ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη:
Προκειμένου να είναι σαφής και ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (μισθοδοτικών καταστάσεων, αποδείξεων πληρωμής) περί του ότι πληρώθηκε ο μισθωτός όλες τις απαιτήσεις του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μία αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 229/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα Σ.Τ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ‘………..’’ και τους διακριτικούς τίτλους ‘…….’’ και ‘…………’’, με ΑΦΜ ………., που εδρεύει στο ……. Αττικής, οδός ………. (υποκατάστημα Πειραιά, οδός ……………), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Περπατάρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Ζαγκανά (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της εναγόμενης – εκκαλούσας, την από 17-9-2021 και με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../17-9-2021 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αρ. 2782/12-9-2022 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ήδη την απόφαση αυτή προσβάλλει η εναγόμενη – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 12-10-2022 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/13-10-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./13-10-2022. Η συζήτηση της ως άνω έφεσης προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 2-3-2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για αυτήν της 7-12-2023, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.16.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 2782/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 περ.3, 621-622 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους της εκκαλούσας του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές.
Ο ενάγων εξέθετε στην ως άνω από 17-9-2021 αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι εργάσθηκε στην επιχείρηση της εναγόμενης, που έχει ως αντικείµενο την επισκευή και συντήρηση ηλεκτρονικών συσκευών, κατά το αναφερόµενο στην αγωγή χρονικό διάστηµα, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως ηλεκτρονικός, αντί των επίσης αναφερομένων στην αγωγή αποδοχών. Ζητούσε δε, με βάση τη σύµβαση εργασίας του, άλλως, επικουρικά, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισµού, µετά από παραδεκτή µερική µετατροπή του αγωγικού αιτήµατος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, με τον νόμιμο τόκο, το συνολικό ποσό των 19.642,58 ευρώ για επιδόματα δώρων Χριστουγέννων των ετών 2015 – 2020 και αποζηµίωση απόλυσης, καθώς επίσης να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει, με τον νόμιμο τόκο, το συνολικό ποσό των 36.399,78 ευρώ για αποζηµίωση – αποδοχές µη ληφθείσας αδείας, επιδόματα αδείας, επιδόματα δώρων Πάσχα των ίδιων ετών και για χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη µη καταβολή των αποδοχών του, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2782/2022) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς έκρινε παραδεκτή την αγωγή, καθώς ασκήθηκε, όσον αφορά στο αίτημά της περί καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955 από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, που έλαβε χώρα στις 19-10-2020, χωρίς να υπολογίζεται το διάστημα (από 7-11-2020 έως 5-4-202)1 προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων και αναστολής των νόμιμων και δικαστικών προθεσµιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19. Περαιτέρω έκρινε ορισμένη την αγωγή, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία για τη θεμελίωση των αγωγικών αξιώσεων, παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους ισχυρισμούς της εναγόμενης, πλην του αιτήματός της περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο απέρριψε ως αόριστο, διότι, πέραν της επίκλησης με την αγωγή της μη καταβολής των νομίμων αποδοχών του ενάγοντος, δεν γίνεται αναφορά σε αυτήν ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες συντελέσθηκε η καταγγελία, που να συνιστούν προσβολή της προσωπικότητάς του, και νόμιμη, πλην της επικουρικής βάσης της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία απέρριψε ως μη νόμιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την εκ της σύμβασης κύρια βάση της, καθώς επίσης και του παρεπόμενου αιτήματός της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο μετά τη μερική μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, καθίσταται μη νόμιμο ως προς το τελευταίο. Ακόμη, απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα περί πρoσωπικής κράτησης των νόμιμων εκπροσώπων της εναγόμενης, ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, διότι, μετά τον μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος, η απαίτηση του ενάγοντος, της οποίας ζητείται η καταψήφιση, υπολείπεται του προβλεπόμενου από το άρθρο 1047 παρ.2 ΚΠολΔ κατώτατου ορίου των 30.000 ευρώ. Σημειωτέον δε ότι, ως προς τις απορριπτικές ως άνω διατάξεις της, η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με την ένδικη έφεση. Στη συνέχεια (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει, νομιμοτόκως, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 18.507,28 ευρώ, κηρύσσοντας την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική αυτή διάταξή της για το ποσό των 9.000 ευρώ, και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει, επίσης νομιμοτόκως, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 28.875,41 ευρώ, για τις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη αιτίες και όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται σε αυτήν. Τέλος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του τελευταίου εις βάρος της εναγόμενης λόγω της εν μέρει ήττας της, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.500 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ανωτέρω αγωγή του αντιδίκου της και να επιβληθεί εις βάρος του, η δικαστική της δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, τα στοιχεία της ένστασης εξόφλησης, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής, διότι, μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία έτσι του εργαζόμενου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959). Σε αντίθετη περίπτωση, η ένσταση είναι αόριστη και δεν μπορεί να συμπληρωθεί δια των αποδείξεων. Επομένως, με βάση τα παραπάνω, για να είναι σαφής και ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζόμενου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (μισθοδοτικών καταστάσεων, αποδείξεων πληρωμής) περί του ότι πληρώθηκε ο μισθωτός όλες τις απαιτήσεις του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μία αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών (ΑΠ 1069/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2014 ΧρΙΔ 2014,488, ΑΠ 1030/2011, Εφ.Αθ. 2037/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της ένδικης έφεσής της η εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα, υποστηρίζει ότι κακώς η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως αόριστη την προβληθείσα από αυτήν πρωτοδίκως ένσταση (μερικής) εξόφλησης, σχετικά με τα σε αυτήν αναφερόμενα ποσά, που αφορούν στο έτος 2020. Ο λόγος αυτός, όμως, της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, πέραν του ότι η εν λόγω ένσταση προβλήθηκε με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων της εναγόμενης, πράγματι πάσχει από αοριστία, διότι, αναφέρεται μεν το συνολικώς καταβληθέν ποσό για το ως άνω (μόνο) έτος και οι μερικότερες τμηματικές καταβολές, χωρίς, όμως, να προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για καθένα από τα αγωγικά κονδύλια – αξιώσεις, όπως απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω ένστασης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη. Η αοριστία δε αυτή δεν θεραπεύεται με την παραπομπή σε αποδεικτικά έγγραφα.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι του μάρτυρα απόδειξης …………… και του μάρτυρα ανταπόδειξης ……………, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [χωρίς ωστόσο να ληφθεί υπόψη η υπ΄αρ. ………../2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που προσκομίζεται με επίκληση από την εναγόμενη, διότι, στην κλήτευση του αντιδίκου της, που έλαβε χώρα με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, δεν αναφέρθηκε σαφώς το επάγγελμα του μάρτυρα και κυρίως (δεν αναφέρθηκε) η διεύθυνση κατοικίας αυτού, όπως επιτάσσει το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, παράλειψη εξαιτίας της οποίας η ένορκη βεβαίωση, σύμφωνα με το άρθρο 424 ΚΠολΔ, δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1288/2021, ΑΠ 977/2020, ΑΠ 1208/2019, 1175/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου πέμπτου (τελευταίου) λόγου της έφεσης ως αβάσιμου], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία ‘………….’’ και τους διακριτικούς τίτλους ‘’…………..’’ και ‘’………’’, έχει ως αντικείμενο την επισκευή και συντήρηση ηλεκτρονικών συσκευών (κινητών τηλεφώνων, ηλεκτρονικών συσκευών) με έδρα το ……… Αττικής, και διατηρεί, μεταξύ άλλων περιοχών στην Αττική και στην υπόλοιπη Ελλάδα, υποκατάστημα στον Πειραιά επί της οδού ………… Η εν λόγω εταιρεία προσέλαβε στις 9-9-2015 τον ενάγοντα, ο οποίος είναι τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών και τηλεπικοινωνιών, απόφοιτος τεχνικού λυκείου και κάτοχος, κατά το χρόνο της πρόσληψής του, βεβαίωσης επαγγελματικής κατάρτισης από τη Σιβιτανίδειο Σχολή, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως ηλεκτρονικός, με καθεστώς 8ωρης ημερήσιας απασχόλησης επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως (από Δευτέρα έως Παρασκευή). Ο ενάγων, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου και όχι του εργάτη – τεχνίτη, όπως ισχυρίστηκε η εναγόμενη, καθώς, πέραν από το γεγονός ότι η ιδιότητα αυτή (του υπαλλήλου) αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του, προέκυψε ότι το είδος της παρεχόμενης από αυτόν εργασίας, δεν συνίστατο στην παροχή αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σωματικής ενέργειας και καταπόνησης, αλλά αντίθετα απαιτούσε πνευματική καταβολή, σχετική κατάρτιση και εμπειρία, τις οποίες διέθετε ο ενάγων κατά τα προαναφερθέντα, αλλά και υπευθυνότητα κατά την εκτέλεσή της (ΑΠ 1391/2018, ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 464/2014, ΑΠ 1137/2013, Εφ.Πειρ.(Μον). 46/2020, Εφ.Θεσ.(Μον). 502/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι ο ενάγων, σε προγενέστερο χρόνο από την προαναφερθείσα πρόσληψή του, ήτοι στις 30-10-2014, είχε προσληφθεί από άλλη εταιρεία, με την επωνυμία ‘…………..’’ (μη διάδικο), από την οποία αποχώρησε οικειοθελώς στις 8-9-2015, απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι εργοδότριά του ήταν εξαρχής η εναγόμενη και συνεπώς και τα αγωγικά κονδύλια που αφορούν το ως άνω διάστημα (από 30-10-2014 έως 8-9-2015), κάνοντας δεκτή τη σχετική ένσταση της εναγόμενης περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της ως προς το εν λόγω διάστημα. Δεδομένου δε ότι ο ενάγων δεν έχει ασκήσει έφεση ή αντέφεση, η εκκαλουμένη δεν πλήττεται ως προς το κεφάλαιό της αυτό. Περαιτέρω, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, προέκυψε ότι, ο μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε στα 1.000 ευρώ καθαρά, ήτοι περίπου 1.100 ευρώ μικτά. Εξ΄ αυτού του ποσού, 586 ευρώ (που αντιστοιχούν στον κατώτερο νόμιμο μισθό των 650 ευρώ μικτά), καταβαλλόταν μέσω τραπεζικής κατάθεσης στον λογαριασμό του ενάγοντος, ενώ το υπόλοιπο ποσό του καταβαλλόταν τοις μετρητοίς. Δεν προέκυψε κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο ισχυρισμός της εναγόμενης – εκκαλούσας ότι ο μισθός του ήταν αυτός που αναφερόταν στη σύμβαση εργασίας του και στις επίσημες μισθολογικές καταστάσεις της εναγόμενης, ήτοι ο ως άνω ‘’βασικός’’ μισθός των 650 ευρώ. Κι αυτό διότι, πέραν του ότι κάτι τέτοιο δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβανομένης υπόψη και της ειδικότητας, της κατάρτισης, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, και της εμπειρίας του ενάγοντος, ο οποίος πριν την εναγόμενη είχε εργαστεί σε άλλη εταιρεία για 1-2 έτη, με μηνιαίες καθαρές αποδοχές, όπως αναφέρει ο ως άνω μάρτυρας απόδειξης, 700-800 ευρώ, δεν δικαιολογεί και τις καταβολές εκ μέρους της εναγόμενης στο λογαριασμό του (ενάγοντος) την 1-7-2020, 3-8-2020 και 2-9-2020, των ποσών των 1.852,41 ευρώ 1.214 ευρώ και 1.165 ευρώ, αντίστοιχα. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης – εκκαλούσας ότι οι καταβολές αυτές έγιναν λόγω λάθους του λογιστηρίου της, δεν κρίνεται πειστικός, διότι, αφενός μεν δεν προκύπτει από κάποιο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, αφετέρου δε, δεν είναι λογικό το λάθος αυτό να επαναλαμβάνεται για τρεις συνεχόμενους μήνες και να αφορά μόνο τη μισθοδοσία του ενάγοντος. Εξάλλου, ερωτηθείς αναφορικά με το ζήτημα αυτό στην κατάθεσή του, ο μάρτυρας της εναγόμενης …………… – υπάλληλος σε αυτήν, δεν μπόρεσε να δώσει μια σαφή και πειστική εξήγηση. Από την άλλη πλευρά, δεν αποδείχθηκε ότι ο συμφωνηθείς μισθός του ενάγοντος, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του, ανέρχοταν στο ποσό των 1.750 ευρώ καθαρά και 2.076,75 ευρώ μικτά, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, γενομένων εν μέρει δεκτών των σχετικών τριών πρώτων λόγων της έφεσης. Μόνη η κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος ……….. – αδερφού του, δεν αρκεί για την απόδειξή του, καθώς δεν ενισχύεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Αντίθετα, ο μισθός αυτός, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούσαν στην αγορά εργασίας κατά τον χρόνο της πρόσληψής του (μεσούσης της οικονομικής κρίσης), αλλά και μεταγενέστερα, δεν δικαιολογείται ούτε από την ηλικία του (26 ετών) ούτε από την εργασιακή εμπειρία του ενάγοντος, ο οποίος είχε εργαστεί, όπως προαναφέρθηκε, πριν από την εναγόμενη, στο κατάστημα ………… για 1-2 έτη, με μηνιαίο μισθό, όπως ο ίδιος ο ως άνω μάρτυρας κατέθεσε, 700-800 ευρώ. Εξάλλου, ο ενάγων αναφέρει στην κατάθεσή του ως μάρτυρα στα πλαίσια της ποινικής δίκης, που περιέχεται στην υπ΄αρ. ΒΤ98/2023 τελεσίδικη απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς ότι, ενάμισι μήνα μετά την απόλυσή του από την εναγόμενη εταιρεία, προσλήφθηκε από την εταιρεία ‘’……….’’ με μηνιαίο μισθό 1.100 ευρώ. Με την ως άνω απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναίρεσης από τους καταδικασθέντες κατηγορούμενους σε αυτήν – νόμιμους εκπροσώπους της εναγόμενης, επίσης κρίθηκε ότι ο καθαρός μισθός του ενάγοντος ήταν 1.000 ευρώ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάστηκε στην εναγομένη μέχρι τις 19-10-2020, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τη μεταξύ τους ως άνω σύμβαση εργασίας. Οφείλει δε αυτή (εναγόμενη) να του καταβάλει την αντίστοιχη αποζημίωση απόλυσης, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο πρώτο, υποπαράγραφο ΙΑ.12, παρ. 2 του Ν. 4093/2012, ισούται με το ποσό των τριών μηνιαίων μισθών (1.100 € Χ 3 μήνες=) 3.300 ευρώ, πλέον της προσαύξησης του 1/6, που αφορά στην αναλογία από τον συνυπολογισμό των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, ήτοι 550 ευρώ και συνολικά 3.850 ευρώ. Επίσης, ο ενάγων, δεδομένου ότι εργάσθηκε από τις 9-9-2015 έως τις 19-10-2020, δικαιούται για επίδομα αδείας των ίδιων ετών (μισός μισθός) το ποσό των (1.100 € /2=) 550 € Χ 5 έτη, ήτοι 2.750 ευρώ. Αντίστοιχα, για επιδόματα εορτών, δικαιούται: ί) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2015, δηλ. για περίοδο εργασίας 113 ημερών, [1.100 € μηνιαίος μισθός Χ 2/25 Χ 5,94 δεκαεννεαήμερα (113 ημέρες/19)=] 522.72 € Χ το συντελεστή 1,04166 από αναλογία επιδόματος αδείας, ήτοι 544,50 ευρώ, ίί) για δώρο Χριστουγέννων των ετών 2016 – 2019, με καταβαλλόμενο μισθό 1.100 € Χ το συντελεστή 1,04166 από αναλογία επιδόματος αδείας, ίσον 1.145,83 € Χ 4 έτη= 4.583,32 ευρώ, ίίί) για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του έτους 2020, δηλ. για περίοδο εργασίας 171 ημερών, [1.100 € μηνιαίος μισθός Χ 2/25 Χ 9 δεκαεννεαήμερα (171 ημέρες/19)=] 792 € Χ το συντελεστή 1,04166 από αναλογία επιδόματος αδείας, ήτοι 824,99 €. Για δώρο Πάσχα των ετών 2016 – 2020 [1.100 € /2 (μισός μηνιαίος μισθός) = 550 € Χ 5 = 2.750 € Χ το συντελεστή 1,04166 από αναλογία επιδόματος αδείας, ήτοι 2.864,56 ευρώ. Συνολικά δηλαδή για δώρα εορτών ο ενάγων δικαιούται (544,50 + 4.583,32 + 824,99 + 2.864,56=) 8.817,37 ευρώ. Συνολικά δηλαδή, η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα για τις ως άνω αιτίες το ποσό των (3.850 + 2.750 + 8.817,37=) 15.417,37 ευρώ. Δεν προέκυψε δε ότι ο ενάγων είχε τεθεί σε αναστολή εργασίας από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 2020 και από τον Νοέμβριο του 2020 έως τον Μάιο του 2021, λόγω της πανδημίας του covid 19, όπως υποστηρίζει η εναγόμενη στο δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσης της. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν είχε τεθεί σε αναστολή και καταβαλλόταν σε αυτόν, κατά τους ισχυρισμούς της εναγόμενης – εκκαλούσας, επίδομα από το κράτος ύψους 650 ευρώ, όσο δηλ. ο δηλωθείς μισθός του, δεν αναιρείται η υποχρέωση της εργοδότριάς του να του καταβάλει τα οφειλόμενα επιδόματα δώρων εορτών και αδείας με βάση τον πραγματικά συμφωνηθέντα και καταβαλλόμενο μισθό, που, σύμφωνα με τα παραπάνω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι είναι 1.100 ευρώ (μικτά). Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν ελάμβανε την άδεια αναψυχής που δικαιούτο κατά τα ως άνω έτη που εργαζόταν στην εναγόμενη. Οπότε δεν οφείλονται σε αυτόν αποδοχές αδείας και συνεπώς ούτε αποζημίωση αδείας, όπως εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς τα σχετικά αιτήματα της αγωγής είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, γενομένου δεκτού ως προς το σημείο αυτό του σχετικού τρίτου λόγου της έφεσης. Ειδικότερα, πέραν από τα βιβλία αδειών (αναρτημένα στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ) όπου φαίνεται ότι ο ενάγων έχει λάβει τις νόμιμες άδειές του, τα οποία ο τελευταίος αμφισβητεί, ο ίδιος ο ενάγων στην κατάθεσή του ως μάρτυρα στα πλαίσια της ποινικής δίκης, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ανωτέρω υπ΄αρ. ΒΤ98/2023 τελεσίδικης απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τις προαναφερθείσες καταβολές των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου 2020, αναφέρει, σε μία αποστροφή του λόγου του, ότι τον Αύγουστο είχε πάει διακοπές, γεγονός που έρχεται σε αντίφαση με τον ισχυρισμό του ότι δεν ελάμβανε ποτέ άδειες αναψυχής. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του στην ίδια ως άνω κατάθεσή του, ότι οι ημέρες αυτές των διακοπών του ήταν άνευ αποδοχών, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο. Τέλος, βάσει των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, δεν προέκυψε ότι ο ενάγων προέβη κατά κατάχρηση δικαιώματος στην άσκηση της ένδικης αγωγής, όπως αβάσιμα ισχυρίστηκε πρωτόδικες προτάσεις της η εναγόμενη.
Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν µέρει δεκτή ως βάσιµη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 9.802,81 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης και επιδόματα δώρων Χριστουγέννων (3.850 ευρώ + 5.952,81 ευρώ, αντίστοιχα), καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.614,56 ευρώ για επιδόματα αδείας και επιδόματα δώρων Πάσχα (2.750 ευρώ + 2.864,56 ευρώ, αντίστοιχα). Όλα δε τα παραπάνω ποσά οφείλονται µε τον νόµιµο τόκο και ειδικότερα, η αποζημίωση απόλυσης από την επομένη της 19-10-2020, τα επιδόματα δώρων Χριστουγέννων και επιδόµατα αδείας, από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους και τα επιδόματα δώρων Πάσχα από την 1η Μαϊου του αντίστοιχου έτους στο οποίο αφορούν (άρθρα 341, 345 ΑΚ, Ολ.ΑΠ 39-40/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου ως άνω λόγους της έφεσης να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και κατ΄ ουσία και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί, κατ΄ ουσία η αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 9.802,81 ευρώ, καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.614,56 ευρώ, όλα τα παραπάνω ποσά, με τον νόμιμο τόκο ως ανωτέρω. Πρέπει, ακόμη, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων αντίστοιχα, και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αυτά ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2782/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Κρατεί την αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την από 17-9-2021 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2021 αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων δύο ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (9.802,81 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο, κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης διακρίσεις.
Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (5.614,56 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο, επίσης κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης διακρίσεις.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 17 Μαΐου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ