ΑΠΟΦΑΣΗ
Mandev κ.α. κατά Βουλγαρίας της 21.05.2024 (προσφ. αριθ. 57002/11, 61872/11, 46024/12, 6430/13 και 67333/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων των προσφευγόντων ως προϊόντων που προέρχονταν από εγκληματικές ενέργειες. Παράλειψη των εθνικών δικαστηρίων να αιτιολογήσουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των βασικών αδικημάτων ή οποιασδήποτε άλλης εγκληματικής συμπεριφοράς των κατηγορουμένων, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσανάλογη παρέμβαση στην προστασία της περιουσίας τους. Στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόστηκαν οι προϋποθέσεις της απόφασης Todorov κ.α. κατά Βουλγαρίας.
Αντίθετα, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου στις περιπτώσεις όπου τα εθνικά δικαστήρια είχαν εύλογα αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε κατάσχεση και της εγκληματικής συμπεριφοράς των προσφευγόντων.
Όσον αφορά τις υπό εξέταση υποθέσεις, οι προσφεύγοντες κατέβαλαν μεταξύ 2008 και 2012μεγάλα δικαστικά έξοδα που κυμαίνονταν από 3.450 ευρώ μέχρι 16.580 περίπου ευρώ για να μπορέσουν να ασκήσουν προσφυγές κατά των αποφάσεων κατάσχεσης που εκδόθηκαν σε βάρος τους.
Κατά την περίοδο αυτή το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα στη Βουλγαρία κυμαινόταν μεταξύ 1.917 και 2.322 ευρώ. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές τα δικαστικά έξοδα υπερέβαιναν σημαντικά το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας, φθάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις σε πολλαπλάσια επίπεδα. Κατά την υπεράσπιση κατά των αιτήσεων κατάσχεσης, οι προσφεύγοντες βρίσκονταν ήδη σε δύσκολη θέση, καθώς έπρεπε να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι προσφεύγοντες δε υποχρεώθηκαν να καταβάλουν μεγάλα χρηματικά ποσά για δικαστικά έξοδα, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα μπορούσαν να υποβάλουν τις αιτήσεις τους και να έχουν πλήρη πρόσβαση στο δικαστήριο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της προστασίας της περιουσίας (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι 11 Βούλγαροι υπήκοοι που γεννήθηκαν μεταξύ 1940 και 1978 και ζουν στο Sliven της Φιλιππούπολης, Shumen και Pernik, και τρεις βουλγαρικές εταιρείες που εδρεύουν στο Plovdiv.
Τα περιουσιακά στοιχεία των προσφευγόντων κατασχέθηκαν ως προϊόντα εγκλήματος. Τους επιβλήθηκαν υπερβολικά δικαστικά έξοδα κατά τη διαδικασία κατάσχεσης.
Επικαλούμενοι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) και τα άρθρα 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι η κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων ήταν άδικη και αδικαιολόγητη, και ότι τα δικαστικά έξοδα στη διαδικασία κατάσχεσης ήταν πολύ υψηλά.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΩΝ
Η απόφαση στην υπόθεση Todorov κ.α.
Όπως αναφέρθηκε, η υπό εξέταση καταγγελία είναι παρόμοια με εκείνη που εξετάστηκε στην κορυφαία απόφαση Todorov κ.α., η οποία επίσης αφορούσε την κατάσχεση φερόμενων προϊόντων εγκλήματος βάσει του νόμου του 2005.
Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο εντόπισε ορισμένα πιθανά ελαττώματα στον νόμο του 2005 και στον τρόπο εφαρμογής του. Υπογράμμισε ιδίως το συνδυασμένο αποτέλεσμα του ευρέος πεδίου εφαρμογής του – ως προς τα βασικά εγκλήματα και ως προς τις περιόδους για τις οποίες ελέγχονται τα έσοδα και τα έξοδα των κατηγορουμένων, τις δυσκολίες των κατηγορουμένων να αποδείξουν τι θεωρούσαν τα δικαστήρια «νόμιμο» εισόδημα κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου, που χαρακτηριζόταν, επιπλέον, από τον πληθωρισμό και τις οικονομικές αλλαγές, και το τεκμήριο ότι κάθε περιουσιακό στοιχείο που δεν αποδεικνύεται ότι είχε «νόμιμη» προέλευση ήταν προϊόν εγκλήματος.
Η θέση του Δικαστηρίου ήταν ότι, μολονότι αυτές οι αδυναμίες δεν ήταν επαρκείς για να καταστήσουν όλες τις περιπτώσεις κατάσχεσης δυνάμει του νόμου του 2005 αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, σίγουρα επιβάρυναν σημαντικά τους κατηγορουμένους στις διαδικασίες κατάσχεσης. Ως εκ τούτου, ήταν ζωτικής σημασίας να παρέχουν τα εθνικά δικαστήρια, ως αντιστάθμισμα, ορισμένα στοιχεία σχετικά με την εγκληματική συμπεριφορά από την οποία προήλθαν τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία ζητείται η κατάσχεση και να τεκμηριώνουν αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και κάθε παράνομης συμπεριφοράς (§§ 210-215).
Εφαρμόζοντας τις απαιτήσεις αυτές στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που εξετάστηκαν στην κύρια απόφαση, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν δικαιολογήσει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, όπως αναφέρεται παραπάνω, και είχαν διατάξει την κατάσχεση απλώς βάσει του τεκμηρίου που περιέχεται στον νόμο του 2005 ότι κάθε περιουσιακό στοιχείο που δεν αποδεικνύεται ότι είχε «νόμιμη» προέλευση ήταν προϊόν εγκλήματος (§§ 217-250).
Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου στις περιπτώσεις όπου τα εθνικά δικαστήρια είχαν εύλογα αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε κατάσχεση και της εγκληματικής συμπεριφοράς των προσφευγόντων. Έκρινε ότι γενικά θα υπεραμυνόταν της εκτίμησης των δικαστηρίων ως προς αυτό, εκτός εάν η εκτίμηση αυτή ήταν αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη, πράγμα που δεν είχε συμβεί.
Σχετικά με υποθέσεις Mandevi, Rachevi, Marvakov κ.α. και Dimovi (προσφ. αριθ. 57002/11, 46024/12, 6430/13 και 67333/13)
Στις τέσσερις αυτές υποθέσεις τα εθνικά δικαστήρια δεν απέδειξαν πειστικά τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των κύριων αδικημάτων ή οποιασδήποτε άλλης εγκληματικής συμπεριφοράς των ανωτέρω προσφευγόντων, αφενός, και των περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε δήμευση, αφετέρου. Αντ’ αυτού, στηρίχθηκαν στο τεκμήριο της εγκληματικής προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων βάσει του άρθρου 4, παρ. 1, του νόμου του 2005 και στη διαφορά που διαπίστωσαν μεταξύ των εισοδημάτων των προσφευγόντων από νόμιμες πηγές και των δαπανών τους. Τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν έτσι την ίδια εσφαλμένη προσέγγιση που επικρίθηκε από το Δικαστήριο στην περίπτωση που εξετάστηκε στην υπόθεση Todorov κ.α., όπου διαπιστώθηκε παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων.
Ειδικότερα, στην υπόθεση Dimovi, ενώ το Εφετείο της Σόφιας ανέφερε ότι έπρεπε να αποδείξει ότι υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που έπρεπε να κατασχεθούν και οποιασδήποτε εγκληματικής δραστηριότητας, τελικά επικαλέστηκε το τεκμήριο του άρθρου 4 (1) του νόμου του 2005 και το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για λαθρεμπόριο. Επιπλέον, αναφέροντας το εφετείο ότι τα περιουσιακά στοιχεία που πρέπει να καταπέσουν είχε αποδειχθεί ότι είχαν εγκληματική προέλευση, αλλά δεν συνδέονταν κατ’ ανάγκη με το βασικό αδίκημα, υπονόησε προφανώς ότι ο προσφεύγων είχε εμπλακεί σε άλλη εγκληματική δράση, χωρίς να διευκρινίσει τι είδους συμπεριφορά και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα. Αυτό βρισκόταν σε προφανή αντίθεση με τις διαπιστώσεις των ποινικών δικαστηρίων ότι η ποινή του προσφεύγοντος έπρεπε να ανασταλεί υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι δεν είχε διαπράξει άλλα ποινικά αδικήματα και ότι είχε «καλή διαγωγή» (σύγκρισή με τις εκτιμήσεις σε παρόμοια κατάσταση στην υπόθεση Sabouni κ.α. κατά Βουλγαρίας της 02.03.2023, αριθ. 25795/15 και 59286/16 § 10). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να συμπεράνει ότι η απλή επίκληση του τεκμηρίου βάσει του άρθρου 4 παρ. 1 και του είδους του αδικήματος που είχε διαπράξει κάποτε ο πρώτος προσφεύγων αρκούσε για να αποδείξει την ποινική προέλευση των περιουσιακών στοιχείων των δύο προσφευγόντων. Η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να διακρίνεται, για παράδειγμα, από τον Katsarov, που εξετάστηκε στην υπόθεση Todorov κ.α., όπου ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για τρεις κατηγορίες παράνομης κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την πώλησή τους – στην περίπτωση αυτή η φύση της εγκληματικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκούς νόμιμου εισοδήματος, θεωρήθηκε, σε εθνικό επίπεδο και από το Δικαστήριο, ότι αποδεικνύει επαρκώς την εγκληματική προέλευση των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο δεν συμφώνησε με το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση Mandevi δεν υπέστησαν κάποια ιδιαίτερη επιβάρυνση. Ενώ, πράγματι, η απόφαση κατάσχεσης σε βάρος τους δεν εκτελέστηκε πλήρως, ένα ακίνητό τους περιήλθε στο Δημόσιο και προσφέρθηκε σε δημόσιο πλειστηριασμό, και όταν ένα άλλο τέτοιο ακίνητο αποτέλεσε αντικείμενο διαδικασίας εκτέλεσης που κινήθηκε από τρίτους, το Δημόσιο εισέπραξε 50.813 λέβα (25.990 ευρώ) από το προϊόν της πώλησης. Συνεπώς, οι προσφεύγοντες επλήγησαν από την κατάσχεση κατά τρόπο που δεν ήταν αμελητέος.
Το ίδιο ισχύει και στην υπόθεση Marvakov κ.α. Το Δημόσιο δεν κατέστη στην πραγματικότητα ιδιοκτήτης της πλειονότητας των ακινήτων που κατασχέθηκαν από τον τρίτο προσφεύγοντα, καθώς είχαν υποθηκευτεί και εκποιήθηκαν για την κάλυψη των χρεών της εταιρείας, και αποδείχθηκε ομοίως αδύνατο να εκτελεστεί η απόφαση κατάσχεσης όσον αφορά άλλα περιουσιακά στοιχεία. Εντούτοις, ορισμένα περιουσιακά στοιχεία αφαιρέθηκαν πράγματι από τους προσφεύγοντες ως αποτέλεσμα της εν λόγω διαταγής, και επομένως επηρεάστηκαν από αυτήν στην πράξη.
Οι ανωτέρω σκέψεις αρκούσαν για να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να συμπεράνει ότι στις υποθέσεις Mandevi, Rachevi, Marvakov κ.α. και Dimovi η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του ΠΠΠ, ιδίως όπως αυτές ορίζονται στην υπόθεση Todorov κ.α.
Το ΕΔΔΑ, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Σχετικά με υπόθεση Glavchev και Glavchev Group OOD (προσφ. αριθ. 61872/11)
Στην υπόθεση αυτή, ο πρώτος προσφεύγων, ο κ. Glavchev, καταδικάστηκε για εμπόριο λευκής σαρκός που διαπράχθηκε το 2003. Η καταδίκη αυτή οδήγησε την αρμόδια αρχή να κινήσει διαδικασία κατάσχεσης εναντίον του ιδίου και του δεύτερου προσφεύγοντος, μιας εταιρείας που τελούσε υπό τον έλεγχό του, η οποία οδήγησε στην επίμαχη δήμευση. Τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι τα περιουσιακά στοιχεία που υπόκεινται σε δήμευση μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόν εγκλήματος – ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι θα μπορούσε «λογικά να υποτεθεί αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εγκληματικής δραστηριότητας του πρώτου προσφεύγοντος και των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων», δεδομένου ότι η δραστηριότητα αυτή θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να αποφέρει οικονομικό όφελος. Τα δικαστήρια σημείωσαν επίσης ότι μεταξύ 1996 και 2003 ο προσφεύγων είχε ταξιδέψει στο εξωτερικό 98 φορές.
Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, στην υπόθεση Todorov κ.α., το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν κατ’ αρχήν διατεθειμένο να παραπέμψει στην εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ τυχόν εγκληματικής συμπεριφοράς των προσφευγόντων και των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία ζητείται η κατάσχεση, εφόσον είχε γίνει τέτοια εκτίμηση. Τα δικαστήρια στην προκειμένη περίπτωση αιτιολόγησαν τα συμπεράσματά τους ότι ο επίμαχος αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται, και το Δικαστήριο δεν θεώρησε τους λόγους αυτούς αυθαίρετους ή προδήλως παράλογους. Παρατήρησε εξάλλου ότι τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των νόμιμων εισοδημάτων και δαπανών των προσφευγόντων.
Οι προσφεύγοντες προέβαλαν την ένσταση ότι η εμπορία προσώπων που ασκούν σεξουαλική δραστηριότητα είχε ποινικοποιηθεί στη Βουλγαρία μόλις το 2002, ενώ το κατασχεθέν οικόπεδο είχε αποκτηθεί νωρίτερα, το 1997, και το κτίριο σε αυτό είχε κατασκευαστεί μεταξύ 2001 και 2003. Ωστόσο, ο στόχος της διαδικασίας δήμευσης δεν ήταν να αποδειχθεί τελεσίδικα η εγκληματική συμπεριφορά, κατά τρόπο παρόμοιο με εκείνον της ποινικής διαδικασίας, αλλά να αποδειχθεί με ορισμένο βαθμό αξιοπιστίας ότι τα περιουσιακά στοιχεία προς δήμευση θα μπορούσαν να αποτελούν προϊόν εγκλήματος. Επιπλέον, δεδομένου ότι το επίμαχο κτίριο κατασκευάστηκε μεταξύ 2001 και 2003, μέρος των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων είχε πράγματι αποκτηθεί μετά την ποινικοποίηση της συμπεριφοράς του κ. Glavchev το 2002. Είναι επίσης σημαντικό ότι, όπως διαπίστωσαν τα ποινικά δικαστήρια ο πρώτος προσφεύγων είχε συμμετάσχει σε ένα μεγάλο εγκληματικό σύστημα μαστροπείας και εμπορίου λευκής σαρκός που δημιουργήθηκε από τον γιο και τον ανιψιό του και λειτούργησε μεταξύ 1999 και 2003 – όπως επεσήμανε η Κυβέρνηση και βλέποντας τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς, δεν μπορεί συνεπώς να αποκλειστεί ότι τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσαν να είναι προϊόν μιας τέτοιας ευρύτερης εγκληματικής δραστηριότητας και όχι αποκλειστικά από οποιαδήποτε εγκληματική συμπεριφορά του πρώτου προσφεύγοντος.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία αποδείχθηκε ευλόγως ότι αποτελούσαν προϊόν εγκλήματος. Συνεπώς, δεν διαπίστωσε ότι η επέμβαση στα δικαιώματα των προσφευγόντων ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τους νόμιμους σκοπούς που επιδιώκει ο νόμος του 2005.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
ΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Όσον αφορά τις υπό εξέταση υποθέσεις, οι προσφεύγοντες κατέβαλαν δικαστικά έξοδα για την άσκηση προσφυγών κατά των αποφάσεων κατάσχεσης που εκδόθηκαν σε βάρος τους, τα οποία κυμαίνονταν μεταξύ 6.747 λέβα (3.451 ευρώ) και 32.420 λέβα (16.583 ευρώ). Τα έξοδα αυτά καταβλήθηκαν μεταξύ 2008 και 2012.
Κατά την περίοδο αυτή το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα στη Βουλγαρία κυμαινόταν μεταξύ 3.748 λέβα (1.917 ευρώ) και 4.541 λέβα (2.322 ευρώ). Επομένως, σε όλες τις περιπτώσεις τα δικαστικά έξοδα των προσφευγόντων υπερέβαιναν σημαντικά το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας, φθάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις σε επίπεδα πολλαπλάσια. Το Δικαστήριο γνωρίζει ότι το μέσο ετήσιο εισόδημα είναι ένα μέτρο που μόνο εξ αποστάσεως δείχνει την αξία της εργασίας που απαιτείται για την εκδίκαση κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, καθώς ο όγκος και η πολυπλοκότητα μιας υπόθεσης μπορεί να ποικίλλει σημαντικά. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν έχουν υποστηρίξει ότι οι προσφυγές για τις οποίες χρεώθηκαν τα επίμαχα δικαστικά έξοδα απαιτούσαν εργασία εξαιρετικού όγκου ή πολυπλοκότητας, το μέσο ετήσιο εισόδημα θα μπορούσε να βοηθήσει στην εκτίμηση της αναλογικότητας των εν λόγω δικαστικών εξόδων.
Όπως προαναφέρθηκε, τα δικαστικά έξοδα που έπρεπε να καταβάλουν οι προσφεύγοντες υπολογίστηκαν σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει τους εν λόγω κανόνες αφηρημένα (βλ. Perdigão, § 70), και το Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι τα κράτη απολαμβάνουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης επί του θέματος κατά τον σχεδιασμό του συστήματος δικαστικής δαπάνης τους. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει θεωρήσει κατ’ αρχήν αποδεκτό οι δικαστικές δαπάνες για χρηματικές αξιώσεις να εξαρτώνται από το ποσό της διαφοράς (βλ. Stoenescu κατά Ρουμανίας της 28.02.2023, αριθ. 14166/19, § 38), καθώς το ποσό αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μέτρο για τον όγκο και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο απαίτησε οι εφαρμοστέοι κανόνες να είναι, σε κάποιο βαθμό, ευέλικτοι. Έτσι, έχει ήδη επανειλημμένα επικρίνει την ακαμψία του συστήματος δικαστικών εξόδων που προβλέπει το βουλγαρικό δίκαιο, την έλλειψη οποιουδήποτε χώρου για δικαστική διακριτική ευχέρεια και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ανώτατο όριο για τα δικαστικά τέλη (βλ. Stankov κατά Βουλγαρίας της 12.07.2007, αριθ. 68490/01, § 64, Agromodel OOD και Mironov κατά Βουλγαρίας της 24.09.2009, αριθ. 68334/01, § 47, Chorbadzhiyski και Krasteva, ό.π., §§ 64-65- βλ. επίσης, για παρόμοιες διαπιστώσεις όσον αφορά άλλα κράτη, Weissman κ.α. κατά Ρουμανίας, αριθ. 63945/00, §§ 39-42, ΕΔΔΑ 2006-VII (αποσπάσματα), Laçi κατά Αλβανίας της 19.10.2021, αριθ. 28142/17, § 52 και Nalbant κ.α. κατά Τουρκίας της 03.05.2022, αριθ. 59914/16, § 42). Στις υπό εξέταση υποθέσεις η εφαρμογή των κανόνων αυτών είχε ως αποτέλεσμα οι προσφεύγοντες να πρέπει να καταβάλουν τα προαναφερθέντα υψηλά δικαστικά έξοδα.
Η Κυβέρνηση προσπάθησε να δικαιολογήσει τα υψηλά δικαστικά έξοδα με το σκεπτικό ότι οι προσφεύγοντες ήταν σε θέση να τα καταβάλουν, επισημαίνοντας επίσης την υψηλή αξία των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία ζητήθηκαν αποφάσεις κατάσχεσης και διαχωρίζοντας την παρούσα υπόθεση από την υπόθεση Perdigão. Ωστόσο, για το Δικαστήριο οι σκέψεις αυτές δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν τις δικαστικές δαπάνες που καταβλήθηκαν. Έχει κρίνει ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα συνεισέφεραν, «σε εύλογο ποσό», στα έξοδα άσκησης του ενδίκου μέσου, ιδίως όταν διογκώνουν σκόπιμα την αξία των απαιτήσεών τους (βλ. Harrison McKee κατά Ουγγαρίας της 03.06.2014, αριθ. 22840/07, § 33), αλλά αυτό δεν φαίνεται να ισχύει στην προκειμένη περίπτωση. Επιπλέον, σύμφωνα με το βουλγαρικό Συνταγματικό Δικαστήριο, τα τέλη που χρεώνει το κράτος έχουν «ανταποδοτικό» χαρακτήρα, δηλαδή καταβάλλονται ως αντάλλαγμα για μια ορισμένη υπηρεσία που παρέχεται από κρατικό φορέα. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι η εξέταση των αιτήσεων κατάσχεσης σε βάρος των προσφευγόντων από τα εθνικά δικαστήρια, η οποία δεν φαίνεται να προκάλεσε εργασίες εξαιρετικού όγκου ή πολυπλοκότητας σε σύγκριση με άλλες δικαστικές υποθέσεις, θα μπορούσε να έχει κοστίσει, όπως ήδη σημειώθηκε, πολλαπλάσιο ποσό από το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα κατά τη σχετική περίοδο (βλ. για παρόμοιες εκτιμήσεις, Kreuz κατά Πολωνίας, αριθ. 28249/95, § 62, ΕΔΔΑ 2001-VI, και Weissman κ.α., §§ 39-40- αντιπαραβάλλεται η Reuther κατά Γερμανίας της 05.06.2003, αριθ. 74789/01, όπου οι δικαστικές δαπάνες κρίθηκαν εύλογες).
Το Δικαστήριο παρατήρησε επιπλέον ότι τα επίμαχα δικαστικά έξοδα καταβλήθηκαν από τους προσφεύγοντες στο πλαίσιο διαδικασίας κατάσχεσης δυνάμει του νόμου του 2005, δηλαδή διαδικασίας που ασκήθηκε εναντίον τους από κρατικό φορέα που ασκεί καθήκοντα δημόσιας αρχής. Για τους σκοπούς της ανάλυσης της αναλογικότητας της επέμβασης στα δικαιώματα των προσφευγόντων, τα εν λόγω έξοδα πρέπει να διακρίνονται από εκείνα που επιβάλλονται σε διαφορές ιδιωτικού δικαίου. Στην υπό εξέταση διαδικασία, οι προσφεύγοντες αντιμετώπιζαν, ως δικονομικό αντίπαλο, ένα κρατικό όργανο, την Επιτροπή, η οποία είχε εκτεταμένες ερευνητικές εξουσίες (βλ. Todorov κ.α., § 100). Κατά την υπεράσπιση κατά των αιτήσεων κατάσχεσης, οι προσφεύγοντες βρίσκονταν ήδη σε δύσκολη θέση, καθώς έπρεπε να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, στην κατάσταση που περιγράφηκε παραπάνω, οι προσφεύγοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν μεγάλα χρηματικά ποσά σε δικαστικά έξοδα, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα μπορούσαν να υποβάλουν τις αιτήσεις τους και να έχουν πλήρη πρόσβαση στο δικαστήριο.
Για τους παραπάνω λόγους, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες έπρεπε να επωμιστούν υπερβολικό βάρος, το οποίο διατάραξε την αναγκαία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε αποζημιώσεις από 2.500 έως 14.500 ευρώ, για ηθική βλάβη 3.000 και 4.000 ευρώ και για έξοδα από 800 έως 2.500 ευρώ (επιμέλεια: echrcaselaw.com).