Τμήμα 2o
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2o
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………., 2) ………. και 3) ………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Μιχαήλ Φράγκο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………. και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Μαρία Τριανταφύλλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.9.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 2092/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη και η υπ΄ αριθ 1821/2019 απόφαση αυτού, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 10.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2019) αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 79/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 10-06-2019 (γεν.αριθμ.καταθ………../2019) έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 1821/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της υπ΄αριθμ.2092/2018 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία, ως μη οριστική απόφαση συμπροσβάλλεται αναγκαίως (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ), που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 21-05-2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-05-2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ.79/2020 Πράξη του ορισθέντα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλου Εφέτη Πειραιά, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (3-6-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/ 2020 (ΦΕΚ Α΄104/ 30-05-2020).
Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 518 παρ.1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης.
Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ, η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρέωσης προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικά επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται και σε μελλοντικό γεγονός, με την έννοια της ενδιάθετης διάθεσης του υπαιτίου να μην εκτελέσει μελλοντική του υποχρέωση (ΑΠ 457/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, από τα άρθρο 147 εδ. α` και β` 298, 361 και 914, 938 ΑΚ σε συνδυασμό και με τα άρθρα 513, 534, 535, 540, 543, 547, 559 και 561 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Όποιος παρασύρθηκε με απάτη άλλου, σε σύναψη σύμβασης έχει δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την ακύρωση της σύμβασης, ή, να ζητήσει απ`αυτόν, τον άλλο, τη σύναψη σχετικής ανατρεπτικής σύμβασης, δηλαδή σύμβαση για το ότι η προηγούμενη σύμβαση λογίζεται σαν να μη είχε ποτέ συναφθεί. Παράλληλα δε, εκείνος έχει δικαίωμα να ζητήσει απ`αυτόν τον άλλο την ανόρθωση κάθε ζημίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τις αδικοπραξίες, πράγμα που κατ` αρχήν, συμβαίνει εφόσον η απάτη συνιστά παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά, να ζητήσει δηλαδή, αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Συγκεκριμένα, εκείνος δικαιούται να αποζημιωθεί, για το αρνητικό διαφέρον, δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση κάθε ζημίας που θα απεφεύγετο αν δεν είχε εσφαλμένα πιστεύσει, ότι συνάπτει έγκυρη σύμβαση όπως είναι οι δαπάνες του για τη σύναψη της σύμβασης ή το διαφυγόν κέρδος που θα πετύχαινε εκείνος από άλλη σύμβαση που θα συνήπτε, αν δεν απασχολούνταν με τη σύναψη της ακυρώσιμης σύμβασης. Επίσης, ο απατηθείς έχει δικαίωμα να αποδεχθεί τη σύμβαση, σ` αυτή δε την περίπτωση δικαιούται να αποζημιωθεί για το θετικό διαφέρον, δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση από αυτόν τον άλλο, κάθε ζημίας, που θα αποφευγόταν, αν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ήταν όχι ψευδή, αλλά αληθή και η σύμβαση εκπληρώνοταν. Τα δε προεκτιθέμενα ισχύουν και σε περίπτωση σύναψης σύμβασης πώλησης, αν ο αγοραστής, που, αγνοώντας, ότι στο πωλούμενο πράγμα λείπει συμφωνημένη ιδιότητα ή υπάρχει πραγματικό ελάττωμα, παρασύρθηκε από τον πωλητή, ο οποίος γνωρίζοντας την αντίστοιχη έλλειψη ή την ύπαρξη παρέστησε σε εκείνον ψευδές γεγονός ως αληθινό, δηλαδή, ότι υπήρχε η ιδιότητα ή έλειπε το ελάττωμα και, έτσι, εκείνος συνήψε τη σύμβαση πώλησης (ΑΠ 776/2004, ΑΠ 649/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, ως πραγματικό ελάττωμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 ΑΚ, νοείται η προς το χειρότερο παρέκκλιση του πράγματος από την ομαλή του κατάσταση, που οφείλεται, κατά κανόνα, στον ατελή τρόπο κατασκευής και έχει ως συνέπεια αρνητική επίπτωση στην αξία του ή τη χρησιμότητα του σύμφωνα με όσα συνομολογήθηκαν με τη σύμβαση της πώλησης. Ανεξάρτητα, όμως, από την ύπαρξη της ελαττωματικότητας στην υλική υπόσταση του πράγματος, υπάρχει πραγματικό ελάττωμα και όταν η ατέλεια αυτού ανάγεται στην νομική του κατάσταση, εφόσον τούτο δεν προέρχεται από δικαίωμα τρίτου (Ολ. ΑΠ 29/1990. ΑΠ 1734/ 2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 926 εδ.1 Α.Κ., με το οποίο καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, ως κοινή πράξη νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξεως ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες πράξεις ή παραλείψεις, των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας, ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσοτέρους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεμελίωση της εις ολόκληρο ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των περισσοτέρων των ενεχομένων από την αδικοπραξία κατά το άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 457/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 937 εδαφ. α` του ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από τις διατάξεις αυτές του νόμου, σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως, που προήλθε από αδικοπραξία, είναι η γνώση από τον παθόντα, τόσο της ζημίας, όσο και του υπαιτίου προς αποζημίωση, δηλαδή όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας. Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 72/2013, ΕφΑθ 1008/ 2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Όμως, στο άρθρο 937 εδ. β` του ΑΚ ορίζεται ότι “Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης”. Ο νομοθέτης αναφερόμενος στη μακρότερη ποινική παραγραφή απέβλεψε προδήλως στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή άνευ συνυπολογισμού σ` αυτήν και του διαστήματος της κατ` άρθρ. 113 παρ. 3 Π.Κ. αναστολής (ΟλΑΠ 21/2003, ΕλλΔνη 2003.946, ΑΠ 994/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης ισχυρισμός θεμελιώνει ένσταση του εναγόμενου, η οποία για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με την προπαρατεθεισα διάταξη, πρέπει να αναφέρει το χρόνο κατά τον οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου σε αποζημίωση και τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής. Το δικαστήριο δε μπορεί να δεχθεί μετά από εκτίμηση των αποδείξεων μεταγενέστερο χρόνο έναρξης της παραγραφής, όχι όμως και το αντίστροφο (ΑΠ 1239/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 19-9-2017 (γεν.αριθμ.καταθ……/2017) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στρεφόμενοι κατά των: 1. ………. και ήδη πρώτου εκκαλούντα, 2. ……….. και ήδη δεύτερου εκκαλούντα , 3. ……… και ήδη τρίτου των εκκαλούντων και 4………. (μη διαδίκου στην προκειμένη κατ΄εφεση δίκη), εξέθεταν τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει του υπ΄αριθμ…….. / 9-3-2007 συμβολαίου της Συμβ/φου Κορυδαλλού …….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, οι τρείς πρώτοι των εναγομένων τους πώλησαν μία κάθετη ιδιοκτησία που βρίσκεται στην …… Αττικής, επιφάνειας 121 τ.μ μετά της επ΄αυτής ισόγειας παλαιάς οικίας εμβαδού 77 τ.μ, έναντι τιμήματος 120.000 ευρώ, το οποίο κατέβαλαν συμμέτρως στους πωλητές από προϊόν δανείου που έλαβαν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ότι πριν την κατάρτιση της σύμβασης ενημέρωσαν για την πρόθεσή τους να αγοράσουν το επίδικο ακίνητο την τέταρτη των εναγομένων, η οποία είναι στενή φίλη τους, έχει την ιδιότητα της μηχανικού και εργάζεται στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Κορυδαλλού ήδη από το έτος 1980. Ότι η τέταρτη των εναγομένων αφου πρώτα έλαβε σχετική εντολή από τους τρείς πρώτους των εναγομένων, εκπόνησε το από Φεβρουαρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα, επι του οποίου έθεσε την υπεύθυνη δήλωση του Ν.651/1977, με την οποία βεβαίωνε ως πολιτικός μηχανικός ότι το εν λόγω υπο αγορά ακίνητο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο. Ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι, ως πωλητές, δήλωσαν υπευθύνως και εγγυήθηκαν στο ως ανω συμβόλαιο ότι το πωλούμενο ήταν ελεύθερο από κάθε εν γένει βάρος απαλλοτρίωσης, αμφισβήτησης και από κάθε νομικό ελάττωμα. Ότι περι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2016,οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν τυχαία από ιδιοκτήτρια όμορου ακινήτου ότι όλο το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο βρίσκεται το επίδικο ακίνητο είναι χαρακτηρισμένο ως κοινόχρηστος χώρος. Ότι στη συνέχεια υπέβαλαν αίτηση προς τη Διεύθυνση Υπηρεσιών Δόμησης του Δήμου Αιγάλεω για τη χορήγηση όρων δόμησης για το επίδικο ακίνητο, η οποία με την υπ΄αριθμ.πρωτ…./ 24-10-2016 απαντητική επιστολή τους κατέστησε γνωστό ότι το Ο.Τ. …,στο οποίο βρίσκεται το ακίνητο, έχει χαρακτηριστεί ως κοινόχρηστος χώρος ήδη από το έτος 1960 κατά τη σύνταξη του σχεδίου πόλης της ……… Αττικής. Ότι το γεγονός αυτό το γνώριζαν οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι, πλην όμως το αποσιώπησαν δολίως από αυτούς (ενάγοντες), εξαπατώντας τους, ώστε να προβούν στην αγορά του ακινήτου. Ότι επιπλέον ευθύνη υπέχει και η τέταρτη των εναγομένων, η οποία δήλωσε υπευθύνως ψευδή γεγονότα, ότι δηλαδή το υπό αγορά ακίνητο ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο, αφού δεν έπραξε, ενώ γνώριζε, ότι απαιτείτο κατά τους κανόνες της επιστήμης της, ήτοι δεν έλαβε τους όρους δόμησης και απόσπασμα ρυμοτομικού σχεδίου από την πολεοδομία, ώστε βάσει αυτών των δεδομένων να συντάξει αληθές τοπογραφικό διάγραμμα με την ορθή δήλωση του Ν.651/ 1977, με την οποία θα έπρεπε να δηλώνεται ότι το οικόπεδο δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, αλλά χαρακτηρισμένο κατά το σχέδιο πόλης ………. ως κοινόχρηστος χώρος ήδη από το έτος 1959,συνεργώντας έτσι με τους τρείς πρώτους τω εναγομένων, αφού τους βοήθησε εντέλει στην απόκρυψη του ελαττώματος του πωληθέντος ακινήτου. Οτι σε κάθε περίπτωση η τέταρτη των εναγομένων ευθύνεται για την πλημμελή εκτέλεση του έργου που της ανατέθηκε, ήτοι για την βαρύτατη αμέλεια που επέδειξε κατά την εκπόνηση του τοπογραφικού διαγράμματος. Ότι είναι βέβαιο ότι δεν θα είχαν προβεί στην αγορά του ως άνω ακινήτου αν δεν είχαν προηγηθεί η ψευδής υπεύθυνη δήλωση της τέταρτης εναγομένης και η δόλια απόκρυψη εκ μέρους των τριών πρώτων εναγομένων, αφού το παραπάνω ελάττωμα καθιστά το ακίνητο μη άρτιο και μη οικδομήσιμο και ως εκ τούτου μη εκμεταλλεύσιμο. Οτι οι παραπάνω παράνομες και υπαίτιες συμπεριφορές των εναγομένων συνιστούν αδικοπραξία, η οποία τους προκάλεσε τόσο περιουσιακή ζημία συνολικού ποσού 95.367,79 ευρώ που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και της αγοραίας αξίας που είχε το ακίνητο με το ελάττωμα κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, η οποία προσδιορίζεται με βάση την αντικειμενική του αξία στο ποσό των 24.623,21 ευρώ, όσο και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται καθένας τους ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000 ευρώ.
Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος (από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό) κατ΄άρθρ.223 ΚΠολΔ, οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, σε έκαστο εξ αυτών το ποσό των 47.683,89 ευρώ (95.367,79 : 2) ως αποζημίωση και το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως όλα τα παραπάνω ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ακόμη ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρις ενός έτους και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.
Στη συνέχεια, οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι της κύριας ως ανω αγωγής με την από 13-11-2017 (αριθμ.καταθ. …………/14-11-2017) παρεμπίπτουσα αγωγή, άσκησαν το δικαίωμα αναγωγής τους κατά της συνεναγομένης τους μηχανικού ……….. και ζήτησαν σε περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή σε βάρος τους, να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγομένη να τους καταβάλει νομιμοτόκως οποιοδήποτε ποσό, άλλως και όλως επικουρικώς ποσοστό 99% του ποσού που θα κληθούν να καταβάλουν στους ενάγοντες της κύριας αγωγής κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη. Ακόμη ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η παρεμπιπτόντως εναγομένη στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.
Επι της κύριας ως ανω αγωγής και επί της παρεμπίπτουσας αγωγής που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄αριθμ.2092/ 2018 απόφαση με την οποία ως προς την κύρια αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά των τριών πρώτων εναγομένων κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147,149,297,298,299,340,345,481 επ., 513 επ., 914,926,932 ΑΚ, 45,386 ΠΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ., πλην των παρεπόμενων αγωγικών αιτημάτων περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων, που μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, απορριπτέα κρίθηκαν ως μη νόμιμα, ενώ καθό μέρος αυτή (αγωγή) στρέφεται κατά της τέταρτης εναγομένης απορρίφθηκε ως μη νόμιμη αφού κρίθηκε ότι η επικαλούμενη κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή συμπεριφορά της τέταρτης εναγομένης μπορεί να θεμελιώσει μόνο ενδοσυμβατική ευθύνη για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της, όχι όμως και ευθύνη από αδικοπραξία, αφού η πλημμέλεια που της αποδίδεται αυτή καθεαυτή δεν θα ήταν παράνομη και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση έργου, πλην όμως η ένδικη αγωγή δεν στηρίζεται στη συμβατική ευθύνη, αλλά και ότι σε κάθε περίπτωση ακόμη και αν εκτιμηθεί ότι αυτή (αγωγή) επικουρικώς στηρίζεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη της τέταρτης εναγομένης, η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, καθόσον με βάση τα στην αγωγή επικαλούμενα, εργοδότες και εντολείς της τέταρτης εναγομένης ήταν οι τρείς πρώτοι των εναγομένων και όχι οι ενάγοντες. Στη συνέχεια, και αφού απορρίφθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη (λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, λογιζόμενοι έτσι ως ερήμην δικαζόμενοι οι παρεμπιπτόντως ενάγοντες), επιβλήθηκαν σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγόντων τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγομένης τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 250 ευρώ, απορρίφθηκε η κύρια αγωγή ως προς την τέταρτη εναγομένη και συμψηφίστηκαν ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και κατόπιν αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς τους λοιπούς εναγομένους και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης κατ άρθρο 254 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη από τον πραγματογνώμονα πολιτικό μηχανικό ………… που διόρισε το ως ανω Δικαστήριο.
Μετά την έκδοση της ανωτέρω υπ΄.αριθμ. 2092/ 2018 μη οριστικής απόφασης ως προς τους τρείς πρώτους εναγόμενους και τη διεξαγωγή της προαναφερόμενης πραγματογνωμοσύνης, οι ενάγοντες με την από 7-11-2018 (αριθμ.καταθ. …………./2018) κλήση τους, επανέφεραν προς περαιτέρω συζήτηση την ως άνω από 19-9-2017 αγωγή τους, ενώ οι ίδιοι (ενάγοντες) με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (που εκδικάσθηκε η υπόθεση) καθώς και με τις από 10-01-2019 προτάσεις τους που κατέθεσαν, περιόρισαν παραδεκτά το αγωγικό αίτημα ως προς το ύψος της αιτούμενης αποζημίωσης στο ποσό των 90.871 ευρώ και δη στο ποσό των 45.435,50 ευρώ σε καθένα από τους ενάγοντες, οι δε εναγόμενοι δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους δεν προέβαλαν αντίρρηση. Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ αριθμ.1821/ 2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον οφείλουν να καταβάλουν σε έκαστο ενάγοντα το ποσό των 45.390,50 ευρώ ως αποζημίωση καθώς και το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως τα ποσά αυτά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων σε βάρος των εναγομένων, τα οποία όρισε στο ποσό των 2.780,00 ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι με την υπό κρίση έφεσή τους για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί ως προς αυτούς η αγωγή.
Από την υπ΄αριθμ……./26-10-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού ………, από τις υπ΄αριθμ…., …,… και …./21-12-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόντων, ……….., …………., ……… και …………, που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά κατοπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους – εναγομένων, από τις υπ΄αριθμ….,… και …/ 12-01-2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόντων, …….., ……… και ……….., που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων προς αντίκρουση των ισχυρισμών των τελευταίων, από τις υπ΄αριθμ. ………./22-12-2017 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των εναγομένων, …………., που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων, μη λαμβανομένων υπόψη των υπεύθυνων δηλώσεων των: ………. (με ημερομηνία 13-12-2017), ……… (με ημερομηνία 21-11-2017), …….. (με ημερομηνία 11-01-2018), ……….. (με ημερομηνία 30-01-2018) και ………. (με ημερομηνία 31-01-2018) καθόσον συντάχθηκαν ειδικα για να αποτελέσουν αποδεικτικό μέσο στη δίκη αυτή (ολ ΑΠ 8/ 1987 Δνη 28.628, ΑΠ 1048/2020, ΑΠ 6/2019, ΑΠ 1427/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για το λόγο αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς στα οποία συμπεριλαμβάνονται και φωτογραφίες η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρ.444,445 ΚΠολΔ), από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ΄αριθμ……../ 9-3-2007 συμβόλαιο της Συμβ/φου Κορυδαλλού ………… που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Χαϊδαρίου Αττικής (τομ……, αριθμ. ……..) και καταχωρήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Χαϊδαρίου με ΚΑΕΚ ………., οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι πώλησαν στους ενάγοντες μία κάθετη ιδιοκτησία επί οικοπέδου που βρίσκεται στην ……….. Αττικής, μέσα στο σχέδιο πόλεως, στο ………. ΟΤ και στη διασταύρωση των οδών …………. (πρώην ……….), εκτάσεως όλου του οικοπέδου 238,70 τ.μ.. Η δε κάθετη ιδιοκτησία περιλαμβάνει τμήμα του οικοπέδου, που έχει πρόσωπο στην οδό ….. και επιφάνεια 121 τ.μ, ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 50,50/ 100 εξ αδιαιρέτου και εντός αυτής υπάρχει ισόγεια παλαιά οικία εμβαδού 77 τ.μ.. Οι εναγόμενοι – πωλητές κατέστησαν συγκύριοι κατ΄ ισομοιρία και εξ αδιαιρέτου του πωληθέντος ακινήτου σε ποσοστό 3/8 από κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα τους ……….., ο οποίος απεβίωσε στις 5-11-1976,που αποδέχθηκαν με την υπ΄αριθμ……./ 7-2-1992 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβ/φου Νίκαιας ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών (τ……., αρ………) και σε ποσοστό 5/8 από γονική παροχή κατά ψιλή κυριότητα από τη μητέρα τους ………., η οποία παρακράτησε την επικαρπία, απεβίωσε δε στις 17-6-2006, δυνάμει του υπ΄αριθμ………/ 4-12-1995 συμβολαίου της ίδιας ως άνω Συμβ/φου, νομίμως μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Χαϊδαρίου (τ….,αριθ…..). Το επίδικο δε ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει στους γονείς- δικαιοπαρόχους τω εναγομένων κατά ποσοστό 4/8 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από αυτούς από αγορά από τον ……….. δυνάμει του υπ΄αριθμ. ……./30-04-1974 συμβολαίου του Συμβ/φου Πειραιά ………, νομίμως μεταγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών (τ………., αρ………). Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ως τίμημα της πώλησης καταβλήθηκε το ποσό των 120.000 ευρώ, συμμέτρως στους τρεις εναγομένους, αν και στο ανωτέρω συμβόλαιο αναγράφηκε μόνο η αντικειμενική αξία του ακινήτου, ύψους 24.632,41 ευρώ. Τούτο δε προκύπτει από το επικαλούμενο από τους εναγομένους ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στις 18-01-2017, σύμφωνα με το οποίο το τίμημα της αγοραπωλησίας ανερχόταν στο ποσό των 115.000 ευρώ και όχι σε ποσό αντίστοιχο της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Επίσης τούτο αποδεικνύεται και από τις υπ΄αριθμ………. και ………… συμβάσεις τοκοχρεωλυτικών δανείων που καταρτίστηκαν μεταξύ των εναγόντων και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ποσού 24.632 η πρώτη και 95.368 η δεύτερη, οι οποίες αντιπροσωπεύουν η μεν πρώτη την αντικειμενική αξία του πωληθέντος ακινήτου (που αναγράφεται στο πωλητήριο συμβόλαιο), η δε δεύτερη το ποσό που κατέβαλαν τελικά οι ενάγοντες πέραν της αντικειμενικής αξίας, ήτοι συνολικό ποσό τιμήματος (24.632 + 95.368 =) 120.000 ευρώ, σε συνδυασμό με τις υπ΄αριθμ…../ 19-4-2007 και …../ 20-4-2007 συμβολαιογραφικές πράξεις εξόφλησης του τιμήματος των 24.632,21 ευρώ και τα από 9-3-2007 γραμμάτια της υπηρεσίας στεγαστικών δανείων της ΕτΕ, με τα οποία έγινε μεταφορά από το παραπάνω δεύτερο δάνειο στον πρώτο εναγόμενο ποσού 31.789,33 ευρώ, στον δεύτερο εναγόμενο 31.789,34 ευρώ και στον τρίτο εναγόμενο 31.789,33 ευρώ, ητοι συνολικά 95.368 ευρώ. Όπως δε αποδείχθηκε, οι εναγόμενοι προκειμένου να πείσουν τους ενάγοντες να αγοράσουν το ως άνω ακίνητο και να καταβάλουν το εν λόγω υψηλό για το ακίνητο αυτό τίμημα, παρέστησαν σ΄αυτούς (ενάγοντες) ψευδή γεγονότα ως αληθινά, και συγκεκριμένα παρέστησαν ψευδώς ότι το ακίνητο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, ενώ στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο εγγυήθηκαν ότι είναι απαλλαγμένο από απαλλοτρίωση και κάθε άλλο βάρος, ενώ στην πραγματικότητα το ΟΤ …, το οποίο περιλαμβάνει και το πωληθεν ακίνητο έχει χαρακτηρισθεί κοινόχρηστος χώρος ήδη από το έτος 1960, σύμφωνα με την από 25-6-1960 τροποποίηση ρυμοτομικού σχεδίου ΦΕΚ 99Δ/ 60 και ως εκ τούτου δεν είχε όρους δόμησης, δηλαδή δεν ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο, γεγονός που αγνοούσαν οι ενάγοντες κατά την αγορά και μεταβίβαση του εν λόγω ακινήτου, αντιθέτως κατά τον ίδιο χρόνο οι εναγόμενοι το γνώριζαν. Εξάλλου, για τον λόγο αυτό οι γονείς τους και δικαιοπάροχοί τους είχαν ανεγείρει στην οικοδομή αυθαίρετη οικία χωρίς νόμιμη άδεια, στην οποία μάλιστα ο τρίτος των εναγομένων ……. διέμενε το έτος 2007, όταν μεταβιβάστηκε το επίδικο ακίνητο στους ενάγοντες. Επιπλέον δε, στο ανωτέρω υπ΄αριθμ……../1964 συμβόλαιο δυνάμει του οποίου οι δικαιοπάροχοι των εναγομένων, ………. και η σύζυγός του ……….. απέκτησαν με αγορά το επίδικο ακίνητο και ειδικότερα στο σημείο που αναφέρονται οι εγγυήσεις και υποσχέσεις του πωλητή έναντι των αγοραστών, οι λέξεις «άρτιον και οικοδομήσιμον» έχουν διαγραφεί (βλ. 4ο φύλλο).
Εξάλλου, το συγκεκριμένο συμβόλαιο ήταν γνωστό στους εναγόμενους αφού μάλιστα χρησιμοποιήθηκε από τους ίδιους και για τη σύνταξη της υπ΄αριθμ…./ 1992 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς και του υπ΄αριθμ. …../1995 συμβολαίου γονικής παροχής. Το γεγονός δε ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι το πωληθέν ακίνητο ήταν μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο πριν από το χρόνο πώλησής του στους ενάγοντες, αποδεικνύεται εκτός των ανωτέρω και από το ότι οι κύριοι οικοπέδων που βρίσκονται εντός του ίδιου ΟΤ ……. γνώριζαν ήδη από τις δεκαετίες ΄60 και 70΄ ότι οι ιδιοκτησίες τους ήταν ρυμοτομούμενες και ο μόνος τρόπος να εκδοθούν νόμιμες άδειες ήταν βάσει του νόμου 5269/31 και κατόπιν πολύπλοκων και χρονοβόρων διαδικασιών, ο οποίος μάλιστα καταργήθηκε με το νόμο 1337/1983 και έκτοτε δεν μπορούσαν πλέον να εκδοθούν νόμιμες άδειες. Συγκεκριμένα, οι .……. και …….., οι οποίες ήταν συγκύριες της έτερης καθέτου ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου, αιτήθηκαν περί τα έτη 1972-1974 την έκδοση πράξης αναλογισμού και αποζημίωσης και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αποζημίωσης λόγω αδυναμίας του οικείου δήμου, εξέδωσαν νόμιμη οικοδομική άδεια. Επίσης, η ………. η οποία κατέθεσε ως μάρτυρας των εναγομένων ότι μόλις το έτος 2012 έμαθε για πρώτη φορά ότι το ΟΤ …… έχει χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστος χώρος, αποδείχθηκε ότι ήδη από το έτος 1966 η μητέρα της ………. γνώριζε ότι το ακίνητό τους ήταν ρυμοτομούμενο, ενώ στην αίτηση του συζύγου της, ………. για προσθήκη ισογείου και α΄ορόφου κατά τις διατάξεις του ν.5269/ 31 το έτος 1982,σημειώθηκε από τους ελεγκτές ότι το ακίνητό τους βρίσκεται σε χώρο πρασίνου και ότι το συγκεκριμένο Ο.Τ. έχει χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστος χώρος. Επίσης και η ……….., την οποία αναφέρει η ως άνω ………. στην ένορκη βεβαίωσή της «ότι δεν γνώριζε κάτι», αποδείχθηκε ότι τα έτη 1969-1970 εξέδωσε άδεια βάσει του ίδιου νόμου (ν.5269/31) ανέγερσης προσθήκης οικοδομής επι κοινόχρηστου χώρου. Αντίθετο δε συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από την υπ΄αριθμ. …./2007 άδεια κατεδάφισης της αυθαίρετης οικίας που βρίσκεται εντος του πωληθέντος ακινήτου, την έκδοση της οποίας επιμελήθηκαν οι ενάγοντες, δεδομένου ότι ο έλεγχος που διενεργήθηκε από την αρμόδια υπηρεσία κατά την έκδοση της άδειας κατεδάφισης δεν αφορούσε σε έλεγχο όρων δόμησης αλλά περιοριζόταν στην επιβεβαίωση ότι το ακίνητο ενέπιπτε εντος της χωρικής της αρμοδιότητας (βλ. σχετ. υπ΄αριθμ.πρωτ. …./12-12-2017, …../ 9-1-2018 έγγραφα του Τμήματος Αρχείου και Αδειοδοτήσεων της Διεύθυνσης Υπηρεσιών Δόμησης του δήμου Αιγάλεω). Στη συνέχεια, όπως προέκυψε, οι ενάγοντες ενημερώθηκαν για πρώτη φορά ως προς το συγκεκριμένο ως άνω πραγματικό ελάττωμα του ακινήτου με το υπ΄αριθμ. πρωτ. …./24-10-2016 έγγραφο του Τμήματος Αρχείου και Αδειοδοτήσεων της Διεύθυνσης Υπηρεσιών Δόμησης του Δήμου Αιγάλεω ύστερα από αίτησή τους για χορήγηση όρων δόμησης που απηύθυναν προς την αρμόδια υπηρεσία. Τούτο δε ενισχύεται και από τις καταθέσεις των μαρτύρων τους, …….. και ………., ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι οι ενάγοντες το πληροφορήθηκαν σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, η δε ένδικη αγωγή ασκήθηκε εντος του έτους 2017, ενώ το γεγονός ότι είχε εκδοθεί άδεια κατεδάφισης πριν την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, για φορολογικούς και μόνο λόγους, η οποία όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ, δεν μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση. Ως εκ τούτου η νόμιμη ένσταση περί πενταετούς παραγραφής των απαιτήσεων των εναγόντων για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στηριζόμενη στο άρθρο 937 ΑΚ, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Έτσι, όπως αποδείχθηκε, τα προαναφερόμενα πραγματικά αυτά περιστατικά αποτελούν αδικοπραξία, με την μορφή της ποινικώς κολάσιμης πράξεως της απάτης (άρθρ.386 ΠΚ), από την οποία οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι υπέστησαν θετική ζημία, ισόποση με τη διαφορά ανάμεσα στο τίμημα που κατέβαλαν για την αγορά του επίδικου ακινήτου και στην αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου επιβαρυμένο με το πραγματικό ελάττωμα του ρυμοτομικού βάρους στις 9-3-2007, ήτοι στο χρόνο αγοραπωλησίας αυτού, όπως αυτή προκύπτει από την παραπάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε από τον πραγματογνώμονα πολιτικό μηχανικό ……….. και η οποία ανέρχεται στο ποσό των 29.219 ευρώ καθόσον, η αποδιδόμενη στους τρείς πρώτους εναγόμενους – εκκαλούντες, απλούς ομόδικους, υπαιτιότητά τους πληροί την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της ποινικής απάτης και μάλιστα από κοινού, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην ως άνω αγοραία αξία δεν θα συνυπολογισθεί η αξία της ισόγειας παλαιάς οικίας που βρίσκεται στο ακίνητο, εμβαδού 77 τ.μ., διότι αυτή είναι αυθαίρετη και ούτε μπορεί να νομιμοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Επομένως η θετική ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες ανέρχεται στο ποσό των ( 120.000 – 29.219 = ) 90.781 ευρώ. Η εκτίμηση δε της αξίας του εν λόγω ακινήτου από τον μάρτυρα των εναγομένων ………….. (που προσκομίζεται από τους εναγόμενους), δεν επηρεάζει την εγκυρότητα του ανωτέρω πορίσματος του πραγματογνώμονα, αφού ναι μεν αφορά το ίδιο ακίνητο αλλά στην περίπτωση που αυτό ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο, χωρίς δηλαδή το συγκεκριμένο πραγματικό ελάττωμα. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες θα μπορούσαν να έχουν επιδιώξει ή μπορούν να επιδιώξουν μελλοντικά την επίσπευση της διαδικασίας έκδοσης πράξης αναλογισμού και καθορισμού τιμής μονάδας απαλλοτρίωσης ούτως ώστε να αποζημιωθούν για το επίδικο ακίνητο. Με τον ισχυρισμό όμως αυτό οι εναγόμενοι αφενός μεν αρνούνται την ύπαρξη ζημίας στο πρόσωπο των εναγόντων, αφετέρου δε στοιχειοθετούν την περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ., πλην όμως δεδομένου ότι ως προαναφέρθηκε, το επίδικο ακίνητο έχει χαρακτηρισθεί κοινόχρηστος χώρος ήδη από το έτος 1960,ενώ οι επικαλούμενες με τους ανωτέρω ισχυρισμούς διαδικασίες είναι χρονοβόρες και πολυδάπανες, και επιπλέον δεν διασφαλίζεται η καταβολή ποσού αποζημίωσης από τυχόν επιγενόμενη απαλλοτρίωση, οι ως άνω ισχυρισμοί των εναγομένων απορριπτέοι τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ………. και …………., οι οποίες είναι συγκύριες της άλλης κάθετης ιδιοκτησίας του επίδικου ως άνω ακινήτου, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, αιτήθηκαν την έκδοση πράξης αναλογισμού και αποζημίωσης, πλην όμως ουδέποτε αποζημιώθηκαν. Επιπλέον δε, το κτίσμα που βρίσκεται στο επίδικο ακίνητο δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί λόγω απαλλοτρίωσης επειδή είναι αυθαίρετο, όπως κατέθεσε και ο αρχιτέκτονας – μηχανικός ……….. Στη συνέχεια, οι εναγόμενοι προέβαλαν αίτημα αναστολής κατ΄άρθρο 249 ΚΠολΔ της έκδοσης της απόφασης επι της κρινόμενης αγωγής εωσότου εκδοθεί πράξη αναλογισμού για το επίδικο ακίνητο και καθορισθεί τιμή μονάδας απαλλοτρίωσης, άλλως πράξη αποχαρακτηρισμού του ακινήτου βάσει του άρθρου 32 του Ν.4315/2014. Το αίτημα αυτό απορριπτέο κρίνεται ως μη νόμιμο και τούτο διότι προϋπόθεση εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης είναι να εκκρεμούν οι ως άνω διαδικασίες σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή σε διοικητική αρχή, κάτι που ουδόλως επικαλούνται οι εναγόμενοι. Οι εναγόμενοι επίσης προέβαλαν και την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων κατ΄άρθρο 300 του ΑΚ, ισχυριζόμενοι ότι η τέταρτη εναγόμενη πολιτικός μηχανικός …………, η οποία συνέταξε το επισυναφθεν στο ως ανωαγοραπωλητήριο συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα και βεβαίωσε ότι το επίδικο ακίνητο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, υποδείχθηκε στους εναγόμενους από τους ίδιους τους ενάγοντες. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος και τούτο διότι η προσωπική σχέση που υπήρχε μεταξύ των εναγόντων και της ……………. δεν συνιστά πραγματικό γεγονός που αίρει ή περιορίζει την υπαιτιότητα των εναγομένων.
Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.
Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει των ανωτέρω και των ειδικότερων συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η παραπάνω αδικοπραξία, του βαθμού του πταίσματος των εναγομένων, του είδους της φύσης και της έκτασης του ανωτέρω πραγματικού ελαττώματος του επίδικου ως άνω ακινήτου, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και της στεναχώριας που δοκίμασαν οι ενάγοντες από την παραπάνω αιτία, αυτοί (ενάγοντες) υπέστησαν ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας πρέπει να τους επιδικασθεί το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ στον καθένα. Το ποσό αυτά κρίνεται ως δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επομένως, η αγωγή που είναι ορισμένη και νόμιμη στρεφόμενη κατά των τριών πρώτων εναγομένων (απορριπτομένη ως μη νόμιμη κατά της τέταρτης των εναγομένων) σύμφωνα με τα ανωτέρω και όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη (απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης περι παραγραφής) και να αναγνωριστεί ότι οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 46.390,50 ευρώ (45.390,50 + 1.000,00), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή και τις προβαλλόμενες από τους εναγόμενους ενστάσεις, δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι .
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ 1821/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της υπ΄αριθμ. 2092/2018 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ. Και
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e-παραβόλου με κωδικό ……………/2019, άσκησης έφεσης που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Οκτωβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ