παρ. 19 κατωτέρω) του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου. Στη συνέχεια απέρριψε την έφεσή του, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε πρόδηλο σφάλμα στην απόφαση. …
Η αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου και η απόφαση με αριθ. 800/2021
14. Στις 8 Μαΐου 2017 ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου. Η αναίρεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια λόγω της σπουδαιότητας της υπόθεσης. Με την απόφαση με αριθ. 800/2021 της 4 Ιουνίου 2021 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος καθιερώνει την ευθύνη του κράτους για πράξεις των οργάνων του που προκάλεσαν ζημία, ανεξάρτητα από το αν οι πράξεις ήταν παράνομες ή ήταν νόμιμες αλλά προκάλεσαν σοβαρή και σημαντική ζημία. Εν προκειμένω, ο σκοπός της διάταξης αυτής θεωρήθηκε ότι εκπληρώθηκε όταν η αποκατάσταση της ζημίας αυτής ήταν δυνατή σε περιπτώσεις παραπτωμάτων οποιουδήποτε οργάνου του κράτους, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών οργάνων. Ο αποκλεισμός της ευθύνης του κράτους δεν μπορούσε να συναχθεί από το άρθρο 99 του Συντάγματος, το οποίο απέδιδε τη διαπίστωση της προσωπικής ευθύνης των δικαστών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σε ειδικό δικαστήριο.
15. Επιπλέον, έκρινε ότι το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, το οποίο αναφέρεται σε όργανα του κράτους, δεν μπορεί να εφαρμοστεί όσον αφορά τα δικαστικά όργανα, παρά την ασαφή διατύπωσή του. Η σχετική ζημία δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ή με άμεση επίκληση του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Όσον αφορά τις πράξεις των δικαστικών οργάνων κατά την άσκηση των δικαστικών και διοικητικών καθηκόντων τους, το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος επέβαλε αντίθετα στον νομοθέτη την υποχρέωση να καθορίσει τη διαδικασία και τους όρους της αποζημίωσης της ζημίας και την έκταση της ζημίας που πρέπει να αποζημιωθεί. Όσο δεν είχαν καθοριστεί νομοθετικά οι όροι της παρανομίας της συμπεριφοράς, η έκταση των αξιώσεων αποζημίωσης και τα αρμόδια δικαστήρια, η επίμαχη ζημία δεν μπορούσε να αποκατασταθεί και οι σχετικές αξιώσεις δεν ήταν εκτελεστές στα δικαστήρια. Σημείωσε περαιτέρω ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είχε αποφανθεί διαφορετικά με την απόφαση με αριθ. 799/2021 (βλ. παρ. 32), κρίνοντας ότι η ζημία που προκλήθηκε από απόφαση σε τελευταίο βαθμό η οποία παραβίαζε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έπρεπε να αποζημιωθεί υπό τους όρους που έθεσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω της ανάγκης ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου αυτού από τις εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων.
16. Μια μειοψηφία επτά (από τους 27) δικαστών με δικαίωμα ψήφου και δύο (από τους τρεις) δικαστές που συμμετείχαν με συμβουλευτική ιδιότητα υποστήριξε την άποψη ότι, εφόσον το Σύνταγμα δεν επέτρεπε να παραμείνουν ακαταλόγιστες οι ζημίες που προκλήθηκαν από ενέργειες κρατικών οργάνων, μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδική νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη του κράτους για τις πράξεις των δικαστικών οργάνων, το άρθρο 105 θα έπρεπε να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις περιπτώσεις ζημιών που προκλήθηκαν από τα όργανα αυτά και οι οποίες αποδίδονται σε πρόδηλο σφάλμα τους. Η αποζημίωση για τη ζημία αυτή θα πρέπει να επιδικάζεται υπό τους όρους που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Πρόσθεσαν ότι θα ήταν αντιφατικό σε μια εθνική συνταγματική τάξη να διασφαλίζονται τα δικαιώματα που απορρέουν από την έννομη τάξη του δικαίου της ΕΕ, και ορθώς, όπως αποφασίστηκε στην απόφαση αριθ. 799/2021 (βλ. παρ. 32 κατωτέρω), αλλά όχι τα δικαιώματα που απορρέουν από την εθνική συνταγματική τάξη.
17. Το ΣτΕ έκρινε περαιτέρω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 94 του Συντάγματος, τα διοικητικά δικαστήρια ήταν αρμόδια για την εκδίκαση διοικητικών διαφορών και τα πολιτικά δικαστήρια ήταν αρμόδια για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών, με την επιφύλαξη της εξαίρεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου από τον κανόνα της ανάθεσης της δικαιοδοσίας με βάση τη φύση της υπόθεσης ως ιδιωτικής ή διοικητικής. Λόγω του συστήματος διακριτών δικαιοδοσιών (άρθρο 93 του Συντάγματος), οι αποφάσεις και οι πράξεις των δικαστικών οργάνων ορισμένης δικαιοδοσίας υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από τα δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας. Ο νομοθέτης, υιοθετώντας το σχετικό πλαίσιο που αφορούσε τη δικαστική εξουσία, όφειλε να σέβεται το σύστημα αυτό και να ρυθμίζει τα σχετικά θέματα κατά δικαιοδοσία. Μια μειοψηφία οκτώ δικαστών, και ένας δικαστής που συμμετείχε με συμβουλευτική ιδιότητα, υποστήριξε την άποψη ότι η αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 § 1 (η) του Ν. 1406/1983, περιλαμβάνει την εκδίκαση υποθέσεων ευθύνης του Δημοσίου για πράξεις των δικαστικών οργάνων που προκαλούν ζημία, ανεξάρτητα από τη δικαιοδοσία στην οποία ανήκουν τα όργανα αυτά.
18. Το ΣτΕ έκρινε ότι, δεδομένου ότι δεν είχαν καθοριστεί νομοθετικά οι όροι αποζημίωσης των ζημιών που προκαλούνται από δικαστικά όργανα ή τα αρμόδια δικαστήρια για την αντιμετώπιση τέτοιων ζημιών, η επίμαχη ζημία δεν μπορούσε να αποζημιωθεί ούτε με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ούτε με την άμεση εφαρμογή του άρθρου 4 § 5 του Συντάγματος. Συνεπώς, το Διοικητικό Πρωτοδικείο υπερέβη τη δικαιοδοσία του όταν εξέτασε την προσφυγή επί της ουσίας και θα έπρεπε να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη.
19. Το ΣτΕ ανέφερε επίσης ότι η αλλαγή της νομολογίας όσον αφορά την ερμηνεία της νομοθεσίας είναι σύμφυτη με τη δικαστική λειτουργία και αναγκαία για την ανάπτυξή της και δεν αντίκειται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εκτός εάν η αλλαγή είναι αυθαίρετη ή περιέχει ανεπαρκή αιτιολογία. Οι αρχές αυτές δεν παρείχαν δικαίωμα στη συνέπεια της νομολογίας. Ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν υποχρέωναν τα δικαστήρια να αναβάλλουν τις έννομες συνέπειες μιας αλλαγής της νομολογίας, εκτός εάν αυτή αφορούσε α) το παραδεκτό του ασκηθέντος ένδικου μέσου – στο σημείο αυτό το ΣτΕ παρέπεμψε στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Gil Sanjuan κατά Ισπανίας της 26.05.2020, αριθ. προσφ. 48297/15 §§ 36-44, και (β) τα δικαιώματα, τις αξιώσεις ή τις δικαιολογημένες προσδοκίες που βασίζονται σε πάγια νομολογία και τα οποία έπρεπε να προστατευθούν παρά την αλλαγή και λόγω των οποίων δεν θα αναγνωρίζονταν στο εξής. Εν πάση περιπτώσει, ένας κανόνας που θεσπίστηκε λόγω μεταβολής της νομολογίας δεν μπορούσε να εφαρμοστεί αμέσως εάν παραβίαζε την αρχή της προβλεψιμότητας.
20. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων παραδεκτού για την άσκηση έφεσης επί νομικών ζητημάτων. Η υπό εξέταση υπόθεση δεν εμπίπτει στις προαναφερθείσες εξαιρέσεις (βλ. παρ. 19) και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εμπόδισαν την άμεση εφαρμογή της διαπίστωσης ότι τα διοικητικά δικαστήρια είχαν υπερβεί την αρμοδιότητά τους, η οποία προέκυψε από την αλλαγή της νομολογίας όσον αφορά τις προϋποθέσεις ευθύνης για τις δικαστικές πράξεις που εισήχθη τότε με την απόφαση αριθ. 800/2021. Και τούτο διότι, πρώτον η υπέρβαση δικαιοδοσίας αποτελούσε λόγο αναίρεσης. Δεν αφορούσε το παραδεκτό της ίδιας της αναίρεσης.
21. Δεύτερον, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος δεν είχε βασιστεί σε πάγια νομολογία. Η απόφαση με αριθ. 1501/2014 του ΣτΕ της 28 Απριλίου 2014 (βλ. παρ. 11) έκανε για πρώτη φορά δεκτή την κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ σε περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης δικαστικών οργάνων. Ωστόσο, η επίμαχη προσφυγή είχε κατατεθεί στις 13 Δεκεμβρίου 2007 και εκδικάστηκε στις 5 Μαρτίου 2014, σε μια εποχή κατά την οποία το ΣτΕ και τα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν αναγνωρίσει την ευθύνη του Δημοσίου για τις πράξεις των δικαστικών οργάνων. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, η υπόθεσή του εκδικάστηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2016 και η απόφαση που προέκυψε δημοσιεύθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2017. Το ΣτΕ υποστήριξε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο νόμος ‑ της απόφασης με αριθ. 1501/2014 της Ολομέλειας του δικαστηρίου είχε ακολουθηθεί από τα Τμήματά του σε μικρό αριθμό υποθέσεων: σε μια υπόθεση που αφορούσε αστυνομικούς που ενεργούσαν στο πλαίσιο της προδικαστικής έρευνας (απόφαση με αριθ. 1330/2016) και σε μια άλλη απόφαση που αφορούσε πράξη δικαστικού οργάνου σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης (απόφαση με αριθ. 48/2016). Είχε επίσης ακολουθηθεί σε υποθέσεις που δεν αφορούσαν πρόδηλο σφάλμα δικαστικών οργάνων (αποφάσεις με αριθ. 3783/2014, 4403/2015, 1607/2016 και 2168/2016).
22. Το ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης, εξαφάνισε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κήρυξε την αγωγή απαράδεκτη για τον λόγο ότι, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, το Διοικητικό Πρωτοδικείο ήταν αναρμόδιο να την εκδικάσει.
……………………………
- ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
- Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- 30. Στην απόφασή του της 30 Σεπτεμβρίου 2003 στην υπόθεση Gerhard Köbler κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας (C-224/01, EU:C:2003:513, σημείο 1 του διατακτικού) το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάνθηκε σχετικά με την ευθύνη των κρατών για δικαστικές παραβάσεις του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, κρίνοντας τα εξής:
«Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου για τις οποίες ευθύνονται, εφαρμόζεται επίσης όταν η φερόμενη παράβαση απορρέει από απόφαση δικαστηρίου που δικάζει σε τελευταίο βαθμό, όταν ο κανόνας του κοινοτικού δικαίου που παραβιάζεται έχει ως σκοπό να προσδώσει δικαιώματα σε ιδιώτες, η παράβαση είναι αρκετά σοβαρή και υπάρχει άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράβασης αυτής και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες. Για να προσδιοριστεί αν η παράβαση είναι αρκούντως σοβαρή όταν η επίμαχη παράβαση απορρέει από τέτοια απόφαση, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της δικαστικής λειτουργίας, πρέπει να προσδιορίσει αν η παράβαση αυτή είναι πρόδηλη. Εναπόκειται στο νομικό σύστημα κάθε κράτους μέλους να ορίσει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών που αφορούν την εν λόγω επανόρθωση».
Νομολογία της Ολομέλειας του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου
31. Με την με αριθμ. 1501/2014 απόφαση της 28 Απριλίου 2014 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου δέχθηκε την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 105 του ΚΠολΔ σε περιπτώσεις ζημιών που προκλήθηκαν από πράξεις δικαστικών οργάνων οι οποίες αποδίδονται σε πρόδηλο σφάλμα τους, καθώς το Σύνταγμα δεν επιτρέπει να μένουν ακαταλόγιστες οι ζημίες που προκαλούνται από οποιοδήποτε όργανο του Κράτους- η προσέγγιση αυτή επρόκειτο να ακολουθηθεί μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις για την ευθύνη του Κράτους για πράξεις των δικαστικών οργάνων (βλ. αναλυτικά παρ. 11).
32. Η Ολομέλεια του ΣτΕ, με την με αριθμ. 799/2021 απόφασή της, που εκδόθηκε στις 4 Ιουνίου 2021, επιβεβαίωσε τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις προϋποθέσεις αποζημίωσης της ζημίας που προκλήθηκε από παράβαση του δικαίου της ΕΕ, όταν η φερόμενη παράβαση απορρέει από απόφαση δικαστηρίου που δικάζει σε τελευταίο βαθμό (και αφορά πρόδηλο σφάλμα και παράβαση του δικαίου που αποσκοπεί στην παροχή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και η οποία συνεπάγεται επαρκώς σοβαρή παράβαση και άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράβασης αυτής και της ζημίας που υπέστη- βλ. παρ. 30). Έκρινε ότι η ευθύνη κράτους μέλους δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί λόγω έλλειψης αρμόδιου δικαστηρίου. Μέχρις ότου μπορέσει να θεσπιστεί διαδικασία για το θέμα αυτό, η νομική προστασία έπρεπε να παρέχεται με την κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Η αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 § 1 (η) του Ν. 1406/1983 παρακάμπτεται όταν η παράβαση του δικαίου της ΕΕ αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία κρίνονται αρμόδια να αποφανθούν επί των σχετικών αγωγών. Δεδομένου ότι στην υπόθεση του προσφεύγοντος είχε ζητηθεί αποζημίωση για την υποτιθέμενη ζημία που υπέστη λόγω πρόδηλου σφάλματος και παραβίασης από τα πολιτικά δικαστήρια δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της ΕΕ, το ΣτΕ κήρυξε την αγωγή απαράδεκτη για το λόγο ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεν ήταν αρμόδια να αποφανθούν επί αυτής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
«…. 68. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ θεσπίζει την ευθύνη του Δημοσίου για κάθε ζημία που προκαλείται από πράξεις ή παραλείψεις που αποδίδονται στα όργανά του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη παραβιάζει υφιστάμενη διάταξη νόμου, αλλά αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (βλ. παρ. 24). Πρόκειται για μια περίπτωση αντικειμενικής ευθύνης που δεν απαιτεί τη διαπίστωση υπαιτιότητας, όπως αμέλεια ή πρόθεση εκ μέρους του κρατικού φορέα.
69. Με την με αριθμ. 1501/2014 απόφασή του το ΣτΕ έκρινε ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ δεν κάνει ειδική μνεία στα όργανα της δικαστικής εξουσίας και ότι το Σύνταγμα, υπό το πρίσμα του άρθρου 4 § 5, δεν επιτρέπει να μένουν ανεκπλήρωτες οι ζημίες που προκαλούνται από οποιοδήποτε όργανο του Κράτους, το άρθρο 105 πρέπει να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις περιπτώσεις ζημιών που προκαλούνται από πράξεις δικαστικών οργάνων, οι οποίες αποδίδονται σε πρόδηλο σφάλμα τους, μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις για το θέμα αυτό (βλ. παρ. 11).
70. Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσφεύγων, επικαλούμενος το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ άσκησε Αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σχετικά με την ευθύνη του Δημοσίου, ζητώντας αποζημίωση για το δήθεν πρόδηλο σφάλμα της απόφασης με αριθ. 1143/2001 του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο είχε κηρύξει απαράδεκτους τους δύο λόγους αναίρεσης του προσφεύγοντος και σε σχέση με τους οποίους το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Υποστήριξε ότι αν δεν είχε γίνει το σφάλμα αυτό, θα του είχε καταβληθεί η αύξηση του επιδόματος που είχε ζητήσει για τα εξαρτώμενα τέκνα του.
Η αγωγή του εξετάστηκε επί της ουσίας από το Διοικητικό Πρωτοδικείο και απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το σφάλμα που αποδόθηκε στο Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν ήταν πρόδηλο, όπως απαιτεί το άρθρο 105, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία. Η ασκηθείσα έφεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε ομοίως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία το άρθρο 105, έκρινε ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η απόρριψη της αναίρεσης ήταν υπερβολικά τυπολατρική δεν είχε αυτομάτως καταλήξει σε πρόδηλο σφάλμα της απόφασης και ότι, ως εκ τούτου, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την ευθύνη αποζημίωσης των δικαστικών οργάνων του κράτους. Ωστόσο, το ΣτΕ, με την με αριθ. 800/2021 απόφασή του, δέχθηκε την αναίρεση, ακύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δέχθηκε την έφεση, ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και κήρυξε την αγωγή απαράδεκτη.
71. Ενόψει των ανωτέρω, ο επίμαχος περιορισμός προέκυψε από την ερμηνεία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου ότι το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ δεν μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία σε περιπτώσεις ζημίας που προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα δικαστικού οργάνου μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις για το θέμα αυτό. Προκύπτει επίσης από την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης για τον λόγο ότι το διοικητικό δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να την εκδικάσει. Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο περιορίστηκε από την απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.
(i) Κατά πόσον ο περιορισμός επιδίωκε θεμιτό σκοπό
73. Παρά τις ανωτέρω εκτιμήσεις, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η απόφαση του ΣτΕ να μην εφαρμόσει κατ’ αναλογία το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ είχε ως στόχο τον σεβασμό της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών με το να μην παρεμβαίνει ως νομοθέτης στις έννομες σχέσεις ήταν ασυμβίβαστη με την προηγούμενη πρακτική του ΣτΕ να αποδέχεται την αναλογική εφαρμογή του νόμου. Επιπλέον, ήταν αντίθετη προς τη σαφή υπόδειξη που έδωσε το ΣτΕ στον νομοθέτη ότι θα έπρεπε να εκπληρώσει την υποχρέωση να θεσπίσει νομοθετικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο οι αποφάσεις και οι πράξεις των δικαστικών οργάνων ορισμένης δικαιοδοσίας θα υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από δικαστήρια της ίδιας δικαιοδοσίας.
74. Συνεπώς, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο επίμαχος περιορισμός επιδιώκει θεμιτό σκοπό. Θα πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό το φως όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης, υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του σκοπού αυτού και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξή του.
(ii) Κατά πόσον ο περιορισμός ήταν αναλογικός
75. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα διοικητικά δικαστήρια σε πρώτο βαθμό και κατ’ έφεση αποδέχθηκαν στην παρούσα υπόθεση την ερμηνεία που διατυπώθηκε στην απόφαση με αριθ. 1501/2014, η οποία, παρά την επισήμανση της ανάγκης ειδικής νομοθεσίας επί του θέματος, εξέτασε την αξίωση βάσει του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Η απόφαση με αριθ. 1501/2014 εκδόθηκε από την Ολομέλεια του ΣτΕ. Όπως αναγνώρισε η Κυβέρνηση, Τμήματα του δικαστηρίου αυτού εφάρμοσαν κατ’ αναλογία το άρθρο 105 στη συνέχεια, αποδεχόμενα αναλόγως τη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, σε έξι άλλες αποφάσεις που αφορούσαν το ίδιο θέμα, αν και με ευρύτερη έννοια: τρεις αποφάσεις σχετικά με ζημίες που προκαλούνται από την αστυνομία που ενεργεί ως εισαγγελική αρχή, και επομένως ως μέρος του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης (αριθ. 1330/2016, 1533/2018 και 1534/2018), μία απόφαση σχετικά με συμβολαιογράφους που λειτουργούν ως όργανα της δικαστικής εξουσίας σε διαδικασίες εκτέλεσης (αριθ. 2168/2016), μία απόφαση σχετικά με αστυνομικούς που ενεργούν στο πλαίσιο διαδικασίας in flagrante delicto (αριθ. 2557/2019) και μία απόφαση σχετικά με πράξεις δικαστικών οργάνων στο πλαίσιο των διοικητικών τους καθηκόντων (αριθ. 48/2016 , βλ. επίσης Sine Tsaggarakis A.E.E. κατά Ελλάδας της 23.05.2019 , αριθ. 17257/13, §§ 24 και 30).
76. Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι το ΣτΕ, στην με αριθμ. 800/2021 απόφασή του, αφού επανέλαβε, όπως και στην υπ’ αριθμ. 1501/2014 απόφασή του, ότι η ευθύνη του Κράτους για ζημίες που προκαλούνται από πράξεις της δικαστικής εξουσίας κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και ότι πρέπει να θεσπιστεί ειδική νομοθεσία, έκρινε για πρώτη φορά ότι η σχετική ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, είτε επικαλούμενο απευθείας το Σύνταγμα είτε τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105, το τελευταίο σημείο αποτελεί αλλαγή της προηγούμενης θέσης του. Μολονότι το Δικαστήριο σημειώνει τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η θέση αυτή ήταν παρόμοια με τη θέση της μειοψηφίας στην απόφαση με αριθ. 1501/2014, προκύπτει ότι δεν είχε εκδοθεί καμία απόφαση με την άποψη αυτή πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, το ΣτΕ έθεσε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της έλλειψης δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων. Η θέση που έλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν σύμφωνη με την προηγούμενη πρακτική του ΣτΕ επί του θέματος.
77. Σε αυτό το σημείο το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, και ιδίως στα δικαστήρια. Το Δικαστήριο δεν θα υποκαταστήσει με τη δική του ερμηνεία τα εθνικά δικαστήρια… Ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν είναι να εγκρίνει ή να αποδοκιμάσει ως τέτοια τη λύση που τελικά υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο όσον αφορά την ευθύνη του κράτους για ζημίες που προκαλούνται από δικαστικά όργανα, αλλά περιορίζεται σε αυτόν του ελέγχου της συμβατότητας με τη Σύμβαση των αποτελεσμάτων μιας τέτοιας ερμηνείας (βλ. Çela κατά Αλβανίας της 29.11.2022, αριθ. 73274/17, § 32). Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν η απόφαση που ελήφθη στην παρούσα υπόθεση διατήρησε τη σωστή ισορροπία μεταξύ του θεμιτού στόχου της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Συνεπώς, πρέπει να αναλύσει κατά πόσον ο τρόπος με τον οποίο το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε το εθνικό δίκαιο προκειμένου να κηρύξει την προσφυγή του προσφεύγοντος απαράδεκτη ήταν συμβατός με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης (βλ. Ghrenassia κατά Λουξεμβούργου της 07.12.2021, αριθ. 27160/19, § 29).
78. Ενώ η ‑ ανάπτυξη της νομολογίας ‑ δεν είναι, από μόνη της, αντίθετη προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Lupeni Greek Catholic Parish κ.α., 116 – Nejdet Şahin και Perihan Şahin κατά Τουρκίας [GC] της 20.10.2011, αριθ. 13279/05, § 58 – και Legrand κατά Γαλλίας της 26.05.2011, αριθ. 23228/08, § 37), σε προηγούμενες υποθέσεις όπου οι αλλαγές στην εγχώρια νομολογία είχαν επηρεάσει εκκρεμείς αστικές διαδικασίες, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο είχε εξελιχθεί το δίκαιο ήταν καλά γνωστός στους διαδίκους, ή τουλάχιστον ήταν ευλόγως προβλέψιμος, και ότι δεν υπήρχε αβεβαιότητα ως προς τη νομική τους κατάσταση (βλ. Petko Petkov κατά Βουλγαρίας της 19.02.2013, αριθ. 2834/06, § 32).
79. Υπό το φως των προηγούμενων εκτιμήσεών του, το Δικαστήριο σημειώνει ότι, ακόμη και αν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο προσφεύγων είχε ασκήσει την προσφυγή του στις 13 Δεκεμβρίου 2007, δεν είχε ακόμη εκδοθεί η απόφαση με αριθ. 1501/2014 του ΣτΕ, τα διοικητικά δικαστήρια σε πρώτο βαθμό στις 20 Απριλίου 2015, και σε δεύτερο βαθμό στις 23 Φεβρουαρίου 2017, είχαν ακολουθήσει την ερμηνεία που δόθηκε στην εν λόγω απόφαση. Είχαν θεωρήσει την προσφυγή και την έφεση της προσφεύγουσας παραδεκτές και τις εξέτασαν βάσει του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο προσφεύγων άσκησε την αναίρεσή του, τα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν θέσει κανένα ζήτημα παραδεκτού και δεν υπήρχε καμία ένδειξη για κάποια αισθητή αλλαγή της νομολογίας που να αποκλίνει από την ερμηνεία που διατυπώθηκε στην με αριθ. 1501/2014 απόφαση του ΣτΕ, η οποία ακολουθήθηκε στις αποφάσεις που εκδόθηκαν στη συνέχεια. Η νέα ερμηνεία που διατυπώθηκε στην με αριθμ. 800/2021 απόφασή του είχε ως αποτέλεσμα η αγωγή του προσφεύγοντος να κριθεί για πρώτη φορά απαράδεκτη. Ο προσφεύγων δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι το ΣτΕ θα παρέκκλινε από την προηγούμενη νομολογία του (βλ. mutatis mutandis, Gil Sanjuan, § 39 και Legros κ.α. κατά Γαλλίας της 11. 2023, αριθ. 72173/17 και 17 άλλες, §§ 156-157).
80. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η ερμηνεία του ΣτΕ είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκηθεί ad infinitum δικαστικός έλεγχος στην αγωγή του προσφεύγοντος. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, και ιδίως της διαπίστωσης ότι μέχρι την έκδοση ειδικής νομοθεσίας το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ δεν μπορούσε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία και ότι τα διοικητικά δικαστήρια στερούνταν δικαιοδοσίας, η απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο σε κάθε μελλοντική προσπάθεια του προσφεύγοντος να ζητήσει αποζημίωση από το κράτος για τα υποτιθέμενα σφάλματα των πολιτικών δικαστηρίων μέχρι την ενδεχόμενη έκδοση νέας νομοθεσίας (βλ. mutatis mutandis, Lupaş κ.α. κατά Ρουμανίας, αριθ. 1434/02 και 2 άλλοι § 73).
81. Κατά συνέπεια, επαναλαμβάνοντας ότι όλες οι διατάξεις της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να εγγυώνται δικαιώματα πρακτικά και αποτελεσματικά και όχι θεωρητικά και απατηλά, το Δικαστήριο, μολονότι κατανοεί την πολυπλοκότητα του θέματος και την ανάγκη να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και να προστατευθεί το κύρος της δικαστικής εξουσίας, δεν πείθεται από το επιχείρημα ότι, όσον αφορά τη μη έγκαιρη θέσπιση της αναγκαίας νομοθεσίας, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι από την απόρριψη της προσφυγής της προσφεύγουσας είχε παρέλθει μικρό χρονικό διάστημα. Συναφώς, σημειώνει ότι η ανάγκη θέσπισης ειδικής νομοθεσίας διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην απόφαση αριθ. 1501/2014 και η Κυβέρνηση δεν ανέφερε καμία ενέργεια που να έχει γίνει μέχρι στιγμής προς την κατεύθυνση αυτή. Ως εκ τούτου, η νέα ερμηνεία που διατυπώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα η αγωγή του προσφεύγοντος να θεωρηθεί απαράδεκτη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η νομοθεσία δεν έχει θεσπιστεί για περισσότερα από επτά έτη, έθεσε περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ο οποίος πρέπει τουλάχιστον να θεωρηθεί ότι δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου σε βάρος του προσφεύγοντος (βλ. κατ’ αναλογία, Arrozpide Sarasola κ.α. κατά Ισπανίας της 23.10.2018, αριθ. 65101/16 και 2 άλλοι, § 107). Επιπλέον, δεν υπάρχει τίποτα στη συμπεριφορά του προσφεύγοντος που να δικαιολογεί ότι το βάρος των συνεπειών αυτής της αβεβαιότητας πρέπει να φορτωθεί σε αυτόν (βλ., mutatis mutandis, Çela 39).
82. Τέλος, το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση οι δικαστές της μειοψηφίας επεσήμαναν ότι, με την απόφαση με αριθ. 799/2021, που εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία, έγινε δεκτή η κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 105 μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις για την ευθύνη του κράτους για τις πράξεις των δικαστικών οργάνων όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από την έννομη τάξη του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο κατανοεί το επιχείρημα που προβάλλεται σχετικά με την ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ όσον αφορά την ευθύνη του κράτους για αποφάσεις που παραβιάζουν το δίκαιο αυτό. Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι η τροποποιημένη θέση που υιοθετήθηκε στην απόφαση με αριθ. 800/2021 είχε ως αποτέλεσμα να αποκλειστεί η πρόσβαση σε δικαστήριο στην υπόθεση του προσφεύγοντος, η οποία αφορούσε απόφαση αστικού δικαστηρίου σε σχέση με την οποία το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
83. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι επιβλήθηκε δυσανάλογη επιβάρυνση στον προσφεύγοντα, στερώντας του κάθε σαφή και πρακτική δυνατότητα να αποφανθεί το δικαστήριο επί της προσφυγής του και πλήττοντας έτσι την ίδια την ουσία του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικαστήριο».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρου 6 § 1).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.860 ευρώ για έξοδα
echrcaselaw.com