ΑΠΟΦΑΣΗ
Zela κατά Αλβανίας, της 11.06.2024 (αριθ. προσφ. 33164/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων είχε ανεγείρει τριώροφο κτίσμα χωρίς πολεοδομική άδεια στις όχθες ενός ποταμού το οποίο χρησιμοποίησε για την επαγγελματική του δραστηριότητα ανενόχλητος επί σειρά ετών. Με βάση την κείμενη νομοθεσία εκδόθηκε απόφαση κατεδάφισης η οποία συντελέστηκε χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση. Άσκησε καταγγελία για παραβίαση της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Όσον αφορά την ανέγερση και διατήρηση του κτιρίου επί πολλά έτη, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων ενέργησε με καλή πίστη, με την ανοχή της χρήσης του για πολλά χρόνια και την εγγραφή της ιδιοκτησίας του στο Κτηματολόγιο. Έκρινε ότι η κατεδάφιση ήταν δυσανάλογη επιβάρυνση του προσφεύγοντος γιατί είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση σε αυτόν ότι το κτίριο κάλυπτε την απαιτούμενη νομιμότητα κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διακυβέρνησης στο πλαίσιο αυτό. Το ΕΔΔΑ έκρινε αδυναμία επίτευξης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Το Στρασβούργο επιδίκασε 50.000 ευρώ για αποζημίωση, 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
Τέλος το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία ενώπιον των εγχώριων δικαστηρίων για την καταβολή αποζημίωσης διήρκησε 8 έτη για τέσσερις βαθμούς δικαιοδοσίας. Δεδομένου ότι η υπόθεση ήταν σύνθετη, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι αυτό το χρονικό διάστημα δεν υπερέβαινε αυτό που μπορούσε να θεωρηθεί ως εύλογο και κατά συνέπεια δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου,
Άρθρο 6§1,
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Skënder Zela, είναι Αλβανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1953 και ζει στα Τίρανα. Η υπόθεση αφορούσε την κατεδάφιση το 2002 ενός τριώροφου κτιρίου που είχε κατασκευάσει στα Τίρανα κατά μήκος της όχθης του ποταμού Lana. Οι αρχές διέταξαν την κατεδάφιση με το σκεπτικό ότι το κτίριο ήταν παράνομη κατασκευή που παραβίαζε τους πολεοδομικούς κανόνες της περιοχής. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή ζητώντας αποζημίωση, η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα το έτος 2010.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος), ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για τη διάρκεια της διαδικασίας αποζημίωσης.
Επικαλούμενος επίσης το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), κατήγγειλε ότι η κατεδάφιση του κτιρίου του ήταν παράνομη και ότι δεν του επιδικάστηκε καμία αποζημίωση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6§1
Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για τη διάρκεια της δίκης στη διαδικασία αποζημίωσης. Η καταγγελλόμενη διαδικασία κινήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2002 και ολοκληρώθηκε με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 22 Ιουλίου 2010. Ωστόσο, η απόφαση αυτή επιδόθηκε στο δικηγόρο του προσφεύγοντος στις 4 Απριλίου 2011. Έτσι, η διαδικασία διήρκεσε 8 χρόνια, 6 μήνες και 15 μέρες σε τέσσερις βαθμούς δικαιοδοσίας Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η υπόθεση ήταν αρκετά περίπλοκη καθώς αφορούσε δύσκολα ζητήματα σχετικά με την εγκυρότητα του τίτλου ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος και τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Όσον αφορά τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι συνέβαλε στη διάρκεια της διαδικασίας υποβάλλοντας συνταγματική προσφυγή περίπου 10 μήνες μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όσον αφορά τη συμπεριφορά των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι κανένα από τα δικαστήρια που ασχολήθηκαν με την υπόθεση δεν χρειάστηκε περισσότερα από τρία χρόνια για να εκδώσει την απόφασή του. Λαμβανομένης υπόψη της παρατηρήσεως αυτής και της νομολογίας του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συνολική διάρκεια των οκτώ ετών σε τέσσερις βαθμούς δικαιοδοσίας, με αποφάσεις σε έξι διαφορετικές περιπτώσεις, δεν υπερέβαινε το εύλογο υπό τις περιστάσεις μέτρο. Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων στερήθηκε την περιουσίας του ως συνέπεια της κατεδάφισης του κτιρίου και των επακόλουθων αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου των Τιράνων στην απόφασή του της 15ης Απριλίου 2003, η οποία επικυρώθηκε από το Εφετείο και το Ανώτατο Δικαστήριο.
- i)Επί της νομιμότητας της επεμβάσεως
Όσον αφορά το αν η παρέμβαση είχε νομική βάση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο νομική βάση για να διαπιστωθεί ότι το κτίριο του προσφεύγοντος ήταν παράνομη κατασκευή και, σύμφωνα με το ν. 8405/1998, για να διαταχθεί η κατεδάφισή του ως τέτοια. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το κτίριο του προσφεύγοντος κατεδαφίστηκε επειδή κρίθηκε παράνομο από τις διοικητικές αρχές. Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κατεδάφιση παράνομων κατασκευών δεν βασίστηκε στο νόμο.
- ii)Επί του ζητήματος αν η επέμβαση επιδίωκε θεμιτό σκοπό
Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η κατεδάφιση παράνομων κτιρίων που αντιβαίνουν στους νόμους και τους πολεοδομικούς κανόνες εξυπηρετεί νόμιμο δημόσιο συμφέρον.
iii) Επί της αναλογικότητας της επεμβάσεως προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό
Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι πρέπει να υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού με κάθε μέτρο στερητικό της ιδιοκτησίας ενός προσώπου. Όσον αφορά τις διοικητικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στην περίπτωση του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση TTRC δεν αναφερόταν συγκεκριμένα στον προσφεύγοντα ή στο κτίριό του, αλλά διέταξε την κατεδάφιση γενικά όλων των παράνομων κτιρίων κατά μήκος ενός συγκεκριμένου τμήματος της όχθης του ποταμού Lana. Στην απόφαση αυτή δεν εξετάστηκε ο λόγος για τον οποίο το κτίριο του προσφεύγοντος θεωρήθηκε παράνομο. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν μετέσχε στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της απόφασης αυτής και δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλει επιχειρήματα πριν από την έκδοσή της. Φαίνεται επίσης ότι δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο.
Επιπλέον, παρόλο που το Περιφερειακό Δικαστήριο των Τιράνων εξέδωσε προσωρινό μέτρο αναστολής της διαταγής κατεδάφισης την ίδια ημέρα, η κατεδάφιση πραγματοποιήθηκε.
Στη συνέχεια, ο προσφεύγων ζήτησε αποζημίωση στα εγχώρια δικαστήρια για την κατεδάφιση του κτιρίου του. Χωρίς να αμφισβητήσει τη διαπίστωση των εγχώριων δικαστηρίων ότι το κτίριο του προσφεύγοντος ήταν παράνομο, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να σημειώσει ότι οι εγχώριες αρχές δεν έλαβαν δεόντως υπόψη τις ακόλουθες περιστάσεις.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά τη σχετική περίοδο, οι άδειες για την κατασκευή κτιρίων στην Αλβανία εκδόθηκαν σε δύο στάδια. Στην πρώτη, ένα ή περισσότερα οικόπεδα διατέθηκαν για συγκεκριμένο σκοπό και στη δεύτερη εκδόθηκε άδεια κατασκευής.
Όσον αφορά τη δεύτερη άδεια, το Δικαστήριο επισήμανε ότι περιείχε δύο προϋποθέσεις. Αφενός, η κατασκευή έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός έξι μηνών και, αφετέρου, το κτίριο έπρεπε να παραμείνει στη θέση του επί ένα έτος, μετά το πέρας του οποίου ο προσφεύγων έπρεπε προφανώς να ζητήσει νέα άδεια για τη χρήση του.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι φαίνεται ότι ο προσφεύγων δεν ολοκλήρωσε την κατασκευή εντός της καθορισμένης προθεσμίας και ότι δεν ζήτησε την ανανέωση της άδειας μετά το πρώτο έτος. Παρά ταύτα, ο προσφεύγων συνέχισε να καταλαμβάνει το κτίριο επί σειρά ετών ανεμπόδιστα.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο προσφεύγων δεν ενήργησε καλή τη πίστει. Το γεγονός ότι η πρώτη άδεια δεν περιελάμβανε άδεια επ’ ονόματί του δεν αρκεί, αυτό καθαυτό, για να αποδειχθεί το αντίθετο. Πράγματι, τα εγχώρια δικαστήρια δεν απέδειξαν ποτέ ότι ο προσφεύγων είχε ενεργήσει κακόπιστα ή ότι είχε ενεργήσει παράνομα κατά την απόκτηση των σχετικών αδειών. Επομένως, εάν οποιαδήποτε από τις ενέργειες ή παραλείψεις των εγχώριων αρχών σχετικά με το κτίριο του προσφεύγοντος – όπως η έκδοση της οικοδομικής άδειας, η ανοχή της χρήσης του για πολλά χρόνια και η εγγραφή της ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος στο Γραφείο Κτηματολογίου – ήταν αποτέλεσμα λάθους ή εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, Θα ήταν δυσανάλογο το συνολικό βάρος μιας τέτοιας αλληλουχίας σφαλμάτων να βαρύνει αποκλειστικά τον προσφεύγοντα.
Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις διαπιστώσεις των εθνικών δικαστηρίων ότι ο προσφεύγων είχε χρησιμοποιήσει το κτίριο ως τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας, παρόλο που είχε λάβει άδεια κατασκευής μόνο για κτίριο κατοικιών και ότι δεν είχε ζητήσει την ανανέωση της άδειας, όπως απαιτείται.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα ευρήματα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το βάρος για τη δημιουργία των συνθηκών που οδήγησαν στην κατεδάφιση του κτιρίου του προσφεύγοντος θα έπρεπε να είχε κατανεμηθεί μεταξύ των εγχώριων αρχών και του προσφεύγοντος. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ενήργησε καλή τη πίστει, ότι έλαβε άδεια για κτίριο κατοικιών, δήλωσε την ιδιοκτησία του και ότι η κατάληψη του εν λόγω κτιρίου ήταν ανεκτή για πολλά χρόνια χωρίς κανένα εμπόδιο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο προσφεύγων οδηγήθηκε να πιστέψει ότι η ιδιοκτησία του επίμαχου κτιρίου ήταν νόμιμη, και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να είχε λάβει κάποια αποζημίωση για την κατεδάφισή του.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ένα πρόσωπο που στερείται της περιουσίας του πρέπει καταρχήν να λάβει αποζημίωση «εύλογα συνδεδεμένη με την αξία της», ακόμη και αν «θεμιτοί στόχοι “δημοσίου συμφέροντος” μπορεί να απαιτούν λιγότερο από την επιστροφή ολόκληρης της αγοραίας αξίας». Επομένως, η ισορροπία που αναφέρεται παραπάνω επιτυγχάνεται γενικά όταν η αποζημίωση που καταβάλλεται στο πρόσωπο του οποίου η περιουσία έχει κατασχεθεί σχετίζεται εύλογα με την «αγοραία» αξία του, όπως καθορίζεται κατά τη στιγμή της απαλλοτρίωσης. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το αίτημα αποζημίωσης του προσφεύγοντος απορρίφθηκε. Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω εκτιμήσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παρέμβαση στα δικαιώματα ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης απέτυχε να επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 50.000 ευρώ για αποζημίωση, 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).