ΑΠΟΦΑΣΗ
Fleischner κατά Γερμανίας της 3/10/2019 (αριθ.προσφ. 61985/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αστική και ποινική ευθύνη, υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης.
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε μαζί με άλλα 4 άτομα για απαγωγή. Η ποινική διαδικασία εναντίον του διακόπηκε, καθώς κρίθηκε ακαταλόγιστος, όμως τα πολιτικά Δικαστήρια αναγνώρισαν την αστική ευθύνη του προσφεύγοντος και την υποχρέωση του για καταβολή αποζημίωσης παρά την θέση της ποινικής υπόθεσης στο αρχείο. Τα εγχώρια Δικαστήρια απέρριψαν τις προσφυγές του.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αστική διαδικασία δεν αφορούσε τα «ίδια γεγονότα» και μολονότι τα γεγονότα που προκάλεσαν την αστική ευθύνη του προσφεύγοντα συνδέονταν με γεγονότα για τα οποία είχε κατηγορηθεί στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, η απόφαση των πολιτικών Δικαστηρίων για την καταβολή αποζημίωσης λόγω αστικής ευθύνης στηρίχτηκε σε πρόσθετα στοιχεία, συνεπώς η αναγνώριση αστικής ευθύνης δεν ήταν αντίθετη με το τεκμήριο αθωότητας.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Gerhard Fleischner, είναι Γερμανός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1942 και ζει στο Schliersee (Γερμανία).
Η υπόθεση αφορούσε την αστική ευθύνη που διαπιστώθηκε σε υπόθεση απαγωγής, παρά την προηγούμενη διακοπή της ποινικής διαδικασίας εναντίον του.
Ο προσφεύγων και τέσσερις συνκατηγορούμενοι, συμπεριλαμβανομένου της συζύγου του, κατηγορήθηκαν για απαγωγή. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν, αλλά οι κατηγορίες εναντίον του προσφεύγοντος διακόπηκαν καθώς κρίθηκε ακαταλόγιστος τον Αύγουστο του 2011.
Στη συνέχεια, οι αστικές διαδικασίες σχετικά με το ζήτημα της απαγωγής κατά του προσφεύγοντος και των άλλων κατηγορουμένων ήταν επιτυχείς. Τον Δεκέμβριο του 2011, το αστικό δικαστήριο στηρίχθηκε στις διαπιστώσεις των πραγματικών περιστατικών που περιέχονται στην απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, δηλαδή ότι ο προσφεύγων και οι άλλοι κατηγορούμενοι πληρούσαν ορισμένα στοιχεία για το έγκλημα απαγωγής. Ως εκ τούτου, το αστικό δικαστήριο ήταν σε θέση να αποδείξει την αστική ευθύνη του προσφεύγοντος, παρά τη διακοπή της ποινικής διαδικασίας εναντίον του.
Τον Απρίλιο του 2012, το περιφερειακό δικαστήριο απέρριψε ομόφωνα την έφεση του προσφεύγοντος χωρίς προφορική ακρόαση. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε μια τελευταία καταγγελία που υπέβαλε ο προσφεύγων.
Βασιζόμενος κατ’ ουσίαν στο άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο προσφεύγων καταγγέλλει ειδικότερα ότι κατέστη υπεύθυνος για ποινικό αδίκημα παρόλο που η ποινική διαδικασία εναντίον του είχε διακοπεί.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν ισχύει μόνο στο πλαίσιο των εκκρεμών ποινικών διαδικασιών αλλά προστατεύει επίσης τους ιδιώτες σε σχέση με τους οποίους έχει παύσει η ποινική διαδικασία από το να αντιμετωπίζονται από δημόσιους υπαλλήλους και αρχές σαν να είναι στην πραγματικότητα ένοχοι για αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκαν.
Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει αν η συλλογιστική του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν σύμφωνη με το τεκμήριο αθωότητας σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης. Επαναλαμβάνει ότι δεν υπάρχει ενιαία προσέγγιση για να εξακριβωθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες το άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης θα παραβιαστεί στο πλαίσιο των διαδικασιών που ακολουθούν την περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη φύση και το πλαίσιο της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκε η αμφισβητούμενη απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα τονίσει ότι, μολονότι η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν στο πλαίσιο της διαδικασίας αστικής αποζημιώσεως, δεν θα πρέπει να αποκλείεται η αστική ευθύνη και να καταβάλλεται αποζημίωση που προκύπτει από τα ίδια πραγματικά περιστατικά βάσει σε ένα πλαίσιο λιγότερο αυστηρής απόδειξης. Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούν τα εθνικά δικαστήρια έχει κρίσιμη σημασία. Έχει γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες έχει εκδοθεί οριστική αθωωτική απόφαση και εκείνων στις οποίες έχει παύσει η ποινική διαδικασία. Στις περιπτώσεις μετά από αθώωση, δεν είναι πλέον παραδεκτή η έκφραση υποψίας για την αθωότητα του κατηγορουμένου. Αντίθετα, το τεκμήριο αθωότητας θα παραβιαστεί μόνο μετά από διακοπή της διαδικασίας, όταν μια δικαστική απόφαση που τον αφορά αντανακλά την άποψη ότι είναι ένοχος.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου περιείχε τη δήλωση ότι οι ενέργειες του προσφεύγοντος «πληρούσαν τα συστατικά στοιχεία της στέρησης της ελευθερίας σύμφωνα με το άρθρο 239 του Ποινικού Κώδικα και του εξαναγκασμού δυνάμει του άρθρου 240 του Ποινικού Κώδικα». Δεν πρόκειται για δήλωση σχετικά με την ποινική ενοχή του προσφεύγοντος. Το Επαρχιακό Δικαστήριο χρησιμοποίησε σκόπιμα τον τεχνικό νομικό όρο “συστατικά στοιχεία” (Tatbestand) για να καταστήσει σαφές ότι είχε αξιολογήσει μόνο ορισμένα στοιχεία μιας ποινικής διάταξης που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση τόσο για την ποινική όσο και για την αστική ευθύνη. Περιορίστηκε στην διαπίστωση αυτή και δεν έκρινε ρητώς ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία είχε κατηγορηθεί και σε σχέση με την οποία είχε παύσει η ποινική διαδικασία.
Τέλος, μολονότι το Επαρχιακό Δικαστήριο βασίστηκε στα συμπεράσματα και τις μαρτυρικές καταθέσεις που αναφέρθηκαν στην ποινική απόφαση που αφορούσε τους τέσσερις συγκατηγορούμενους ως αποδεικτικά στοιχεία, είχε υποχρεωθεί να εξετάσει και να επαναξιολογήσει τους ισχυρισμούς του. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, μολονότι τα γεγονότα που προκάλεσαν την αστική ευθύνη του προσφεύγοντα συνδέονταν με γεγονότα για τα οποία είχε κατηγορηθεί ο προσφεύγων, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, καταβλήθηκε αρχικά αποζημίωση για την ανάκτηση των χρημάτων του Α. Αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο ποινικής διαδικασίας. Έτσι, η αστική διαδικασία δεν αφορούσε τα “ίδια γεγονότα”. Δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας δεν ήταν δεσμευτικό για τα πολιτικά δικαστήρια, το Επαρχιακό Δικαστήριο προέβη σε χωριστή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να εξακριβώσει αν είχαν εκπληρωθεί τα συστατικά στοιχεία ενός αδικήματος, αλλά επίσης αξιολόγησε τα πρόσθετα στοιχεία για την αποκατάσταση της αστικής ευθύνης. Δεν ανέφερε κατ’ αρχάς ότι ο προσφεύγων είχε πράγματι διαπράξει ποινικό αδίκημα προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί επί της αγωγής αποζημιώσεως.
Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι πρέπει να ασκείται πρόσθετη μέριμνα κατά τη διατύπωση της αιτιολογίας σε μια απόφαση αστικών δικαστηρίων μετά τη διακοπή της ποινικής διαδικασίας. Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του πλαισίου της αστικής διαδικασίας στην προκειμένη περίπτωση, καθώς και της καθιερωμένης σημασίας και αποτελεσμάτων του εσωτερικού δικαίου των συγκεκριμένων νομικών όρων που χρησιμοποιούνται, θεωρεί ότι η διαπίστωση αστικής ευθύνης δεν ήταν αντίθετη με το τεκμήριο αθωότητας. Αυτοί οι όροι δεν μπορούσαν ευλόγως να θεωρηθούν ως επιβεβαίωση που βασίστηκε στην ποινική ευθύνη. Κατά συνέπεια δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης.
Συνεπώς το Δικαστήριο αποφάσισε μη παραβίαση του άρθρου 6 § 2. (επιμέλεια echrcaselaw.com).