ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα .Τ.Λ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Καραγεώργη Σερβίας αριθμ. 10), που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ Σπυριδούλα Φωτοπούλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια του δικηγόρο, Σόνια Μιχάλαρου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.11.2017 με αρ. καταθ. ………./2017 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 2570/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που αυτήν έκανε αυτή δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 14-10-2019 με αρ. καταθ. ………./2020 έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η δικαστική πληρεξούσια του εκκαλούντος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 14-10-2019 με αρ. καταθ. ………/2020 έφεση του εκκαλούντος, κατά της με αρ. 2570/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δικάσθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 13.9.2019 (βλ. την επισημείωση της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………) η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 14.9.2019 (άρθρο 518 §1 του ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε στην κρινόμενη αγωγή του, ότι έχει καταστεί και πλήρης κύριος των αναλυτικά περιγραφόμενων, ανέκαθεν ιδιωτικών γειτονικών αγροτεμαχίων, έκτασης 337,68 και 230,38 τμ, με ΚΑΕΚ ……. και …, που βρίσκονται στη θέση «………» της κτηματικής περιφέρειας του (ήδη) Δήμου Σαλαμίνας, κτηθέντων με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου γονικής παροχής και αδιάκοπης σειράς τίτλων, άλλως λόγω έκτακτης χρησικτησίας, κατά τις διατάξεις του βρ δικαίου, με χρόνο έναρξης της νομής από τον απώτερο δικαιοπάροχο του …….. από το έτος 1850, με τις με τις διακατοχικές πράξεις που αναφέρονται στην αγωγή (καλλιέργεια, βόσκηση ζώων, δενδροφύτευση, περίφραξη, καταμετρήσεις, ανέγερση κτισμάτων και συναφείς) και καλή πίστη. ¨Ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, τα ακίνητα αυτά καταχωρίστηκαν ανακριβώς, ως ανήκοντας στην κυριότητα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά του και να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή του οικείου βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να εγγραφεί αυτός ως αποκλειστικός κύριος των επιδίκων γεωτεμαχίων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, αναγνώρισε την κυριότητα αυτού και διέταξε την διόρθωση της κτηματολογικής εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής, ώστε να φαίνεται κύριος ο ενάγων. Kατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2, 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Η ανωτέρω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019521). Για το ορισμένο αυτής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70, 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του σχετικού ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το ακίνητο αυτό φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ωστόσο, δεν απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής να αναφέρονται σ’ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού (βλ. ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, τα επίδικα ακίνητα περιγράφονται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών τους και την αναφορά του ΚΑΕΚ αυτών, χωρίς να είναι αναγκαία η επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος. Τα ακίνητα όπως περιγράφονται στην αγωγή έχουν περιέλθει από διανομή ενιαίου ακινήτου εμβαδού 552 τμ. τα όρια του οποίου ταυτίζονται με το άθροισμα των ορίων των επιδίκων (ομόρων) γεωτεμαχίων. Τα επίδικα ακίνητα συνεπώς είναι αυτοτελή γειτονικά γεωτεμάχια και όχι τμήματα μεγαλύτερου ακινήτου, ενώ δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της θέσης αυτών (και του αρχικώς ενιαίου ακινήτου απ’ όπου προήλθαν) στο μείζον ακίνητο των 18 στρεμμάτων, που διέθετε ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος και πώλησε στους άμεσους δικαιοπαρόχους αυτού. Συνεπώς η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπότε ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και όσα εγκαταλείφθηκαν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους και κατέστησαν αδέσποτα. Η κτήση των ακινήτων αυτών έγινε διά δημεύσεως «πολεμικώ δικαιώματι» (βλ. ΑΠ 222 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και Γ. Καριψιάδη «Η Ελλάδα ως διάδοχον κράτος», έκδοσιν 2000, σελ. 137 – 145 και 178επ.). Εξάλλου, όσον αφορά τα Οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακήρυξης της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως ειδικότερα η Αττική και τμήματα της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, όσα από αυτά ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πώλησής τους εντός προθεσμίας. Περαιτέρω όσον αφορά όσα ακίνητα βρίσκονταν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά την 3.2.1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο, (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικά, όμως, για τα οθωμανικά κτήματα που βρίσκονται στην Αττική και στην περιοχή της Εύβοιας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού οι περιοχές αυτές δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών (ΑΠ 73/2018, ΑΠ 638/2016). Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεις που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από τον αγώνα για την ανεξαρτησία, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι “ιδιοκτησίας” θα αναγνωρίζονταν από τη Γραμματεία των Οικονομικών κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Περαιτέρω, στα δημόσια κτήματα, μεταξύ των οποίων και τα εθνικά δάση, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που έχουν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για το χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που προεκτέθηκαν, και επί των εθνικών δασών, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή επ’ αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50.14), είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΞΗ’ /1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου” που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 19-9-1915 μέχρι και της 16ης-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν.ν. 1539/1938 “Περί προστασίας δημοσίων κτημάτων”, οι οποίες έκτοτε ανέστειλαν και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία και απαγόρευσαν κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά (ΑΠ Ολομ. 75/1987, ΑΠ 719/2015, ΑΠ 479/2015, ΑΠ 1919/2014 ΤNΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του Β. Δ/τος 3/15.12.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής και του διά τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 -1834” όλα τα λιβάδια, δηλαδή οι βοσκότοποι, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο “ταπί”, εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ της 31.1./18.2.1864 “περί βοσκησίμων γαιών”, με την οποία ορίζεται ότι το Δημόσιο, ως και οι Κοινότητες, διατηρούν ανέπαφα τα δικαιώματα όσα προ της εποχής ταύτης είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδιών άνευ βλάβης των παρά τρίτων αποκτηθέντων δικαιωμάτων, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. ΨΝΖ της 27.3./1.4.1880 “περί κοινοτικών και εθνικών λιβαδιών” κατά την οποία το Δημόσιο, ως προς τα εθνικά και οι Κοινότητες ως προς τα κοινοτικά λιβάδια διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκησίμων τόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το έτος 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσης κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του ΒΡΔ που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί λιβαδιών ή βοσκοτόπων από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τα νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και τις 11.9.1915 (ΑΠ 1281/2002, ΑΠ 956/1990). Επομένως η ανωτέρω διάταξη του Β.Δ/τος του 1833 εισήγαγε μαχητό τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λιβάδια, όπως ακριβώς και τα δάση (ΑΠ 987/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει, με απαντώντας στην αγωγή, ισχυρισμό για κυριότητά του σε ακίνητο, α) επειδή τούτο περιήλθε σ΄αυτό ως διάδοχο του Οθωμανικού κράτους με τα όπλα είτε ως εγκαταλειφθέν από Οθωμανούς υπηκόους το δικονομικό βάρος απόδειξης του ισχυρισμού αυτού φέρει το ίδιο. Το ίδιο βάρος απόδειξης φέρει το Ελληνικό Δημόσιο και στις περιπτώσεις που προβάλλει (αγωγικό ή κατ’ ένσταση) ισχυρισμό ιδίας κυριότητας, για το λόγο ότι το επίδικο: β) αποτελούσε πάντοτε δασική έκταση, για την οποία κανείς, από την έναρξη της ισχύος του βδ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, δεν εμφάνισε, εντός της προθεσμίας του άρθρου 3 παρ. 1 του διατάγματος αυτού, τίτλους ιδιοκτησίας για την αναγνώρισή του ως κυρίου, γ) αποτελούσε, από την έναρξη της ισχύος του βδ από 3/15.12.1833, λιβάδι ή βοσκότοπο και δ) ήταν αδέσποτη έκταση κατά το χρόνο ισχύος του βδ από 10.7.1837 (ΑΠ 117/2020, ΑΠ 571/2017, ΑΠ 639/2016, ΑΠ 835/2014, ΑΠ 2191/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται με το δεύτερο λόγο της έφεσής του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του αντικειμενικού βάρους αποδείξεως, όσον αφορά τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο περί απόκτησης κυριότητας στο επίδικο γεωτεμάχιο, στηριζόμενοι στις άνω διατάξεις. Οι ισχυρισμοί αυτοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ώστε τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), έπρεπε να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 893/2020). Κατόπιν αυτών ο άνω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σημειώνεται ότι το εκκαλούν δεν επανέφερε παραδεκτά και με ορισμένο τρόπο τους άνω ισχυρισμούς στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με το δικόγραφο της έφεσής του, χωρίς να αρκεί η απλή παραπομπή του στις έγγραφες προτάσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση από τους διαδίκους, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και από τις υπ’ αριθμ. ….. και …./16-11-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος …….. και ………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/13-11-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …………), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τα επίδικα ακίνητα είναι δύο αγροτεμάχια, εβρισκόμενα στη θέση «……..» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας Σεληνίων της νήσου Σαλαμίνας, και ήδη του Δήμου Σαλαμίνας: (Α) το πρώτο έκτασης, κατά νεώτερη καταμέτρηση, 337,50 τμ (κατά το Κτηματολόγιο 338 τμ), όπως αυτό εμφαίνεται στο από Σεπτέμβριο του 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού ………. με τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ, και συνορεύει βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 14,03 μ με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια σε πρόσωπο ΔΓ μήκους 14,00 μ με 2η πάροδο ………, ανατολικά σε πλευρά ΒΓ μήκους 24,27 μ με το έτερο επίδικο ακίνητο, και δυτικά σε πλευρά μήκους 23,96 μ με ιδιοκτησία αγνώστου, το οποίο έλαβε κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης ΚΑΕΚ ………., (Β) το δεύτερο έκτασης, κατά νεώτερη καταμέτρηση, 231,27 τμ. (κατά το Κτηματολόγιο 231 τμ), όπως αυτό εμφαίνεται στο από Σεπτέμβριο του 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού ……….. με τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ, και συνορεύει βόρεια σε πλευρά ΑΔ μήκους 9,60 μ με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια σε πρόσωπο ΓΒ μήκους 9,50 μ με 2η πάροδο ……….., ανατολικά σε πλευρά ΑΒ μήκους 24,27 μ με ιδιοκτησία αγνώστου, και δυτικά σε πλευρά μήκους 24,27 μ με το έτερο επίδικο ακίνητο, το οποίο έλαβε κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης ΚΑΕΚ …………. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα επίδικα ακίνητα αποτελούσαν αρχικώς ένα ενιαίο αγροτεμάχιο έκτασης 552 τμ (κατά τους κάτωθι αναφερόμενους τίτλους). Ειδικότερα: αρχικώς δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../2-4-1962 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά …………. που μεταγράφηκε νόμιμα (τόμος ……. και αριθμός …….. του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας), οι: 1. ………, 2. …….., 3. ………., 4. ………… (πατέρας του ενάγοντος), 5. ………. και 6. ………. αγόρασαν κατ’ ισομοιρίαν (ήτοι κατά ποσοστό 1/6 ή 2/12 έκαστος) από τον ………., κατά πλήρη κυριότητα, το αρχικώς ευρύτερο αγροτεμάχιο, έκτασης 552 τμ, όπως αυτό εμφαίνεται με τον αριθμό 9 στο από Οκτώβριο του 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού .. ….., και πρόκειται για τα (αρχικώς συνενωμένα) επίδικα ακίνητα. Ακολούθως, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../15-10-1966 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ………. (που μεταγράφηκε νόμιμα) ο ……. μεταβίβασε λόγω πώλησης στους ……… και ……. το εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί του όλου ακινήτου, κατ’ ισομοιρίαν στους αγοραστές (ήτοι ποσοστό 1/12 σε έκαστο), οι οποίοι, μετά τη μεταβίβαση αυτή, έγιναν συγκύριοι κατά ποσοστό 3/12 εξ αδιαιρέτου. Στη συνέχεια δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../8-7-1971 συμβολαίου δωρεάς του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. (που μεταγράφηκε νόμιμα, τόμος …….. και αριθμός …….. του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας), η ……….. το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της επί του ακινήτου, ήτοι 2/12. Με το υπ’ αριθμ. …………./27-10-1971 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά …….. (που μεταγράφηκε νόμιμα, τόμος …….. και αριθμός …… του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας) ο ……… απέκτησε, λόγω αγοράς, ποσοστό 2/12 επί του ακινήτου από τον ………, ο οποίος και είχε αποκτήσει το ποσοστό αυτό από τον ……… δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……../25-1-1969 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας . ….. (νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …… με αριθμό ………). Μετά τις ως άνω μεταβιβάσεις οι συγκύριοι του ενιαίου ακινήτου ήταν: ο ………….. κατά ποσοστό (2/12 + 1/12 + 2/12 =) 5/12, η ………. κατά ποσοστό 2/12, η …….. κατά ποσοστό (2/12 + 1/12 =) 3/12 και η ……….. κατά ποσοστό 2/12. Οι συγκύριοι αυτοί διένειμαν, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../13-6-1972 συμβολαίου διανομής αγροτεμαχίου του συμβολαιογράφου Πειραιά ……… (που μεταγράφηκε νόμιμα, τόμος ……… και αριθμός …. του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας), το ενιαίο κοινό ακίνητο σε δύο αυτοτελή αγροτεμάχια, τα επίδικα ακίνητα από τα οποία : (α) το πρώτο (δυτικό ακίνητο) έκτασης 322,08 τμ κατά το εν λόγω συμβόλαιο και 337,50 τμ κατά νεώτερη καταμέτρηση (πρώτο επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ ……..) έλαβαν οι …….. και …….., κατά ποσοστό 72% ο πρώτος και 28% η δεύτερη, και (β) το δεύτερο (ανατολικό ακίνητο) έκτασης 229,12 τμ κατά το εν λόγω συμβόλαιο και 231,27 τμ κατά νεώτερη καταμέτρηση (δεύτερο επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ …….. έλαβαν οι ……… και ………., κατά ποσοστό 60% η πρώτη και 40% η δεύτερη. Ακολούθως, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./9-5-1973 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά …. .. (που μεταγράφηκε νόμιμα ο …….. απέκτησε, λόγω αγοράς, από τις ………. και …….. …….. το ανατολικό ακίνητο που αυτές είχαν λάβει κατά τη διανομή, ήτοι το δεύτερο εκ των επιδίκων ακινήτων (με ΚΑΕΚ ………..) και κατέστη πλήρης και αποκλειστικός κύριος αυτού. Τέλος, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./5-7-1995 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….. (που μεταγράφηκε νόμιμα) οι γονείς του ενάγοντος, ………. και ………., μεταβίβασαν σε αυτόν κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας την επικαρπία: α) ο ……….. ποσοστό 72% εξ αδιαιρέτου και η ……. 28% εξ αδιαιρέτου επί του πρώτου ως άνω περιγραφόμενου ακινήτου έκτασης 337,68 τμ, και β) ο …….. ποσοστό 100% επί του δεύτερου ως άνω περιγραφόμενου ακινήτου έκτασης 229,12 τμ. Οι δε δικαιοπάροχοι του ενάγοντος απεβίωσαν ο πατέρας του ……. στις 22-6-2004, σε χρόνο πριν από τις πρώτες εγγραφές, και η μητέρα του ………. στις 10-5-2015, σε χρόνο μετά τις πρώτες εγγραφές. Συνεπώς κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο ήτοι στις 13-1-2006, είχε συνενωθεί η επικαρπία με την ψιλή κυριότητα για το δεύτερο επίδικο ακίνητο και ο ενάγων είχε καταστεί πλήρης και αποκλειστικός κύριος αυτού, καθώς και για το πρώτο ακίνητο μόνο όμως για το ποσοστό του 72% εξ αδιαιρέτου που έλαβε από τον πατέρα του. Όσον αφορά στο υπόλοιπο ποσοστό 28% που έλαβε από την μητέρα του, κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών, ο ενάγων ήταν ψιλός κύριος και η μητέρα του, που ήταν ακόμη εν ζωή, επικαρπώτρια κατά το ίδιο ποσοστό. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, το ανωτέρω ενιαίο ακίνητο των 552 τμ. μεταβίβασε στους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος ο …….. .., ο οποίος ήταν κύριος ευρύτερου ακινήτου αγροκτήματος 18 στρεμμάτων, το οποίο κατέτμησε και πώλησε σε τρίτους και μεταξύ αυτών στους δικαιοπάροχους του ενάγοντος. Το ακίνητο αυτό συνόρευε βόρεια με αγρό ……… και αγροτική οδό προς ………., νότια με τη θάλασσα και ανατολικά και δυτικά ομοίως με ιδιοκτησία ……. (βλ. το από Οκτώβριο του 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …. ……..). Ο ………. νεμόταν και κατείχε το συγκεκριμένο ακίνητο από το έτος 1900 περίπου, το οποίο καλλιεργούσε με σιτάρι και κριθάρι και πριν από αυτόν ο γενάρχης και παππούς του τελευταίου ………. από το 1850 περίπου, με καλή πίστη, χωρίς να ενοχληθούν από κανένα και το Δημόσιο, ώστε πριν την 1915 ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντος είχε καταστεί κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βρ.δικαίου. Η ευρύτερη έκταση είχε πάντοτε αγροτική μορφή, σύμφωνα με την από Νοέμβριο του 2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου μηχανικού ……….., ο οποίος διορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 690/2015 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία διενεργήθηκε στα πλαίσια δίκης των ………… και ………., για το με αρ. ΚΑΕΚ ………… ΚΑΕΚ (κείμενο προς νότο, εντός της έκτασης των 18 στρεμμάτων του ……….). Ειδικότερα από την τοπογραφική ερμηνεία, από άποψης εδαφοκάλυψης, του τοπογραφικού χάρτη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του έτους 1889 (φύλλον SALAMIS) κλίμακος 1:25.000 και από την τοπογραφική ερμηνεία του τοπογραφικού χάρτη της ΓΥΣ, κλίμακος 1:50.000 (φύλλον Αθήναι – Πειραιεύς) έτους 1958, ο οποίος συνετάγη με Α/Φ λήψεως Αυγούστου 1945, προέκυψε ότι ήδη από το έτος 1889 η ευρύτερη περιοχή, εντός της οποίας και τα επίδικα, εμφανίζονται ως καλλιεργούμενοι με δημητριακά αγροί. Ακόμα το ΒΚ ….. Δημόσιο Κτήμα, μέρος του οποίου αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, και το επίδικο ακίνητο, καταγράφηκε ως δημόσιο κτήμα., περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε δασικό χαρακτήρα αυτού, καθώς στην περιθωριακή στήλη του οικείου Γενικού βιβλίου καταγραφής ως «Είδος Κτήματος», αναφέρεται ως «αγρός». Η έκταση επίσης αυτή δεν περιλαμβάνεται στις εκτάσεις που είχαν αναγνωρισθεί ως δημόσια δάση στη νήσο Σαλαμίνα, μεταξύ αυτών που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου (με βάση την υπ’ αριθ. 305/24-01-1845 απόφαση της Επιτροπής επί των διαφιλονικούμενων δασών) και εκείνων που είχαν καταχωριστεί στα βιβλία δημόσιων κτημάτων (βλ. το με αριθμ. πρωτοκ. /18.3.2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς). Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την έκθεση φωτοερμηνείας της δασολόγου ……….., στην οποία γίνεται αναφορά ότι στις α/φ του 1945 -1969 η έκταση είχε δασική θαμνώδη βλάστηση και φρύγανα, χωρίς όμως να αναφέρεται ποσοστό κάλυψης, παραδοχή που δεν έχει έννομη συνέπεια αφού το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στα δημόσια δάση της νήσου Σαλαμίνας. Το εκκαλούν προσκομίζει πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως των ετών 1926 – 1939 κατά της …………, όμως δεν αφορά ευθέως τα επίδικα ακίνητο (ο αγρός της ………. εκτείνεται βορείως του αγρού του ………. κατά το από 1961 τοπογραφικό διάγραμμα) και αυτά έχουν ακυρωθεί με την με αρ. 38/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας (όπως είναι γνωστό στο Δικαστήριο από προηγούμενη ενέργειά του). Οι πράξεις νομής του ……. και των δικαιοπαρόχων του από το έτος 1850 στην ευρύτερη έκταση, από όπου προήλθαν και τα επίδικα ακίνητα, έχουν γίνει δεκτές με την με αρ. 626/2010 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που επικυρώθηκε από την με αρ. 112/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, επί αγωγής που έγινε δεκτή και αφορούσε με αρ. …….. γεωτεμάχιο, με το οποίο συνορεύει το επίδικο δυτικό γεωτεμάχιο προς δυσμάς. Αντίστοιχα με τις με αρ. 18/2018 και 647/2017 αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου έγιναν δεκτές αγωγές ιδιοκτητών ομόρων γεωτεμαχίων με δικαιοπάροχο τη ………., εντοπιζόμενα στο ίδιο ΒΚ. Τέλος είναι άξιο μνείας ότι με υπ΄ αριθ. Ε4159/2170/Ν.11549/20-4-1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24-5-1975 – τεύχος Δ΄) ανακλήθηκε προγενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής και ανάμεσα στους εικαζόμενους ιδιοκτήτες ήταν ο …….. και ο πατέρας του ενάγοντος ………, ως ιδιοκτήτης των επιδίκων (Βλ. …../9-9-1975 περίληψη μεταγραφής). Έπεται ότι αν τα επίδικα ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο δεν θα προέβαινε σε απαλλοτρίωση αυτών. Κατόπιν αυτών αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έχει καταστεί κύριος των επιδίκων γεωτεμαχίων παραγώγως ως πλήρης κύριος κατά ποσοστό 72% εξ αδιαιρέτου και ψιλός κύριος κατά ποσοστό 28% του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ….., και αποκλειστικός (100%) κύριος του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……, παραγώγως, αλλά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του ΑΚ αλλά και του βρ δικαίου. Η καταγραφή των επίδικων στο ΒΚ ……. δημόσιο κτήμα δεν σημαίνει και κτήση κυριότητας από πλευράς του Δημοσίου, η οποία απαιτείται να στηρίζεται στη θετική επίκληση και απόδειξη από αυτό των γεγονότων που τον θεμελιώνουν και όχι στην αρνητική επίκληση της όποιας έλλειψης παρουσιάζουν οι τίτλοι που επικαλείται ο ιδιώτης (ΑΠ 368/2015). Και με την εκδοχή ότι το εναγόμενο Δημόσιο προέβαλε παραδεκτά ένσταση ιδίας κυριότητας (ως δάσος, λιβάδι, βοσκότοπο, εγκαταλελειμένο, έκτακτη χρησικτησία) αυτή δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου και κάνοντας δεκτή την αγωγή εν μέρει, αναγνώρισε τον ενάγοντα α) πλήρη κύριο κατά ποσοστό 72% εξ αδιαιρέτου και ψιλό κύριο κατά ποσοστό 28% του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……., και (β) αποκλειστικό (100%) κύριο του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ………., και διέταξε τη σχετική διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Δήμου Σαλαμίνας, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν αυτού καθώς δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 § 2, 183 ΚΠολΔ και 22 § 1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει στην ουσία της την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 24.9.2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ