ΑΠΟΦΑΣΗ
Boisteau κατά Πολωνίας της 27.06.2024 (αρ. προσφ. 19561/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το 2014, ο προσφεύγων βρισκόταν σε ανεπίσημη σχέση με Πολωνή υπήκοο (Ι.Β.) που έμεινε έγκυος. Το ζευγάρι ζούσε στη Γαλλία. Τον Απρίλιο του 2015, χωρίς να ενημερώσει τον προσφεύγοντα, η Ι.Β. έφυγε για την Πολωνία όπου γέννησε τον γιο τους τον επόμενο μήνα. Στο ληξιαρχείο, η Ι.Β. δεν δήλωσε ότι ο προσφεύγων ήταν ο πατέρας. Ωστόσο, το 2016, εκ μέρους του παιδιού, η Ι.Β. ζήτησε από το δικαστήριο να διαπιστωθεί η πατρότητα του προσφεύγοντος, την οποία τελικά το Περιφερειακό Δικαστήριο αναγνώρισε.
Κατόπιν αυτών, ο προσφεύγων έκανε αίτηση για δικαστική ρύθμιση των ζητημάτων επικοινωνίας με το παιδί του. Όλες οι αιτήσεις και οι διαδικασίες που έκανε που προσφεύγων δεν είχαν ρυθμιστεί έως τις 28 Οκτωβρίου 2021. Το εθνικό δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση σε τελευταίο βαθμό έκρινε ότι η υπόθεση ήταν πραγματικά περίπλοκη και ότι οι διάδικοι (ιδιαίτερα η μητέρα του παιδιού) συνέβαλαν στην μεγάλη βδιάρκεια της διαδικασίας υποβάλλοντας πολυάριθμες καθυστερημένες αιτήσεις.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της αρχικής αίτησης για ασφαλιστικά μέτρα και της πρώτης απόφασης σχετικά ήταν εξαιρετικά μεγάλος, καθώς χρειάστηκαν οι εθνικές αρχές πάνω από ένα έτος και πέντε μήνες για να εξασφαλίσουν την αρχική επικοινωνία του προσφεύγοντος με το παιδί, γεγονός που είχε αρνητικό αντίκτυπο στον δεσμό που θα αναπτυσσόταν μεταξύ τους.
Κατά το ΕΔΔΑ, οι γονείς βρίσκονταν σε έντονη σύγκρουση και η συνολική διάρκεια της διαδικασίας αποδόθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, στις δικές τους ενέργειες. Ωστόσο, έκρινε ότι η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ χωρισμένων γονέων δεν συνιστούσε από μόνη της λόγω απαλλαγής των αρχών από τις θετικές τους υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 8.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της οικογενειακής ζωής και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 6.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Κατά την εγγραφή της γέννησης του παιδιού, η Ι.Β. δεν δήλωσε στο ληξιαρχείο ότι ο προσφεύγων ήταν ο πατέρας. Ωστόσο, στις 20 Σεπτεμβρίου 2016, εκ μέρους του παιδιού, η Ι.Β. ζήτησε από το δικαστήριο να διαπιστωθεί η πατρότητα του προσφεύγοντος.
Στις 26 Ιουνίου 2018 το Περιφερειακό Δικαστήριο της Dębica δέχθηκε το αίτημα και έκρινε ότι ο προσφεύγων ήταν ο πατέρας του παιδιού.
Ρυθμίσεις επικοινωνίας
Οι γονείς βρίσκονται σε σοβαρή σύγκρουση και η Ι.Β. έχει αντιταχθεί στις προσπάθειες του προσφεύγοντος πατέρα να επικοινωνήσει με το παιδί.
Στις 22 Μαΐου 2017 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας ‑ Śródmieście στο οποίο ζήτησε, μεταξύ άλλων: (i) να ρυθμιστεί η επικοινωνία με τον γιο του από το δικαστήριο και (ii) τα δικαιώματα επικοινωνίας του, εν αναμονή της διαδικασίας, να διασφαλίζονται με μια προσωρινή εντολή (“παραγγελία επικοινωνίας”).
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Dębica, το οποίο, στις 9 Φεβρουαρίου 2018, απέρριψε την κύρια αξίωση χωρίς να απαντήσει στο αίτημα περί επικοινωνίας. Το δικαστήριο στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, εκείνη την εποχή, ο προσφεύγων δεν αναγνωρίστηκε ως πατέρας του παιδιού, καθώς εκκρεμούσε η σχετική διαδικασία. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση.
Στις 8 Οκτωβρίου 2018, ενώ εκκρεμούσε η αναιρετική διαδικασία, ο προσφεύγων επανέλαβε το αίτημά του για ασφαλιστικά μέτρα, αναφέροντας ότι δεν είχε ληφθεί απόφαση.
Η πρώτη απόφαση, που εξουσιοδοτούσε τον προσφεύγοντα να επικοινωνήσει με τον γιο του μέσω Διαδικτύου, παραδόθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2018. Αργότερα τροποποιήθηκε, στις 19 Ιουλίου 2019, όταν ο προσφεύγων έλαβε το δικαίωμα να επικοινωνήσει προσωπικά τον γιο του.
Στις 4 Δεκεμβρίου 2018, το περιφερειακό δικαστήριο του Rzeszów ακύρωσε την απόφαση επί της κύριας αγωγής της 9ης Φεβρουαρίου 2018 και παρέπεμψε την υπόθεση για επανεξέταση. Το δικαστήριο στηρίχθηκε στο γεγονός ότι, μετά την πρωτόδικη απόφαση, ο προσφεύγων είχε προσκομίσει αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησης του παιδιού που τον ανέφερε ως πατέρα.
Στις 21 Δεκεμβρίου 2020, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Dębica εξέδωσε την απόφασή του σχετικά με την κύρια αξίωση και ρύθμισε την επικοινωνία του προσφεύγοντος με το παιδί. Και τα δύο μέρη άσκησαν έφεση.
Η διαδικασία διήρκεσε έως τις 28 Οκτωβρίου 2021, όταν το Περιφερειακό Δικαστήριο του Rzeszów τροποποίησε την προαναφερθείσα απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Dębica. Ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με το παιδί: (i) με βιντεοκλήση, τρεις φορές την εβδομάδα για 10 λεπτά, και (ii) αυτοπροσώπως, κάθε δεύτερο Σάββατο και Κυριακή κάθε μήνα. Οι κατ’ ιδίαν επαφές θα πραγματοποιούνταν, για τους πρώτους τέσσερις μήνες, παρουσία της μητέρας και ενός δικαστικού λειτουργού, στη συνέχεια, για τρεις μήνες, με τη βοήθεια μόνο του δικαστικού λειτουργού και, τελικά, μετά από επτά μήνες, χωρίς παρουσία τρίτων.
Προσπάθειες εκτέλεσης της απόφασης επικοινωνίας
Η Ι.Β. εμπόδισε την επικοινωνία του προσφεύγοντος με τον γιο του. Με τις προτάσεις του, κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης, ο προσφεύγων ζήτησε, στις 25 Ιουλίου 2019, να απειληθεί πρόστιμο στη μητέρα για την μη συμμόρφωση με την απόφαση επικοινωνίας. Το αίτημα επαναλήφθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2020 και στις 7 Σεπτεμβρίου 2020, αντίστοιχα.
Το Περιφερειακό Δικαστήριο της Dębica συνένωσε αυτά τα αιτήματα στην κύρια υπόθεση και τα απέρριψε με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2020.
Στις 4 Οκτωβρίου 2021 ο προσφεύγων υπέβαλε καταγγελία βάσει του νόμου της 17ης Ιουνίου 2004 σχετικά με την παραβίαση του δικαιώματος εξέτασης μιας υπόθεσης στο πλαίσιο έρευνας που διεξάγεται ή εποπτεύεται από εισαγγελέα και σε δικαστικές διαδικασίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση (σχετικός εθνικός νόμος).
Στις 6 Δεκεμβρίου 2021, το Εφετείο Rzeszów απέρριψε την καταγγελία, αφού έκρινε ότι, παρά τη συνολική διάρκεια και τις ελλείψεις στον προγραμματισμό και την οργάνωση των ακροάσεων και τον χειρισμό του φακέλου της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, η διαδικασία δεν παρατάθηκε δεδομένου ότι η υπόθεση ήταν πραγματικά περίπλοκη και ότι οι διάδικοι (ιδιαίτερα η μητέρα) συνέβαλαν στη διάρκεια της διαδικασίας υποβάλλοντας πολυάριθμες καθυστερημένες αιτήσεις.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 8 για την παράλειψη των εθνικών αρχών να συμμορφωθούν με τις θετικές τους υποχρεώσεις για την προστασία του δικαιώματός του στο σεβασμό της οικογενειακής του ζωής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η Κυβέρνηση επισήμανε ότι, εφόσον κατοχυρώθηκαν τελικά τα δικαιώματα επικοινωνίας του προσφεύγοντος, δεν μπορούσε να θεωρηθεί θύμα παραβίασης και ότι η καταγγελία του θα έπρεπε να κηρυχθεί ασυμβίβαστη rationae materiae. Ο προσφεύγων απέρριψε τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης και επέμεινε στην προσφυγή του.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το κύριο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση έγκειται στην καθυστέρηση στην αντιμετώπιση της υπόθεσης του προσφεύγοντος σε εθνικό επίπεδο, ιδίως: (i) στον χρόνο που μεσολάβησε από την πρώτη αίτηση του προσφεύγοντος για επικοινωνία μέχρι την απόφαση της 25 Οκτωβρίου 2018, (ii) στον ισχυρισμό του ότι οι αιτήσεις του για κατοχύρωση των δικαιωμάτων επικοινωνίας του με την απειλή της μητέρας με πρόστιμο εξετάστηκαν με καθυστέρηση και (iii) στη συνολική διάρκεια της διαδικασίας σχετικά με την επικοινωνία. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα παράπονα του προσφεύγοντος δεν έχουν επανορθωθεί και ότι μπορούσε να έχει την ιδιότητα του θύματος. Το ΕΔΔΑ απέρριψε την ένσταση της κυβέρνησης.
Οι γενικές αρχές σχετικά με τις θετικές υποχρεώσεις που είναι εγγενείς στον αποτελεσματικό «σεβασμό» της οικογενειακής ζωής όσον αφορά τις επαφές μεταξύ ενός γονέα και ενός παιδιού έχουν συνοψιστεί στο PK κατά Πολωνίας της 10.06.2014 (αρ. προσφ. 43123/10 §§ 81 ‑ 86) και Ribić κατά Κροατίας της 02.04.2015 (αρ. προσφ. 27148/12 , §§ 92-94).
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σε υποθέσεις που αφορούσαν τη σχέση ενός ατόμου με το παιδί του, υπάρχει υποχρέωση άσκησης εξαιρετικής επιμέλειας ενόψει του κινδύνου ότι η πάροδος του χρόνου μπορούσε να οδηγήσει σε de facto προσδιορισμό του θέματος (βλ. Süß κατά Γερμανίας της 10.11.2005 , αρ. προσφ. 40324/98, § 100). Αυτό το καθήκον, το οποίο είναι καθοριστικό για την αξιολόγηση του εάν μια υπόθεση σχετικά με την πρόσβαση σε παιδιά έχει εκδικαστεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όπως απαιτείται από το άρθρο 6 § 1 (βλ. Nuutinen κατά Φινλανδίας, αρ. 32842/96, § 110), αποτελεί επίσης μέρος των διαδικαστικών απαιτήσεων που απαιτούνται από το άρθρο 8 (βλHoppe κατά Γερμανίας της 05.12.2002, αρ. 28422/95 § 54).
Το αποφασιστικό ερώτημα ήταν εάν οι πολωνικές αρχές έλαβαν όλα τα κατάλληλα μέτρα που θα μπορούσαν εύλογα να απαιτηθούν (i) για να εξασφαλίσουν γρήγορα την επαφή του προσφεύγοντος με το παιδί του εν αναμονή της διαδικασίας επί της ουσίας, (ii) για να διευκολύνουν την εκτέλεση της επικοινωνίας και (iii) να εκδώσουν απόφαση επί της ουσίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Πρώτον, το Δικαστήριο εξέτασε τον χρόνο που απαιτούνταν για να εκδώσουν οι εθνικές αρχές την πρώτη απόφαση για επικοινωνία.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε, ως προς αυτό, ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε εύλογα να αναμένει ότι θα κατοχυρωθούν τα δικαιώματά του πριν από τις 26 Ιουνίου 2018, δηλαδή πριν από την απόφαση για τον καθορισμό της πατρότητάς του. Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι το άρθρο 8 μπορεί να προστατεύει την οικογενειακή ζωή παρά την ύπαρξη ή την απουσία νομικά εδραιωμένης σχέσης γονέα-παιδιού (βλ. Shavdarov κατά Βουλγαρίας της 21.12.2010, αρ. 3465/03 § 40).
Τούτου λεχθέντος, και λαμβανομένου υπόψη ότι, στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, και οι δύο γονείς είχαν αναγνωρίσει την πατρότητα του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσδοκία του προσφεύγοντος να κατοχυρωθούν το δικαίωμα επικοινωνίας μεταξύ 22 Μαΐου 2017 και 26 Ιουνίου 2018 είχε επαρκή βάση.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της αρχικής αίτησης για ασφαλιστικά μέτρα και της πρώτης απόφασης ήταν εξαιρετικά μεγάλος, καθώς χρειάστηκαν οι εθνικές αρχές πάνω από ένα έτος και πέντε μήνες για να εξασφαλίσουν την αρχική επικοινωνία του προσφεύγοντος με το παιδί. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι οι παρατεταμένες ενέργειες των εθνικών αρχών από την άποψη αυτή είχαν σίγουρα αρνητικό αντίκτυπο στον δεσμό του προσφεύγοντος με τον γιο του σε πολύ νεαρή ηλικία.
Όσον αφορά την εκτέλεση της επικοινωνίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, παρά τον πιεστικό χαρακτήρα του θέματος και τον προσφεύγοντα που υπέβαλε τρία αιτήματα για να απειλήσει την I.B. με πρόστιμο για μη συμμόρφωση με την απόφαση επικοινωνίας, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Dębica δεν έλαβε απόφαση για περισσότερο από ένα έτος και τέσσερις μήνες από την πρώτη αίτηση.
Η Κυβέρνηση δεν έδωσε καμία εξήγηση για τις καθυστερήσεις στην εξέταση των αιτημάτων του προσφεύγοντος. Υποστήριξαν, ωστόσο, ότι ο προσφεύγων δεν πληρούσε τυπικές προϋποθέσεις κατά την υποβολή των αιτήσεών του. Το Δικαστήριο δεν θεώρησε το επιχείρημα αυτό πειστικό, καθώς δεν το επικαλέστηκαν τα εθνικά δικαστήρια. Επιπλέον, το κύριο ζήτημα από την άποψη αυτή δεν ήταν το περιεχόμενο της ίδιας της απόφασης, αλλά ο χρόνος που χρειάστηκαν τα εθνικά δικαστήρια για να εκδώσουν οποιαδήποτε σχετική απόφαση.
Υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε εντυπωσιακό ότι, παρά το γεγονός ότι υπήρχε δεσμευτική απόφαση για την εξασφάλιση της επικοινωνίας, η οποία δεν είχε τηρηθεί πλήρως, τα αιτήματα του προσφεύγοντος που αποσκοπούσαν στην εκτέλεση της απόφασης για επικοινωνία δεν εξετάστηκαν καθόλου για πάνω από ένα χρόνο. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καθυστερημένη εξέταση των αιτημάτων αυτών συνέβαλε στις περαιτέρω δυσκολίες για τον προσφεύγοντα να δημιουργήσει συναισθηματικό δεσμό με τον γιο του.
Η συνολική διάρκεια των εσωτερικών διαδικασιών σχετικά με την επικοινωνία, μεταξύ 22 Μαΐου 2017 και 28 Οκτωβρίου 2021, υπερέβη τα τέσσερα έτη και πέντε μήνες.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι γονείς βρίσκονταν σε έντονη σύγκρουση και η συνολική διάρκεια της διαδικασίας αποδόθηκε, τουλάχιστον μερικά, στις δικές τους ενέργειες. Ωστόσο, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των χωρισμένων γονέων από μόνη της δεν μπορούσε να απαλλάξει τις αρχές από τις θετικές τους υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 8 (βλ. Z. κατά Πολωνίας της 20.04.2010, αρ. προσφ. 34694/06 § 75).
Συνολικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι καθυστερημένες ενέργειες των εθνικών δικαστηρίων οδήγησαν σε de facto προσδιορισμό του ζητήματος και εμπόδισαν τον προσφεύγοντα να αναπτύξει ουσιαστική σχέση με τον γιο του κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, επηρεάζοντας σοβαρά τη δυνατότητα του τελευταίου να γνωρίσει τον πατέρα του, να δημιουργήσει δεσμό μαζί του ή ακόμα και να μάθει τη γλώσσα του.
Έχοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ιδίως την πάροδο του χρόνου και την πολύ νεαρή ηλικία του παιδιού, καθώς και τα κριτήρια που θέτει η νομολογία του, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρά το περιθώριο εκτίμησης του κράτους, το τελευταίο δεν εκπλήρωσε τις διαδικαστικές απαιτήσεις της σκοπιμότητας που είναι εγγενείς στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 6.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).