ΑΠΟΦΑΣΗ
SCI Le Chateau du Francport κατά Γαλλίας της 13.06.2024 (αριθ. προσφ. 3269/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η περιουσία της προσφεύγουσας εταιρείας, ένα κάστρο, κατασχέθηκε στο πλαίσιο δικαστικής έρευνας για εικαζόμενα αδικήματα. Αποδόθηκε στην εταιρεία τέσσερα χρόνια αργότερα σε κατάσταση ερήμωσης. Η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή για αποζημίωση λόγω αστικής ευθύνης του δημοσίου, η οποία απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση γιατί δεν αποδείχθηκε ότι οι φθορές που υπέστη το κάστρο τελούσαν σε αιτιώδη συνάφεια με πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της διοίκησης. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παράλειψη εκ μέρους της διοίκησης να προβεί σε πλήρη απογραφή κατά τη στιγμή της τοποθέτησης των σφραγίδων στο κάστρο και η πλήρης παράλειψη να ενεργήσει σχετικά με τις διάφορες κοινοποιήσεις που επέδιδε η προσφεύγουσα εταιρεία, η οποία είχε στερηθεί την πρόσβαση σ΄ αυτό σε όλη τη διάρκεια της κατάσχεσης, εμπόδισε την προσφεύγουσα εταιρεία να αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράλειψης νόμιμης ενέργειας της δημόσιας διοίκησης και της ζημιάς που υπέστη η περιουσία της. Επομένως, το βάρος της απόδειξης σχετικά με τη ζημία των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων έφεραν οι δημόσιες αρχές που ήταν επιφορτισμένες με την απονομή της δικαιοσύνης – οι οποίες ήταν υπεύθυνες για τη διατήρηση του κάστρου σε όλη τη διάρκεια της κατάσχεσης – και όχι η προσφεύγουσα εταιρεία . Η επιφόρτιση της εταιρείας με την υποχρέωση να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που δεν είχε στη διάθεσή της ήταν υπερβολικό βάρος ασυμβίβαστο με την τήρηση του άρθρου 1 του ΠΠΠ. Τα εθνικά δικαστήρια που εξέτασαν την αξίωση της προσφεύγουσας εταιρείας δεν είχαν λάβει υπόψη την ευθύνη των δημόσιων αρχών που είναι επιφορτισμένες με την απονομή της δικαιοσύνης ούτε της παρείχαν αποκατάσταση για τη ζημία που υπέστη ως συνέπεια της πλημμελούς συντήρησης των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε 19.000 ευρώ για έξοδα και επιφυλάχτηκε για επιδίκαση αποζημίωσης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Société Civile Immobilière (SCI) Le Château du Francport, είναι νομικό πρόσωπο γαλλικού δικαίου. Τον Μάιο του 2000, η προσφεύγουσα εταιρεία αγόρασε το château du francport από ιρλανδική εταιρεία. Στις 5 Ιουνίου 2002 κινήθηκε δικαστική έρευνα σχετικά με κατηγορίες για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατάχρηση εταιρικής περιουσίας και εταιρική αμέλεια σε σχέση με διαδικασίες αφερεγγυότητας (banqueroute), μεταξύ άλλων αδικημάτων. Ένας από τους στόχους της έρευνας ήταν ο R.P., ένας βρετανός κατασκευαστής ακινήτων που ήταν Πρόεδρος του SA Château du Francport και διευθυντής της προσφεύγουσας εταιρείας.
Στις 27 Αυγούστου 2002, ο δικαστής διέταξε την κατάσχεση και τη σφράγιση του κάστρου. Ο δικαστής διέταξε την αφαίρεση των σφραγίδων στις 26 Ιουλίου 2006. Στις 12 Μαρτίου 2010, ο ανακριτής έπαυσε την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο ποινικό δικαστήριο της Compiègne, το οποίο στις 17 Μαΐου 2011 αθώωσε όλους τους κατηγορουμένους, συμπεριλαμβανομένου του R.P., ο οποίος κρίθηκε αθώος για εταιρική αμέλεια σε σχέση με διαδικασίες αφερεγγυότητας (με υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων και ψευδή λογιστική) και κατάχρηση εταιρικής περιουσίας. Κατόπιν εφέσεως του εισαγγελέα, το εφετείο της Amiens καταδίκασε, με απόφαση της 15 Μαρτίου 2013, τον R. P., Πρόεδρο και γενικό διευθυντή της SA Château du Francport, για εταιρική αμέλεια σε διαδικασία αφερεγγυότητας μέσω παράνομης ιδιοποιήσεως των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας αυτής. Ο R.P. καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με αναστολή και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ. Έγινε δεκτή η απαλλαγή του R.P. από την κατηγορία της εταιρικής αμέλειας σε σχέση με διαδικασίες αφερεγγυότητας με ψευδή στοιχεία και για την κατηγορία της κατάχρησης εταιρικής περιουσίας. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα εταιρεία άσκησε αγωγή αστικής ευθύνης του Δημοσίου ζητώντας αποζημίωση για ζημία την οποία υπολόγισε σε 5.534.075,14 ευρώ, επικαλούμενη βαριά αμέλεια κατά την απονομή της δικαιοσύνης λόγω μη προστασίας του πύργου κατά τη σφράγισή του. Στις 7 Ιανουαρίου 2015, το tribunal de grande instance του Παρισιού απέρριψε την αγωγή λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, με το σκεπτικό ότι η προσφεύγουσα ήταν εικονική εταιρεία.
Το Εφετείο του Παρισιού ανέτρεψε την απόφαση αυτή και καταδίκασε την προσφεύγουσα εταιρεία επί της ουσίας. Αφού διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα εταιρεία ήταν η ιδιοκτήτρια του κάστρου και ως εκ τούτου είχε συμφέρον να ασκήσει αγωγή, το Εφετείο κατέληξε, ειδικότερα, στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε «αποδείξει ζημία άμεσα αποδιδόμενη στην κακή λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της απονομής της δικαιοσύνης». Η προσφεύγουσα εταιρεία άσκησε αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε.
Βασιζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), η προσφεύγουσα εταιρεία παραπονέθηκε ότι το αίτημά της για αποζημίωση είχε απορριφθεί λόγω μη απόδειξης ζημίας με ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας στο κράτος, ενώ οι εγχώριες αρχές που ήταν υπεύθυνες για τη συντήρηση του πύργου δεν είχαν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία και τη διατήρησή του σε ‘όλη τη διάρκεια της κατάσχεσής του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Όσον αφορά τη νομική βάση της κατάσχεσης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρχαν ελλείψεις, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στο γαλλικό δίκαιο σχετικά με τις συντηρητικές κατασχέσεις ακίνητης περιουσίας. Συγκεκριμένα, οι ισχύουσες διατάξεις αφορούσαν κυρίως τη φυσική αφαίρεση ενσώματων κινητών περιουσιακών στοιχείων και ήταν ακατάλληλες για την κατάσχεση ακίνητης ή άυλης κινητής περιουσίας ή για κατασχέσεις που δεν συνεπάγονταν στέρηση της κυριότητας. Η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίστηκε, και η κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε, ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν, στην πράξη, εκδώσει εντολές κατάσχεσης χωρίς στέρηση ακόμη και πριν από τη θέσπιση του ν. 2010-768. Τα μέρη διαφώνησαν ως προς το αν το κάστρο ήταν αντικείμενο του αδικήματος για το οποίο ο R.P., διευθυντής της προσφεύγουσας εταιρείας, είχε κατηγορηθεί και τελικά καταδικλάστηκε. Το Δικαστήριο παρατήρησε σχετικά ότι η κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά του R.P. είχε παύσει και ότι είχε καταδικαστεί μόνο για το αδίκημα της υπεξαίρεσης, που διαπράχθηκε όχι από δημιουργία δομών και συναλλαγών με δόλιο σκοπό. Επομένως, το κάστρο δεν αντιπροσώπευε τα έσοδα μιας μεγάλης κλίμακας «εγκληματικής» επιχείρησης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο διατηρούσε αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της επίμαχης επέμβασης και ως προς τη νομιμότητα του επιδιωκόμενου σκοπού. Ωστόσο, δεν θεώρησε αναγκαίο να αποφασίσει για τα ζητήματα αυτά στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η παρέμβαση είχε παραβιάσει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου για τους λόγους που αναφέρονται παρακάτω.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι εύλογα ανάλογα με τον στόχο που επιδιώκεται από οποιαδήποτε μέτρα εφαρμόζονται από το κράτος. Οι εφαρμοστέοι διαδικαστικοί κανόνες έπρεπε να παρέχουν τη δυνατότητα σε πρόσωπο που είχε υποστεί παρέμβαση στην απόλαυση της περιουσίας του να προβάλει την υπόθεσή του ενώπιον των αρμόδιων αρχών και να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τα μέτρα που είχαν παραβιάσει τα δικαιώματά του βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Σύμφωνα με την προηγούμενη απόφασή του στην υπόθεση Dzugayeva κατά Ρωσίας, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι αρχές είχαν καθήκον να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία και τη διατήρηση αυτών των περιουσιακών στοιχείων σε καλή κατάσταση και να προβούν σε απογραφή κατά την κατάσχεση και την επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων. Το Δικαστήριο επισήμανε την άποψη του Εφετείου ότι εναπόκειται στις δημόσιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την απονομή της δικαιοσύνης να διατηρήσουν το κτίριο που είχαν σφραγίσει και ως εκ τούτου κατέστησαν απρόσιτο για την προσφεύγουσα εταιρεία. Παρά την άποψη αυτή, το Εφετείο είχε εντούτοις επικρίνει τον προσφεύγοντα ότι δεν προσέλαβε επιστάτη στο κάστρο από τον Αύγουστο του 2002 έως τον Νοέμβριο του 2004 και είχε κρίνει ότι το κράτος δεν θα φέρει ευθύνη για την περίοδο αυτή. Ωστόσο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το άρθρο 706-143 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο ο ιδιοκτήτης του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου έπρεπε να αναλάβει τα έξοδα συντήρησης και διατήρησής του μέχρι την αποσφράγιση του, δεν είχε τεθεί σε ισχύ μέχρι τον Ιούλιο του 2010, αρκετά χρόνια μετά την επιστροφή του κάστρου στον προσφεύγοντα. Όσον αφορά οποιαδήποτε ζημία είχε προκληθεί μεταξύ Νοεμβρίου 2004 και Απριλίου 2006, το Εφετείο του Παρισιού είχε δεχθεί ότι η προσφεύγουσα την είχε αναφέρει στον ανακριτή. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε αμέλεια παράλειψης από τις δημόσιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την απονομή της δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Ωστόσο, είχε απορρίψει την αγωγή αποζημίωσης της προσφεύγουσας εταιρείας, με το σκεπτικό ότι οι προειδοποιητικές επιστολές που είχε αποστείλει δεν περιείχαν συγκεκριμένες λεπτομέρειες και, ως εκ τούτου, δεν είχαν παράσχει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία για ζημία άμεσα αποδιδόμενη στην πλημμελή λειτουργία της δημόσιας απονομής της δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παράλειψη πλήρους απογραφής κατά τη στιγμή της τοποθέτησης των σφραγίδων στο κάστρο και η πλήρης παράλειψη να ενεργήσει σχετικά με τις διάφορες κοινοποιήσεις που παρείχε η προσφεύγουσα εταιρεία, η οποία είχε στερηθεί την πρόσβαση στο κάστρο σε όλη τη διάρκεια της κατάσχεσης, εμπόδισε τον προσφεύγοντα να αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των 4 πλημμελών λειτουργιών της δημόσιας διοίκησης της δικαιοσύνης – η οποία διαπιστώθηκε– και της ζημίας που υπέστη.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το βάρος της απόδειξης σχετικά με τη ζημία στα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία είχε επομένως δεόντως βαρύνει τις δημόσιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την απονομή της δικαιοσύνης – των οποίων η ευθύνη ήταν να διατηρήσουν το περιουσιακό στοιχείο σε όλη τη διάρκεια που παρέμεινε κατασχεμένο και σφραγισμένο – και όχι στην προσφεύγουσα εταιρεία, η οποία ήταν επομένως υποχρεωμένη να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που δεν είχε στη διάθεσή της – ένα υπερβολικό βάρος ασυμβίβαστο με το σεβασμό που απαιτεί το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Τα εθνικά δικαστήρια που εξέτασαν την αγωγή της προσφεύγουσας εταιρείας δεν είχαν λάβει υπόψη την ευθύνη των δημόσιων αρχών που ήταν επιφορτισμένες με την απονομή της δικαιοσύνης ούτε της παρείχαν αποκατάσταση για τη ζημία που υπέστη ως συνέπεια της ανεπαρκούς διατήρησης των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Άρθρο 6 § 1. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικαστική παραβίαση που ισχυρίστηκε η προσφεύγουσα εταιρεία είχε αντιμετωπιστεί επαρκώς από τους λόγους που εκτίθενται στο συμπέρασμά του ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή του, δεν προέκυψε ξεχωριστό ζήτημα βάσει του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Δεδομένου ότι το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 41 δεν ήταν έτοιμο για απόφαση, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε και έκρινε ότι η Γαλλία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 19.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. (επιμέλεια echrcaselaw.com).